Πέτρα στη λίμνη

του Μιχάλη Τσαπόγα

Η πρόταση νόμου «Ρύθμιση σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας», που δόθηκε στη δημοσιότητα από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, θέτει σε δημόσια διαβούλευση ένα κρίσιμο ζήτημα: η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας είναι, άραγε, συμβατή με μιά θρησκεύουσα πολιτεία; Πέρα από εφησυχαστικά ρητορικά σχήματα και βραχυπρόθεσμες επικαιρικές διευθετήσεις, η μέχρι σήμερα ανταπόκριση των κομμάτων, της κοινωνίας πολιτών, της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και της εκκλησίας δεν έχει καταλήξει σε συγκροτημένες απαντήσεις. Τα μεν κόμματα, υποχρεωμένα σε πρακτικές εξισορρόπησης, παλινωδούν ανάμεσα στο δέος για την κοινωνική ισχύ της εκκλησίας και στο δέλεαρ διατήρησης του κρατισμού, η δε εκκλησία, αντιδρώντας αμυντικά στα σημεία των καιρών, παλινωδεί ανάμεσα στη διεκδίκηση συνειδησιακών και περιουσιακών δικαιωμάτων και στην απόλαυση πολιτειακών προνομίων.

Πρόκριμα για σειρά ειδικότερων ζητημάτων, το θεμελιώδες δίλημμα είναι ενιαίο. Συμφέρει την πολιτεία η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος συνάρθρωσής της με την εκκλησία, μόνο και μόνον επειδή, εν τέλει, διατηρεί έτσι τη δυνατότητα για άσκηση εποπτείας πάνω σε μιάν αναμφισβήτητη κοινωνική δυναμική που άλλως θα μπορούσε να καταστεί πολιτικά ανεξέλεγκτη; Συμφέρει την εκκλησία η καθήλωση της υψηλής πνευματικής και κοινωνικής της περιωπής στις διαστάσεις μιάς προβληματικής δημόσιας επιχείρησης, μόνο και μόνον επειδή, εν τέλει, νομίζει έτσι ότι προφυλάσσεται από την απειλή που συνιστά η ενδεχόμενη επιδρομή απατηλών ανταγωνιστών; Η πρόσφατη επικαιρότητα έχει επιτείνει τη σύγχυση. Φαινόμενα κακοδιαχείρισης παρασύρουν κόμματα και πολιτευτές σε κινήσεις που αποσκοπούν μάλλον στην επίταση και πύκνωση του πολιτειακού ελέγχου, παρά στην απεμπλοκή. Περιστατικά ηθικής κρίσης παρασύρουν ανεξάρτητες αρχές και μέσα ενημέρωσης σε θέσεις που συντείνουν μάλλον στην άρση κάθε δικαιώματος ιδιωτικότητας, παρά στη συντεταγμένη προστασία θεσμών και προσώπων. Σχεδόν όλοι μιλούν για ανάγκη μεταρρύθμισης, χωρίς όμως να καθίστανται σαφείς οι στόχοι και οι προτεραιότητές της. Ακόμη χειρότερα, γίνεται λόγος για έτοιμα σχέδια που όμως παραμένουν σε κλειδωμένα συρτάρια, είτε ως τόσον άτολμα ώστε να μην έχουν λόγο υπάρξεως, είτε ως τόσο τολμηρά ώστε να ξυπνούν το φάσμα βραχυπρόθεσμων εκλογικών διακινδυνεύσεων. Έτσι, το αίτημα για λύση των ζητημάτων αυτών πλησιάζει ήδη επικίνδυνα τις ελληνικές καλένδες.

Η Ένωση, προσηλωμένη στον καταστατικό της στόχο και στην πεντηκονταετή της ιστορία, ενεπλάκη μεριμνώντας κατ? αρχήν για την κατάσταση των δικαιωμάτων. Από το σημείο αυτό μέχρι την ενασχόληση με τις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας, ο μονόδρομος παρίσταται εναργής σε κείμενα προσφάτων δημόσιων παρεμβάσεων. Έτσι, όταν από άμβωνος η ομοφυλοφυλία χαρακτηρίσθηκε «κράζουσα αμαρτία» και «κουσούρι», η Ένωση διακήρυξε ότι «δεν αμφισβητεί το δικαίωμα των θρησκευτικών κοινοτήτων να ορίζουν ποιές συμπεριφορές των μελών τους θεωρούν ηθικά καταδικαστέες. Ωστόσο, καθ? όσον η συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα αποτελεί ταυτόχρονα πολιτειακό μόρφωμα και το πεδίο της παρέμβασης είναι η δημόσια πολιτική συζήτηση, ο ρατσιστικός λόγος προσλαμβάνει θεσμικές διαστάσεις. Το καθεστώς σχέσεων κράτους και εκκλησίας προκαλεί σειρά προβλημάτων όχι μόνο στις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες, αλλ? επί πλέον και στην ίδια την Εκκλησία, την οποία πρωτίστως θα συνέφερε το ν? απεμπλακεί από τα βάρη που συνεπάγεται, ακόμη και για τη γνήσια και ανεμπόδιστη έκφραση των ανωτέρω και άλλων ανάλογων απόψεών της, η πρόσδεσή της με το κράτος». Ομοίως, μόλις ξέσπασε το σκάνδαλο διαπλοκής ανάμεσα σε εκκλησιαστικούς και παραδικαστικούς κύκλους, η Ένωση παρατήρησε ότι «όταν ολόκληροι δικαστικοί σχηματισμοί παρελαύνουν κρυφίως από γραφεία αρχιερέων, καθίσταται εύλογη η καχυποψία όσων έχουν εμπιστευθεί στην ελληνική δικαιοσύνη την προστασία της θρησκευτικής τους ελευθερίας. Ενώ η δικαστική εξουσία διακρίνεται από μιάν εγγενή διστακτικότητα και ευαισθησία όσον αφορά τις σχέσεις των λειτουργών της με μορφώματα και σχηματισμούς της κοινωνίας των πολιτών, η ανασταλτική αυτή προδιάθεση υποχωρεί ενώπιον της Εκκλησίας της Ελλάδος ως ενός κατά κυριολεξία πολιτειακού μηχανισμού. Η αποκόλληση της εκκλησίας από το κράτος είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη βαθμιαία διαπαιδαγώγηση των δικαστικών και άλλων δημοσίων λειτουργών προς την κατεύθυνση της θρησκευτικής ουδετερότητας».

Συνεπής προς τις θέσεις της αυτές, η Ένωση εκπόνησε την πρότασή της με γνώμονα την ταυτόχρονη ωφέλεια τόσο της πολιτείας, ως φορέα αρμόδιου να προασπίζει δικαιώματα υπό όρους ισότητας, όσο και της εκκλησίας, ως συλλογικού φορέα άσκησης ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Επί πλέον, αν η σχετική συζήτηση διατηρηθεί σε συνθήκες ψυχραιμίας, θα καταστεί σαφές ότι το ρυθμιστέο πεδίο είναι η σχέση της εκκλησίας με την πολιτεία και όχι, βεβαίως, με την κοινωνία ή με το έθνος, εξ ου και δεν τίθεται κανένα από τα προσφιλή στους κινδυνολόγους θέματα όπως η καθαίρεση συμβόλων ή η προσευχή στα σχολεία. Αντίθετα μάλιστα, σε μακροπρόθεσμη προοπτική, υπό όρους ιδιωτικού δικαίου και υπό την ισότιμη προστασία αλλ? όχι τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους, οι θρησκευτικές κοινότητες θα μπορέσουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους σε υγιείς βάσεις.

Οι επί μέρους ρυθμίσεις είναι άμεσα εφαρμόσιμες και δεν εξαρτώνται από την ούτως ή άλλως αναγκαία αλλά θεσμικά δυσχερέστερη αναθεώρηση των οικείων συνταγματικών διατάξεων, κατά τούτο δε εντάσσονται στην προοπτική της σταδιακής αμοιβαίας αποδέσμευσης. Η πρόταση ξεκινά με μιά διάταξη διακηρυκτικού χαρακτήρα για την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας. Χωρίς να νεωτερίζει σε σχέση με τις ισχύουσες συνταγματικές και διεθνείς ρυθμίσεις, η επιλογή αυτή εξυπηρετεί την ανάγκη συστηματοποίησης και αντιπαραβολής προς το σημερινό εμβαλωματικό θεσμικό τοπίο. Ως σύγχρονη εκδοχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, ορίζεται ο συνδυασμός του σεβασμού των θρησκευτικών κοινοτήτων με την απαγόρευση διακρίσεων βάσει θρησκευτικών πεποιθήσεων. Στη συνέχεια, ως θεσμικό πρότυπο για την οργάνωση και λειτουργία όσων θρησκευτικών κοινοτήτων αντιστοιχούν σε αυτοτελή θρησκεύματα, εμφανίζεται η «θρησκευτική ένωση», ιδιότυπο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εμπνεόμενο από το γαλλικό νόμο του 1905. Το δίλημμα, στην προκειμένη περίπτωση, αφορά τη διαδικασία απόκτησης νομικής προσωπικότητας: ενώ τυχόν απαίτηση προηγούμενης άδειας θα παραβίαζε τις εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, η απλή εγγραφή σε ενιαίο δημόσιο βιβλίο μετακυλίει το βάρος στους εφαρμοστές της διαδικασίας, ούτως ώστε να μην προσλάβει διαστάσεις αποτίμησης δογμάτων η διαπιστωτική παρέμβασή τους «για τη διάγνωση του θρησκευτικού χαρακτήρα», ελάχιστη ασφαλιστική δικλείδα αποφυγής καταστρατηγήσεων. Ταυτόχρονα προστίθενται ως εγγυήσεις η δημοσιότητα και η ανάθεση της αρμοδιότητας αυτής στη δικαιοσύνη, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι από την υπαγωγή στη διαδικασία δημόσιας εγγραφής δεν εξαρτάται η απόλαυση στοιχειωδών και ανελαστικών δικαιωμάτων όπως η λατρεία, η ανέγερση ναών και η διάδοση πεποιθήσεων, παρά μόνον η απόλαυση των φορολογικών προνομίων. Αυτά ακριβώς τα προνόμια διατηρούνται, υπό όρους ισοπολιτείας, και εξορθολογίζονται ως προς τα πεδία τα οποία καταλαμβάνουν, ούτως ώστε ν? απαλλάσσονται μεν όσα εισοδήματα συνδέονται άμεσα με θρησκευτικούς σκοπούς, όχι όμως και οι αμιγώς εμπορικές δραστηριότητες ή η εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων. Το δίλημμα εδώ είναι διπλό και απαντάται ως εξής: προκρίνεται μεν η διατήρηση των απαλλαγών, ούτως ώστε να μην υστερούν οι θρησκευτικοί απέναντι στους λοιπούς κοινωφελείς σκοπούς, πλην όμως όσοι κάνουν χρήση αυτών των προνομίων βαρύνονται με στοιχειώδεις υποχρεώσεις δημοσιότητας και λογοδοσίας που δεν θίγουν τη φύση των φορέων αυτών ως μη κρατικών, καθόσον προσομοιάζουν σε αντίστοιχους ελέγχους που προβλέπονται για ορισμένες μορφές εταιρειών.

Περιλαμβάνεται μεταβατική διάταξη, βάσει της οποίας οι ορθόδοξες εκκλησίες Ελλάδος, Κρήτης και Δωδεκανήσου, οι ισραηλιτικές κοινότητες και οι Μουφτείες μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθώντας προσωρινά να διέπονται από τις ισχύουσες οργανωτικές τους ρυθμίσεις πλην εκείνων  που αναθέτουν αρμοδιότητες σε πολιτειακά όργανα. Μέσα στην προβλεπόμενη μακρά μεταβατική περίοδο μέχρι την πλήρη υπαγωγή τους στο γενικό καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων, οι φορείς αυτοί θα έχουν την ευκαιρία να ρυθμίσουν ελεύθερα τα οργανωτικά τους, ειδικά δε τα εξαρτώμενα απ? αυτούς νομικά πρόσωπα θα έχουν τη δυνατότητα ακόμη και να επιλέξουν την οδό της αυτονομίας. Στην παραπάνω διαδικασία κρίθηκε σκόπιμο να μην υπαχθεί η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους, καθόσον η συμμετοχή της σε πολιτειακής φύσεως λειτουργίες καθιστά, ακόμη, μοιραία την πρόσδεσή της στο κράτος. Αντίθετα, επιλέγεται η κατάλυση του αναχρονιστικού καθεστώτος των Μουφτειών: απεκδυόμενοι από τις δικαιοδοτικές τους αρμοδιότητες, οι μουσουλμάνοι θρησκευτικοί λειτουργοί δεν θα έχουν πλέον κανένα λόγο να μην εκλέγονται από τα μέλη των οικείων ενώσεων, ενώ η φροντίδα για τη σταδιακή αποκάθαρση του ειδικού οικογενειακού δικαίου της μειονότητας από αντισυνταγματικά απολιθώματα επαφίεται στην τακτική δικαιοσύνη.

Στη θέση των απηρχαιωμένων μεταξικών διατάξεων που επέτρεπαν στη διοίκηση να ελέγχει τη σκοπιμότητα της θρησκευτικής λατρείας, η πρόταση νόμου υπάγει στη γενική πολεοδομική νομοθεσία και αρμοδιότητα τη διαδικασία έκδοσης άδειας οικοδομής για λατρευτικούς χώρους. Στη θέση του ομολογιακού μαθήματος θρησκευτικών στη δημοτική και μέση εκπαίδευση προτείνεται θρησκειολογικό πρότυπο, ενώ οι θρησκευτικές κοινότητες διατηρούν την αυτονόητη δυνατότητά τους για οργάνωση κατηχητικής διδασκαλίας εκτός εγκύκλιας εκπαίδευσης. Αντίστοιχα ρυθμίζεται η περιέλευση των υπαρχόντων ιδρυμάτων εκκλησιαστικής επαγγελματικής κατάρτισης στο φυσικό τους φορέα. Όσον αφορά τη διαβεβαίωση μαρτύρων, ενόρκων, υπουργών, υπαλλήλων και στρατιωτών, προκρίθηκε να διατηρηθεί η παραδοσιακή επωνυμία «όρκος» αλλά με αποκάθαρση κάθε μεταφυσικής χροιάς από το αντίστοιχο περιεχόμενο, ορίζεται δε ότι σε ορκωμοσίες ενώπιον δημοσίων αρχών δεν μετέχουν θρησκευτικοί λειτουργοί.

Προκειμένου να τερματισθεί ένας αξιοπερίεργος νομοθετικός σολοικισμός, η πρόταση νόμου ορίζει το γάμο ενώπιον του δημάρχου ως μόνον έγκυρο απέναντι στην πολιτεία, προσαρμόζοντας σχετικά και τη ληξιαρχική νομοθεσία. Τούτο φυσικά δεν θίγει την αυτονόητη δυνατότητα για παράλληλη τέλεση θρησκευτικού γάμου, ακριβώς όπως η αποκλειστικότητα της ληξιαρχικής ονοματοδοσίας ουδέποτε έπληξε το δικαίωμα βάπτισης. Ενσωματώνοντας την ελληνική και ευρωπαϊκή νομολογία, καθιερώνεται γενική απαγόρευση αναγραφής θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα και τίτλους σπουδών, εκτός από τις ειδικές ληξιαρχικές βεβαιώσεις για συγκεκριμένη νόμιμη χρήση. Συμμορφούμενη στη συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού, η πρόταση διατηρεί τη ρύθμιση περί του αντίστοιχου ιδιώνυμου αδικήματος, επαναπροσδιορίζει όμως την αντικειμενική του υπόσταση, ενώ παράλληλα καταργεί σειρά διατάξεων της ποινικής, αστικής και δικονομικής νομοθεσίας που απέρρεαν από την ειδική πολιτειακή θέση της ορθόδοξης εκκλησίας. Όσον αφορά τη λεγόμενη «πολιτική κηδεία» και την αποτέφρωση νεκρών, η πρόταση καθιστά υποχρεωτική τη διαμόρφωση αξιοπρεπών όρων και την οργάνωση των συναφών διαδικασιών υπό τη μέριμνα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

Επιστρέφοντας στα οργανωτικά θέματα, ορίζεται ειδικό μεταβατικό καθεστώς για τα μισθολογικά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά κεκτημένα των θρησκευτικών λειτουργών οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υπηρετούν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Το δίλημμα, στην περίπτωση αυτή, αφορούσε αφενός την ανάγκη θεσμικής συνέπειας ως προς την ισότητα μεταξύ των θρησκευμάτων και την απεμπλοκή του δημοσίου από τη μισθοδοσία ιδιωτικών υπαλλήλων, αφετέρου τον κίνδυνο μείζονος κοινωνικού προβλήματος για μεγάλο αριθμό βιοπαλαιστών στους οποίους η πολιτεία είχε ήδη παράσχει όρους εργασιακής ασφάλειας. Αντίθετα, σε λογική απόλυτης αποδέσμευσης και φιλελευθερισμού κινείται η διάταξη περί επιστροφής, από την πολιτεία στην εκκλησία, όσων ακινήτων είχαν παραχωρηθεί μετά το 1945. Τέλος, χωρίς να παραβλέπονται οι μεταβατικές υπαλληλικές εκκρεμότητες, ανάγονται μάλλον στο πεδίο των συμβολισμών οι διατάξεις περί μετονομασίας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων και περί κατάργησης των θρησκευτικών υπηρεσιακών μονάδων στις ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας και τα σωφρονιστήρια, ενώ ταυτόχρονα προβλέπεται ως αντιστάθμισμα η υποχρέωση εξασφάλισης της δυνατότητας για εκκλησιασμό και λοιπές λατρευτικές υπηρεσίες σε ατομικό επίπεδο.

ο Μιχάλης Τσαπόγας είναι διδάκτορας νομικής του Πανεπιστημίου Μονάχου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου & του Πολίτη

 

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter