Very Important Prisoners και ελληνικές φυλακές

Το τελευταίο εξάμηνο σε δύο περιπτώσεις τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στις υποθέσεις έκδοσης διάσημων καταζητούμενων από τις ελληνικές αρχές που εξετάστηκαν από Λονδρέζικα δικαστήρια. Στις υποθέσεις αυτές (Γριβέας & Βάτσικα, τον Ιούλιο και Ηλία, τον Νοέμβριο) αναδείχθηκαν για πολλοστή φορά τα ζητήματα που αφορούν τις συνθήκες κράτησης που επικρατούν στην συντριπτική πλειοψηφία των φυλακών. Νομική μεζούρα για την διαπίστωση εάν τηρούνται ή παραβιάζονται οι προδιαγραφές που απαιτούν η κράτηση να γίνεται αξιοπρεπώς και να μην συνιστά βασανιστήριο, ατιμωτική ή απάνθρωπη μεταχείριση αποτελεί το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ποια είναι όμως η κατάσταση στις φυλακές σήμερα; Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί ότι 12.000 υπόδικοι και κατάδικοι κρατούμενοι στις φυλακές, άλλοι 800 σε αστυνομικά κρατητήρια (περιμένοντας να αδειάσει κάποιο κελί σε φυλακή) και ακόμα 700 (;) που βρίσκονται σε μεταγωγή από φυλακή σε φυλακή και διανυκτερεύουν σε Τμήματα Μεταγωγών, δεν χωράνε στις φυλακές, στοιβάζονται σε κελιά αφήνοντας συχνά μόλις 1-3 τετραγωνικά μέτρα ελεύθερου χώρου. Ότι στην πράξη δεν υπάρχει θέρμανση και ζεστό νερό. Ότι το συσσίτιο είναι ελάχιστο και άθλιο. Ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες ουσιαστικής και παραγωγικής εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου. Ότι η καθαριότητα είναι μια άπιαστη έννοια. Ότι η φύλαξη είναι ανεπαρκής ή απούσα χωρίς να μπορεί να αποσοβήσει κινδύνους βιαιοπραγιών ή να προλάβει επείγοντα περιστατικά υγείας. Ότι η παροχή υπηρεσιών υγείας είναι τουλάχιστον προβληματικές.

Είναι κοινό μυστικό ότι η ευκολία με την οποία διατάσσονται οι προφυλακίσεις –ικανοποιώντας όμως το λαϊκό αίσθημα για άμεση και ουσιαστικά προδικαστική τιμωρία- αποτελούν τον επιταχυντή των εισαγωγών στις φυλακές. Είναι κοινό μυστικό επίσης ότι ο προϋπολογισμός έχει στερέψει και ότι ακόμα και εάν έχουν παραδοθεί νέες φυλακές, αυτές δεν μπορούν να στελεχωθούν άρα μένουν εν πολλοίς αναξιοποίητες. Ότι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι έχουν μείνει αβοήθητοι να ασκήσουν καθήκοντα σε συνθήκες που είναι ανθρωπίνως αδύνατο, με αντιστοιχία συχνά 1/400 κρατούμενους. Ότι η ένταξη των πρώην δημοτικών αστυνομικών στο φυλακτικό προσωπικό απλώς συμπλήρωσε τα τεράστια κενά που συνεχώς διογκώνονται (μείωση προσωπικού λόγω συνταξιοδοτήσεων και αδειοδοτήσεων σε συνδυασμό με τις μη προσλήψεις). Ότι τα ad hoc και εκ των υστέρων μέτρα μείωσης των ποινών δεν (μπορεί να) αποτελούν συγκροτημένη σωφρονιστική πολιτική.

Δεν χρειάζεται να επεκταθεί κανείς σε άλλα θέματα, όπως η μη παροχή αδειών (σε εκείνους που τις δικαιούνται) που μετατράπηκαν πλέον σε προληπτικό μέσο τιμωρίας και ελέγχου, ή να συζητήσει το πακέτο ζητημάτων που προέκυψε με τον τρόπο που νομοθετήθηκε η φυλακή Υψίστης Ασφαλείας Δομοκού. Αυτά είναι επαρκώς γνωστά θέματα.

Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT), αλλά και τα ευρήματα του Συνηγόρου του Πολίτη και των μελών της Επιτροπής της Βουλής για το Σωφρονιστικό, έχει κατ’ επανάληψη καταδείξει τα προβλήματα ύστερα από επισκέψεις σε φυλακές και αστυνομικά κρατητήρια σε όλη την ελληνική επικράτεια. Οι διαπιστώσεις είναι σκληρές και πολλαπλά επαναλαμβανόμενες, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα οξεία σε συγκεκριμένες μεν περιπτώσεις, αλλά που τείνουν να επεκταθούν σε όλους τους χώρους κράτησης. Ο υπερπληθυσμός και η έλλειψη σωφρονιστικών υπαλλήλων (και άλλων ειδικοτήτων) συνιστούν πλέον δομικά προβλήματα και δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης. Αποτέλεσμα είναι η συνεχής και μόνιμη παραβίαση του άρθρου 3 σε βάρος των κρατουμένων, της ψυχικής και σωματικής αντοχής τους, της αξιοπρέπειας, της δικής τους, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας. Η παραδοχή ότι ο υπερπληθυσμός και η υποστελέχωση αποτελούν τα βασικά προβλήματα του σωφρονιστικού διατυπώθηκε εντίμως και από τον ίδιο τον υπουργό Δικαιοσύνης (19.11.2014, ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής). Οι διαπιστώσεις αυτές διασταυρώνονται με επώδυνο τρόπο και από μια άλλη πλευρά, από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το οποίο σε αποφάσεις της τελευταίας πενταετίας διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 σε φυλακές (Ιωαννίνων, Κορυδαλλού, Λάρισας, Πάτρας, Αλικαρνασσού, Ναυπλίου) αλλά και σε αστυνομικά τμήματα στα οποία εκτίουν μέρος της ποινής τους εκατοντάδες κρατούμενοι. Πολλές ακόμα υποθέσεις αναμένεται να εκδικαστούν στο Στρασβούργο, επαναφέροντας το πρόβλημα σε διεθνές επίπεδο, ρίχνοντας την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κλίμακας ποιότητας ως προς την αντιμετώπιση των κρατουμένων.

Οι υποθέσεις των ελλήνων VIP που είναι ή ήταν υπό έκδοση από τα δικαστήρια της Αγγλίας δεν ήταν οι μόνες. Απλά τράβηξαν τα φώτα της δημοσιότητας λόγω των ονομάτων. Πολλές άλλες διεξάγονται κάθε μήνα, με σταθερά επίδικο θέμα το εάν οι ελληνικές φυλακές στις οποίες θα κρατηθεί ο υπό έκδοση πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Εάν η διαπίστωση είναι αρνητική, τότε το κράτος από το οποίο η Ελλάδα ζητά την έκδοση μπορεί να την αρνηθεί.

Ο κανόνας είναι ότι μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών, και δη μελών της ΕΕ, τεκμαίρεται ότι πληρούνται έστω και στο ελάχιστο οι προδιαγραφές του άρθρου 3. Η πρώτη περίπτωση (ενδεχομένως πανευρωπαϊκά) που έσπασε το τεκμήριο αυτό ήταν η ελληνική υπόθεση Bosma, όταν το αγγλικό δικαστήριο έκρινε πριν δύο χρόνια ότι η φυλακή Κομοτηνής δεν πληροί τις προϋποθέσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης των κρατουμένων. Η άρνηση της έκδοσης επαναλήφθηκε αργότερα σε υπόθεση σχετικά με τις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, και πολύ πρόσφατα ως προς τη φυλακή Αλικαρνασσού (υπόθεση O’Donnel).

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το αγγλικό δικαστήριο δέχτηκε ότι οι υπό εξέταση ελληνικές φυλακές παρέχουν συνθήκες κράτησης που συνιστούν βασανιστήριο, ατιμωτική ή απάνθρωπη μεταχείριση. Στη συνέχεια ήρθαν οι VIP υποθέσεις. Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν φυσικά μόνο σε αυτές, καθώς «το κοινό περί δικαίου αίσθημα» ήθελε τροφή αλλά και οι ελληνικές αρχές να επείγονται να σημειώσουν κάποια «διεθνή επιτυχία». Στο σημείο αυτό αξίζει να διατυπωθούν οι παρακάτω παρατηρήσεις:

Η παρουσίαση των υποθέσεων αυτών από τα ελληνικά ΜΜΕ έδειξε ότι η δημόσια συζήτηση αγνοεί ή αδιαφορεί το εξής απλό πράγμα. Ότι η εκδίκαση μιας υπόθεσης προϋποθέτει μια δίκαιη διαδικασία, η οποία έχει ως συνέπεια την πιθανότητα επιβολής ποινής. Η επιβολή της ποινής οφείλει να τηρεί την εξής απαράβατη προϋπόθεση: Ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν πρέπει να συνιστά βασανιστήριο, ατιμωτική ή απάνθρωπη μεταχείριση. Ότι όλοι οι κρατούμενοι έχουν αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αποτελεί θεμέλιο λίθο του σωφρονιστικού και του ευρύτερου δικαιικού μας συστήματος, και της πολιτικής δημοκρατικής κουλτούρας μας. Δεν χωρούν διαφοροποιήσεις ότι, δηλαδή, ο τάδε ή ο δείνα «αξίζουν» να υποστούν τέτοια μεταχείριση λόγω του χαρακτήρα της τιμωρητέας πράξης τους, όσο ειδεχθής και εάν είναι. Δεν χρειάζεται και μεγάλη φαντασία για να δει κανείς σε τι είδους εκβαρβαρισμό μπορεί να καταλήξει η προέκταση αυτής της τάσης και τι είδους ριζοσπαστική συντηρητικοποίηση (ιδεολογική, πολιτική, ηθική) μπορεί να θρέψει.

Οι VIP υποθέσεις κινητοποίησαν το ελληνικό υπουργείο δικαιοσύνης να εκδώσει εγγυήσεις προς τις αγγλικές δικαστικές αρχές ότι οι εν λόγω κρατούμενοι θα κρατηθούν σε χώρους κράτησης που δεν παραβιάζουν το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Στα «καλά κελιά» λοιπόν οι VIP (βλ. Στ’ πτέρυγα Κορυδαλλού, νέα πτέρυγα γυναικών Κορυδαλλού, μέχρι πότε όμως;), και όχι με τους υπόλοιπους απλούς θνητούς-κρατούμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο υφίστανται παραβίαση των δικαιωμάτων τους.

Εδώ προκύπτουν δύο βασικά θέματα: πρώτον, ότι παρακάμπτεται η βασική αρχή της ισότητας, ως προς την έκτιση της ποινής, με κριτήριο που δεν προβλέπεται από τον νόμο. Το παράδοξο του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» όπως εκφράστηκε με αφορμή τις υποθέσεις αυτές νομιμοποιεί τη διάκριση αυτή, ώστε να είναι θεμιτό ότι οι επώνυμοι μπορούν να κρατούνται στα καλά κελιά, ενώ οι υπόλοιποι «κοινοί θνητοί» να κρατούνται στις συνθήκες που προαναφέρθηκαν.

Δεύτερο θέμα, η (αν)αρμοδιότητα του υπουργού να παράσχει τέτοιες εγγυήσεις, από την στιγμή που αποκλειστικά αρμόδια όργανα είναι οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, το Συμβούλιο της Φυλακής και η Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών που αποφασίζουν την αρχική τοποθέτηση του υπόδικου/κατάδικου, την τοποθέτηση εντός της φυλακής και την μελλοντική πιθανή μεταγωγή του. Ποιο όργανο μπορούν να δεσμεύουν αυτές οι εγγυήσεις του σημερινού υπουργού σε όλη τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του υπό έκδοση ατόμου; Αλλά αυτά ενδεχομένως είναι ψιλά γράμματα…

Η κακότεχνη και πρόχειρη αντιμετώπιση της έκδοσης των καταζητούμενων και της τεκμηρίωσης των πραγματολογικών στοιχείων που αφορούν την κατάσταση των φυλακών, αντανακλάται συχνά και στη διατύπωση των εγγυήσεων που σε ορισμένες περιπτώσεις εξέθεσαν τον ίδιο τον υπουργό, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Σε μια μάλιστα –ακόμα εκκρεμούς- δίκης που αφορά υπό έκδοση ζεύγος Άγγλων πολιτών, οι εγγυήσεις συντάχθηκαν με την μέθοδο του copy-paste από τις εγγυήσεις που υπέγραφε ο υπουργός την ίδια ημέρα για την υπόθεση του ζεύγους Γριβέα-Βάτσικα. Μόνο που οι εν λόγω Άγγλοι, ήδη καταδικασμένοι από ελληνικό δικαστήριο, πάσχουν από σειρά σοβαρών ασθενειών που καθιστούν τις εγγυήσεις πολλαπλά ατυχείς, ακόμα και εάν τηρηθούν.

Κατά την γνώμη μου, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την εμπειρία που είχα τα τελευταία χρόνια ως εμπειρογνώμονας ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων ή ως εκπρόσωπος προσφευγόντων κρατουμένων ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το θέμα των συνθηκών κράτησης και εν γένει το σωφρονιστικό σύστημα πάσχει σοβαρά, δομικά και συστηματικά. Αν η παραπάνω διαπίστωση είναι πλέον κοινότοπη, θεωρώ ότι πρέπει επίσης να μας ενδιαφέρει η εκ του προχείρου και περιστασιακή ενασχόληση με το θέμα από τις αρμόδιες αρχές, αλλά και η ιδεολογική εμμονή στην τιμωρία με όχημα τη στέρηση της ελευθερίας.

Αυτό, όμως, που προβληματίζει ακόμα περισσότερο είναι η ιδεολογική χρήση του εγκλεισμού. Η στέρηση της ελευθερίας, όπως αυτή συντελείται στην Ελλάδα σήμερα, ενέχει την πιθανότητα, βεβαιότητα πλέον, ότι μπορεί –ίσως και πρέπει- να διολισθαίνει σε άλλες ανομολόγητες μορφές τιμωρίας που εν τέλει ανατρέπουν την θεμελιώδη απαγόρευση που δεσμεύει το κράτος και τα όργανά του: να μην ασκούν πρακτικές βασανισμού ποτέ, σε κανέναν και σε καμία περίσταση. Δυστυχώς, η δημόσια (αριστερόστροφη και δεξιόστροφη) συζήτηση προσπερνάει το ζητούμενο αυτό με μεγάλη ευκολία ολοένα και περισσότερο, επιζητώντας μονάχα την χωρίς όρους τιμωρία.

* Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

 

φωτογραφία: Michael Coghlan

 

Μέλος

Newsletter