Ποια στρατηγική υπαγορεύει την κράτηση των μεταναστών (στον Έβρο)

Δημήτρη Χριστόπουλου,
Αντιπροέδρου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Επίκουρου καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου.

Τα τελευταία χρόνια το σύνορο Ελλάδας – Τουρκίας αποτελεί μείζονα διέξοδο τμήματος των μεταναστευτικών ροών από την Ασία και Αφρική προς την Ευρώπη. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην εξαιρετική δυσκολία φύλαξης εξαιτίας της γεωφυσικής της περιοχής αλλά και στην εντατικοποίηση φύλαξης άλλων σημείων εισόδου τόσο της Ελλάδας όσο και άλλων χωρών της Ευρώπης. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έβρος αναδείχθηκε εσχάτως στο κατεξοχήν σημείο εισόδου μεταναστών από το Πακιστάν και το Αφγανιστάν ως την Συρία και το Ιράν ενώ οι ταξιδιωτικές διευκολύνσεις που παρέχει η Τουρκία σε λοιπές αραβικές χώρες καθιστούν το ποτάμι τόπο διέλευσης βορειοαφρικανών αράβων από Τυνησία, Αλγερία και Μαρόκο καθώς και άλλων μεταναστών η παρουσία των οποίων σε αυτό το σύνορο προκαλεί αμηχανία. Φαντάζομαι την έκπληξη συνοριοφυλάκων και αστυνομικών όταν για πρώτη φορά θα συνέλαβαν μελαψούς ισπανόφωνους από την Δομινικανή Δημοκρατία -χώρα όχι ακριβώς οικεία στην ελληνική αστυνομία- ενώ αρκετοί θυμούνται μειδιώντας στον Έβρο το ακόλουθο περιστατικό. Ο αστυνομικός να ζητάει (χωρίς μεταφραστή φυσικά) τα στοιχεία μιας νεαρής έγχρωμης με αποτέλεσμα ως επώνυμο να καταχωρηθεί το Burkina και ως όνομα το Faso. Εικάζω πως τέτοιες ιστορίες θα υπάρχουν πολλές που θα μπορούσε κάποιος να διηγηθεί ύστερα από λίγο καιρό στον Έβρο, ωστόσο το ευτράπελο της υπόθεσης δεν αρκεί για να μετριάσει δύο αναπόδραστα αισθήματα που δημιουργούνται σε όποιον δει τι γίνεται στον Έβρο.

