Πρόταση διεξόδου από την κρίση: Οι απεργοί πείνας και η επιστροφή των μεταναστών στη ζωή

Η απεργία πείνας των 300 μεταναστών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή που συμπυκνώνεται στο ακόλουθο αδιέξοδο: η άκαμπτη θέση «καμία νομιμοποίηση» ως απάντηση στο αίτημα «νομιμοποίηση σε όλους τους μετανάστες»,  πέραν του μη ρεαλιστικού περιεχομένου της, αξιολογείται εκ του αποτελέσματος ως προφανώς εξ ίσου απερίσκεπτη με αυτήν της καθολικής νομιμοποίησης, καθώς φαίνεται ότι δεν ελάμβανε υπόψη ότι οι απεργοί είναι, στην πλειοψηφία τους, αποφασισμένοι να φτάσουν ως το τέλος. Τώρα, κάθε μέρα που περνάει -και δυστυχώς έχουν περάσει πολλές μέρες- τα πράγματα δυσκολεύουν και τα περιθώρια ενός έντιμου συμβιβασμού ολοένα και στενεύουν. Οι λύσεις που αυτή τη στιγμή δυνητικά τίθενται υπό διαπραγμάτευση είναι οι εξής:

Πρώτον, η υπαγωγή των ανθρώπων αυτών στο λεγόμενο «υπό ανοχή» καθεστώς (αναβολή απομάκρυνσης) που ισοδυναμεί με έκδοση πράξης απέλασης και ταυτόχρονη αναστολή της απομάκρυνσης σύμφωνα με το οικείο άρθρο του νέου νόμου 3709/11 (άρθρο 24) που προβλέπει ότι «οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να αναβάλουν την απομάκρυνση, για εύλογο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης». 

Οι μετανάστες που θα καταγραφούν σε αυτό το καθεστώς είναι δυνατόν να έχουν δικαίωμα εργασίας.  Το δικαίωμα εργασίας αναγνωρίζεται υπό προϋποθέσεις και πρέπει να εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στο άρθρο 37 παρ. 5 του ίδιου νόμου. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούν να ταξιδεύουν στις πατρίδες καθώς θα τελούν υπό καθεστώς απέλασης και θα ανανεώνουν αυτήν την ιδιότυπη άδειά τους ανά εξάμηνο. Σήμερα, με καθυστέρηση περίπου ενός μηνός, η πρόταση αυτή, μολονότι θα μπορούσε ενδεχομένως αρχικά να εκτονώσει την κατάσταση δεν γίνεται δεκτή από τους απεργούς καθώς ουσιαστικά συνιστά μια πρόβλεψη που ήδη υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη για την ενεργοποίηση της οποίας δεν χρειαζόταν ολόκληρη απεργία πείνας τόσων ανθρώπων για τόσο καιρό. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου, ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και η ίδια η αστυνομία δείχνει μάλλον απρόθυμη να τον εφαρμόσει, ο οποιοσδήποτε βρίσκεται παράνομα στην ελληνική επικράτεια μπορεί να ζητήσει να επαχθεί σε αυτό το «υπό ανοχήν» καθεστώς, χωρίς φυσικά να χρειάζεται να προσφύγει στην απεργία πείνας προκειμένου να το καταφέρει. Η αλήθεια επίσης είναι ότι και η ίδια η κυβέρνηση ούτε καν ψέλλισε εγκαίρως και επισήμως ευθύς εξαρχής ότι για τους ανθρώπους αυτούς υπάρχει διέξοδος εντός υπαρκτού νομικού πλαισίου. Σαν να μη το πίστευε καν. Σαν να μη το ήθελε. Αρκέστηκε να ρίχνει λάδι στη φωτιά με τις δηλώσεις περί μη νομιμοποίησης. Πλέον, φοβούμαστε πως είναι αργά για την εν λόγω διέξοδο, καθώς η προοπτική της δεν φαίνεται καν να συγκινεί ανθρώπους που φαίνονται αποφασισμένοι να δώσουν τη ζωή τους. 

Δεύτερον, η ενεργοποίηση μιας άλλης διάταξης του N. 3907/11 (Άρθρο 21, παρ. 4) σύμφωνα με την οποία οι αρμόδιες αρχές «μπορούν ανά πάσα στιγμή να χορηγούν αυτοτελή άδεια διαμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει παράνομα στην χώρα». Η εφαρμογή της διάταξης αυτής ενώ καταρχήν φαίνεται να είναι η πιο ενδεδειγμένη από νομικής άποψης (πάρα τα υπαρκτά νομοτεχνικά προβλήματα που έχει) δημιουργεί ένα εξαιρετικά προβληματικό προηγούμενο: κατ?ουσίαν, είναι σαν να υπαγορεύει ότι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν καθεστώς νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα οι μετανάστες δίχως χαρτιά είναι μέσω απεργίας πείνας. Το προηγούμενο αυτό, ιδίως σε μια χώρα τόσο εύθραυστης κοινωνικής συνοχής όπως η Ελλάδα, ανοίγει τις πόρτες σε καταστάσεις πολιτικά μη ελέγξιμες και ανθρωπιστικά αδιανόητες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η χορήγηση αυτοτελούς άδειας σε ανθρώπους, οι οποίοι στερούνται κάποιου έγκυρου τίτλου διαμονής στην χώρα, από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη για κάποιον από τους προβλεπόμενους λόγους στο νόμο, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, είναι μια συζητήσιμη νομική διέξοδος η οποία όμως αναπότρεπτα προϋποθέτει  μια ρύθμιση ad hoc για τους τριακοσίους απεργούς και όχι για άλλα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται στην ίδια και ενδεχομένως νομικά πιο προνομιούχα θέση από αυτήν των περισσότερων απεργών. Πολιτικά, η λύση αυτή υπαγορεύεται από την απόλυτη χρεοκοπία της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής η οποία ωθεί στην απεργία πείνας ως λύση για τη νομική τακτοποίηση ανθρώπων που ζουν εδώ. Με τρόπο σαρκαστικά παράδοξο και επικίνδυνο, η ελληνική έννομη τάξη δείχνει να δικαιώνει τους απεργούς.

Οι παραπάνω δύο λύσεις συναντούν μείζονα προβλήματα νομικής και πολιτικής υφής τα οποία προκύπτουν από τα ακόλουθα δεδομένα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια πορεία ενός έντιμου συμβιβασμού:

– Οι 300 δεν απεργούν για τον εαυτό τους αλλά για όλους τους μετανάστες που βρίσκονται στη θέση των ιδίων. 
– Τυχόν διακριτική μεταχείριση υπέρ των απεργών συνιστά κάλεσμα σε νέες απεργίες πείνας για τη νομική τακτοποίηση των μεταναστών στην Ελλάδα.
– Το βάρος της απώλειας ανθρώπινης ζωής είναι απόλυτο και δεν συμψηφίζεται με τον οποιονδήποτε νομικό, πολιτικό ή επικοινωνιακό υπολογισμό.

Αυτό που πρέπει καταρχήν να γίνει αντιληπτό είναι ότι η λύση στην παρούσα κρίση δεν μπορεί παρά να δοθεί μέσα από τους υφιστάμενους νόμους (ή την τροποποίησή τους) απέναντι σε συγκεκριμένους αποδέκτες. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να γίνεται καμία έκπτωση από μία δεδομένη καθολικότητα: το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και τον σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας και ανθρώπινης ζωής. Σε αυτό το ζήτημα, η κραυγή των 300 είναι συγκλονιστική και υπενθυμίζει το αυτονόητο: κανείς ανεξαιρέτως δεν μπορεί να υποβάλλεται σε οποιαδήποτε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Μήπως η πολύ πρόσφατη καταδίκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν το υπογράμμισε με τον πλέον επώδυνο τρόπο για τις ελληνικές αρχές (απόφαση MSS κατά Ελλάδας και Βελγίου); 

Για την αποτελεσματική διεκδικούμενη συμπερίληψη μέσα από το κατώφλι της νομιμότητας, είναι απαραίτητη η καταγραφή και η διακρίβωση της πραγματικής (και αναπόφευκτα και της νομικής) κατάστασης των ανθρώπων αυτών, ώστε η απόδοση των αντίστοιχων δικαιωμάτων να είναι στοχευμένη, συνεπής και σταθερή και όχι ανατρέψιμη στο πέρασμα του χρόνου. Κρίσιμο εργαλείο ανάλυσης θα πρέπει να είναι η διαπίστωση της συγκρότησης βιοτικών δεσμών των μεταναστών στην Ελλάδα μέσα από την εργασία και την ένταξη στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Συνεπώς η ένταξη πρέπει να αποτελεί οδηγό προς την νομιμότητα και όχι το αντίστροφο, όπως συχνά ακούγεται.

Με αυτά τα δεδομένα, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αξιολογεί πως υπάρχουν δύο «κόκκινες γραμμές» στη διαχείριση της απεργίας πείνας των 300 μεταναστών: η με κάθε τρόπο αποφυγή της απώλειας του υπέρτατου αγαθού, αυτού της ανθρώπινης ζωής και, εν συνεχεία, η ρύθμιση του θέματος με τρόπο που να μην αφορά αποκλειστικά τους απεργούς πείνας, αλλά με στόχευση την αναγνώριση του δικαιώματος διαμονής στην χώρα ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται σε όμοια με τους απεργούς κατάσταση, αντιμέτωποι με τα ίδια νομικά αδιέξοδα. 

Η μοναδική διέξοδος που φαίνεται να υπάρχει ως ένας έντιμος συμβιβασμός είναι η δέσμευση της κυβέρνησης για νομοθετική τροποποίηση των λεγόμενων «ανθρωπιστικών» και «εξαιρετικών λόγων» (που προβλέπονται από το άρθρο 44 του 3386/2005), δηλαδή στις περιπτώσεις χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς ή εξαιρετικούς λόγους και για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Σήμερα, οι λεγόμενοι «εξαιρετικοί» αυτοί λόγοι αφορούν αποκλειστικά ανθρώπους που είτε μπήκαν νόμιμα στη χώρα είτε έχουν κάποτε διαμείνει νόμιμα σε αυτήν. Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία δυνατότητα νομικής τακτοποίησης χιλιάδων ανθρώπων που έχουν μεταφέρει το βιός τους στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι ουδέποτε τυπικά νομιμοποιήθηκαν. Παραβλέπεται έτσι πως αυτός ο τύπος μεταναστευτικών ροών είναι ίδιον των χωρών του ευρωπαϊκού νότου και δη της Ελλάδας. 
Ακόμα και με την πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση (βλ. άρθρο 42 του Ν. 3907/2011)  προβλέπεται ότι η προϋπόθεση της νόμιμης εισόδου ή διαμονής κάμπτεται μόνο εφόσον ο μετανάστης αποδείξει ότι ζει για δώδεκα χρόνια στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί ότι το χρονικό διάστημα της δωδεκαετίας είναι επαχθές και μη ρεαλιστικό. Αυτό το ερμητικά κλειστό σύστημα αναπαράγει το βασικό πρόβλημα όλων των πολιτικών διαχείρισης του μεταναστευτικού στην Ελλάδα την τελευταία δεκαπενταετία: καθιστώντας στην πράξη αδύνατη μια κανονική διαδικασία νομικής τακτοποίησης των ανθρώπων που βρίσκονται και εργάζονται στην Ελλάδα, στη βάση μιας εξατομικευμένης εξέτασης των αιτήσεών τους, πριμοδοτεί στην πράξη μια μεταχείριση «εξαιρετικών λόγων» οι οποίοι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε άλλο παρά «εξαιρετικοί» δεν είναι. 

