2η Συνάντηση Εθνικού Διαλόγου για τη Μετανάστευση-Εισηγήσεις

6 Ιουλίου 2005, Αθήνα
Αμφιθέατρο ΓΣΕΕ
Συνδιοργάνωση με το ΚΕΜΟ (πρόγραμμα European Migration Dialogue)

Εισηγήσεις στη 2η Συνάντηση Εθνικού Διαλόγου για τη Μετανάστευση:

  • Μεταναστευτική πολιτική: πρόσβαση-ένταξη-συμμετοχή (Μ.Παύλου)
  • Μετανάστες και ιθαγένεια (Δ.Χριστόπουλος)
  • Προτάσεις για την ένταξη των μεταναστών – Ενσωμάτωση των οδηγιών για την οικογενειακή επανένωση και το καθεστώς μακροχρόνιας διαμονής – Πολιτικές και μέτρα για τη συμμετοχή των μεταναστών στη δημόσια ζωή

Στις 31 Ιανουαρίου 2005 η Ένωση και το ΚΕΜΟ ως εταίροι του EMD συμμετείχαν σε αντιπροσωπεία του Ελληνικού Φόρουμ μεταναστών, της ΓΣΕΕ, του Δικτύου Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών που συναντήθηκε με τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Π.Παυλόπουλο.
Στην πρώτη αυτή συνάντηση μετά τις εκλογές του Μαρτίου 2003, του υπουργού με τις οργανώσεις μεταναστών, ανταλλάχθηκαν απόψεις και πληροφορίες σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Επίσης, συμφωνήθηκε η συστηματικότερη επαφή και συμμετοχή των οργανώσεων μεταναστών και για τους μετανάστες στις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής και νομοθετικής ύλης σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του Υπουργείου και το ΙΜΕΠΟ, όσο και σε πολιτικό επίπεδο με τη δέσμευση για νέα συνάντηση με τον Υπουργό τον Απρίλιο του 2005.

Η πρώτη συνάντηση εθνικού διαλόγου για τη μετανάστευση πραγματοποιήθηκε με επιτυχία και ευρεία συμμετοχή φορέων μεταναστών, μη κυβερνητικών και δημόσιων οργανώσεων, καθώς και ερευνητών της μετανάστευσης το Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2005 στο αμφιθέατρο της ΓΣΕΕ.

Τα συμπεράσματα και οι παρεμβάσεις-προτάσεις για τη μεταναστευτική πολιτική αναδείχθηκαν μέσα από μια ιδιαίτερα παραγωγική συζήτηση. Η ανάλυση σε βάθος και εύρος των προβλημάτων και των λύσεων προσανατολίσθηκε στην προάσπιση και την προαγωγή των δικαιωμάτων σε μια κοινή πορεία-προσπάθεια για τη διεκδίκηση και την ανάκτηση της θεμελίωσης της πολιτικής στο δημοκρατικό κοινωνικό διάλογο, στις κοινωνικές ανάγκες και τη συμμετοχή.

 

Ένας “ευρωπαϊκός” εθνικός διάλογος για τη μετανάστευση, Μ.Παύλου

Η αναγκαιότητα

Σήμερα, στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, η Ευρωπαϊκή ήπειρος βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο τόσο σε σχέση με την πολιτική, όσο και σε σχέση με την κοινωνική της συγκρότηση και τη διαχείριση καινοφανών ή μακροχρόνιων και ενδογενών κοινωνικών φαινομένων που συνδέονται αιτιακά ή εκ του αποτελέσματος με τη μετανάστευση. Η τελευταία, σε αυτό το πλαίσιο και μετά από την εμπειρία τουλάχιστον μιας δεκαετίας σημαντικών μεταναστευτικών ρευμάτων, συνιστά περισσότερο από ποτέ πρόκληση και προμηθεύει το πεδίο σχεδιασμού για την ανάπτυξη πολιτικών που θα επηρεάσουν το πολιτικό και κοινωνικό μέλλον της ηπείρου.

Στο Τάμπερε (1999) και στη Σεβίλλη (2002) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έθεσε ως στόχο την απόδοση στους μετανάστες που ζουν στην ΕΕ και έχουν τη «θεμιτή φιλοδοξία» (Σεβίλλη) να ζήσουν σε αυτήν, δικαιωμάτων όμοιων, συγκρίσιμων (comparable) με εκείνα των ευρωπαίων πολιτών (Τάμπερε). Η προθεσμία για την επίτευξη των στόχων έληξε το Μάϊο του 2004, με την είσοδο 25 νέων κρατών μελών, μέχρι πρότινος χώρες αποστολής μεταναστών στη δυτική Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν πρόσφατα συμφωνηθεί και καταλήξει οι οδηγίες της οικογενειακής επανένωσης και για τους μακροχρόνια διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών στη συνάντηση της ελληνικής προεδρίας στη Θεσσαλονίκη, όπου όμως η έμφαση δόθηκε στον έλεγχο των συνόρων και στην απώθηση των μεταναστευτικών πιέσεων (περιορισμός και πρόληψη -πρόβλεψη των μεταναστευτικών ροών). Στο κείμενο των συμπερασμάτων γίνεται λόγος για δικαιώματα και υποχρεώσεις των μεταναστών και των χωρών υποδοχής ως βάση των μεταναστευτικών πολιτικών, οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών με την παρότρυνση να αναπτύσσονται σε ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Από την προηγούμενη εμπειρία μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι οι γενικοί πολιτικοί στόχοι συχνά στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθίστανται αντικείμενο διακυβερνητικής διελκυστίνδας κατά την έγκριση και την έκδοση των κανονιστικών κειμένων με πρακτικό αποτέλεσμα την συρρίκνωση των εγγυητικών για τα δικαιώματα προβλέψεων, όπως συνέβη πρόσφατα για τις κοινοτικές Οδηγίες για την οικογενειακή επανένωση, τον ορισμό του αιτούντα ασύλου και τις σχετικές διαδικασίες.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η Ευρώπη των εθνικών κρατών κλείνεται απέναντι στους μετανάστες, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναπτύσσεται ένας ωφελιμιστικός, όσο και τεχνοκρατικός λόγος για τη διαχείριση του φαινομένου. Η ανάγκη για μια ενιαία πολιτική για τη μετανάστευση και για μέτρα ένταξης και απόδοσης δικαιωμάτων στους μετανάστες γεννιέται στην ΕΕ από την εκτίμηση των αναγκών της ενιαίας οικονομίας των κρατών μελών. Δηλαδή, από τις διαπιστώσεις περί δημογραφικής γήρανσης και ανεπάρκειας ενεργού οικονομικού πληθυσμού στις χώρες της ΕΕ, από την ανάγκη για μείωση του μεγάλου κόστους διαχείρισης διαφορετικών εθνικών συστημάτων εισόδου και παραμονής των «οικονομικών μεταναστών», καθώς και από την ανάγκη ενθάρρυνσης της «κινητικότητας» των τελευταίων εντός των χωρών της ΕΕ με στόχο την ευέλικτη κάλυψη των κενών που παρουσιάζονται σε δεξιότητες στις εθνικές αγορές εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας μάλλον φτωχός διεθνής οργανισμός όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης δαπανά σήμερα για την «ένταξη των μεταναστών» στις χώρες της ΕΕ 4,3 δισεκατομύρια.

Η περίφημη προσπάθεια της ΕΕ για την ενθάρρυνση της «ένταξης» των νόμιμα διαμενόντων μεταναστών στις εθνικές κοινωνίες των κρατών μελών της – βλ. τις οδηγίες για τη μη διάκριση και εκείνες για την οικογενειακή επανένωση και τη μακροχρόνια παραμονή- εκκινεί από τη αντίληψη της μεταναστευτικής πολιτικής ως μιας συμπληρωματικής στρατηγικής για την αγορά εργασίας και από την ανάγκη εκπλήρωσης των στόχων του Τάμπερε έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή οικονομία να καταστεί «η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία στον κόσμο βασισμένη στη γνώση και ικανή για αειφόρο οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες δουλειές και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή»[1].

Αυτή η κατανόηση της κοινά συμφωνημένης προγραμματικής διακήρυξης «οι μετανάστες πρέπει να έχουν δικαιώματα σαν τους ευρωπαίους» καθρεφτίζεται στις σημερινές μεταναστευτικές πολιτικές. Η Ελλάδα μάλλον αποτελεί μια από εκείνες τις περιπτώσεις ευρωπαϊκών χωρών, όπου οι μετανάστες «εντάσσονται» καταλαμβάνοντας υποτελείς και επισφαλείς (σε μια εναλλαγή ανάμεσα σε νομιμότητα και παρανομία και σε απασχόληση ? εκμετάλλευση) θέσεις στην παραγωγική δομή και στην κοινωνική ιεραρχία. Βέβαια, μιλώντας για εκείνες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν παραχωρήσει τυπικά δικαιώματα και απτές πολιτικές ένταξης πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι πράγματι η εφαρμογή των πολιτικών αυτών δεν στερείται κοινωνικών εντάσεων. Παράλληλα, σημειώνονται έντονες παλινωδίες σε αυτή την πορεία που συμπίπτει με την άνοδο ακροδεξιών εθνικιστικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.

Η διαφορά αυτών των πολιτικών σε σχέση με την ελληνική πολιτική απόδοσης δικαιωμάτων έγκειται κυρίως στο ότι το δικαιοκρατικό μοντέλο τους επιτρέπει την παραχώρηση-απόδοση μιας σειράς από δικαιώματα, κοινωνικά (προνοιακά, εργασιακά-ασφαλιστικά), ατομικά και πολιτικά (όπως πχ. το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθει σε τοπικές εκλογές) ανεξάρτητα από την υπηκοότητα/ιθαγένεια και άρα την καταγωγή και την επίσημη ταύτιση με το κυρίαρχο εθνοπολιτισμικό μοντέλο. Αλλά αν το ελληνικό μοντέλο απόδοσης δικαιωμάτων υπό την αίρεση της ιθαγένειας έρχεται αντιμέτωπο με μια κρίση εξαιτίας της μετανάστευσης, άλλο τόσο δοκιμάζεται και το ευρωπαϊκό μοντέλο της απόδοσης δικαιωμάτων του πολίτη σε μη πολίτες.

Είναι ουσιαστικής χρησιμότητας σε αυτή τη συγκυρία να αναδειχθούν οι συγκλίσεις και αποκλίσεις του σχεδιασμού και της εφαρμογής της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής σε σχέση με τον προσανατολισμό, τις κανονιστικές επιλογές και δράσεις και τις τάσεις που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση.

Ο σχεδιασμός πολιτικής, δηλαδή η στοχοθέτησή της και το κανονιστικό πλαίσιο που την υλοποιεί, καθώς και η εφαρμογή της, δηλαδή η υλοποίηση της νομοθεσίας με την αξιολόγηση των προβλημάτων και των αποτελεσμάτων της πολιτικής στο κοινωνικό, διοικητικό και οικονομικό πεδίο, μοιραία υπόκεινται στον έλεγχο συμβατότητας προς στις αρχές, τις διακηρύξεις και τις συγκεκριμένες πολιτικές, τους προσανατολισμούς και τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια στιγμή δοκιμάζεται ως προς την αποτελεσματικότητα και την απόκρισή της στις ανάγκες της κοινωνίας.

Ειδικότερα, η μεταναστευτική πολιτική αρθρώνεται γύρω από τα παρακάτω πεδία :

α) Σύνορα και μετανάστευση: πολιτικές διαχείρισης εισόδου μεταναστών και μεταναστευτικών ρευμάτων

β) Προστασία προσφύγων, παιδιού και οικογένειας

γ) Μεταναστευτική Πολιτική (παραμονής-νομιμοποίησης μεταναστών και διαχείρισης μετανάστευσης)

δ) Πολιτικές εγκατάστασης και ένταξης μεταναστών: πολιτικές αντιμετώπισης φαινομένων που συνδέονται με τη μετανάστευση, δευτερογενείς νομοθετικές και διοικητικές διαστάσεις της μεταναστευτικής πολιτικής (κοινωνική προστασία, εργατική νομοθεσία, διοικητική προσαρμογή, γενικές και ειδικές πολιτικές σε τομείς που επηρεάζονται από τη μετανάστευση), πολιτική ιθαγένειας.

Τα παραπάνω πεδία σε γενικές γραμμές αντανακλούν τους τέσσερις άξονες: α) είσοδος μεταναστών και έλεγχος των μεταναστευτικών ρευμάτων σε συνεργασία με τις χώρες προέλευσης β) πολιτικές ασύλου, οικογενειακής επανένωσης και ανθρωπιστικής προστασίας, γ) εργασία και παραμονή, δ) ένταξη και παραχώρηση δικαιωμάτων σε κανονικά και μακροχρόνια διαμένοντες μετανάστες ? γύρω από τους οποίους έχει αναπτυχθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα η δραστηριότητα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένης της συνάντησης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας το 2003.

Με επίγνωση της έντασης και τριβής που υπάρχει στην περίπτωση της μεταναστευτικής πολιτικής ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία και την τοπικότητα και τη διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής σε μια υπό διαπραγμάτευση δημοκρατικά συντεταγμένη ευρωπαϊκή πολιτική οντότητα, είναι σημαντικό να αναδειχθούν οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προκλήσεις της μετανάστευσης για την ελληνική κοινωνία και πολιτεία σε έναν ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο.

Ειδικότερα ερωτήματα που εγείρονται σε σχέση με τη μεταναστευτική πολιτική υπό το φως της παραπάνω προσέγγισης είναι τουλάχιστον τα εξής:

1) Η κατεύθυνση και η προοπτική της ελληνικής πολιτικής σχετικά με τα φαινόμενα της μετανάστευσης σε σχέση με τις εξελίξεις στην πορεία της εναρμόνισης και της υλοποίησης μιας ενιαίας μεταναστευτικής πολιτικής στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2) Ο χαρακτήρας της κυρίαρχης προσέγγισης της μεταναστευτικής πολιτικής (ή της ανάγκης για αυτήν) στη δημόσια συζήτηση και στην άρθρωση πολιτικών (ενναλλακτικά μοντέλα: συζήτηση ελέγχου, ασφάλειας, συνόρων περιορισμού, υπολογισμού κόστους-οφέλους, κλπ.)

3) Οι διαφοροποιήσεις των πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα ανάμεσα σε κατηγορίες μεταναστών ανάλογα με προέλευση, status κλπ.

4) Ο βαθμός ένταξης των πολιτικών για τη μετανάστευση στο πλαίσιο μακροπρόθεσμης κοινωνικής και οικονομικής εθνικής πολιτικής ? (mainstreaming) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5) Οι συγκλίσεις-αποκλίσεις στη μέθοδο, στα θεσμικά εργαλεία και τις διαδικασίες παραγωγής και εφαρμογής μεταναστευτικής πολιτικής σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις συστάσεις για την ενιαία Ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική (πχ. βαθμός συμμετοχής μεταναστών στην προετοιμασία πολιτικών και μορφή κοινωνικού διαλόγου, διαθεσιμότητα και αξιοπιστία στοιχείων κλπ.)

6) Η κατάδειξη των σύγχρονων τάσεων για τις πολιτικές διαχείρισης μεταναστευτικών ρευμάτων, καθώς και ένταξης-ενσωμάτωσης μεταναστών και απόδοσης ιθαγένειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα.

7) Το τελικό «ισοζύγιο» ανάμεσα στη λογική της διαχείρισης της μετανάστευσης και στην επιταγή της προστασίας και του σεβασμού των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Είναι αναγκαίο τα παραπάνω ζητήματα να τεθούν στο τραπέζι. Η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το ΚΕΜΟ έχουν πραγματοποιήσει σε αυτή την κατεύθυνση δραστηριότητες, όπως συναντήσεις, ημερίδες και συνέδρια τα προηγούμενα έτη. Ενδεικτικά:

1. Δεκέμβριος 2000: Εκδήλωση και διαμόρφωση Θέσεων της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για το υπό συζήτηση ακόμη νομοσχέδιο περί μετανάστευσης (2910/2001) [κείμενο θέσεων]

2. Ιανουάριος 2003: Ημερίδα του ΚΕΜΟ και συνάντηση ανεξάρτητων ερευνητών και ακαδημαϊκών για τη μετανάστευση. [Συμπεράσματα]

3. Νοέμβριος 2003: Συνέδριο της Ένωσης σε συνεργασία με τη Διεθνή Ομοσπονδία για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με θέμα Κράτος, Κοινωνία και Μετανάστες: η ελληνική, η μεσογειακή και η ευρωπαϊκή εμπειρία. [Συμπεράσματα]

Η Ένωση και το ΚΕΜΟ στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στο ευρωπαϊκό δίκτυο European Migration Dialogue προτείνουν την ανάπτυξη ενός εθνικού διαλόγου για τη μετανάστευση που θα έχει ευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Η παρέμβασή μας αυτή εκκινεί από δύο αφετηρίες-παραδοχές:

Α) Υπάρχουν σήμερα έντονες αντιφάσεις και αντινομίες ανάμεσα σε διακηρυγμένες αρχές, σε γενικές πολιτικές, τόσο στην ΕΕ, όσο και στην Ελλάδα, και σε ειδικές πολιτικές υλοποιήσεις, κανονιστικά κείμενα και την εθνική άσκηση μεταναστευτικής πολιτικής.

Η ένταση αυτή είναι εμφανής ανάμεσα στις προτάσεις, τις διακηρύξεις, τις συστάσεις ή την νομολογία των ευρωπαϊκών υπερεθνικών οργάνων (όπως τα δικαστήρια ΕΚ και ΔΑ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και στις εθνικές πολιτικές των κρατών μελών. Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα αποτελεί μια ακόμη ιδιαίτερη εθνική περίπτωση, αλλά όχι εξαίρεση.

Β) Η μετανάστευση και τα ζητήματα που συνδέονται με αυτήν δεν πρέπει να προσεγγίζονται στην προτεινόμενη μελέτη όχι ως προβλήματα αλλά ως δυναμικά κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία συνιστούν προκλήσεις, ενώ παρέχουν πολλαπλές δυνατότητες και προοπτικές τόσο για τις κοινωνίες υποδοχής όπως η ελληνική, όσο και για το σεβασμό και την ανάδειξη του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού των δικαιωμάτων και της αξίας του ανθρώπου λειτουργώντας ως βάσεις για ευρωπαϊκές κοινωνίες παραγωγικής συμβίωσης των κοινωνών της.

Η σκοπιμότητα και η προοπτική

Είναι κρίσιμης σημασίας να συναντηθούν σε αυτόν τον εθνικό διάλογο ο ακαδημαϊκός λόγος, καθώς και ο λόγος των μεταναστών και των οργανώσεων με εκείνο των πολιτικών και της διοίκησης. Είναι σκόπιμο ο σχεδιασμός πολιτικής να εμπλουτισθεί από τη γόνιμη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, έτσι ώστε η μεταναστευτική πολιτική να αντικατοπτρίζει και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και στις αρχές και τους στόχους της δημοκρατικής πολιτείας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Επίσης, ο εθνικός διάλογος είναι απαραίτητος για να επισημανθούν τα στοιχεία εκείνα όπου η ιδιαιτερότητα της εθνικής περίπτωσης είναι κρίσιμη και χρήσιμη τόσο για το σχεδιασμό πολιτικής, όσο και για την προαγωγή βέλτιστων πρακτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η Ένωση και το ΚΕΜΟ ως εταίροι του European Migration Dialogue για την Ελλάδα, αναλαμβάνουν να τροφοδοτήσουν την Ευρωπαϊκή συζήτηση για τη μετανάστευση με τα συμπεράσματα, τις επισημάνσεις και τις προτάσεις του Εθνικού Διαλόγου στο πλαίσιο του παραπάνω προγράμματος σε συνεργασία με την οργάνωση Migration Policy Group.

Μια πρακτική πρόταση ως βάση διαλόγου

Η θεωρητική βάση της συζήτησης για το μεταναστευτικό φαινόμενο, όπως προγραμματικά αναφέρεται πιο πάνω, μπορεί να είναι ευρεία και πολυδιάστατη, ενώ και η συμβολή των κοινωνικών εταίρων και των υποκειμένων μετά από μια πλέον της δεκαετίας μεταναστευτική εμπειρία παρέχει άφθονο υλικό για διαβούλευση.

Για την οικονομία και την πρακτική αποτελεσματικότητα του διαλόγου προτείνεται η πραγματοποίηση δύο σταδίων εθνικού διαλόγου που θα περιλαμβάνουν θεματικές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είτε επειδή σε αυτές εντοπίζονται καίρια ζητήματα-προβλήματα σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής, είτε επειδή αφορούν την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας μέσα από την ενσωμάτωση και την υλοποίηση οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α) Ζητήματα εισόδου και παραμονής

– είσοδος και εγκατάσταση-παραμονή για εργασία

– προστασία της εργασίας – κοινωνικά δικαιώματα

– οικογενειακή συνένωση (Κοινοτική Οδηγία)

– πολιτική ασύλου (Κοινοτική Οδηγία)

– διοικητικά προβλήματα?σύστημα υλοποίησης μεταναστευτικής πολιτικής

β) Ζητήματα ένταξης και διακρίσεων

– Δικαιώματα μακροχρόνια διαμενόντων (Κοινοτική Οδηγία)

– ενσωμάτωση Κοινοτικών Οδηγιών σχετικά με τις διακρίσεις και πρόσβαση στην απασχόληση

– πολιτικές ένταξης: εκπαίδευση και «δεύτερη γενιά»

– πολιτικά δικαιώματα και πολιτική ιθαγένειας

 

[1] Στρατηγικός στόχος της ΕΕ προς εκπλήρωση έως το 2010, έτσι όπως τέθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας, Μάρτιος 2000.

 

μετανάστευση

Μέλος

Newsletter