Τα συναισθήματα αυτά είναι αγανάκτηση για τις εξευτελιστικές συνθήκες κράτησης και απορία για τη σκοπιμότητα της όλης λογικής του εγχειρήματος.  Ας δούμε λίγο το πρώτο: συζητάμε για ένα θύλακα εγκλεισμού ο οποίος, με κάθε πιθανή ερμηνεία, αφίσταται στοιχειωδών προϋποθέσεων αξιοπρεπούς κράτησης. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους: το 2007, διήλθαν και συνελήφθησαν κάτι λιγότεροι από δεκαεπτά χιλιάδες, το 2008 δεκατέσσερις χιλιάδες, το 2009 περίπου εννιά χιλιάδες, ενώ το 2010 ο αριθμός εκτοξεύτηκε στους σαράντα επτά χιλιάδες ανθρώπους.  Τα νούμερα αυτά δεν είναι πλασματικά. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών επιθυμεί τη σύλληψή του. Ας ξεχάσουμε τα οικεία από προηγούμενες δεκαετίες στιγμιότυπα κυνηγητού με την ελληνική αστυνομία επί των συνόρων. Η εικόνα ανθρώπων που μόλις έφτασαν στην Ελλάδα και περιμένουν να συλληφθούν περιμένοντας έξω από το αστυνομικό τμήμα του Τυχερού στην παγωνιά ή δίπλα στις γραμμές του τρένου είναι οικεία στην περιοχή. Απέναντι σε τέτοια μεγέθη, ακόμη και κράτη με σωφρονιστικές υποδομές ποιοτικά και ποσοτικά ασύγκριτες με τις ελληνικές θα γονάτιζαν (εφόσον φυσικά προέκριναν την επιλογή του εγκλεισμού των ανθρώπων αυτών). Πολλώ δε μάλλον στην Ελλάδα, όπου, ούτως ή άλλως, το σωφρονιστικό πάσχει από υπερπληθυσμό και η μεταχείριση των κρατούμενων έχει πολύ δρόμο να κάνει για να θεωρηθεί ότι πληροί τις προϋποθέσεις αξιοπρέπειας που θέτει το ελληνικό Σύνταγμα. Εδώ, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση η οποία θέλει προσοχή: υπάρχουν παραβιάσεις δικαιωμάτων που αντέχονται υπό την έννοια ότι de facto αιτιολογούνται από το περιβάλλον χάος, αλλά υπάρχουν και παραβιάσεις που απλώς μαρτυρούν μια εδραιωμένη πεποίθηση στην ελληνική αστυνομία που συμπυκνώνεται με αφοπλιστικό τρόπο στο επιχείρημα ότι «αυτοί δεν είναι άνθρωποι». Εφόσον οι μετανάστες έστω και κατά μεταφορά «δεν είναι άνθρωποι», και την αφόρητη βρωμιά θα αντέξουν, και το κρύο και όποια άλλη συνθήκη η οποία ανθρώπινα δεν αντέχεται. Έτσι, οι ανήλικοι κρατούνται μαζί με ενήλικους, συχνά άνδρες -γυναίκες στοιβάζονται στο ίδιο κελί και, τέλος, ο προαυλισμός στην πράξη απαγορεύεται καθώς θεωρείται μια επικίνδυνη πολυτέλεια για εν δυνάμει δραπέτες. Όλες, όμως, αυτές οι πρακτικές είναι απλώς παράνομες και καμιά σκοπιμότητα ή ανάγκη δεν μπορεί να άρει το γεγονός ότι παραβιάζουν τους εθνικούς και διεθνείς κανόνες.

Μιλήσαμε όμως και για απορία ενώπιον της σκοπιμότητας του εγχειρήματος. Και αυτό, κατά την άποψή μου, είναι ακόμη χειρότερο: ένα παρασύστημα σωφρονισμού, μια μαύρη τρύπα εγκλεισμού έχει εδραιωθεί σε ένα τμήμα της ελληνικής επικράτειας, που όχι απλώς δεν αντέχει στην αναμέτρησή της με όποια νομικά standards, αλλά επιπλέον είναι μάταιη. Δεν εξυπηρετεί σε τίποτε παρά μόνον να τροφοδοτεί την  κοντόφθαλμη ιδεοληψία τμήματος των ελληνικών διωκτικών αρχών ότι τάχα «μόνο έτσι αποτρέπεται η λαθρομετανάστευση». Να υποστούν δηλαδή οι άνθρωποι στο πετσί τους ότι εδώ δεν περνάν καλά για να το πούνε πίσω ώστε να μην έρθουν κι άλλοι.  Αυτό και μόνο. Διότι, κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι αυτοί, μετά από λίγο καιρό, εξ ανάγκης, βγαίνουν από τα κέντρα κράτησης με ένα έγγραφο στα χέρια τους που τους ενημερώνει ότι είναι απελάσιμοι εντός μηνός. Αυτό το χαρτί είναι για εκείνους το laisser passer στην ελληνική επικράτεια. Έτσι παίρνουν το δρόμο για την Αθήνα, μετά από δύο ή και τρεις μήνες κράτησης, όσο γίνεται πιο αόρατοι. Στην είσοδο του πιο μεγάλου από τα κέντρα κράτησης στον Έβρο έχει γίνει μια στάση ΚΤΕΛ που ενημερώνει τους ταξιδιώτες για την τιμή του εισιτηρίου για Αθήνα σε ευρώ και δολάρια. Το ΚΤΕΛ δεν σταματάει πουθενά στους καθιερωμένους σταθμούς, ούτε φυσικά ταξιδεύει κανείς άλλος μαζί τους. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στον δεύτερο ενδιάμεσο προορισμό τους: το κέντρο της Αθήνας. Εδώ, ελεύθεροι πλέον, περιφέρονται έως ότου μπορέσουν να εγκαταλείψουν και να ρίξουν μαύρη πέτρα στην ελληνική επικράτεια. Αυτό όμως το ταξίδι είναι απείρως δυσκολότερο από το «Έβρος – Αθήνα» με αποτέλεσμα συχνά να ματαιώνεται.  Όπως επίσης ματαιώνεται και το ταξίδι της επιστροφής τους! Εκτός της όμως της υποτιθέμενης αποθάρρυνσης υποψηφίων μεταναστών, η προηγούμενη λογική υπάγεται σε μια επικοινωνιακή σκοπιμότητα εσωτερικής κατανάλωσης. Είναι ενδεδειγμένη προκειμένου να δίνεται η εντύπωση στο εσωτερικό της χώρας ότι το κράτος κάτι κάνει προκειμένου να μην εισέρχονται μετανάστες, ότι το ελέγχει στοιχειωδώς τα σύνορά του. Σε αυτή τη λογική εγγράφεται και η δημιουργία του τείχους στο χερσαίο κομμάτι του συνόρου στον Έβρο, το οποίο η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει, δια της αρμοδίας επιτρόπου ότι δεν χρηματοδοτήσει διότι « η ενέργεια αυτή δεν συνιστά από μόνη της λύση στο πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης στην περιοχή». [2] 

