Συμβούλιο της Επικρατείας : Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, τόμος ΙΙΙ

Της Ελένης Καλαμπάκου*

Στις αποφάσεις του 1749-1750/2019 [1], είναι η τρίτη φορά που το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολείται με το μάθημα των θρησκευτικών. Την πρώτη, το 1998, ακύρωσε τη μείωση των ωρών διδασκαλίας στο λύκειο, καθώς έκρινε ότι οι δύο ή μία ώρες την εβδομάδα δεν ήταν αρκετές. Τη δεύτερη, το 2018, ακύρωσε το νέο περιεχόμενο του μαθήματος στο δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο, επειδή η διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης θα γινόταν ελλιπώς και παράλληλα και ισότιμα με τη διδασκαλία άλλων θρησκειών ή χριστιανικών ομολογιών.[2] Στην ίδια λογική, ακυρώνεται πλέον και το περιεχόμενο του νέου μαθήματος θρησκευτικών, ως θρησκειολογικό. Αντίθετα, κατά το δικαστήριο, το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να αναπτύσσει μόνο, και μάλιστα με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών. Πρέπει να επιδιώκει μόνο την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης, επειδή απευθύνεται αποκλειστικά σε ορθόδοξους χριστιανούς.

Επομένως, οποιαδήποτε άλλη πολιτική επιλογή είναι αντίθετη στο Σύνταγμα. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας, το Σύνταγμα όχι απλά επιτρέπει, αλλά επιβάλλει στο κράτος να οργανώσει κατηχητικό θρησκευτικό μάθημα στο σχολείο για τους ελληνοπαίδες ορθόδοξους χριστιανούς και μάλιστα για αρκετές ώρες την εβδομάδα, προκειμένου αυτή η κατήχηση να έχει αποτέλεσμα. Οπότε, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να οργανώσει διαφορετικά το σχολικό πρόγραμμα.

Το βασικό επιχείρημα είναι ότι στη διάταξη περί της επικρατούσας θρησκείας (άρθρο 3) αναγνωρίζεται η θρησκεία της πλειοψηφίας των Ελλήνων, γεγονός που συνιστά οδηγό για την ερμηνεία του άρθρου 16, το οποίο ορίζει ως έναν από τους σκοπούς της εκπαίδευσης την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης. Έτσι, από μια συνταγματική διάταξη το δικαστήριο συνάγει ένα γεγονός, το οποίο στη συνέχεια το θέτει ως οδηγό για την ερμηνεία μιας άλλης συνταγματικής διάταξης. Από ένα “πρέπει” συνάγεται ένα “είναι” και αντίστροφα, μια λογική που διατρέχει όλη την απόφαση.[3] Η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, η διάπλαση των μαθητών σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, επίσης σκοπός της εκπαίδευσης, ο ίδιος ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος δεν απασχολούν καθόλου τους δικαστές της πλειοψηφίας, παρόλες τις σοβαρές και θεμελιωμένες ενστάσεις των δικαστών που μειοψηφούν.

Αντίθετα, κρίνεται ότι ένα κατηχητικό ορθόδοξο μάθημα είναι ο μόνος τρόπος για να σεβαστεί το κράτος το δικαίωμα των ορθόδοξων Ελλήνων γονέων να εξασφαλίζουν στους ορθόδοξους ελληνοπαίδες μια εκπαίδευση σύμφωνη με τις πεποιθήσεις τους. Το δικαίωμα αυτό, κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για όλους τους γονείς. Ωστόσο, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει σεβαστό μόνο για τους ορθόδοξους γονείς, γιατί αυτοί είναι η πλειοψηφία(!). Η αρχή της πλειοψηφίας λοιπόν, από ένας κανόνας της δημοκρατίας για τη λήψη των αποφάσεων, μετατρέπεται σε ερμηνευτικό οδηγό για την απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων, αντίθετα με το σκοπό τους, που είναι κατεξοχήν η προστασία των μειονοτήτων. Με τον τρόπο αυτό διαστρεβλώνεται και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που τονίζει ότι όριο στο δικαίωμα αυτό του κάθε γονέα αποτελεί ο σεβασμός του δικαιώματος των ίδιων των παιδιών στην εκπαίδευση, η οποία πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη μιας κριτικής και αντικειμενικής γνώσης και εν τέλει του πλουραλισμού, ως ουσιαστικού στοιχείου μιας δημοκρατικής κοινωνίας.[4]

Όσο για τη θρησκευτική ελευθερία των λοιπών μαθητών, τα πράγματα είναι επίσης απλά, κατά το δικαστήριο, που ακολουθεί και πάλι την αρχή της ικανοποίησης της πλειοψηφίας. Μπορούν να εξαιρεθούν από το μάθημα όσοι δεν επιθυμούν να το παρακολουθούν, η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας». Έτσι, το δικαστήριο διατάσσει ουσιαστικά την κάθε κυβέρνηση, ανεξαρτήτως του πολιτικού της προγράμματος, να οργανώσει ένα κατηχητικό μάθημα στα σχολεία για τους ορθόδοξους μαθητές και ταυτόχρονα να οργανώσει και ένα διαφορετικό εναλλακτικό μάθημα για τους υπολοίπους, εφόσον αυτοί είναι αρκετοί. Με τη σκέψη αυτή, το δικαστήριο προσπαθεί να συμμορφωθεί – δεν το είχε πράξει στις δύο προηγούμενες αποφάσεις του – με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι ένα “ομολογιακό” μάθημα πρέπει να συνοδεύεται από τη δυνατότητα εξαίρεσης των μαθητών και από την ύπαρξη εναλλακτικού μαθήματος[5]. Αλλά και πάλι δεν τα καταφέρνει. Διότι θέτει επιπλέον και έναν αριθμητικό όρο για την απόλαυση του δικαιώματος, καθώς για να οργανωθεί εναλλακτικό μάθημα θα πρέπει να είναι “αρκετοί” εκείνοι που θα θέλουν να εξαιρεθούν. Αν δεν είναι; Θα υφίστανται την κατήχηση ή θα έχουν “ελεύθερη ώρα”.

Επίσης, το δικαστήριο επιδιώκει επιτέλους να συμμορφωθεί και με τη νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κρίνει ότι αυτή η δήλωση για την απαλλαγή δεν θα πρέπει να απαιτεί την αποκάλυψη πεποιθήσεων, διότι θα παραβίαζε την προστασία της θρησκευτικής συνείδησης ως ειδικού προσωπικού δεδομένου. Αυτό βέβαια είχε ήδη επισημανθεί από το 2002 από την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή και επαναλήφθηκε το 2015 και το 2019[6]. Τι άλλαξε από την προηγούμενη φορά στη γνώμη του δικαστηρίου; Μάλλον τα μεγάλα πρόστιμα για την τυχόν παραβίαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Κλείνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση έχει πολύ αξιόλογες μειοψηφούσες γνώμες, που μεταξύ άλλων επισημαίνουν ότι “(…)ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να διαμορφώσει το ειδικότερο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών, λαμβάνοντας υπόψη και παιδαγωγικά κριτήρια. Επομένως, ο σχετικός δικαστικός έλεγχος είναι οριακός, ενώ εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου οι ουσιαστικές εκτιμήσεις και οι παιδαγωγικές επιλογές της Διοίκησης, οι οποίες στηρίζονται σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις.” Υπάρχει λοιπόν μια μικρή ελπίδα ότι αν δοθεί η ευκαιρία, μια αλλαγή στο μέλλον στη σύνθεση του δικαστηρίου θα έχει διαφορετικά αποτελέσματα και αφήσει στο νομοθέτη την εξουσία να καθορίζει ο ίδιος το πρόγραμμα του σχολείου, ασκώντας μόνο έλεγχο ορίων. Σε κάθε περίπτωση, εν μέσω Αναθεωρητικής Βουλής, η πρόταση για την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης για τη θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, αποδεικνύεται ιδιαίτερα κρίσιμη για την απεμπλοκή της δημόσιας εκπαίδευσης από τα δεσμά της επικρατούσας θρησκείας.

 

*Ελένη Καλαμπάκου, Δ.Ν. Δικηγόρος,

Μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

 

** Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εποχή” την Κυριακή, 6/10/2019  – διαθέσιμο στο link  http://epohi.gr/symvoulio-ths-epikrateias-ellas-ellhnwn-xristianwn-tomos-iii/  

 

[1] ΣτΕ ολ. 1749-1750/2019. Οι αποφάσεις δεν έχουν ακόμη καθαρογραφεί, οπότε το παρόν σχόλιο βασίζεται στην αναλυτική περίληψη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η ακύρωση αφορά υπουργική απόφαση του πρώην υπουργού Κ. Γαβρόγλου.
[2] Βλ. ΣτΕ Στ Τμήμα 2176/1998 ( η μείωση των ωρών έγινε επί υπουργίας Γ. Αρσένη) και ΣτΕ ολ. 660/2018 ( η απόφαση που προσβλήθηκε ήταν υπογεγραμμένη από τον Ν. Φίλη).
[3] Αποκαλυπτική για τις ερμηνευτικές αυτές ακροβασίες είναι η ανάλυση του Κ. Σταμάτη για την πρώτη απόφαση του 1998, που έχει την ίδια βάση συλλογισμού. Βλ. Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 2006, σ. 213-214.
[4] Βλ. ενδ. ΕΔΔΑ, Kjeldsen, Busk Madsen et Pedersen v. Denmark 07/12/1976.
[5] Βλ. ΕΔΔΑ, Folgero v. Norway, 29/6/2007, Zengin v. Turkey 9/10/2007, ΕΔΔΑ, Grzelak v. Poland, 15/06/2010.
[6] Βλ. αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ υπ’ αριθμ 77Α/2002 (1143Α/25-06-2002), 4/2015 (Γ/ΕΞ/953-2/06-08-2015), 28/2019 (Γ/ΕΞ/6010/04-09-2019).

Μέλος

Newsletter