Ο Δημήτρης Χριστόπουλος για την ελληνική Ιθαγένεια

Την Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας θα συζητηθεί αίτηση ακύρωσης κατά των διατάξεων του νέου Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας που προβλέπουν την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τη «δεύτερη γενιά», καθώς και κατά της συμμετοχής μη κοινοτικών αλλοδαπών στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Μιλήσαμε με τον Δημήτρη Χριστόπουλο:

Ήδη το Δ΄ Τμήμα του ΣΤΕ έχει αποφανθεί υπέρ της συγκεκριμένης αίτησης. Μπορείτε να μας εξηγήσετε λίγο τη συγκυρία;

Ο νόμος 3838 που ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 2010 συνιστά, κατά κοινή ομολογία στον χώρο των σπουδών της ιδιότητας του πολίτη, ένα από τα μεγαλύτερα άλματα που έχουν ποτέ πραγματοποιηθεί σε επίπεδο νομοθεσίας για την ιθαγένεια. Ο νόμος αυτός φέρνει την Ελλάδα πολύ πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο δικαίου ιθαγένειας, αλλά η απόσταση του δρασκελισμού που πραγματοποίησε ήταν πολύ μεγάλη, καθώς το ελληνικό δίκαιο ιθαγένειας πριν από αυτόν το νόμο ήταν με βεβαιότητα το πιο αναχρονιστικό και το πιο αντιδραστικό, σε ό,τι αφορά το ζήτημα αντιμετώπισης της μετανάστευσης και όχι μόνο, από όλα τα δίκαια ιθαγένειας της Ευρώπης των 15. Αναφέρομαι δε στην Ευρώπη των 15 όχι λόγω κάποιας λαγνείας προς την ΕΕ, αλλά επειδή τα εν λόγω κράτη αποτελούν μεταναστευτικούς προορισμούς.

Ήταν δηλαδή μια τομή στον τρόπο απόδοσης της ιθαγένειας;

Φυσικά και είχε τα χαρακτηριστικά μιας τομής. Και φαίνεται ότι η τομή αυτή έφερε σε αμηχανία το ελληνικό «βαθύ κράτος», είτε όπως αυτό εκφράζεται από την κοινοβουλευτική εκδοχή της ακροδεξιάς, δηλαδή το κόμμα του ΛΑΟΣ, είτε όπως εκφράζεται από την ελληνική διοίκηση που είχε εθιστεί σε ένα συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος «ελληνική ιθαγένεια», είτε όπως εκφράζεται από κάποιους έλληνες δικαστές. Φαίνεται ότι η απόφαση του Δ’ τμήματος, με την οποία κηρύσσονται αντισυνταγματικά δύο εδάφια αυτού του νόμου και παραπέμπονται για οριστική απόφαση στην Ολομέλεια του ΣτΕ, αποτελεί μία τέτοιου είδους αντίδραση. Δηλαδή ένα ανάχωμα στην τομή.

Θα μας εξηγήσετε ποια είναι αυτά τα εδάφια;

Δύο είναι τα ζητήματα που τίθενται υπό αίρεση. Το πρώτο είναι ένας νέος τρόπος κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας με δήλωση και το δεύτερο είναι η πολιτική συμμετοχή αλλοδαπών στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Με τον 3838, η ιθαγένεια αποδίδεται με δήλωση των γονέων σε όσα παιδιά έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και οι γονείς τους ζουν στη χώρα για πέντε χρόνια μόνιμα και νόμιμα. Σε αυτά παιδιά αποδίδεται η ιθαγένεια αρκεί οι γονείς να εκφράσουν τη βούλησή τους με δήλωση. Άρα εδώ δεν έχουμε μία εξατομικευμένη κρίση όπως έχουμε στην περίπτωση της πολιτογράφησης, αλλά μία δέσμια αρμοδιότητα της διοίκησης να αποδώσει την ιθαγένεια εφόσον πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις χωρίς διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί.

