Σχολείο, Θρησκεία, Ελληνική Εκκλησία και Κράτος Δικαίου

του Γιάννη Φ. Ιωαννίδη, δικηγόρου, Προέδρου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Ποιος είναι ο λόγος που στην Ελλάδα μας απασχολούν συχνά τα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας και οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας; Μήπως αντιμετωπίζουμε κι εδώ τα σύγχρονα διλήμματα για τα οποία ανακινείται ενδιαφέρον σε άλλες χώρες της «Δύσης» (για να το πούμε σχηματικά), όπου αναβιώνει το θρησκευτικό συναίσθημα ως αντίδραση στην «απομάγευση» του κόσμου και στην έκλειψη των ιδεολογιών που συνέπαιρναν τον κόσμο τον προηγούμενο αιώνα; Ή μήπως έχουμε προβλήματα  ανάλογα με αυτά της «Ανατολής» (για να το πούμε ακόμα πιο σχηματικά), όπου οι πιο αντιδραστικές εκδοχές του Ισλάμ περιβάλλονται το μανδύα μιας ολοκληρωτικής κοσμοαντίληψης, στο όνομα της οποίας παίζονται παιχνίδια εξουσίας και ποδοπατούνται ανθρώπινα δικαιώματα;

Τίποτα από τα δύο κατά τη γνώμη μου. Από τη μία οι έρευνες δείχνουν ότι δεν παρατηρείται στην Ελλάδα κάποιο ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον για την πίστη, αντιθέτως μάλιστα το ποσοστό εκείνων που δε νιώθουν υποχρεωμένοι να απαντήσουν – επειδή «έτσι πρέπει» – ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι ή ότι εκκλησιάζονται τακτικά, ανεβαίνει σταθερά. Από την άλλη, όσο κι αν κάποιες  συμπεριφορές ορισμένων εκπροσώπων της Εκκλησίας, στο όριο πολλές φορές της καρικατούρας, μας σκανδαλίζουν, η κοινωνική τους επιρροή παραμένει περιορισμένη και δεν φαίνεται να διαμορφώνει καθοριστικά τις πολιτικές και θεσμικές εξελίξεις, τουλάχιστον στο βαθμό που θα μας επέτρεπε να μιλήσουμε για καθεστώς θεοκρατίας στη χώρα.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Νομίζω ότι αυτό που μας διακρίνει στην Ελλάδα είναι η επιδίωξη της Εκκλησίας να διαιωνίζει τον πολιτικό ρόλο που παραδοσιακά παίζει. Θέλει να είναι πάντοτε στο «κάδρο», ως συστατικό στοιχείο του κράτους, απολαμβάνοντας ορισμένα πολύ απτά υλικά προνόμια, που συνοδεύονται όμως με τα αναγκαία σύμβολα μιας θρησκευτικής επιβολής. Επιβολής που αποτυπώνεται σε συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις και σε διοικητικές πρακτικές.

Έτσι εξηγείται και ο τρόπος αντίδρασης της Εκκλησίας στις ήπιες απόπειρες εκσυγχρονισμού σε διάφορους τομείς. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι ένα καλό παράδειγμα. Οι πιο συντηρητικοί κύκλοι των θεολόγων και της Ιεραρχίας δεν είδαν με καλό μάτι τις πολυετείς προσπάθειες εκπαιδευτικών και Υπουργείου Παιδείας να υπάρξει συναίνεση στο περιεχόμενο και τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος, ώστε να γίνει πιο πλουραλιστικό και λιγότερο απαρχαιωμένο. Και ενώ διαφαινόταν ότι είχε επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό μια συναντίληψη, εν τέλει προσέφυγαν στο Συμβούλιο Επικρατείας απαιτώντας να αναγνωριστεί ότι το σχολείο πρέπει υποχρεωτικά να κατηχεί στο δόγμα της επικρατούσας θρησκείας.

Δυστυχώς, το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε κατά πλειοψηφία αυτήν την πολύ στενή αντίληψη για την υποχρέωση «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης». Και, αντιστρόφως, επικράτησε μια πολύ ευρεία αντίληψη για το εύρος των θεμάτων για τα οποία μπορεί να αποφαίνεται, καθώς οι δικαστές θεώρησαν ότι όφειλαν να εξετάσουν λεπτομερώς το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων και να νομολογήσουν για θέματα παιδαγωγικά και θεολογικά.

Τουλάχιστον αυτό που επιβεβαιώθηκε με τις τελευταίες αποφάσεις, τόσο του Συμβουλίου Επικρατείας όσο και της Αρχής για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, είναι ότι για να απαλλαγεί κάποιος μαθητής από το μάθημα δεν χρειάζεται να δηλώσει (ο ίδιος, αν είναι ενήλικος ή οι γονείς τους αν είναι ανήλικος) ότι δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος. Αρκεί η επίκληση λόγων συνείδησης, χωρίς αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Επιπλέον επιβλήθηκε η διαγραφή του θρησκεύματος από τα σχολικά απολυτήρια και πιστοποιητικά σπουδών, όπως και της ιθαγένειας. Στοιχεία που, όπως υποστήριξε η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ), αφενός δεν είναι αναγκαία σε δημόσια έγγραφα που βεβαιώνεται απλώς η επιτυχής φοίτηση, αφετέρου προσβάλλουν τη θρησκευτική ελευθερία και εκθέτουν τους κατόχους τους σε κινδύνους διακρίσεων.

Πήγαμε λοιπόν με αυτές τις αποφάσεις δυο βήματα μπροστά και ένα πίσω. Ας κάνουμε και ένα ευρύτερο απολογισμό. Το 2005 ως ΕλΕΔΑ δημοσιοποιήσαμε μια πρόταση νόμου με τίτλο «Πολιτεία – Εκκλησία, ρόλοι καθαροί», θέτοντας στην ατζέντα του δημόσιου διαλόγου μια σειρά θεμάτων. Έκτοτε κάποια, σημαντικά, λύθηκαν. Ενδεικτικά : θρησκευτικός αλλά και πολιτικός «όρκος» στα δικαστήρια, αποτέφρωση νεκρών (δυνατότητα προς το παρόν μόνο στο νόμο, αναμένεται να υλοποιηθεί σύντομα και στην πράξη), όροι και προϋποθέσεις δημιουργίας ναών άλλων θρησκειών (ήδη λειτουργεί το νέο τέμενος στην Αθήνα), κατάργηση του αδικήματος της βλασφημίας, κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στα δημόσια έγγραφα, νομικό καθεστώς θρησκευτικών κοινοτήτων…

Παραμένουν φυσικά σε εκκρεμότητα ζητήματα που αφορούν τους λεγόμενους διακριτούς ρόλους (νομικό καθεστώς Εκκλησίας και Μητροπόλεων, περιουσία, μισθοδοσία κληρικών), καθώς και το ζήτημα της «επικρατούσας θρησκείας», που θα απασχολήσει τη Βουλή κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Αν κάτι μπορεί να συμπεράνει κανείς από αυτή τη σύντομη αναδρομή, είναι ότι τα κοινωνικά ζητήματα, οι αντιλήψεις για τα δικαιώματα, η κατάκτηση της ελευθερίας σε τελική ανάλυση, απαιτούν τη διαρκή μας εγρήγορση, τη συμμετοχή στα κοινά. Ένας τρόπος συμμετοχής που μπορεί να φέρει απτά αποτελέσματα είναι και η ενασχόληση με συλλογικότητες που με συνέπεια και τεκμηρίωση υπερασπίζονται τις αξίες του Δημοκρατικού Κράτους Δικαίου. Ακούγεται αφηρημένο αλλά αφορά τη ζωή μας.

 

30/9/2019

 

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο στήλη “Ρισπεκτ” στο πλαίσιο της συνεργασίας της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με το VICE 

https://www.vice.com/gr/article/kz4gxe/sxoleio-8rhskeia-ellhnikh-ekklhsia-kai-kratos-dikaioy?fbclid=IwAR0mmJtoLSEkxzQ7iF1jbcD7X2lD3JW7S1ftt53sKR1NTfl5ScTZj6MxQ7U

 

 

Μέλος

Newsletter