Περιορισμένα δικαιώματα για τους εγγυητές των δικαιωμάτων;

Η διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας σε βάρος τριών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, για άποψη την οποία διατύπωσαν στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής τους δράσης, έρχεται να προστεθεί στην αλληλουχία ανησυχητικών συμπτωμάτων σε σχέση με την εγγυητική λειτουργία της δικαιοσύνης και τους κινδύνους υπαγωγής της σε συγκυριακές σκοπιμότητες της εκτελεστικής εξουσίας.

Το αίτημα των τριών δικαστών, «να εφαρμοστούν και στην περίπτωσή του [του προηγουμένου Προέδρου του Αρείου Πάγου] οι διαδικασίες που εφαρμόστηκαν εναντίον εκατοντάδων Ελλήνων δικαστών» ως προς τον έλεγχο δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, αποτελούσε, εκτός από στοιχειώδη εκπλήρωση των συνδικαλιστικών τους καθηκόντων απέναντι στους συναδέλφους τους, αυτονόητη αξίωση του κράτους δικαίου. Η αντίδραση στο αίτημα αυτό δεν μπορεί να είναι η κινητοποίηση πειθαρχικών μηχανισμών, πόσο μάλλον όταν των μηχανισμών αυτών προΐσταται ο επικεφαλής της ίδιας της δικαστικής ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας διατυπώθηκε ως μειοψηφία το ήδη υπόδικο αίτημα.

H παραπάνω μεθόδευση, πέρα από προσβολή της ελευθερίας της έκφρασης, συνιστά βάναυση και αυταρχική προσβολή τόσο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των ελεγχόμενων δικαστών όσο και του δικαιώματός τους στην ελεύθερη συνδικαλιστική δράση, το οποίο μάλιστα προβλέπεται ειδικά στο Σύνταγμα. Ταυτόχρονα, όμως, προσβάλλει ολόκληρο το δικαστικό σώμα, καθώς η ελεύθερη συνδικαλιστική δράση του εκπροσώπων του αποτελεί μία επιπρόσθετη θεσμική εγγύηση της ανεξαρτησίας της ίδιας της δικαιοσύνης. Η ελεύθερη συνδικαλιστική δράση των δικαστών θα μείνει κενή περιεχομένου, αν της αφαιρεθεί ιδίως το δικαίωμα διατύπωσης κριτικού και ελεγκτικού λόγου για πράξεις και παραλείψεις προσώπων που στελεχώνουν τα ιεραρχικά ανώτατα όργανα της δικαιοσύνης.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξακολουθεί να θεωρεί το σώμα των ελλήνων δικαστών φυσικό σύμμαχο στην εγρήγορση για την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, γι? αυτό και καταδικάζει τα αντανακλαστικά αδιαφάνειας και αυταρχισμού, ως απολύτως ξένα προς τη φύση της δικαστικής λειτουργίας σε ένα συνταγματικό πολίτευμα. Όταν οι ίδιοι οι θεσμικοί εγγυητές των δικαιωμάτων τελούν υπό καθεστώς μειωμένης προστασίας της δικής τους ελευθερίας λόγου, η εμπιστοσύνη των πολιτών δεν μπορεί παρά να προσλάβει ανάλογη τροπή.

 

φωτογραφία: Chris Potter

 

ατομικά δικαιώματα, δικαιοσύνη

Μέλος

Newsletter