Ως προς αυτό η απόφαση του τμήματος υποστηρίζει ότι η αντισυνταγματικότητα έγκειται ακριβώς στο ότι δεν εξετάζεται η ουσιαστική προϋπόθεση του δεσμού προς το ελληνικό έθνος. Πώς μπορεί να αποδεικνύεται δηλαδή αυτός ο δεσμός προς το έθνος;

Ο δεσμός, σύμφωνα με αυτή τη λογική, τεκμαίρεται μέσω μιας εξατομικευμένης κρίσης όπου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καλείται να αποδείξει ότι έχει μια εύλογη αξίωση ως προς την υπαγωγή του στον ελληνικό λαό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της πολιτογράφησης. Όταν όμως δίνεται η δυνατότητα σε ένα παιδί να αποκτήσει, διά της βούλησης των γονέων του, την ελληνική ιθαγένεια, είναι προφανές ότι αυτό πραγματοποιείται σύμφωνα με μια σειρά από τεκμήρια ένταξης τα οποία αξιολογείται ότι ισχύουν αντικειμενικά, αλλά στην κάθε περίπτωση εξατομικευμένα. Η συνδρομή των κριτηρίων αυτών, είτε είναι η φοίτηση στο σχολείο, είτε τα χρόνια παραμονής των γονέων στη χώρα, μας δίνει τη δυνατότητα να συγκροτήσουμε μια αγώγιμη αξίωση στην ιθαγένεια, μια αξίωση δηλαδή η πλήρωση της οποίας δεν εξαρτάται από την διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Με απλά λόγια, εφόσον το παιδί μεγαλώσει και ανατραφεί στην Ελλάδα δεν έχει λόγους να μην συμπεριληφθεί στον ελληνικό λαό αν το επιθυμεί. Η απόφαση των γονιών του να παραμείνουν στη χώρα για κάποια χρόνια, όπως και η δική του απόφαση να κρατήσει την ιθαγένεια μετά την ενηλικίωσή του, συνιστούν επαρκείς λόγους για συμπεριληφθεί στο ελληνικό πολιτικό σώμα. Αυτό δεν είναι «αθρόα πολιτογράφηση» όπως λάθος αποδίδεται από την εισήγηση του Τετάρτου Τμήματος στην Ολομέλεια του ΣτΕ: ούτε αθρόα είναι, ούτε όμως πολιτογράφηση.

Και το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ με πιο σκεπτικό αντιτάχθηκε σε αυτήν την ρύθμιση; Με ποια νομική βάση;

Το ΣτΕ υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα νομικό γεγονός που καθιστά τη μη-εξατομικευμένη κρίση συμπερίληψης νομικά απρόσφορη, και αυτό είναι το νομικό γεγονός του έθνους: Με το έθνος, είτε πρέπει να συνδέεσαι καταγωγικά είτε μόνο κατ’ εξαίρεση δια της πολιτογράφησης. Το ΣτΕ χρησιμοποιεί εδώ τη διάκριση μεταξύ λαού και έθνους: μία διάκριση που υπάρχει μεν στο ελληνικό Σύνταγμα, στην πράξη όμως φαίνεται ότι αυτή η διάκριση ήταν, όπως είχαν πει οι εισηγητές της μειοψηφίας στις συζητήσεις για ένα νέο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης, μία διάταξη κενοφανής -χωρίς δηλαδή νομικό περιεχόμενο. Τα πράγματα είναι απλά, για να μην κουραζόμαστε με νομικές κουβέντες. Το έθνος δεν είναι νομικό γεγονός, είναι πολιτικός και ιδεολογικός χώρος αναφοράς και συμπερίληψης, ο οποίος βασίζεται σε κοινές αναγνώσεις του παρελθόντος και προσδοκίες του μέλλοντος. Αντίθετα, αυτό που είναι νομικό γεγονός είναι ο λαός: το σύνολο των ανθρώπων που απαρτίζουν το πολιτικό σώμα ενός κράτους. Η αναγωγή του έθνους σε πολιτικό γεγονός δεν είναι καινούργια στην ελληνική συνταγματική θεωρία: είναι ουσιαστικά μια κληρονομιά της συνταγματικής θεωρίας του μεσοπολέμου και, διά αυτής, στο συνταγματικό δίκαιο της επταετίας. Ουσιαστικά, το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ αποπειράται να επανεισάγει μια νομολογία που εγγράφεται σε αυτήν την ιδεολογική συνέχεια

Και το δεύτερο ζήτημα που τίθεται υπό αίρεση;

Το δεύτερο εδάφιο αυτού του νόμου το οποίο κρίθηκε αντισυνταγματικό είναι η πολιτική συμμετοχή των υπηκόων τρίτων χωρών στις αυτοδιοικητικές εκλογές, καθώς, σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, τα δημόσια αξιώματα αφορούν αποκλειστικά και μόνο Έλληνες πολίτες και η λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να επιμερίζεται και σε πρόσωπα που στερούνται την ιδιότητα του έλληνα πολίτη. Αυτή δεν είναι καινοφανής ανάγνωση. Υπάρχουν και άλλα συνταγματικά δικαστήρια, όπως αυτό της Γαλλίας, που έχουν διαβάσει έτσι το ζήτημα, με αποτέλεσμα να μην έχει προχωρήσει η πολιτική συμμετοχή των μη κοινοτικών αλλοδαπών. Ο νόμος 3838 έκανε πολύ-πολύ δειλά βήματα στην κατεύθυνση της απεξάρτησης από τη λογική αυτή, με αποτέλεσμα οι προϋποθέσεις που τέθηκαν για τη συμμετοχή των ΥΤΧ στις αυτοδιοικητικές εκλογές να είναι εξαιρετικά αυστηρές τόσο στο επίπεδο του εκλέγειν όσο, ακόμη περισσότερο, στο επίπεδο του εκλέγεσθαι. Επιπροσθέτως, με έναν τρόπο εξόχως προβληματικό ως προς την αρχή της ισότητας, προτάσσει ακόμη και στον τίτλο του, την ιδιότητα του ομογενούς ως κριτήριο της συμμετοχής στις εκλογές.

Τα αποτελέσματα είναι σχεδόν μια τρύπα στο νερό. Αν θυμάμαι καλά, ψηφίσαν δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την επικράτεια. Πολύ φασαρία για το τίποτε δηλαδή. Για το λόγο αυτό, το ζήτημα των εκλογών δεν είναι τόσο ουσιώδες όσο το πρώτο ζήτημα, δηλαδή αυτό της απόδοσης ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά. Στην πρώτη περίπτωση, το ΣτΕ έκανε μια επικίνδυνη νομική ακροβασία. Πρόκειται για την απόδοση συνταγματικής περιωπής στο δίκαιο του αίματος. Όμως, το δίκαιο του αίματος δεν φορά κανέναν συνταγματικό μανδύα -αυτό το λέει για πρώτη φορά το Δ’ Τμήμα το 2010 και κανένας πριν ή μετά από αυτό με την εξαίρεση των αγορητών του ΛΑΟΣ. Το δίκαιο του αίματος είναι τεχνική κτήσης ιθαγένειας με τη γέννηση και -νομικά μιλώντας- τίποτε άλλο: σημαίνει απλώς ότι το παιδί αποκτά την ιθαγένεια των γονιών του. Αυτός ο τρόπος κτήσης της ιθαγένειας πουθενά στο κόσμο δεν εμφανίζεται ως συνταγματικά προ-ορισμένος, ακόμη δε περισσότερο -και αυτό είναι η χειρότερη νομική “πλάνη” της εισήγησης του Δ’ Τμήματος- δεν οδηγεί στην αντισυνταγματικότητα άλλων τρόπων κτήσης της ιθαγένειας.

Μια τελευταία κουβέντα, μιας και η εισήγηση κάνει λόγο για την κυριαρχία των Ελλήνων στο όνομα της οποίας ο 3838 συνταγματικά πάσχει: κανείς δεν μπορεί να ζητήσει από τους έλληνες δικαστές να ξεχάσουν αυτά που πιστεύουν, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί τους. Αυτό που, κατά την άποψή μου, μπορεί όμως να αξιώσει είναι να μην μεταβάλλουν τη διαφωνία τους με το περιεχόμενο των νόμων που ψηφίζει το ελληνικό κοινοβούλιο σε υποτιθέμενη αντίθεση των νόμων με το Σύνταγμα, βαπτίζοντας έτσι «λαϊκή κυριαρχία» το πολίτευμα εκείνο στο οποίο η λαϊκή βούληση έχει ως όριο τις πολιτικές προτιμήσεις των δικαστών του.

Κανείς δεν μπορεί ανέξοδα να μετατρέπει σε νομικές αποφάνσεις πολιτικές ιδεοληψίες. Ούτε οι δικαστές του ΣτΕ. Κυρίως δε αυτοί.

Αναδημοσίευση από το Press Project

* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

 

ιθαγένεια

Μέλος

Newsletter