Με απλά λόγια, το «κλειστό» σύστημα μη νομιμοποιήσεων, το οποίο ευαγγελίζεται η κυβέρνηση ως «λύση» στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, είναι κατ’ ουσίαν ο λόγος που καταλήγει αναπόφευκτα σε ad hoc ρυθμίσεις, και μάλιστα ρυθμίσεις οι οποίες επιβάλλονται και φαίνονται να υλοποιούνται υπό την απειλή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής.  

Για να λυθεί με δικαιοσύνη καταρχήν το ζήτημα των 300 (οι οποίοι κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τον χρόνο παραμονής) αλλά και εκείνων που έχουν μεταφέρει το βιός τους στη χώρα και που επιζητούν τη νομιμότητα, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προτείνει τα ακόλουθα:
– Επανεξέταση και απόδοση άδειας παραμονής σε όσους εξέπεσαν από την  νομιμοποίηση του 2005 ή δεν πληρούσαν τότε τις προδιαγραφές (σε συνδυασμό με την μείωση των απαιτούμενων ενσήμων για την έκδοση άδειας παραμονής, διευκόλυνση στον τρόπο καταβολής κλπ.). 
– Πιθανότητα εξατομικευμένης εξέτασης υπαγωγής και χορήγησης άδειας διαμονής του άρ. 21 παρ. 4, ν. 3907/11 (για ανθρωπιστικούς λόγους),
– (ή/και) Απόδοση 6μηνιαίων ανανεώσιμων αδειών του άρ. 24, ν. 3907/11, σε συνδυασμό με την δέσμευση μη εκτέλεσης απέλασης για όσους μετανάστες αποδεικνύουν εργασία και ανανέωση της άδειας τους για τέσσερα εξάμηνα με δυνατότητα υπαγωγής τους στην κανονική διαδικασία μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα.
– Μείωση του προαπαιτούμενου χρόνου διαμονής των χωρίς χαρτιά από 12ετία σε 7ία ή 5ετία για την έκδοση ειδικής άδειας διαμονής του νέου άρθρου 44, ν. 3386/05.

 Με την επεξεργασία νέων πολιτικών δίκαιας και ρεαλιστικής αντιμετώπισης του ζητήματος, ο μεταναστευτικός πληθυσμός με σημαντικό αριθμό ετών διαμονής στην Ελλάδα, και άρα ήδη σε πορεία κοινωνικής ενσωμάτωσης, θα μπορέσει να περάσει το κατώφλι της νομιμότητας και να απεγκλωβιστεί από την εκμετάλλευση, την περιθωριοποίηση και την παραβατικότητα. Έτσι η απεργία πείνας των 300, έστω και με τον τρόπο αυτό, θα έχει φέρει θετικά αποτελέσματα. Αντιθέτως, το ορατό πλέον ενδεχόμενο μιας ανθρωπιστικής κρίσης θα είναι πολλαπλά καταστροφικό όχι μόνο για τις ζωές των απεργών αλλά για όλη την ελληνική κοινωνία.

Πριν επέλθουν μη αναστρέψιμες βλάβες στην υγεία των απεργών, καλούμε την κυβέρνηση να στραφεί άμεσα στην κατεύθυνση που περιγράψαμε, υπενθυμίζοντας ότι, σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα, η ύψιστη αξία που πρέπει πάση θυσία να διαφυλάσσεται είναι η ανθρώπινη ζωή.

 

Το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης

Αλιβιζάτος Νίκος, Ιωαννίδης Γιάννης, Καμπύλης Τάκης, Κωνσταντίνου Γιάννης, Παπαπαντολέων Κλειώ, Παπαϊωάννου Κωστής, Παρασκευόπουλος Νίκος, Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, Χριστόπουλος Δημήτρης

 

φωτογραφία: Freedom House

 

άσυλο, δικαιοσύνη, μετανάστευση, πρόσφυγες

Μέλος

Newsletter