Οι άρτι αφιχθέντες στην Ελλάδα περιμένουν έξω από τα αστυνομικά τμήματα προκειμένου να συλληφθούν, να περάσουν το λεγόμενο screening από την Frontex και κατόπιν είτε να καταθέσουν αίτηση ασύλου είτε να φύγουν απευθείας για την Αθήνα εφόσον δεν δύνανται να απελαθούν. Αυτό συμβαίνει κατεξοχήν με τις δύο πλειοψηφικές ιθαγένειες των μεταναστών, Αφγανούς και Πακιστανούς που έρχονται απευθείας στην Αθήνα. Από τους αφιχθέντες στον Έβρο, οι μόνοι που θα υποστούν το μαρτύριο της κράτησης είναι όσοι προέρχονται από κράτη όμορα προς την Τουρκία. Τα πρόσωπα αυτά είναι απελάσιμα σύμφωνα με το Πρωτόκολλο Επανεισδοχής που συνομολόγησε η Ελλάδα με την Τουρκία πλην όμως τόσο η μεν όσο κυρίως η δε, διαρκώς το παραβιάζουν.   Οι αριθμοί προκαλούν απογοήτευση. Από το 2006 ως το 2009 από ένα σύνολο περίπου πενήντα τριών χιλιάδων μεταναστών που εισήλθαν μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα από τον Έβρο και ήταν Τούρκοι, είτε Ιρανοί, Ιρακινοί, Σύριοι ή Γεωργιανοί απελάθηκαν περίπου χίλιοι. Να σημειώσουμε ότι στα μεγέθη αυτά περιλαμβάνονται και αυτοί που εισήλθαν από τα νησιά που είναι περίπου άλλοι τόσοι με αυτούς που έχουν μπει στην Ελλάδα από το ποτάμι. Τα νούμερα των απελάσεων προς Τουρκία από Έβρο τα δύο τελευταία χρόνια είναι ακόμη λιγότερα.

Δηλαδή, για να μην αφήνουμε αμφιβολίες στα πράγματα: από ένα σύνολο περίπου εκατό χιλιάδων ανθρώπων που εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα από το χερσαίο σύνορο Ελλάδας Τουρκίας έχει απελαθεί λιγότερο από το μισό εκατοστό, δηλαδή περίπου πεντακόσιοι! Για ποιο λόγο όμως κρατούνται στον Έβρο αυτοί οι άνθρωποι, όταν όχι μόνον το κράτος δεν μπορεί να διαθέσει στοιχειώδεις συνθήκες αξιοπρέπειας στην κράτησή τους, αλλά κυρίως όταν το ίδιο το κράτος γνωρίζει την αδυναμία του ακόμη και να τους απελάσει; Tο ratio της κράτησης εν όψει της απέλασης είναι αντιληπτό. Όταν όμως η απέλαση δεν πραγματοποιείται -και τα μεγέθη που αναφέραμε είναι αμείλικτα σε αυτό- τότε προς τι η κράτηση τριψήφιου αριθμού ανθρώπων που διαρκώς ανανεώνεται, καθώς κάθε μέρα κάποιοι μπαίνουν και κάποιοι φεύγουν; Δεν φεύγουν όμως από την Ελλάδα για την Τουρκία, ούτε για την πατρίδα τους. Φεύγουν από τον Έβρο για την Αθήνα. 

Συζητάμε δηλαδή για το απόλυτο αρνητικό άθροισμα, μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία όλοι χάνουν: πρώτον, οι μετανάστες χάνουν την ελευθερία και στοιχειώδη δικαιώματα τους, δεύτερον, η αστυνομία εθίζεται σε πρακτικές απαξίωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας οι οποίες την επαύριον φυσικά θα εκταθούν έναντι όλων των δυνητικών θυμάτων, μεταναστών και μη, και τρίτον, το ελληνικό κράτος όχι απλώς τελικά αναγκάζεται να αποδεχθεί στην επικράτειά του όλους αυτούς τους ανθρώπους, αλλά επιπλέον τους έχει τόσο ταλαιπωρήσει, ώστε η προδιάθεσή τους απέναντι του να είναι όσο πιο αρνητική θα μπορούσε.  

Μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει: “E λοιπόν, τι να κάνουμε; Να αφήσουμε τους μετανάστες να μπαίνουν στην ελληνική επικράτεια χωρίς έλεγχο; Τι σόι κράτος είναι αυτό που δεν προσέχει τα σύνορά του;”. Οι προηγούμενες ερωτήσεις είναι ανθρώπινες. Εύλογα θα περίμενε κανείς ότι όντως ένα κράτος θα μπορούσε αν όχι να ανατρέψει, αλλά τουλάχιστον να περιορίσει τις ακατάσχετες μεταναστευτικές ροές εντός της επικράτειάς του. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν προσφέρονται για απλοϊκές προσεγγίσεις υπέρ των ανοιχτών ή αντίστροφα των κλειστών συνόρων.  Το σύνορο δεν είναι ένα αεροστεγώς κλεισμένο όριο που αποτρέπει την επαφή των ανθρώπων. Και αυτό καλύτερα από όλους το ξέρει η ίδια η υπηρεσία που έχει αναλάβει τη φύλαξή του. Ακόμη περισσότερο, το σύνορο δεν είναι μια γραμμή πεδίου μάχης όπου οι τριακόσιοι των Θερμοπυλών αμύνονται  με νύχια και με δόντια στην επέλαση των βαρβάρων. Αυτό δεν γίνεται. Δεν γίνεται διότι δεν μπορεί να γίνει στην πράξη καθώς συνήθως τα σύνορα είναι αδύνατο να φυλαχθούν τόσο εξαντλητικά (τα δε ελληνικά σύνορα κατεξοχήν), αλλά κυρίως δεν γίνεται διότι δεν υπάρχει τρόπος ανάσχεσης στα σύνορα που να μπορεί στοιχειωδώς να είναι ανθρώπινος. Εκτός αν κάνουμε αυτό που λέει η ακροδεξιά, δηλαδή, είτε να σκοτώνουμε τους μετανάστες στα σύνορα ώστε να πάρουν το μήνυμα και να μην ξαναέρθουν (άλλοι), είτε να τους αφήνουμε να πνιγούν, να πεθάνουν της πείνας ή να παγώσουν. Αν αποδεχθούμε πως για λόγους αρχής αυτά τα πράγματα δε συζητιούνται (και φυσικά σε αυτό το σημείο σταματάει η συζήτηση με αυτούς που τα αποδέχονται ή τα υπερασπίζονται), τότε μια λύση απομένει. Και αυτή δεν είναι άλλη από την καταγραφή του πληθυσμού που διέρχεται τα σύνορα και η παραμονή του στο ελληνικό έδαφος έως ότου είτε η απέλασή του γίνει εφικτή, είτε έως ότου κατασταθεί πιθανή η δυνατότητα μετοίκησης ενός τμήματος των ανθρώπων αυτών σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ειδική φροντίδα για ανήλικους, άρρωστους κλπ. Φυσικά, αν τίποτε από αυτά δεν γίνει και παρέλθει ένας ικανός αριθμός ετών στην ελληνική επικράτεια, τότε αυτονόητα η δυναμική των πραγμάτων δημιουργεί τις προϋποθέσεις οριστικής νομικής ρύθμισης της παραμονής των ανθρώπων αυτών στη χώρα. Δεν είναι δυνατό ένας άνθρωπος να περιφέρεται δια βίου σε καθεστώς ανασφάλειας παραμονής επειδή το κράτος στο οποίο ζει αδυνατεί να τον διώξει. Έτσι έχουν τα πράγματα, είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει. Η παράταση της παραμονής ενός ανθρώπου σε συνθήκες παρανομίας σε μια χώρα δημιουργεί μείζονα προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης που η πολιτεία δεν μπορεί να προσποιείται ότι δεν βλέπει. Η νομική τακτοποίηση («νομιμοποίηση» όπως λέγεται στην Ελλάδα, «αμνήστευση» όπως επικράτησε να λέγεται σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου ή όπως αλλιώς το πούμε) καθίσταται ο μόνος δρόμος που δύναται να αποφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε όλους, εφόσον τελικά η ζωή τα φέρει κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους να παραμείνουν στην Ελλάδα στήνοντας εδώ πρόγραμμα βίου για αυτούς και για τα παιδιά τους.  Ο  νόμος 3907/2011 προβλέπει τη λεγόμενη «βεβαίωση αναβολής απομάκρυνσης» (άρθρο 24) ως μια διαδικασία που επιχειρεί όντως να ρυθμίσει με έννομες συνέπειες το νομικό κενό το οποίο βιώνουν αυτοί οι αόρατοι άνθρωποι στην Ελλάδα,  ορατοί μόνο για τη μαύρη αγορά εργασίας. Η διάταξη αυτή δεν έχει, σε γνώση μου, ενεργοποιηθεί για κανέναν μετανάστη, παρά μόνο για τους 300 απεργούς πείνας της Υπατίας τον Μάρτιο 2011. Αυτό που πανηγυρίστηκε ως νίκη από τους ανθρώπους αυτούς ήταν η συμπερίληψή τους σε μια διάταξη υπαρκτή στην ελληνική έννομη τάξη πριν την δοκιμασία της απεργίας τους. Και, εδώ που τα λέμε, δικαίως εν τέλει πανηγυρίστηκε διότι, όπως φαίνεται, χρειάστηκε μια ολόκληρη απεργία πείνας και ένα σύστημα να φλερτάρει με την ιδέα της ανθρωπιστικής καταστροφής προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή μια διάταξη ήδη υιοθετημένη ουχί όμως εφαρμοσμένη έκτοτε για κανέναν εκτός από τους 300 απεργούς καθώς η αστυνομία δεν φαίνεται διατεθειμένη να εφαρμόσει τους νόμους επειδή αλλάζουν τις συνήθειές της.[3] Πάντως ακόμη και με την πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση (βλ. άρθρο 42 του Ν. 3907/2011) προβλέπεται ότι η προϋπόθεση της νόμιμης εισόδου ή διαμονής στην Ελλάδα κάμπτεται μόνον εφόσον ο μετανάστης αποδείξει ότι ζει για δώδεκα ολόκληρα χρόνια στην Ελλάδα. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί «όλως εξαιρετικώς» να τακτοποιήσει το καθεστώς της παραμονής του. Ας μην κοροϊδευόμαστε: η δωδεκαετία αυτή είναι επαχθέστατη ως διάστημα για ένα κράτος σαν την Ελλάδα, στο οποίο ουσιαστικά δεν δούλεψε ποτέ, παρά μόνον  κατ’ εξαίρεση, «νόμιμη είσοδος».  Δώδεκα χρόνια είναι μισή γενιά. Η μετατροπή της δωδεκαετίας σε πενταετία -εξαετία το μέγιστο[4] συνεχίζει να είναι ζωτικής ανάγκης προτεραιότητα για να μπορέσει στοιχειωδώς να φαίνεται ένα φως στο τούνελ της ζωής τόσων ανθρώπων, αλλά και να μπορέσουν να τεθούν σε στοιχειώδη λειτουργία κάποιοι μηχανισμοί κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσής τους.   Έστω και στην Ελλάδα του 2012!

Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τι άλλο μπορεί να γίνει. Τα προηγούμενα χρειάζονται όμως μια συγκροτημένη πολιτική βούληση η οποία στο χάος των μεταμνημονιακών ημερών δεν βλέπω να υπάρχει στην Ελλάδα. Διότι, όσο και να φαίνεται παράδοξο, για τέτοιου είδους δράσεις, «λεφτά υπάρχουν». Για την περίοδο 2007 ως το 2011, η Ελλάδα έλαβε το πρωτοφανές για τα δεδομένα της Ένωσης ποσό των 170 εκατομμυρίων ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στο 13.7% του προϋπολογισμού του Ταμείου Εξωτερικών Συνόρων και στο 16.9% του Ταμείου Επιστροφής). Επίσης το ζήτημα περιγράφεται λεπτομερώς και στην πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ[5] όπου αναφέρεται ότι για το 2011 το ποσό που διατίθεται μόνο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων είναι κοντά στα 7 εκατομμύρια  χωρίς να προστεθούν και τα έκτακτα μέτρα. Μάλιστα σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού αυτού από τα 12.250.000 του Ταμείου αυτού για το 2010 η Ελλάδα απορρόφησε μόνο 196.000, αφήνοντας αδιάθετα 12 εκατομμύρια. Η έκθεση αυτή φέρει τον εύγλωττο τίτλο: «Ασχολούμενοι με μια έκτακτη κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κατάσταση των ανθρώπων που διασχίζουν τα ελληνικά σύνορα παράνομα». 

Έτσι καταλήγει κανείς με ένα δύσκολο ερώτημα: η Ελλάδα αφήνει αυτά τα λεφτά αδιάθετα μόνο εξαιτίας της γνωστής ελληνικής παθογένειας και διαχειριστικής ανικανότητας να αξιοποιεί πόρους; Ή μήπως αυτή η παθογένεια συνυπάρχει με την αδιαφορία απορρόφησης αυτών των κονδυλίων; Αδιαφορία όχι για λόγους στρατηγικής ένδειας, αλλά επιλογής. Έχω πειστεί ότι η σκέψη «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» φαίνεται να κερδίζει οπαδούς. Ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής, η απαξίωση της εργασίας και οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των αλλοδαπών έχουν καταλήξει το τελευταίο αποκούμπι προκειμένου να πειστούν οι ευρωπαίοι εταίροι πως «δεν πάει άλλο». Όσο χειρότερα είναι τα πράγματα, τόσο πιο γρήγορα θα αποδεχθούν και αυτοί να υποστούν τμήμα των ροών αυτών που, σε τελευταία ανάλυση, κοιτά την Ελλάδα ως transit κατευθυνόμενο προς τις -κατά τα λοιπά- φιλόπτωχες πολιτείες τους.

Η εκστρατεία αυτή που συνειδητά ή όχι, έχει στην πράξη ξεκινήσει έχει επιφέρει τα αποτελέσματά της. Η μία μετά την άλλη, ευρωπαϊκές χώρες όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γερμανία και άλλες, σε συνέχεια της γνωστής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τον Ιανουάριο του 2011 δεν επιστρέφουν στην Ελλάδα αιτούντες άσυλο αρνούμενες έτσι τη συμμόρφωσή τους στην κοινοτική επιταγή του λεγόμενου «Δουβλίνο ΙΙ».[6] Να λοιπόν η πρώτη ελληνική επιτυχία στο διπλωματικό αγώνα εναντίον του γνωστού – και αυτονόητα άδικου – κανονισμού της Ένωσης: πανηγυρικά, «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα»!

Το δόγμα αυτό μένει να εφαρμοστεί και στους υπόλοιπους μετανάστες προκειμένου να πειστούν «οι εταίροι μας» πως ήρθε η ώρα να μοιραστούν το βάρος τους μαζί με τους, κατά τα λοιπά, «φιλόξενους» έλληνες. Μέχρι τότε, η ζωή των ανθρώπων αυτών δεν έχει ούτε αξία, ούτε σημασία. Μέχρι τότε, ούτε ο καινούργιος νόμος που προβλέπει την ίδρυση Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής (που παραμένει ένα χρόνο αργότερα αστελέχωτη), δημιουργία ξενώνων κράτησης και άλλων καλών δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί, ούτε φυσικά έχει κάποιο ειδικό νόημα η απορρόφηση κονδυλίων που θα βελτιώσουν τα πράγματα: διότι, έτσι θα στείλουμε μήνυμα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Δηλαδή, το λάθος μήνυμα. Έτσι, και αυτοί που μας βλέπουν από το νότο και την ανατολή θα συνεχίσουν να έρχονται και αυτοί που μας βλέπουν από τη δύση και το βορρά θα συνεχίσουν να σφυράνε ανθρωπιστικώς μεν αλλά αδιάφορα δε.    

Όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα;

 

φωτογραφία: MizzSan

 


[1] Το παρόν κείμενο βασίζεται σε συμπεράσματα μιας αποστολής της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στον Έβρο που διεξήχθη από τις 2 ως τις 4 Δεκεμβρίου 2011 η οποία εγγράφεται σε μια συνέχεια ενασχόλησης με τα κέντρα κράτησης από το 2009. Η εκτεταμένη έρευνα που διεξήχθη από ομάδα της Ένωσης το Νοέμβριο 2009 περιλαμβάνει αναλυτική αναφορά σε όλα τα νομικά ζητήματα που τίθενται από την κράτηση αυτή και βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Ένωσης www.hlhr.gr  (http://184.107.130.30//files/EKTHESI_NEW2010[1].pdf.  Για τη σύνταξη του παρόντος κειμένου, η συνδρομή του Αντώνη Σπάθη και της Αγγελικής Νικολοπούλου από την ομάδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες ήταν κρίσιμη και τους ευχαριστώ. Είναι αυτονόητο ότι οι απόψεις που εκφράζονται αποδίδονται μόνο στον συντάκτη.  

[2] Όπως υπογραμμίζει η Επίτροπος εσωτερικών υποθέσεων κα. Σ. Μάλμστρομ σε γραπτή απάντηση της στις 6.12.2011 προς τον ευρωβουλευτή της Ν.Δ. κ. Γ. Παπανικολάου.

[3] Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι η έκβαση της απεργίας θεωρήθηκε επιτυχής εφόσον δι?αυτής βολεύτηκαν οι 300, ενώ οι υπόλοιποι άνθρωποι που βρίσκονται στην αυτή θέση ζουν όπως ζούσαν πριν θα είναι κάτι που θα έπρεπε σοβαρά να απασχολήσει τους «αλληλέγγυους» στην απεργία.

[4] Αυτή η πάγια μετατροπή συμπεριλαμβανόταν εξάλλου και στην πρόταση «εξόδου από την κρίση» της απεργίας πείνας της Υπατίας που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

[5] http://fra.europa.eu/fraWebsite/attachments/Greek-border-situation-report2011_EN.pdf

[6] Στην απόφαση ΜSS κατά Ελλάδας και Βελγίου (21.1.11), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδικάζει το Βέλγιο επειδή επαναπροώθησε στην Ελλάδα αιτούντα άσυλο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ενώ οι βελγικές αρχές «όφειλαν να γνωρίζουν» ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα για τους αιτούντες άσυλο είναι απάνθρωπες. Η Ελλάδα για πρώτη φορά από το 1974 και ύστερα ουσιαστικά αντιμετωπίζεται σαν χώρα στην οποία δεν μπορεί να επιστρέψει ο κόσμος λόγω απάνθρωπων συνθηκών. Για το διεθνές δίκαιο, αυτό είναι μια παραλλαγή κράτους αποστολής προσφύγων.

μετανάστευση

Μέλος

Newsletter