Κείμενο τεκμηρίωσης για την ηλεκτρονική επιτήρηση υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων

Κείμενο τεκμηρίωσης της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Με σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «για την ηλεκτρονική επιτήρηση υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων» επιχειρείται να εγκαθιδρυθεί στην ελληνική έννομη τάξη το εναλλακτικό μέτρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης, κοινώς γνωστό ως «βραχιολάκι».

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου χαιρετίζει καταρχήν θετικά το προωθούμενο μέτρο ως μια προσπάθεια για αλλαγή πλεύσης στις μέχρι σήμερα ακολουθούμενες πρακτικές ποινικής καταστολής και σωφρονισμού. Και τούτο διότι θεωρούμε απαραίτητη την υιοθέτηση εναλλακτικών της κράτησης μέτρων καθόσον αναγνωρίζουμε η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό ολόκληρου του σωφρονιστικού συστήματος και η εναρμόνισή του με τις σύγχρονες θεωρίες και πρακτικές, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η επανένταξη στην κοινωνία του κρατουμένου, κάτι το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός των ελληνικών φυλακών, αφενός λόγω των αποδεδειγμένα απάνθρωπών συνθηκών κράτησης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και αφετέρου λόγω της υπολειτουργίας και περιστολής των προγραμμάτων επανένταξης, ιδίως σε περίοδο οικονομικής κρίσης.

Πλην όμως επισημαίνουμε τον προβληματισμό και την ανησυχία μας για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον για κάποιες ατυχείς – κατά την άποψή μας – διατάξεις του ίδιου του σχεδίου νόμου, όπως ο υποχρεωτικός κατ’ οίκον περιορισμός ταυτόχρονα με την ηλεκτρονική επιτήρηση χωρίς καμία δυνατότητα διαζευκτικής εφαρμογής των μέτρων αυτών ανά περίπτωση, η ανάληψη του κόστους από τον κρατούμενο, απουσία πρόβλεψης παρακολούθησης προγραμμάτων απεξάρτησης για τους υπόδικους και η αναδρομική ισχύς της άρσης της απόλυσης. Δεύτερον για την εφαρμογή του νόμου στην πράξη και τον σοβαρό κίνδυνο καταστρατήγησής του από τους δικαστικούς λειτουργούς.

Κατωτέρω επιχειρείται μια ανάλυση και εξειδίκευση των άνω προβληματισμών.

Για την ηλεκτρονική επιτήρηση υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων

Προκειμένου να αξιολογήσει κανείς οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στο χώρο της ποινικής και σωφρονιστικής νομοθεσίας, οφείλει πρωτίστως να εξετάσει την προωθούμενη ρύθμιση σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της κατάστασης που είναι σχεδιασμένη να ρυθμίσει και τον ίδιο το σκοπό της. Εν προκειμένω δηλαδή με την κατάσταση στα ελληνικά «σωφρονιστικά καταστήματα» και τη σκοπούμενη –για μία ακόμη φορά και πολυπόθητη- αποσυμφόρηση των ελληνικών φυλακών, σε συνάρτηση και με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα.

Το υπόβαθρο:

Παρά τη συζήτηση που έχει προ πολλού ανοίξει για το θέμα της ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων, δεν έχει καταστεί γνωστή η θέση της αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο επί της αρχής όσο και σχετικά με το πώς μπορεί να επιτευχθεί η συλλογή μόνο των απαραίτητων προσωπικών δεδομένων. Και τούτο, παρότι το θέμα άπτεται προφανώς ενός σοβαρού ζητήματος παρακολούθησης, συλλογής κι επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, Κατά δεύτερον, παρά τη θέση του σχεδίου νόμου σε δημόσια διαβούλευση, το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν φρόντισε να εφοδιάσει αυτούς που διαβουλεύονται με κατά το δυνατόν πληρέστερα και επικαιροποιημένα στοιχεία (ο υπάρχων πίνακας κρατουμένων με τα εκεί στοιχεία σταματά στην 1/1/2010) ώστε να είναι πράγματι σε θέση να διαβουλευτούν με βάση επικαιροποιημένες καταστάσεις.

Η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές είναι λίγο πολύ γνωστή: σοβαρός υπερπληθυσμός, έλλειψη μέσων και δομών, πεπαλαιωμένες εγκαταστάσεις με απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής, απουσία ή σοβαρές ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι τα κυριότερα προβλήματα για τα οποία η Ελλάδα έχει πολλάκις καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις εξαιτίας αυτών σοβαρότατες παραβιάσεις δικαιωμάτων που ισοδυναμούν με απάνθρωπη ή/και εξευτελιστική μεταχείριση των κρατουμένων.

Από τα δημοσιευμένα στοιχεία του Υπ. Δικαιοσύνης δεν μπορούν παρά να ξεχωρίζουν τα ακόλουθα: σε μια δεκαετία (2003-2012) ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε κατά 50%, απ’ αυτούς περισσότεροι από τους μισούς είναι προσωρινά κρατούμενοι (δηλ. άνθρωποι που δεν έχουν δικαστεί ακόμα), σταθερά δε πάνω από το 1/3 του συνολικού αριθμού των κρατουμένων είναι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών, ενώ δεν υπάρχουν σχετικά δημοσιευμένα στοιχεία για το πόσοι από αυτούς είναι εξαρτημένοι. Ακόμα, την πενταετία 2008-2012 αυξήθηκε ο αριθμός των προσωρινών κρατήσεων σε σχέση με την προηγούμενη, ενώ παρατηρούνται όλο και περισσότερες καταδίκες σε ισόβια και πλέον της 15ετούς κάθειρξη την ίδια στιγμή – και εδώ βρίσκεται το παράδοξο –που το επίμαχο χρονικό διάστημα η ποινική νομοθεσία άλλαξε επί το επιεικέστερο. Από το προηγούμενο προκύπτει ότι η δικαιοσύνη εμμένει πεισματικά και συστηματικά στην εξάντληση των ποινών προς το αυστηρότερο και στη μαζική επιβολή του μέτρου της προσωρινής κράτησης για κακουργήματα παρά μάλιστα την πρόσφατη αυστηροποίηση των προυποθέσεων επιβολής της.

Σήμερα σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα στον τύπο οι κρατούμενοι υπολογίζονται σε 12.912 τη στιγμή που η προβλεπόμενη χωρητικότητα είναι 9.400 κρατουμένων.

Η προωθούμενη ρύθμιση:

1. Κατ’ οίκον περιορισμός και ηλεκτρονική επιτήρηση υποδίκων

Κατ’ αρχήν μιλάμε για μέτρο διφυές, δηλαδή κατ’ οίκον περιορισμό και ηλεκτρονική επιτήρηση σωρευτικά για το ίδιο άτομο και όχι διαζευκτικά και τούτο μάλιστα σε όλες τις ρυθμιζόμενες περιπτώσεις. Δεδομένου όμως ότι στην ελληνική δικαστική πραγματικότητα ο χρόνος μέχρι την εκδίκαση των κακουργημάτων σε πρώτο βαθμό μπορεί να φτάσει το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης (18 μήνες), σύμφωνα δε με τα παραπάνω ο αριθμός των προφυλακισθέντων αυξάνεται σταθερά, θεωρούμε ότι ιδιαίτερα για τους υπόδικους η ρύθμιση πρέπει να εξαντλείται σε μόνη την ηλεκτρονική επιτήρηση χωρίς κατ’ οίκον περιορισμό και μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 282 ΚΠΔ (άρ. 2 του σχεδίου νόμου), προκειμένου να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις του τεκμηρίου αθωότητας αλλά και με την ηπιότερη δυνατή προσβολή της προσωπικότητας στο στάδιο αυτό της προδικασίας. Σε κάθε δε περίπτωση, θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα ο λόγος για τον οποίο οι περιοριστικοί όροι δεν ήταν επαρκείς για την επίτευξη του σκοπού του νόμου.

Σε αντίθετη περίπτωση, και δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προφυλακισμένων είναι αλλοδαποί που συνήθως στερούνται ή δεν μπορούν να αποδείξουν τη σταθερή διαμονή τους (οι χωρίς χαρτιά αλλοδαποί δεν δικαιούνται να υπογράφουν μισθωτήρια συμβόλαια) το μεγαλύτερο μέρος των υποδίκων εν τέλει θα αποκλειστεί από την υπαγωγή στο μέτρο αυτό, γεγονός που θα εντείνει την ήδη υφιστάμενη πολιτική των διακρίσεων σε βάρος τους.

Από την άλλη πλευρά επαναφέρουμε το πάγιο αίτημα της αυστηρής τήρησης των –ήδη αυστηρών- προϋποθέσεων προσωρινής κράτησης (προφυλάκισης). Πρόκειται για μέτρο ούτως ή άλλως όλως εξαιρετικό, το οποίο ναι μεν προβλέπεται ως τέτοιο από την οικεία διάταξη, πλην όμως η επιβολή προσωρινής κράτησης έχει καταστεί καθημερινότητα στη δικαστική και εισαγγελική πρακτική. Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκφράζει την ανησυχία της μήπως στις παρούσες συνθήκες κάτι αντίστοιχο, συμβεί και με το – επίσης εξαιρετικό – μέτρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης. Πρέπει να είναι σαφές πως το «βραχιολάκι» δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στο να αντικαταστήσει τα υπάρχοντα επιεικέστερα μέτρα και δη τους ήδη προβλεπόμενους περιοριστικούς όρους. Πολύ περισσότερο, δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως βάση για τη δημιουργία ακόμη περισσότερων έγκλειστων υποδίκων, κάποιοι εκ των οποίων θα συνεχίσουν να προφυλακίζονται με μόνη τη στείρα επανάληψη των προϋποθέσεων του νόμου στην οικεία διάταξη (και τούτο το γνωρίζουμε καλά) και οι υπόλοιποι που απλά «δεν χωράνε» στις φυλακές να τίθενται υπό κατ’ οίκον εγκλεισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, απλά και μόνο επειδή πλέον υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Αντίθετα, ο εγκλεισμός είτε εντός σωφρονιστικού καταστήματος είτε εντός της οικίας υπό επιτήρηση (αφού γι’ αυτό πρόκειται εντέλει) οφείλει να αποτελεί στο νου και το έργο κάθε ερμηνευτή κι εφαρμοστή του δικαίου το έσχατο μέτρο, σε συμφωνία και με τη θεμελιώδη επιταγή “in dubio pro libertate”.

Μέτρα στερητικά της ελευθερίας κατά το στάδιο της υποδικίας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την εξάλειψη της έστω και ελάχιστης πιθανότητας φυγοδικίας του κατηγορουμένου, αλλά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εναπόκειται στην ίδια την ποινική δικαιοσύνη να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης, εξασφαλίζοντας εντέλει δίκαιη δίκη προς την κατεύθυνση της τελικής διάγνωσης ή μη της ενοχής του εκάστοτε φερόμενου ως δράστη. Από την άλλη πλευρά, σε περίπτωση μη εμφάνισης του κατηγορουμένου το βάρος μεταβαίνει στους διωκτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι οφείλουν να εξασφαλίσουν με τη σειρά τους (αυτοί και μόνο) τον εντοπισμό των υποδίκων και των εν αδεία καταδίκων, όποτε τούτο κρίνεται απαραίτητο. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν ο κίνδυνος θα πρέπει να μεταβαίνει στο κράτος.

Επομένως, ενώ επί της αρχής μπορεί κανείς να είναι σύμφωνος με το μέτρο, η εμπειρία στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης γεννά εύλογες επιφυλάξεις για την εφαρμογή του στην πράξη, δεδομένης της προαναφερθείσας εμμονικής προσκόλλησης των δικαστικών λειτουργών στην επιλογή του αυστηρότερου των ποινών και μέτρων.

Δυστυχώς η προωθούμενη ρύθμιση αντανακλά την παραπάνω προσκόλληση στην κράτηση, ορίζοντας για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση που δεν καταβληθεί εντός της προθεσμίας το κόστος ηλεκτρονικής επιτήρησης, ο ανακριτής μετά από πρόταση του εισαγγελέα επιβάλλει προσωρινή κράτηση (!). Σα να μην προβλέπεται ακόμα και στο στάδιο αυτό η δυνατότητα επιβολής κάποιου άλλου περιοριστικού όρου. Ομοίως, τα χρονικά όρια ισχύος της ηλεκτρονικής επιτήρησης ταυτίζονται με εκείνα της προσωρινής κράτησης, κάτι το οποίο οδηγεί αναπόφευκτα στη σκέψη ότι δεν αποκλείεται τελικά να οδηγηθούμε ενώπιον μιας νέας κατηγορίας εγκλείστων.

2. Απόφαση και θέση υπό κατ’ οίκον ηλεκτρονική επιτήρηση

Βάσει του σχεδιαζόμενου νομοθετήματος, η υπαγωγή των καταδίκων στο μέτρο αυτό πραγματοποιείται από το οικείο δικαστικό συμβούλιο, κατόπιν αίτησής τους, χωρίς κλήτευση και συνεπώς χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία τους. Ωστόσο, αποτελεί κεντρική επιλογή στο ποινικό μας σύστημα η πεποίθηση του δικαστή να σχηματίζεται κατόπιν ουσιαστικής ακρόασης του ατόμου και αξιολόγησης της προσωπικότητάς του, θέση από την οποία κανονικά οφείλει να μην αποστεί η προκείμενη ρύθμιση, δεδομένης της βαρύτητας του εν λόγω μέτρου.

Επιπλέον, υπό το πρίσμα των τρεχουσών κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων, του συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού υποβάθρου του εκάστοτε ατόμου αλλά και την αρχή της ισότητας, το κόστος πρέπει να φέρει το κράτος. Και τούτο για πολλούς λόγους και μάλιστα ασυζητητί: Κατ’ αρχήν η «αυτοχρηματοδότηση» επιτηρούμενης στέρησης της ελευθερίας μοιάζει τουλάχιστον αδιανόητη -και είναι πράγματι ασυμβίβαστη- με την έννοια και τη φύση της ποινικής καταστολής, της οποίας σαφέστατα αποτελεί μέρος. Με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν σαν ο κρατούμενος ή ο υπόδικος να χρηματοδοτούν τη στέρηση της ελευθερίας τους καταβάλλοντας οι ίδιοι το συσσίτιο, τα έξοδα συντήρησης της φυλακής κ.ο.κ. Εν προκειμένω παρέλκει οποιαδήποτε περαιτέρω επιχειρηματολογία και παραπέμπουμε στο μέχρι σήμερα θεωρούμενο ως κεκτημένο της ποινικής καταστολής, της λειτουργίας και της φύσης των ποινών, πεδία του σκληρού πυρήνα του κράτους.

Περαιτέρω εάν θέλουμε να είμαστε συνεπείς στις επιταγές της ισότητας, ρυθμίσεις σαν κι αυτή απλά την καταργούν εν τοις πράγμασι εδραιώνοντας τη δημιουργία υποκειμένων ποινικής καταστολής δύο ταχυτήτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι άγνωστο, εάν ληφθεί υπόψη το ήδη διογκωμένο κόστος εξαγοράς των μετατρεπόμενων σε χρήμα ποινών φυλάκισης, το οποίο παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση δεν μειώνεται.

Παρατηρείται, επομένως, στο σημείο αυτό, κατά τη γνώμη μας, μια ακόμα νεοφιλελεύθερη ολίσθηση της ποινικής νομοθεσίας – απόρροια του ακολουθούμενου οικονομικού μοντέλου – αφού η συγκεκριμένη ρύθμιση θα διευρύνει το χάσμα που δημιουργείται από την οικονομική επιφάνεια του κρατουμένου και επ’ ουδενί από την ηθική απαξία της πράξης του. Εάν πάλι συνυπολογίσει κανείς με όρους ρεαλισμού τη δυνατότητα συντήρησης οικίας από ανθρώπους που επί χρόνια κρατούνταν σε φυλακές (βλ. τις χρονικές προϋποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης σε συνδυασμό με την αύξηση των καταδικών σε πολυετή κάθειρξη και ισόβια) χωρίς εισοδήματα και μάλιστα με τα σημερινά ελληνικά οικονομικά δεδομένα, τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των απόρων, αστέγων κι ανέργων, σε συνδυασμό με τη συρρικνωμένη –σχεδόν ανύπαρκτη- κοινωνική πρόνοια τότε υπάρχει ο φόβος ότι η αποσυμφόρηση των φυλακών μέσω της προωθούμενης ρύθμισης θα είναι αδύνατη. Και τούτο διότι το μεγαλύτερο μέρος των κρατουμένων ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να φέρουν το κόστος της τοποθέτησης.

Άλλωστε, η «αυτοχρηματόδοτηση» για την εφαρμογή ενός μέτρου καταστολής, θα μετέτρεπε τον κρατούμενο σε καταναλωτή: ο κρατούμενος/καταναλωτής θα αγόραζε εγκλεισμό κατ’ οίκον, εφόσον διέθετε τα χρήματα να το κάνει. Άλλως, θα παρέμενε στη φυλακή, καίτοι κρίνεται ότι η φυλάκισή του δεν είναι εντέλει αναγκαία ούτε για τον σωφρονισμό του ιδίου ούτε για την προστασία της κοινωνίας. Αυτή όμως «αγορά» άλλου εγκλεισμού, όχι απλώς θέτει ζητήματα ισότητας αλλά δημιουργεί και την ψευδή εντύπωση ότι το μέτρο αυτό δεν συνιστά ποινή που επιβάλλεται στο άτομο και μάλιστα εξαιρετικά επαχθής, αλλά χάρη που γίνεται σε κάποιον έχει λεφτά να δώσει.

3. Επιτήρηση εξαρτημένων και αποσυμφόρηση των φυλακών

Όπως επισημάνθηκε, την 1/1/2012 το ένα τέταρτο του συνόλου των κρατουμένων στην Ελλάδα αποτελείτο από παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών. Περίπου το αυτό ποσοστό υπολογίζεται ότι διαβιοί στις ελληνικές φυλακές και σήμερα.

Καταρχήν είμαστε αντίθετοι με την εφαρμογή του μέτρου της ηλεκτρονικής επιτήρησης με κατ’ οίκον περιορισμό σε εξαρτημένους χρήστες. Και τούτο διότι η επανένταξη αυτών δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε εντός σωφρονιστικού καταστήματος ούτε εντός οικίας, αλλά απαιτείται η θεραπευτική προσέγγιση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς τους και μάλιστα εντός κοινωνίας. Εκτιμούμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η επιβολή περιοριστικών όρων με την υποχρέωση παρακολούθησης προγραμμάτων απεξάρτησης αρκεί για την επίτευξη του σωφρονισμού και της επανένταξής τους.

Σε κάθε περίπτωση το υπό εξέταση νομοθέτημα προβλέπει τη δυνατότητα εξόδου από την οικία για τις ανάγκες συμμετοχής σε πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από τα ναρκωτικά μόνον για τους υφ’ όρον απολυόμενους ενώ όμοια ρύθμιση δεν περιλαμβάνεται για τους υποδίκους, παρόλο που μεγάλο μέρος εξ αυτών είναι εξαρτημένοι. Η διάκριση αυτή είναι αδικαιολόγητη.

Πώς μπορεί να επιτευχθεί αποσυμφόρηση των φυλακών κι ευνοϊκή μεταχείριση εξαρτημένων όταν οι φορείς και τα προγράμματα απεξάρτησης (εντός κι εκτός φυλακών) συρρικνώνονται δραματικά, όταν οι χρήστες πολύ συχνά δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι από τις αρχές, όταν η πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση ακόμα και την κοινωφελή εργασία είναι σχεδόν αδύνατη στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα; Πώς θα μειωθούν τα ποσοστά των δυνάμενων να εγκληματήσουν χρηστών, των εξαρτημένων υποδίκων και καταδίκων; Και πώς οι τελευταίοι δεν θα υποπέσουν σε εκ νέου παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών μέχρι τη συμπλήρωση του χρόνου της απόλυσης χωρίς τα ανωτέρω ώστε να επέλθει και η αποσυμφόρηση των φυλακών;

Για την αποφυγή δυσμενών διακρίσεων και εφόσον τελικά επιλεγεί και για τους εξαρτημένους η επιβολή της επιτήρησης με κατ’ οίκον περιορισμό είναι αναγκαία η επέκταση της δυνατότητας εξόδου από την οικία για συμμετοχή σε πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από τα ναρκωτικά και στους υποδίκους. Επίσης η αποσυμφόρηση μέσω του κατ’ οίκον επιτηρούμενου περιορισμού, για να έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας, οφείλει να ιδωθεί σαν απαρχή ενός γενικότερου διαλόγου προς έναν εξορθολογισμό της δικαστικής πρακτικής και των ποινών για τους εξαρτημένους χρήστες.

4. Άρση της απόλυσης

Βάσει του προστεθέντος με το νομοσχέδιο άρθρου 110Β παρ. 5 ΠΚ εφόσον ο απολυθείς κατάδικος διαρκούσης της απόλυσης τελέσει πλημμέλημα από δόλο που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών ή παραβιάσει τον κατ’ οίκον περιορισμό (όπως προβλέπεται στο επίσης προστεθέν άρθρο 173Α) είναι υποχρεωμένος να εκτίσει εντός του σωφρονιστικού καταστήματος το σύνολο της χρονικής διάρκειας της χορηγηθείσας απόλυσης. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό ότι ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της στερητικής της ελευθερίας ποινής, με μόνη τη διαφορά ότι εκτίεται εντός της οικίας (και όχι σε σωφρονιστικό κατάστημα), με αποτέλεσμα, σε περίπτωση άρσης της απόλυσης, ο διανυθείς χρόνος να πρέπει να συνυπολογίζεται στον υπόλοιπο χρόνο της ποινής διότι διαφορετικά για το εν λόγω χρονικό διάστημα συντρέχει περίπτωση διπλής τιμώρησης για το αυτό αδίκημα. Θεωρούμε ότι η ανωτέρω διάταξη, εκτός του ότι είναι δυσανάλογα αυστηρή, παραβιάζει τα όρια της συνταγματικής νομιμότητας και ως εκ τούτου θα πρέπει να τροποποιηθεί.

Αντί επιλόγου

Μόνο το μέτρο αυτό είναι αδύνατον να επιφέρει θεαματικά αποτελέσματα. Θα πρέπει ταυτόχρονα η Πολιτεία να ενεργοποιήσει τους εναλλακτικούς του εγκλεισμού τρόπους έκτισης ποινής, τους οποίους από καιρό έχει θεσπίσει αλλά ελάχιστα εφαρμόζει. Η Ένωση μας έχει πολλάκις τονίσει ότι το ζητούμενο δεν είναι η διαρκής νομοθέτηση αλλά η εφαρμογή. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί το σύστημα παροχής κοινωφελούς εργασίας –ως μέτρο αντικατάστασης της κράτησης- καθώς και να αξιοποιηθεί η δυνατότητα ημιελεύθερης διαβίωσης. Η οικονομική συγκυρία στη χώρα μας επιβάλλει επιτακτικά την ενεργοποίηση των μέτρων αυτών, καθώς ένας μεγάλος αριθμός προσώπων κρατείται σήμερα στη φυλακή, όχι γιατί είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή το κοινό καλό, όχι γιατί έτσι κρίθηκε ότι θα σωφρονιστεί καλύτερα, αλλά γιατί δεν έχει χρήματα να πληρώσει την ποινή του. Είναι αδιανόητο ένα κράτος δικαίου να κρατάει κάποιον σε καθεστώς εγκλεισμού λόγω της οικονομικής δυσπραγίας του, επιτείνοντας ταυτόχρονα τη δυσπραγία αυτή, αφού η φυλάκιση ισοδυναμεί με κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό.

Με τις ανωτέρω παρατηρήσεις, προτάσεις και βελτιώσεις, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στοχεύει σε μια κατά το δυνατόν ορθή και δίκαιη εφαρμογή σε πραγματικές συνθήκες του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση. Χωρίς να είμαστε σε καμία περίπτωση υπέρμαχοι της εγκαθίδρυσης ενός πανοπτικού συστήματος επιτήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, εντούτοις αναγνωρίζουμε την άμεση ανάγκη όχι μόνο για αποσυμφόρηση των φυλακών αλλά και για συνολική αλλαγή πλεύσης στις μέχρι σήμερα ακολουθούμενες πρακτικές ποινικής καταστολής και σωφρονισμού μέσω της εφαρμογής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, πέραν της οποιασδήποτε (επιβεβλημένης σε κάθε περίπτωση) βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης στις φυλακές. Το μέτρο αυτό, υπό τις εκτεθείσες επιφυλάξεις, μπορεί να λειτουργήσει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση, η δε προωθούμενη ρύθμιση κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει αφ’ εαυτής και εναλλακτικό της φυλάκισης μέτρο για πλήθος πλημμεληματικού χαρακτήρα παραβάσεων άμα τη απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης στο ακροατήριο.

 

ατομικά δικαιώματα, δίκαιο, δικαιοσύνη, κρατούμενοι

Μέλος

Newsletter