Ομολογιακή δέσμευση και ακαδημαϊκή ελευθερία

του Μιχάλη Τσαπόγα

Αν ένας φοιτητής μη ρωμαιοκαθολικής προελεύσεως αναδιφούσε, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80, την επετηρίδα προσωπικού και μαθημάτων του Πανεπιστημίου του Μονάχου, θα προσέκρουε σε ένα δυσεξήγητο φαινόμενο: μόνος και αυτόνομος, εκτός από τους κατά σχολές κατανεμημένους καθηγητές και τις παραδόσεις τους, εμφανιζόταν και παρέδιδε ελεύθερα μαθήματα κάποιος τακτικός καθηγητής θεολογίας. Επρόκειτο για έναν άλλοτε κραταιό καθηγητή της Σχολής Καθολικής Θεολογίας, τότε μόλις εκβληθέντα από την Καθολική Εκκλησία, και η διατήρηση της ανεξάρτητης, πλέον, έδρας του δεν αποτελούσε θρησκειολογική πολυτέλεια, παρά μόνον επιχείρηση πρακτικής εναρμόνισης της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την κατοχυρωμένη σύνδεση κράτους και εκκλησίας. Οι ομολογιακές Θεολογικές Σχολές των γερμανικών κρατικών πανεπιστημίων, αναφερόμενες ως χαρακτηριστικό παράδειγμα «μικτής υπόθεσης» (res mixta) , υφίστανται, κατά τρόπο συντεταγμένο (και προφανώς συνταγματικό, αλλά μόνο για τη συγκεκριμένη έννομη τάξη!), την ανοικτή επίδραση των αντιστοίχων εκκλησιών, οι οποίες, ανάλογα με την εκάστοτε ισχύουσα συμφωνία τους με το οικείο κρατίδιο , δικαιούνται να προεγκρίνουν τους εκλογίμους για θέσεις διδακτικού προσωπικού ή ακόμη και να αίρουν εκ των υστέρων, λόγω δογματικών παρεκκλίσεων, μιάν από μακρού δοθείσα προέγκριση.

Η σύνδεση των παραπάνω με την τρέχουσα επικαιρότητα δεν σχετίζεται με την πρόσφατη ανάρρηση, στο θρόνο της Ρώμης, του κληρικού που ως Αρχιεπίσκοπος Μονάχου είχε εκβάλει από την Καθολική Εκκλησία τον εν λόγω καθηγητή, αλλά με τη συζήτηση για την αναβάθμιση της ελλαδικής εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, ακριβώς επειδή, πολλά απ? όσα εσχάτως αναφέρονται ως καινοφανή και ανήκουστα, στην πραγματικότητα δεν είναι.

Καινοφανή και ανήκουστα δεν είναι αυτά, μάλιστα, ούτε καν στον ελλαδικό χώρο: στην κορύφωση μιάς από μακρού εμφιλοχωρούσης καχυποψίας της απέναντι στην πανεπιστημιακή θεολογική εκπαίδευση, η Εκκλησία της Ελλάδος είχε, επί Ιερωνύμου, ρητώς διατυπώσει την αξίωσή της ν’ ασκεί έλεγχο επί της διαδικασίας διορισμού πτυχιούχων θεολογίας στη μέση εκπαίδευση, προκειμένου να εξασφαλίζεται η δογματική καταλληλότητα ενός εκάστου διοριστέου. Αδυνατώντας να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ακαδημαϊκής και ρασοφόρου θεολογίας, η δικτατορική κυβέρνηση, ως άλλος Πόντιος Πιλάτος, είχε παγώσει επί επταετίαν κάθε διορισμό θεολόγου στη μέση εκπαίδευση. Η συζήτηση για την αναβάθμιση της ελλαδικής εκκλησιαστικής εκπαίδευσης παρίσταται, συνεπώς, δυνατό να κατανοηθεί μόνο σε συνάρτηση με την ιστορία της σχέσης ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων μας , μιάν ιστορία εντάσεων. Ίσως μάλιστα θά έπρεπε, επί πλέον, να συνεκτιμηθούν ακόμη και απώτερα ιστορικά δεδομένα, καθ’ όσον η ακαδημαϊκή εξωεκκλησιαστική θεολογία γεννήθηκε το πρώτον στη σχολαστική Δύση, η δε μεταφύτευσή της στα καθ’ ημάς εμφανίζεται τουλάχιστον κοπιώδης.

Πρόσφατη αφορμή της συζήτησης αυτής υπήρξε ένα προσχέδιο νόμου, το οποίο φέρεται να έχει εκπονηθεί σε συνεργασία της Εκκλησίας με υπηρεσιακά στελέχη του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων , ενώ η παρούσα κυβέρνηση το εισήγαγε μεν στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και το διένειμε στις Θεολογικές Σχολές προς διαβούλευση, αλλά δεν έχει καλύψει το περιεχόμενό του με επίσημη δήλωση προθέσεων νομοθετικής πρωτοβουλίας. Ωστόσο, η ρευστή αυτή κατάσταση δεν καθιστά το θέμα πρόωρο, αρκεί να διευκρινίζονται κάθε φορά οι όροι της πραγμάτευσής του, ακριβώς δε μ’ αυτή την έννοια είναι ήδη καιρός να συζητηθεί γενικευμένα, υπό το πρίσμα των συνταγματικών δικαιωμάτων και χωρίς τις συντεχνιακές σκιές που συνεπιφέρει η μέχρι στιγμής μονοπώληση των σχετικών αντιδράσεων από τις Θεολογικές Σχολές και τις αντίστοιχες επιστημονικές ενώσεις.
Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτό το προσχέδιο , οι τέσσερις υπάρχουσες εκκλησιαστικές σχολές αναβαθμίζονται σε Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, οι οποίες χορηγούν πτυχίο ισότιμο με εκείνο των Πανεπιστημίων και υπάγονται στην εποπτεία ανώτατου επιστημονικού συμβουλίου με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και μέλη οριζόμενα από την Εκκλησία (κατά πλειοψηφία 4/7) και από το Υπουργείο. Οι φοιτητές θα επιλέγονται μεν στο πλαίσιο του γενικού συστήματος επιλογής για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλ’ επί πλέον θα απαιτείται η κατάθεση τριών συστατικών επιστολών από τον επιχώριο μητροπολίτη του τόπου κατοικίας του υποψηφίου και δύο άλλα πρόσωπα, στις οποίες θα διαβεβαιώνεται η έφεση αυτού για το ιερατικό λειτούργημα, τις επιστολές δε αυτές θ’ αποτιμά ειδική επιτροπή οριζόμενη από το παραπάνω ανώτατο επιστημονικό συμβούλιο.

Πέραν της καθαρά ιερατικής κατεύθυνσης σπουδών, στην οποία θα εισάγονται μόνον άρρενες, οι ακαδημίες αυτές θα μπορούν να παρέχουν και αυτοτελείς σπουδές σε οποιαδήποτε άλλη γνωστική κατεύθυνση, καθοριζόμενη με τη γενικώς ισχύουσα διαδικασία περί ίδρυσης νέων τμημάτων των Πανεπιστημίων μετά από εισήγηση του ανωτάτου επιστημονικού συμβουλίου. Κάθε μιάς ακαδημίας θα προϊστανται ακαδημαϊκό συμβούλιο, με πρόεδρο μητροπολίτη και μέλη οριζόμενα από την Εκκλησία (πάλι κατά πλειοψηφία 4/7) και από το Υπουργείο, καθώς και διευθυντής σπουδών οριζόμενος από αυτό το ακαδημαϊκό συμβούλιο, το οποίο επίσης θα εισηγείται τα κατ’ ιδίαν προγράμματα σπουδών και την επιλογή διδακτικού προσωπικού, ενώ η τελική έγκριση των εισηγήσεων αυτών θα επαφίεται στο ενιαίο ανώτατο επιστημονικό συμβούλιο.

Κατ’ αρχήν και καθ’ όσον αφορά την επαγγελματική κατάρτιση των ιδίων αυτής στελεχών, η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως και κάθε άλλη συντεταγμένη θρησκευτική κοινότητα, δικαιούται να προβάλει, στο πλαίσιο της επίκλησης της ιδιότητάς της ως φορέα του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας, δύο εύλογες αξιώσεις: πρώτον, την αξίωση να της δοθεί η δυνατότητα παροχής της αρτιότερης, και συνεπώς ανώτερης δυνατής κατάρτισης στα στελέχη της, ίσως μάλιστα κατ’ επέκτασιν και η δυνατότητα παροχής ισάξιας κατήχησης σε όλα τα μέλη της, και δεύτερον, την αξίωση να διατηρήσει η ίδια την αποφασιστική αρμοδιότητα για το περιεχόμενο των σπουδών, ακριβώς σε εξάσκηση θρησκευτικής ελευθερίας. Το ζήτημα είναι, αν οι εύλογες αυτές αξιώσεις παρίσταται δυνατό να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο της πολιτειακής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και υπό το ισχύον Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο «η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες -η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση υπό την εποπτεία του κράτους- οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν παρά μόνο εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς – η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Ως προς την ένταξη των επίμαχων σπουδών στις παραδεδομένες βαθμίδες, το Σύνταγμα δημιουργεί ένα πλαίσιο, εντός του οποίου οι δύο προαναφερθείσες αξιώσεις της Εκκλησίας εκ πρώτης όψεως αντιβαίνουν προς άλληλες: ανώτατες σπουδές χωρίς ακαδημαϊκή ελευθερία δεν νοούνται, όπως επίσης δεν νοούνται ανώτατες σπουδές χωρίς αυτοδιοικούμενους φορείς . Της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν απολαύει μόνον το εκπαιδευτικό ίδρυμα ως προς τις συλλογικά και αυτοδύναμα λαμβανόμενες αποφάσεις του, προεχόντως δε ως προς την κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών , την εκλογή των οργάνων διοίκησης και την επιλογή διδακτικού προσωπικού, αλλ’ επί πλέον και ξεχωριστά κάθε διδάσκων και κάθε φοιτητής, οπότε ενδεχόμενη παρεισαγωγή ομολογιακών προϋποθέσεων στην εγγραφή φοιτητή, στην εκλογή καθηγητή ή στην απόλυση αμφοτέρων θ’ αντιμετωπιζόταν από το Σύνταγμα ακριβώς όπως αντιμετωπίσθηκε, κατά το παρελθόν, από το Συμβούλιο Επικρατείας η ύπαρξη συναφών προϋποθέσεων στις κοσμικές Θεολογικές Σχολές. Το δίλημμα είναι απλό: αν μεν η Εκκλησία εμμείνει στην αρχή της ομολογιακής δέσμευσης θα θέσει τις υπό ίδρυσιν σχολές της εκτός ανωτάτης παιδείας, αν δε, αντιθέτως, εμφανισθεί διατεθειμένη ν’ αποστεί από την αρχή της ομολογιακής δέσμευσης μέσα στα ίδια της τα φυτώρια στο όνομα της ακαδημαϊκής αναβάθμισής τους, θ’ απεμπολήσει, ουσιαστικά, αυτό καθ’ εαυτό το συνταγματικό δικαίωμά της σε αυτοδύναμο, και δεσμευτικό για τα μέλη της, καθορισμό του «διδακτέου» δόγματος.

Ομοίως, το αυτοδιοίκητο των φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι δυνατό να νοθεύεται με μορφές ελέγχου εκ μέρους οιασδήποτε μη ακαδημαϊκής αρχής , ακόμη και αν πρόκειται γι’ αυτήν ακριβώς την αρχή στην οποία, κατά πάσα βεβαιότητα, θ’ απασχοληθούν άπαντες οι μέλλοντες πτυχιούχοι. Για τον ίδιον, άλλωστε, λόγο φαίνεται να έχουν παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες αντίστοιχα νομοπαρασκευαστικά εγχειρήματα περί αναβαθμίσεως των στρατιωτικών σχολών σε πανεπιστήμια. Ακόμη και αν επιλεγόταν η εκδοχή της ίδρυσης των επίμαχων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όχι από το κράτος, αλλ’ από την Εκκλησία ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο της άποψης περί «ερμηνευτικών δυνατοτήτων» του άρθρου 16 που διετύπωσε ο εισηγητής της πλειοψηφίας κατά την αναθεώρηση του 2001, και πάλιν η αρμοδιότητα εποπτείας της επί των εκπαιδευτικών «της» ιδρυμάτων δεν θα μπορούσε να υπερακοντίζει την ανάλογη σημερινή αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας επί των συμβατικών Πανεπιστημίων. Ακριβέστερα, σε περίπτωση ίδρυσης ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από την Εκκλησία ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η Εκκλησία απλώς θα υπεισερχόταν στη θέση την οποία η σημερινή νομοθεσία επιφυλάσσει στο κράτος, οπότε τα εκπαιδευτικά «της» ιδρύματα θα ανέπτυσσαν αυτοδικαίως, απέναντι σ’ αυτήν, τα δικαιώματα των οποίων σήμερα απολαύουν απέναντι στην κρατική εξουσία.

Τα συνταγματικά αυτά κωλύματα δεν αναιρούν, όμως, την αρχική αναγνώριση, ως εύλογων, των αξιώσεων για αναβάθμιση των εκκλησιαστικών σπουδών και για έλεγχο της διοικούσης Εκκλησίας επί του περιεχομένου αυτών. Η διευθέτηση των θεμάτων αυτών παραμένει δυνατή στο εσωτερικό της Εκκλησίας, δυνατότητα την οποία συσκοτίζει, ως μη ώφειλε, η παρούσα θεσμική διασύνδεση Εκκλησίας και Πολιτείας. Αν στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της σύνδεσης εθεωρείτο ακόμη ανεκτή η ένταξη ενός κλάδου της δημόσιας (κατά το νόμο 476/1976) εκπαίδευσης στην «τελετουργική και διδακτική εξουσία» της Εκκλησίας της Ελλάδος , ήδη η απόπειρα αναβάθμισης του εν λόγω κλάδου καταδεικνύει εναργώς τα πεπερασμένα όρια αυτής της συνταγματικής ανοχής.

Ειδικότερα, ακόμη και σήμερα, ουδείς θα παρεμπόδιζε την πραγματική αναβάθμιση των εκκλησιαστικών σπουδών στον λαμπρότερο δυνατό βαθμό και υπό τον πλήρη έλεγχο της διοικούσης Εκκλησίας, αρκεί, βέβαια, οι σπουδές αυτές να νοούνται ως επαγγελματική κατάρτιση στελεχών ή κατήχηση μελών και όχι ως εγκύκλιος εκπαίδευση, οι δε απονεμόμενοι τίτλοι να μην είναι εξαργυρώσιμοι εκτός Εκκλησίας. Ειδικότερα μάλιστα, η αδυναμία χρήσης του πτυχίου αυτού ως τίτλου για διορισμό σε δημόσια θέση εκπαιδευτικού, θα πρέπει ν’ αποτελεί αυτονόητη συνέπεια του μη ακαδημαϊκού χαρακτήρα των εν λόγω σπουδών, εν όψει της συνταγματικής ρήτρας περί «διάπλασης ελευθέρων πολιτών» από ελευθέρους, προφανώς, εκπαιδευτικούς.

Η τελευταία αυτή διάκριση, μεταξύ εκπαίδευσης αφ’ ενός και «εσωτερικής» επαγγελματικής κατάρτισης ή κατήχησης αφ’ ετέρου, δεν αποτελεί παιχνίδι με τις λέξεις και δεν περιορίζεται στο πεδίο των συμβολισμών, αλλ’ αντιστοιχεί σε σοβαρά πρακτικά αποτελέσματα και αναδεικνύει την ιδιαίτερη αξία των δύο μεγεθών. Αμφότερες οι λειτουργίες απολαύουν συνταγματικής προστασίας, με διαφορετικό περιεχόμενο αλλ’ ίση αξία, τόσον η ανώτατη εκπαίδευση, αυτοτελώς προστατευόμενη και θωρακισμένη με ειδικούς όρους ελευθερίας και οργάνωσης, όσο και η συστηματική κατάρτιση και κατήχηση των στελεχών και των πιστών, εντασσόμενη στον πυρήνα της θρησκευτικής ελευθερίας . Υπ’ αυτή τη διάκριση, οιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση για το βαθμό αυτενέργειας κατηχούντων και κατηχουμένων διατηρεί μεν το νόημα και το ενδιαφέρον της, πλην όμως μόνον εντός της ενδιαφερόμενης θρησκευτικής κοινότητας και της αντίστοιχης θεολογικής επιστημονικής κοινότητας, όπου και ανήκουν συστηματικά όλες οι προβληθείσες αντιρρήσεις περί «ορθόδοξου μεντρεσέ».

Τέλος, ενδεχόμενο αίτημα μετουσίωσης της εκκλησιαστικής επαγγελματικής κατάρτισης σε ανώτατη εκπαίδευση, θα μπορούσε να τεθεί επί νέων βάσεων και υπό όρους ίσης μεταχείρισης μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων, μόνον αν και όταν ποτέ αναθεωρηθεί η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στην περίπτωση αυτή, θ’ αναφανεί μεν προς συζήτηση το ειδικό ζήτημα της ομολογιακής δέσμευσης διδασκόντων και διδασκομένων, πλην όμως αυτό θα διαχυθεί μέσα στο γενικότερο ζήτημα της αντιμετώπισης των συνταγματικών ή νομοθετικών εγγυήσεων της ακαδημαϊκής ελευθερίας απέναντι σε κάθε ιδιώτη ιδρυτή και χρηματοδότη.

 

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter