Χωρισμός ή αναθεώρηση της σχέσης;

Για πολλά χρόνια ακούω το σύνθημα «χωρισμός Εκκλησίας – Πολιτείας», το οποίο έρχεται πολλές φορές στην επικαιρότητα από διάφορες αφορμές. Συμμετείχα σε πολλές συζητήσεις, διάβασα αρκετά κείμενα, αλλά τελικά, χωρίς να γίνεται κάτι, παρατηρώ ότι συνεχίζεται η συζήτηση. Στη συνέχεια θα τονίσω επιγραμματικά μερικές θέσεις μου.

1. Κατά καιρούς έχω γράψει ότι η φράση «χωρισμός Εκκλησίας – Πολιτείας» είναι αδόκιμη. Και αυτό γιατί Εκκλησία δεν είναι μόνον η εκκλησιαστική διοίκηση, Πολιτεία δεν είναι μόνον η κρατική διοίκηση και «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» δεν νοείται σε μια δημοκρατική χώρα, αφού κάθε οργανωμένη κοινότητα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το κράτος (βλ. άρθρα 12, 13 συντάγματος). Πώς μπορούμε να μιλάμε για χωρισμό;

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο Βυζάντιο δεν γινόταν λόγος για σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά για σχέση και διαφορά μεταξύ «Ιερωσύνης και Βασιλείας». Ακριβώς γι΄ αυτόν τον λόγο πρέπει να αντικατασταθεί η φράση «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» με την φράση «αναθεώρηση -ενδεχομένως- των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης».

2. Το τρίτο άρθρο του συντάγματος είναι σαφέστατο και καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Οταν το άρθρο αυτό ερμηνευθεί με νηφαλιότητα, τότε θα διαπιστωθεί ότι περιγράφει τη διακριτότητα των ρόλων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Ενδεχομένως σε μερικά σημεία (π.χ. Καταστατικό Χάρτη, Εκκλησιαστικά Δικαστήρια) μπορεί να γίνει μια επιπλέον ερμηνευτική διασάφιση μέσα από ήρεμο διάλογο, χωρίς αντιπαλότητες για το καλό της Εκκλησίας της Πολιτείας και γενικά του λαού.

3. Η αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, και μάλιστα στα σημεία τα οποία τονίζονται από πολλές ομάδες ανθρώπων, πρέπει να είναι καρπός πολυεπίπεδης αναζήτησης. Για παράδειγμα, επειδή στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν εκκλησιαστικές περιφέρειες που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με διαφορετικές μορφές διοίκησης (Αγιον Ορος, Κρήτη, Δωδεκάνησα, «Νέες Χώρες») η συζήτηση πρέπει να γίνει και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και επειδή υπάρχουν συνθήκες (Λοζάνης, Λονδίνου) που καθορίζουν τη νομική υπόσταση των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων της Θράκης και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων, ο διάλογος πρέπει να επεκταθεί και προς τον τομέα αυτόν, ώστε η τυχόν τροποποίηση να μην εκληφθεί ως παραθεώρηση των σχετικών συνθηκών!!

4. Η συζήτηση μεταξύ Ιεράς Συνόδου και κυβέρνησης, όταν τεθεί επισήμως το θέμα, για την ενδεχόμενη αναθεώρηση των σχέσεων, θα πρέπει να γίνει με νηφαλιότητα, σεβασμό και δικαιοσύνη. Κατά τη γνώμη μου, η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο σημεία:

*Πρώτον. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους τους κληρικούς ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε την ελευθερία των πολιτών, ακόμη και των μελών της Εκκλησίας που έχουν άλλες απόψεις για τον γάμο, την κηδεία κ.λπ. Η ορθόδοξη θεολογία σεβάστηκε πάντοτε την ελευθερία του προσώπου, την οποία σέβεται και ο ίδιος ο Θεός, αλλά διαφοροποιείται η ποιμαντική αντιμετώπιση.

*Δεύτερον. Πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν επιτρέπεται να ελέγχεται και να καθορίζεται από νόμους της πολιτείας η εσωτερική δομή λειτουργίας της Εκκλησίας. Ο τρόπος διοικήσεως της Εκκλησίας και ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης των κληρικών είναι εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας και δεν πρέπει να ρυθμίζεται από πολιτειακές παρεμβάσεις. Εννοείται, βέβαια, ότι και η νομοθετική εξουσία για κοινωνικά ζητήματα ανήκει στην πολιτεία, η οποία θα λαμβάνει υπ΄ όψιν της τη βούληση του λαού.

Στα δύο αυτά σημεία, μπορεί να αρχίσει ένας ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος, όταν το ζητήσει η κυβέρνηση. Σε άλλα θέματα, όπως μισθοδοσία κληρικών, μάθημα θρησκευτικών, παραδόσεις του λαού, εκεί τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, γιατί εμπλέκονται συμβάσεις του Κράτους με την Εκκλησία, καθώς επίσης πρέπει να γίνεται σεβαστεί η επιθυμία της πλειοψηφίας του λαού. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργούνται κοινωνικές αναταραχές από βίαιες παρεμβάσεις.

Πάντως, όταν η κυβέρνηση θέσει επισήμως το θέμα, τότε είμαι βέβαιος ότι η Ιερά Σύνοδος θα το αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και ρεαλισμό.

5. Μέσα μου όμως έχει δημιουργηθεί η εντύπωση, και μακάρι να σφάλλω, ότι πολλοί πολιτικοί άνδρες, όταν κάνουν λόγο για «χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας», το κάνουν μόνον για λόγους επιφανειακούς, τους οποίους δεν θα ήθελα να συγκεκριμενοποιήσω.

Ομως οι ίδιοι παράγοντες στην πραγματικότητα δεν θα ήθελαν μια Εκκλησία -που είναι δυνατή, ρωμαλέα και έχει πρόσβαση στο λαό- να είναι «ελεύθερη» και «ανέλεγκτη». Και αυτό φαίνεται από το ότι πολλές φορές και με πολλούς τρόπους, εμμέσως ή αμέσως, πολλοί επιδιώκουν να ελέγξουν τα εκκλησιαστικά πράγματα, ή να τα εκμεταλλευτούν.

Πάντως, πολλοί από τους κληρικούς είμαστε υπέρμαχοι μιας πιο «ελεύθερης Εκκλησίας», που να μη δεσμεύεται από πολιτειακούς νόμους, οι οποίοι πολλές φορές εισέρχονται και στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, όταν, για παράδειγμα, προσβάλλονται στο Ακυρωτικό Δικαστήριο εκλογές αρχιερέων ή αποφάσεις εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αλλά και μιας Εκκλησίας που δεν εξασκεί πολιτική, αλλά λειτουργεί ως πνευματικό θεραπευτήριο και είναι μάνα όλων. *Χωρίς να θέλω να κάνω διαφήμιση, θεωρώ ότι όταν θα γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος, πρέπει να έχει ως βάση πολλές σκέψεις, οι οποίες διατυπώνονται στο βιβλίο του Ευ. Βενιζέλου με τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους».

*Τελειώνοντας, επανέρχομαι στο αρχικό θέμα, επειδή το θεωρώ πολύ σημαντικό, ότι πρέπει να αλλάξει η ορολογία, δηλαδή να μη ομιλούμε για «χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας», αλλά για «αναθεώρηση σχέσεων εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης».

Αν αυτό γίνει κατανοητό, τότε θα αποφύγουμε τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες, τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τις επιφανειακές εντυπώσεις.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ – 30/10/2005

 

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter