Περί θρησκευτικής ελευθερίας

Κυρίες και κύριοι, κύριε Πρόεδρε,

Εντός των ολίγων λεπτών που έχω στη διάθεσή μου σκοπεύω να επιχειρηματολογήσω υπέρ της ελευθερίας της λατρείας και να προσπαθήσω να σας πείσω για την ορθότητα της κατάργησης (1) του μεταξικού νόμου για τον προσηλυτισμό, (2) του μεταξικού νόμου για την ίδρυση χώρων λατρείας των μη ορθοδόξων και (3) της αναχρονιστικής μνείας των θρησκευτικών λειτουργών σε διατάξεις που προστατεύουν πολιτειακά μορφώματα, όπως τα άρθρα 175 § 2 (αντιποίηση) και 176 (παράνομη χρήση διακριτικών) του Ποινικού Κώδικα.

Η επιχειρηματολογία μου για κάθε ρύθμιση που προτείνω να καταργηθεί αναπτύσσεται με βάση 7 επιμέρους παραμέτρους και συγκεκριμένα την μισαλλόδοξη πρόθεση του νομοθέτη, την μη εξασφάλιση κοινωνικής ειρήνης, την πρακτική θρησκευτικών διακρίσεων των αστυνομικών αρχών, την ανεπάρκεια της δικαστικής προστασίας, τις αλλεπάλληλες σχετικές καταδίκες της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την αντίθεση των ρυθμίσεων αυτών με το Σύνταγμα και το κράτος δικαίου και, τέλος, τη μοναδικότητα των ρυθμίσεων αυτών σε δυτικοευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο προσηλυτισμός

Πρώτο πρόβλημα είναι η ποινικοποίηση της διάδοσης της πίστης. Είναι γνωστό ότι κάθε πίστη διεκδικεί διάδοση. Είναι μάλιστα εύλογο οι θρησκευτικές μειονότητες να διεκδικούν με περισσότερο ζήλο την εξάπλωσή τους. Εμπόδιο σε αυτή την εξάπλωση θέλησε να σταθεί ο ποινικός νόμος του 1938 για τον προσηλυτισμό. Συγκεκριμένα, το αδίκημα του προσηλυτισμού ρυθμίζεται από το άρθρο 4 του α.ν. 1363/38, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 1672/39. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 4 προβλέπει ότι «ο ενεργών προσηλυτισμό τιμωρείται διά φυλακίσεως και χρηματικής ποινής», ενώ η δεύτερη παράγραφος ορίζει ότι «προσηλυτισμός ιδία είναι η διά πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, διά μέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτική συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής». Η τρίτη παράγραφος καθιστά την εκτέλεση της πράξης σε σχολείο ή σε μορφωτικό ή φιλανθρωπικό ίδρυμα ιδιαίτερα επιβαρυντική αιτία.

Κατά την πιθανότερη εκδοχή, άμεσος στόχος του νομοθέτη του 1938 ήταν οι Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι ήδη από την εποχή εκείνη σημείωναν σοβαρές επιτυχίες προσέλκυσης πιστών. Βεβαίως, ο νόμος αυτός επηρέαζε και την δράση των υπολοίπων θρησκευτικών μειονοτήτων. Από το 1938 και επέκεινα, λοιπόν, τα ποινικά δικαστήρια της χώρας, με προτροπές και παρεμβάσεις των επιτόπιων μητροπολιτών, καταδίκαζαν σε φυλάκιση όσους διένειμαν έντυπα μη ορθόδοξα, μιλούσαν για το Ευαγγέλιο ή άνοιγαν επίμονα συζητήσεις για το νόημα της ζωής ή τον ειρηνισμό.

Η γενική αυτή πρακτική δίωξης της διάδοσης της πίστης δεν σταμάτησε ούτε μετά τη ψήφιση του προστατευτικότερου για την θρησκευτική ελευθερία Συντάγματος του 1975. Και τούτο διότι και μετά το 1975 ο Άρειος Πάγος δεν θεράπευσε τις νομοτεχνικές ατέλειες της ποινικής αυτής διάταξης. Ποιες είναι αυτές; Πρώτη η ενδεικτική και όχι εξαντλητική απαρίθμηση των τρόπων πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περισσότερα του ενός εγκλήματα και, δεύτερη, το ενδεχόμενο διάπραξης του εγκλήματος από πρόσωπα που επιχειρούν να προσηλυτίσουν με μέσα που κάθε άλλο παρά αθέμιτα μπορούν να χαρακτηρισθούν.

Εν τούτοις, τα νομικά ζητήματα που γεννά η ποινική ρύθμιση για το αδίκημα του προσηλυτισμού δεν σταματούν εδώ. Ο Άρειος Πάγος στηρίζεται στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των «θυμάτων» του προσηλυτισμού για να αποδείξει την «κατάχρηση απειρίας», την «εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας» και την «εκμετάλλευση της κουφότητας». Επιπρόσθετα το ακυρωτικό δεν απαιτεί ο ενεργών τον προσηλυτισμό να υπερέχει σε μορφωτικό επίπεδο από τον υποψήφιο προσήλυτο (για τον οποίο έτσι και αλλιώς απαιτείται χαμηλό μορφωτικό επίπεδο), προκειμένου να αποδειχθούν η «αδυναμία», η «πνευματική απειρία» και η «κουφότητα» του προσήλυτου.

Τα ανωτέρω επιβεβαιώθηκαν από τις δύο σχετικές, καταδικαστικές, αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: την Απόφαση Κοκκινάκης και την Απόφαση Λαρίσης και λοιποί. Και στις δύο αυτές Αποφάσεις, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι παραβιάστηκε η θρησκευτική ελευθερία των προσφευγόντων διότι, στις προκειμένες περιπτώσεις, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου απλώς αναπαρήγαγαν την ατελή ποινική διάταξη, χωρίς να αιτιολογούν με ποιόν τρόπο ο προσφεύγοντες, Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά και Πεντηκοστιανοί αντιστοίχως, επιχείρησαν με απατηλά και παράνομα μέσα να μεταβάλουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ορθόδοξων πάντοτε υποψήφιων προσηλύτων.

Στο κρίσιμο ερώτημα αν, σήμερα, που δεν συναντάμε πλέον καταδίκες των ποινικών δικαστηρίων για προσηλυτισμό, μπορεί να διασωθεί η ποινική διάταξη περί προσηλυτισμού, η απάντηση είναι αρνητική διότι, πρώτον, υφίσταται πάντοτε η απειλή άσκησης ποινικής δίωξης μετά από σχετική επιμέλεια του επιχώριου μητροπολίτη και, δεύτερον και κυριότερο, η διάταξη είναι αντισυνταγματική. Η θέση αυτή βασίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα:

α) Η συγκεκριμένη διάταξη κολάζει ποινικά μόνο τον προσηλυτισμό σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας. Αυτό προκύπτει από την πρόθεση του νομοθέτη, τον τίτλο του νομοθετήματος σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των συνταγματικών επιταγών που εξειδίκευε και την πάγια νομολογία των ποινικών δικαστηρίων.
β) Εν τούτοις, το ισχύον άρθρο 13 παρ. 2 εδ. γ΄ του Συντάγματος 1975 θεσπίζει γενική απαγόρευση του προσηλυτισμού («ο προσηλυτισμός απαγορεύεται»), στην οποία περιλαμβάνεται και ο προσηλυτισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας.
γ) Για να βρίσκεται σε συμφωνία με την νέα συνταγματική επιταγή, η διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1363/38 θα έπρεπε να εφαρμοστεί αναλογικά και στους οπαδούς της επικρατούσας θρησκείας. Η επέκταση, όμως, του αξιοποίνου και σε άλλες περιπτώσεις, που δεν προβλέπονται από τον νόμο, προσκρούει στην βασική αρχή του ποινικού δικαίου nullum crimen nulla poena sine lege, που κατοχυρώνει το άρθρο 7 παρ. 1 Σ.
δ) Συνεπώς, η διάταξη του α.ν. 1363/38 δημιουργεί ανισότητα ανάμεσα στους οπαδούς της επικρατούσας και των άλλων θρησκειών, γιατί την καθιστά αξιόποινη μόνο για τους δεύτερους και γι’ αυτό τον λόγο αντίκειται στην αρχή της ισότητας και στην ελευθερία της λατρείας (άρθρα 4 παρ. 1 και 13 Σ).

Τέλος, θέλω να προσθέσω ένα ακόμη, συγκριτικό, επιχείρημα υπέρ της κατάργησης: το αδίκημα του προσηλυτισμού δεν συναντάται σε άλλη δυτικοευρωπαϊκή ποινική νομοθεσία, πλην της ελληνικής. Αντιθέτως, το ίδιο αδίκημα συναντούμε στα ακόλουθα θεοκρατικά ή απολυταρχικά καθεστώτα: στη Βόρειο Κορέα, στο Ισραήλ, στο Μαρόκο, στο Μπρουνέι, στο Νεπάλ, στην Αρμενία και στο Ουζμπεκιστάν.

Άδεια ίδρυσης χώρων λατρείας
Σε ακόμη μεγαλύτερες διώξεις των θρησκευτικών μειονοτήτων οδήγησε το άλλο δυσμενές νομοθετικό μέτρο, που ελήφθη επίσης το 1938, αναφορικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας στους μη ορθοδόξους για την λειτουργία των χώρων λατρείας τους.

Μέχρι πρόσφατα, για να λειτουργήσει μία «γνωστή», κατά τη συνταγματική διάταξη, θρησκεία τον χώρο λατρείας της έπρεπε, εκτός των άλλων, (α) να γνωμοδοτεί θετικά -πράγμα απίθανο- ο επιτόπιος μητροπολίτης, (β) να μην διαπιστώνεται -προκαταβολικά- κίνδυνος προσβολής της δημόσιας τάξης, των χρηστών ηθών και κίνδυνος προσηλυτισμού και (γ) να υφίσταται πραγματική ανάγκη για την λειτουργία του χώρου αυτού. Αν ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων χορηγούσε την άδεια παρά την αντίθετη γνώμη του μητροπολίτη, τότε ο τελευταίος νομιμοποιούνταν να ζητήσει την ακύρωση της πράξης στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ήδη εκκρεμεί στην επταμελή σύνθεση του Δ Τμήματος του ΣτΕ μία τε΄τοια υπόθεση). Αν ο Υπουργός σκοπίμως κωλλυσιεργούσε να απαντήσει και η μειονότητα λειτουργούσε τον χώρο, τότε η ποινική δίωξη ήταν άμεση. Η επιμέλεια με την οποία οι αστυνομικές, εκκλησιαστικές και άλλες αρχές της χώρας (βλέπε ΚΥΠ) ανακάλυπταν τους χώρους λατρείας ήταν μοναδική στα χρονικά.

Ο ζήλος των εθνικών αρχών μειώθηκε αισθητά μετά την σχετική και καταδικαστική για την Ελλάδα Απόφαση Μανουσάκης του ΕυρΔΔΑ (1996). Έκτοτε η διοίκηση χορηγεί κατά βάση τις σχετικές άδειες. Κατά την κρατούσα άποψη, το διατακτικό της συγκεκριμένης Απόφασης δεν αφήνει κανένα περιθώριο ότι το συγκεκριμένο σύστημα χορήγησης άδειας προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία.
Στο εύλογο ερώτημα αν, σήμερα, που δεν συναντάμε πλέον καταδίκες των ποινικών δικαστηρίων για παράνομη λειτουργία χώρων λατρείας και γενικώς χορηγούνται οι διοικητικές άδειες, μπορεί να διασωθούν οι σχετικές ρυθμίσεις, η απάντηση είναι αρνητική. Και τούτο διότι, παρά την προσπάθεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου (βλ. την 20/2001 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου) να ερμηνεύσουν τις διατάξεις για την ανέργεση ναών και ευκτηρίων οίκων κατά τρόπον τέτοιο, ώστε να μην αντιβαίνουν στο άρθρο 13 Σ, η αντισυνταγματικότητά τους είναι δεδομένη, διότι:

i) Η σύμπραξη του μητροπολίτη, έστω και προπαρασκευαστικά, για την χορήγηση αδείας μη ορθοδόξου ναού ή ευκτηρίου οίκου παραβιάζει την θρησκευτική ισότητα γιατί «παρέχει το έδαφος ενδεχόμενων δυσμενών διακρίσεων».
ii) Η έρευνα της διοίκησης «κατά πόσον υφίσταται πράγματι ανάγκη ανέργεσης ναού ή ευκτηρίου οίκου» παρέχει διακριτική ευχέρεια στην διοίκηση για την χορήγηση αδείας, που δεν συνάδει με την ελευθερία λατρείας. Ήδη, η Α.Π. 20/2001 ολομ. έκρινε την σχετική ρύθμιση αντισυνταγματική.
iii) Ο προληπτικός διοικητικός έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 13 Σ αντίκειται στο τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας που συνάγεται από το Σύνταγμα.

Τέλος, σε συγκριτικό επίπεδο, όσο και να προσπάθησα δεν βρήκα στα λοιπά δυτικοευρωπαϊκά κράτη άλλη παρόμοια διοικητική διαδικασία η οποία να προβλέπει την συνδυασμένη επέμβαση, αφενός των διοικητικών αρχών, αφετέρου της κρατικής εκκλησίας προκειμένου να ασκήσει μία αλλόθρησκη θρησκευτική κοινότητα της ίδιας χώρας το θεμελιώδες δικαίωμά της στην ελευθερία της λατρείας.

Αντιποίηση θρησκευτικής αρχής και παράνομη χρήση θρησκευτικών διακριτικών
Το άρθρο 175 § 2 του ΠΚ ορίζει ότι όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

Το δε άρθρο 176 του ΠΚ ορίζει ότι όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σήμα θρησκευτικού λειτουργού των ανωτέρω γνωστών θρησκειών τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 6 μηνών ή με χρηματική ποινή.

Κυρίες και κύριοι, κύριε Πρόεδρε

Έψαξα τη νομολογία των ποινικών δικαστηρίων από το 1950 έως σήμερα. Πλην ελαχίστων άλλων περιπτώσεων (αντιποίηση άσκησης δικηγορίας ή δημοσίου λειτουργού), οι διώξεις και οι καταδίκες αφορούν κατά κύριο λόγο τους Γνήσιους Ορθόδοξους Χριστιανούς ή Παλαιοημερολογίτες και, κατά δεύτερο λόγο, τώρα τελευταία, τους εκλεγμένους από τμήμα της μουσουλμανικής μειονότητας μουφτήδες. Υπενθυμίζω ότι στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη σήμερα υπάρχουν τέσσερις Μουφτήδες, οι δύο είναι διορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι και ιεροδίκες και άλλοι δύο, ο Σερίφ και ο Αγγά, οι εκλεγμένοι, είναι μόνον θρησκευτικοί λειτουργοί και οι τελευταίοι διώκονται διότι συνυπάρχουν με τους πρώτους.

Δεν πρόκειται να επεκταθώ περαιτέρω σε αυτές τις διατάξεις του 1950. Η μέχρι σήμερα νομολογία αποδεικνύει ότι αποτελούν ένα ακόμη μέσο δίωξης εκείνων των θρησκευτικών μειονοτήτων που βρίσκονται εκτός των επιλογών του κεντρικού, ελληνορθόδοξου, κράτους.

Θέλω μόνον να σας αναφέρω τι είπε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τη ratio της ποινικής ρύθμισης της αντιποίησης άσκησης θρησκευτικής αρχής και τη συμβατότητά της με το δικαίωμα άσκησης της λατρείας, όπως αυτό προστατεύεται από την ΕΣΔΑ.

Σημειώνω ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε ήδη δύο φορές ομόφωνα για την εφαρμογή της ρύθμισης αυτής από τα ελληνικά δικαστήρια και ήδη βαίνει για άλλες δύο καταδίκες, ίσως και εντός του 2005.

Στην υπόθεση λοιπόν Σερίφ το Δικαστήριο έκρινε απερίφραστα ότι δεν υφίστατο αδήριτη κοινωνική ανάγκη για την ποινική τιμωρία του προσφεύγοντος, ο οποίος διεκδικούσε για τον εαυτό του τον τίτλο του Μουφτή Ροδόπης. Το σκεπτικό της κρίσης βασίστηκε σε δύο στοιχεία: πρώτον, ο προσφεύγων ήταν θρησκευτικός λειτουργός «γνωστής θρησκείας» και προσπάθησε να ασκήσει μόνο θρησκευτικά καθήκοντα (έκδοση μηνυμάτων προς του μουσουλμάνους του νομού Ξάνθης με την υπογραφή «Μουφτής Ξάνθης» με την ευκαιρία μουσουλμανικής εορτής) και, δεύτερον, οι κρατικές αρχές δεν είχαν λόγο να εξασφαλίσουν την ενιαία εκπροσώπηση των θρησκευτικών κοινοτήτων, γιατί οι διαφωνίες ή διαμάχες ή πολυδιασπάσεις των κοινοτήτων αυτών αποτελούν αναπόφευκτη συνέπεια του θεμιτού θρησκευτικού πλουραλισμού.

Συνοψίζοντας, υποστηρίζω ότι

Οι ποινικές διατάξεις για την αντιποίηση θρησκευτικής αρχής (175 παρ. 2 ΠΚ) ή την παράνομη χρήση θρησκευτικών διακριτικών (176 ΠΚ) πρέπει να καταργηθούν. Ένα φιλελεύθερο δυτικοευρωπαϊκό κράτος του 21ου αιώνα δεν πρέπει να ενδιαφέρεται να ρυθμίσει ποινικά την παρουσία δύο, τριών ή και χιλίων άλλων θρησκευτικών λειτουργών, ακόμη κι αν αυτοί απευθύνονται σε έναν σε δύο ή και σε πέντε πιστούς, ακόμη και αν αυτοί μαλώνουν μεταξύ τους για την αυθεντία της πίστης.

Οι ποινικές ρυθμίσεις για τον προσηλυτισμό και τη λειτουργία χώρων λατρείας πρέπει επίσης να καταργηθούν. Ζητήματα ευρύτερα για την προστασία του ατόμου από τα θέματα περιορισμού της ελευθερίας βουλήσεων πιστών ή υποβολής τους σε αξιόποινες πράξεις (αυτοκτονία), θα ρυθμίζονται από τις υπάρχουσες διατάξεις του ποινικού κώδικα περί προσωπικής ελευθερίας ή ακόμη και μετά από σχετική τροποποίηση του άρθρου 1705 ΑΚ περί δικαστικής αντίληψης.

Τέλος, για τη λειτουργία χώρων λατρείας αρκεί η αυτή και μόνη προηγούμενη πολεοδομική άδεια. Τυχόν εξαιρέσεις από το γενικό πολεοδομικό σχέδιο για την ικανοποίηση των εκάστοτε αναγκών θρησκευτικής κοινότητας θα εξετάζονται κατά τρόπο περιοριστικό και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, όπως υποδεικνύει η πρόσφατη Απόφαση Βέργος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

δικαιοσύνη, σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter