Υπέρ της Ορθόδοξης κατήχησης (ξανά) το ΣτΕ

Για άλλη μια φορά, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) επέλεξε τον ρόλο του θεματοφύλακα της ορθόδοξης κατηχητικής εκπαίδευσης στο ελληνικό σχολείο.

Με δυο πρόσφατες αποφάσεις της (1534-6/2023), η Ολομέλειά του ΣτΕ απέρριψε αιτήσεις ακύρωσης κατά της απόφασης του Υπουργείου Παιδείας (υπ’ αριθ, 106646/ΓΔ4/2.9.2022, ΦΕΚ Β’ 4644) με την οποία καθορίζονται οι προϋποθέσεις απαλλαγής των μαθητ(ρι)ών από το μάθημα των θρησκευτικών, που, ως γνωστόν, παραμένει μια κατήχηση στο «επικρατούν» ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Τις αιτήσεις είχαν ασκήσει γονείς μαθητ(ρι)ών και η Ένωση Αθέων, επιδιώκοντας να κάνει επιτέλους δεκτό το δικαστήριο ότι το να αναγκάζεις τις μαθήτριες και τους μαθητές που δεν δηλώνουν ρητά και πανηγυρικά ότι δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι να υποστούν την ορθόδοξη κατήχηση, δεν είναι συμβατό με τη θρησκευτική ελευθερία που υπόσχεται το φιλελεύθερο και δημοκρατικό μας Σύνταγμα. Το δικαστήριο ωστόσο επέμεινε στενόκαρδα στη παλαιότερη νομολογία του κάνοντας δεκτές τις παρεμβάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κρήτης υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης. Για να αποφύγει μάλιστα σε άμεσο χρόνο τη διεθνή αμφισβήτηση της στάσης του αυτής, όχι μόνο αρνήθηκε την οποιανδήποτε επιρροή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αλλά απέρριψε και τα αιτήματα των αιτούντων για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, καθώς και το αίτημα γνωμοδότησης στο ΕΔΔΑ με βάση το 16ο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ.

Με τις συγκεκριμένες αποφάσεις φαίνεται ότι το ΣτΕ – ή, για να είμαστε πιο δίκαιοι/ες, η πλειοψηφία του- είναι αποφασισμένο να κρατήσει το ελληνικό σχολείο κοινωνικά και ηθικά καθηλωμένο στη μονοφωνία της ορθόδοξης κατήχησης, μακριά από τον δρόμο που θα το οδηγούσε στην πλήρη εκκοσμίκευση, τη θρησκευτική ουδετερότητα και τον πλουραλισμό. Στο πλαίσιο αυτό, επιμένει στο λογικό άλμα της συσχέτισης του άρθρου 3 περί επικρατούσας θρησκείας με το άρθρο 16 περί θρησκευτικής συνείδησης, λες και είναι δουλειά του σχολείου να διαιωνίσει δια του καταναγκασμού, σε βάρος μαθητ(ρι)ών και γονέων, τη συνοχή του ποιμνίου του συγκεκριμένου δόγματος. Σε μια δημοκρατία που αναγνωρίζει τη θρησκευτική ελευθερία, όμως, η καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης δεν μπορεί να επιβάλλεται μέσω του καταναγκασμού ή της κατήχησης. Γιατί, αποτελεί πάνω απ’ όλα μια μακρόχρονη διαδικασία αυτόβουλου εσωτερικού διαλόγου που ενέχει στον πυρήνα της την αμφιβολία και το ενδεχόμενο μεταβολής.

Τέλος, το δικαστήριο αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στη χρόνια ανικανότητα ή αδυναμία του Υπουργείου Παιδείας να διαμορφώσει ένα ισότιμο εναλλακτικό μάθημα σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ (Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας), αλλά και τη δική του νομολογία (1478/2022) -που υποδείκνυε μάλιστα ως εύλογο χρόνο εισαγωγής τέτοιου μαθήματος το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023.

Το να βρίσκει η Εκκλησία της Ελλάδος αρωγό στην προσπάθειά της να διατηρήσει «επικρατούν» το δόγμα που πρεσβεύει δια του νόμου το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο είναι απογοητευτικό και για το κράτος δικαίου και για την Ορθοδοξία στη χώρα μας.

Μέλος

Newsletter