Μύθοι και αλήθειες για το μεταναστευτικό

Του Γιάννη Φ. Ιωαννίδη*

Συμπέσαμε σχεδόν στην είσοδο, αλλά η Φιλιππινέζα (μάλλον) πελάτισσα προηγούνταν λίγο. Σταμάτησε όμως και περίμενε να μπω πρώτος στο ψιλικατζίδικο. Επέμεινα, με τα σχετικά νεύματα ευγενείας, να την αφήσω να περάσει πρώτη. Δεν μίλησα, θεωρώντας ασυνείδητα ότι η γλωσσική επικοινωνία θα ήταν πιο δύσκολη. Υπήρξε μια στιγμή αμηχανίας, τελικά πέρασε την πόρτα και στάθηκε παράμερα, περιμένοντας να παραγγείλω πρώτος. Επέμεινα εκ νέου να τηρηθεί η σειρά προτεραιότητας και τότε είπε «καλημέρα» στον Πακιστανό (μάλλον) ψιλικατζή. Αφού την καλημέρισε κι αυτός, τη ρώτησε «θέλεις γιαούρτι ή κρέμες;» – προφανώς, ήταν τακτική πελάτισσα. Έπειτα από μια σύντομη, χαμογελαστή και οικεία συνομιλία -στα ελληνικά- πλήρωσε και έφυγε, καταβάλλοντας ιδιαίτερη προσοχή να μην με σκουντήσει στον στενό διάδρομο ανάμεσα στον πάγκο και τα ράφια.

Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η «μικρή», «καθημερινή» σκηνή για τη σημερινή Ευρώπη; Που αντιμετωπίζει την «τεράστια πρόκληση» της μετανάστευσης και την «πίεση του Προσφυγικού»; Που θέλει να ελέγξει τις «ανεξέλεγκτες ροές»;

Στον δημόσιο λόγο αφθονούν οι μύθοι και τα κλισέ. Αρκεί όμως μια γρήγορη ματιά στην απώτερη και σύγχρονη ιστορία για να καταδειχτεί ότι ουδέποτε, στον μακρό χρόνο, υπήρξε περίοδος χωρίς σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών στην Ευρώπη. Ο,τι σήμερα εμφανίζεται ως πρωτάκουστο, νέο, απειλητικό, έχει συμβεί και στο παρελθόν, σε διαφορετικό, βέβαια, ιστορικό πλαίσιο. Εκείνο που αλλάζει είναι οι πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί όροι με τους οποίους συζητάμε τη μετανάστευση.

Μια κρίσιμη διαφορά είναι ότι η πολιτική αντιμετώπιση κάθε μείζονος κοινωνικού ζητήματος γίνεται πλέον, είτε αρέσει είτε όχι, σε ένα πλαίσιο προηγμένης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Που έχει προβλήματα, αντιφάσεις, καμιά φορά και πισωγυρίσματα, αλλά που είναι σε κάθε περίπτωση το καθοριστικό επίπεδο. Εξάλλου, αυτή η τάση συμβαδίζει διεθνώς με την ανάγκη συνεννόησης και συνεργασίας για τα ουσιώδη, με ορίζοντα που ξεπερνά τα σύνορα ακόμα και των πιο ισχυρών κρατών.

Κάθε συναπόφαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι μια διαχείριση πολυπλοκότητας, δεδομένου ότι παίζουν ρόλο τα επιμέρους εθνικά, μικρά και μεγάλα συμφέροντα και οι γεωπολιτικές και άλλες διαφορές. Εκείνο, ωστόσο, που πρέπει να αποφύγουμε είναι η αναγωγή σε ευρωπαϊκή πολιτική μιας μίζερης, μέρα τη μέρα μικροδιευθέτησης των αντιθέσεων. Από την άλλη μεριά, το ευρωπαϊκό κεκτημένο για την προστασία των δικαιωμάτων όλων, άρα και των προσφύγων και των μεταναστών, επιβάλλει -ευτυχώς- ένα δεσμευτικό περίγραμμα σε κάθε πολιτική. Στον «νομικό μας πολιτισμό» δεν είναι απεριόριστη η διακριτική ευχέρεια στον τρόπο διαχείρισης της μετανάστευσης, για καμία κυβέρνηση και για κανένα ευρωπαϊκό όργανο.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα οφείλεται στην αμηχανία με την οποία η Ευρώπη γενικά και οι προοδευτικές δυνάμεις ειδικότερα (δεν) αντιμετωπίζουν τις τεράστιες ανισότητες, τόσο σε περιφερειακό επίπεδο όσο και εντός Ευρώπης και μέσα σε κάθε χώρα. Οταν ο κόσμος έχει γίνει μια γειτονιά, οι εξωφρενικές διαφορές βιοτικού επιπέδου δεν είναι δυνατόν να μην τροφοδοτούν μεταναστευτικές ροές. Επιπλέον, σε χώρες που δοκιμάζονται από τις επτά πληγές του Φαραώ δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική σταθερότητα, ούτε καν των αυταρχικών καθεστώτων, ούτε ειρήνη και καταλλαγή εμφύλιων συγκρούσεων. Συνεπώς, κανείς δεν πρέπει να εκπλήσσεται από αυτή την απολύτως αναμενόμενη, σχεδόν προγραμματισμένη «παραγωγή» προσφύγων.

Συνηθίζουμε, εξάλλου, να ονοματίζουμε τα πράγματα για να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους. Αλλά στην πραγματική ζωή οι ροές είναι σχεδόν πάντα μεικτές, περιλαμβάνοντας και κατ’ ακριβολογία πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες και γενικότερα μια γκάμα ανθρώπων που, όσο κι αν διαφέρουν, συμπίπτουν και στο αίτημά τους και στην υποχρέωσή μας να τους μεταχειριστούμε ανθρώπινα. Οποιος νομίζει ότι αυτά τα φαινόμενα μπορούν να ρυθμιστούν με οδηγίες, νόμους και προεδρικά διατάγματα, απλώς εθελοτυφλεί, αν δεν δημαγωγεί συνειδητά.

Το «πρόβλημα» της μετανάστευσης είναι και θα παραμείνει άλυτο όσο παραμένουν οι αιτίες που τη δημιουργούν. Και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια νέα πολιτική δυναμική με προοπτική να ανατρέψει θεαματικά τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Αντιθέτως, μάλιστα, η αντιμεταναστευτική ρητορεία χρησιμοποιείται ως το πλέον ισχυρό, βολικό και ενοποιητικό εργαλείο ιδεολογικής οπισθοδρόμησης και κοινωνικού συντηρητισμού από μια πλειάδα αντιδραστικών και ακροδεξιών πολιτικών, με ανησυχητική επιτυχία σε πολλές χώρες.

Απέναντι σε όλα τα παραπάνω, τι ρεαλιστικό προτείνουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ή, έστω, οι προοδευτικές ελίτ; Συχνά έναν αντιφατικό λόγο, που εξαντλείται σε συνθήματα όπως «ανοίγουμε τις καρδιές μας, αλλά κλείνουμε τα σύνορά μας». Με ανθρωπιστική βοήθεια και προγράμματα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική…

Από μια άλλη σκοπιά, πάντως, η θεώρηση του ζητήματος θα μπορούσε να αλλάξει, με άμεσες συνέπειες στο εδώ και τώρα. Μια πρώτη προϋπόθεση είναι να βρουν οι προοδευτικές δυνάμεις και γενικότερα οι δημοκρατικές ιδέες τη χαμένη τους αυτοπεποίθηση. Αυτό δεν είναι εύκολο και, πάντως, γίνεται μόνο στη βάση της ειλικρίνειας και της αλήθειας.

Δεν είναι όμως και ακατόρθωτο να πιστέψουμε, γιατί πράγματι έτσι είναι, ότι οι μεταναστευτικές ροές στην Ευρώπη είναι πολύ μικρές για να μην είναι διαχειρίσιμες από πλούσιες κατά τα λοιπά χώρες. Με ένα μίνιμουμ αλληλεγγύης και συνεννόησης φυσικά. Αλλωστε, τα ίδια τα ευρωπαϊκά όργανα είναι που, σε ένα ρεσιτάλ αντιφατικότητας, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημογραφική γήρανση και την ανάγκη για περισσότερους νέους εργαζόμενους. Με αυτές τις παραδοχές οφείλουμε να σχεδιάσουμε πολιτικές υποδοχής και ένταξης, αφού πρώτα αναρωτηθούμε για τους λόγους της αποτυχίας -εάν και όπου υπάρχει όντως τέτοια- των πολιτικών του παρελθόντος.

Προσοχή, ωστόσο, να μην αποδίδουμε στη μετανάστευση τις επιπτώσεις των γενικότερων πολιτικών που ακολουθούνται και μας αφορούν όλους. Οι οικονομικές ανισότητες ιδίως μπορεί να είναι εντονότερες και να έχουν σοβαρότερες κοινωνικές επιπτώσεις στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, για παράδειγμα, αλλά δεν αφορούν μόνο σε αυτούς και δεν δικαιολογείται, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα ειδικά, να καμωνόμαστε πως παραβατικότητα, αντικοινωνικές συμπεριφορές και κοινωνικός αποκλεισμός είναι γνωρίσματα μόνο των παιδιών ενός άλλου Θεού.

Κι από την άλλη απαιτείται ειλικρίνεια, θάρρος και αλήθεια στην ανάδειξη και των προβλημάτων. Η συμβίωση απαιτεί κανόνες, η ανεκτικότητα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής. Μια νέα αυτοπεποίθηση των προοδευτικών ιδεών συνεπάγεται και τη διάθεση να βρει κανείς τρόπους διαλόγου με αλλότριες κουλτούρες, νοοτροπίες και αντιλήψεις. Τρόπους που θα προάγουν τον σεβασμό της αυτονομίας των προσώπων και όχι την απλή απόρριψη ούτε όμως την αδιάφορη ανοχή κάθε ταυτοτικής ιδιαιτερότητας και διεκδίκησης.

Ας ξανασκεφτούμε τη σκηνή στο ψιλικατζίδικο. Οπου συνδυάζονται, αυτοσχεδιάζοντας, η οικονομική ανάγκη και η συμβίωση στην Ελλάδα του 2018 με την πραότητα στους κοινωνικούς τρόπους. Και μια φυσική της κοινωνικής ανισότητας, μια βαθιά ενσωματωμένη αποδοχή της προτεραιότητας, δηλαδή της ιεραρχίας, που πρέπει να «παλεύεται» στις καθημερινές απλές στιγμές, σε κάθε σχέση. Στην Ευρώπη πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά πολιτική.

 
* ο Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

 

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 6/01/2018

 

Μέλος

Newsletter