Μια ασφαλής και ευνομούμενη χώρα: η Τουρκία

Σχόλιο για τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που αναγνωρίζουν την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα για τους πρόσφυγες

Δεν είναι λίγες οι φορές που πολιτικά ζητήματα επιχειρείται να επιλυθούν στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας. Ο δρόμος αυτός συχνά έχει πολλούς κινδύνους, ιδίως για τον προσφεύγοντα. Ο πιο προφανής είναι ότι ενώ ο πολιτικός αγώνας είναι μια σύγκρουση που διεξάγεται στο κοινωνικό επίπεδο με σκοπό την ενεργοποίηση μιας κοινωνικής δυναμικής και την παραγωγή ενός αντίστοιχου πολιτικού αποτελέσματος, η μεταφορά της αντιπαράθεσης στο επίπεδο της δικαστικής κρίσης αναγκαστικά συνεπάγεται τον περιορισμό της διαπάλης στον κόσμο των νομικών επιχειρημάτων. Εδώ, ο κριτής δεν είναι η κοινωνία αλλά το σώμα των δικαστών, ένας σχετικά κλειστός κύκλος ανθρώπων με συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές και όρια.

Περαιτέρω, υπάρχει ο κίνδυνος (και είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος τα τελευταία χρόνια) να επιχειρείται συστηματικά η προσβολή κάθε πολιτικής που θεωρείται αντίθετη στα συμφέροντα της πλειοψηφίας των εργαζομένων ως παράνομης ή αντισυνταγματικής. Οι απόπειρες αυτές βασίζονται σε μια διαδεδομένη παρανόηση, η οποία μπορεί να έχει πολιτικές συνέπειες, καθώς υποτιμά το πεδίο της πολιτικής και της σημασίας για έναν άλλο πολιτικό συσχετισμό. Πρόκειται, σε γενικές γραμμές, για την αυταπάτη ότι μπορούμε να δώσουμε δώσουμε νομικές λύσεις σε πολιτικά προβλήματα.
Παρ᾽ όλα αυτά, συχνά η καταφυγή στη δικαστική οδό μπορεί να είναι είναι μια αναγκαστική ή και ακόμα και ευφυής επιλογή. Από τις στήλες αυτού του περιοδικού –στου οποίου την μακροημέρευση αυτονόητα προσβλέπουμε– θα επιχειρήσουμε, όταν και όποτε μπορούμε, να φωτίζουμε τις νομικοπολιτικές διαστάσεις ζητημάτων που απασχολούν το κίνημα και την Αριστερά.

Το προσφυγικό ζήτημα, ιδίως μετά την ένταση του προσφυγικού ρεύματος το 2015, είναι κρίσιμο πολιτικό ζήτημα για όλη την Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι το ένα από τα δύο κύρια ζητήματα που οδήγησαν στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελευθέρων στην καρδιά της Ευρώπης, τη Γερμανία.
Ταυτόχρονα, αποτελεί κύριο επίδικο στην πολιτική αντιπαράθεση και παράγοντα ανόδου της νέας ευρωπαϊκής ακροδεξιάς σε μια σειρά από χώρες. Η Ελλάδα έζησε με ιδιαίτερη ένταση την κρίση του προσφυγικού ζητήματος το 2015. Μετά τον Μάρτιο του έτους 2016 το προσφυγικό εισήλθε σε μια φάση «κανονικοποίησης» και «ρύθμισης» μετά την κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας που συνοδεύτηκε από μια πιο εντατική ανάσχεση των μετακινήσεων από την πλευρά της Τουρκίας και το κλείσιμο των διαδρόμων για την μετάβαση από τον ευρωπαϊκό νότο προς τις χώρες – μαγνήτες του Βορρά, ιδίως τη Γερμανία. Η δήλωση ΕΕ-Τουρκίας δέχθηκε επίμονη κριτική από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών ως ευρισκόμενη σε πλήρη αντίθεση προς τις διεθνείς συνθήκες για την προστασία των προσφύγων. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντίθετα, πρόβαλαν την αποτελεσματικότητά της, που κατά την κρίση τους αποδεικνύεται με τη σημαντική μείωση του αριθμού των προσφύγων που πέρασαν στο ευρωπαϊκό έδαφος μετά την 20-3-2016. Στη χώρα μας, η εφαρμογή της δήλωσης εξειδικεύτηκε με το άρθρο 60 του Ν.4375/2016 σύμφωνα με το οποίο θεσπίστηκαν ειδικοί κανόνες για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου στα νησιά.

Η πρακτική εφαρμογή της κοινής δήλωσης προϋπέθετε κατ᾽ ουσίαν τη μαζική απόρριψη των αιτημάτων ασύλου που υποβάλλονται μετά την 20-3-2016 στα νησιά του Αιγαίου, στα σημεία εισόδου δηλαδή των προσφύγων, με το σκεπτικό ότι η Τουρκία αποτελεί για τους πρόσφυγες αυτούς «ασφαλή τρίτη χώρα» και επομένως επιβάλλεται η επιστροφή τους στη χώρα αυτή. Μια σειρά από αποφάσεις των ήδη υφιστάμενων δευτεροβάθμιων Επιτροπών Προσφυγών, στις οποίες είχε προσωρινά ανατεθεί η αρμοδιότητα για την κρίση των σχετικών προσφυγών, αμφισβήτησαν αρχικά την ιδιότητα της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας, με αποτέλεσμα η εφαρμογή του σχεδίου αυτού να τεθεί εν αμφιβόλω. Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής απάντησε με αλλαγή του νόμου (άρθρο 86 του Ν. 4399/2016), με την οποία αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα κρίσης των προσφυγών αυτών από τις παραπάνω Επιτροπές και ανατέθηκε στις νέες, υπό σύσταση Επιτροπές Προσφυγών που προβλέπονταν στον νόμο 4375/2016, ενώ παράλληλα η τριμελής σύνθεση των τελευταίων μεταβλήθηκε, με την τοποθέτηση δύο διοικητικών δικαστών μεταξύ των μελών τους.

 

Το ιστορικό των υποθέσεων που τέθηκαν ενώπιον του ΣΤΕ

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΤΕ) κλήθηκε πρόσφατα να αποφανθεί σχετικά με δύο υποθέσεις που αφορούν αιτούντες άσυλο, πολίτες της Συρίας, οι οποίοι εισήλθαν στην Ελλάδα και υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας (αίτηση ασύλου) στη χώρα μας μετά την κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, δηλαδή μετά την 20-3-2016. Η αίτησή τους απορρίφθηκε από την Περιφερειακή Αρχή Λέσβου ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι η Τουρκία μπορεί να χαρακτηριστεί «ασφαλής τρίτη χώρα» ως προς αυτούς. Κατά της απορριπτικής απόφασης οι αιτούντες υπέβαλαν προσφυγή που απορρίφθηκε από την δευτεροβάθμια Επιτροπή Προσφυγών με τη νέα σύνθεση. Κατόπιν αυτού οι αιτούντες, οι οποίοι σύμφωνα με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις υποχρεώνονταν να επιστρέψουν στην Τουρκία, προσέφυγαν με αιτήσεις ακύρωσης στο ΣΤΕ, για να προσβάλουν όχι μόνο τις απορριπτικές αποφάσεις που αφορούσαν τον καθένα ατομικά και την σχετική με την Τουρκία αιτιολογία αυτών των αποφάσεων, αλλά και την υπουργική απόφαση που καθόρισε τον αριθμό και τη σύνθεση των επιτροπών προσφυγών. Έτσι προσβάλλονταν εμμέσως (καθώς ευθεία δικαστική προσβολή διάταξης νόμου δεν είναι δυνατή) και η νομοθετική μεταβολή με βάση την οποία τροποποιήθηκε η σύνθεση των Επιτροπών Προσφυγών και θεσπίστηκε η συγκρότησή τους κατά πλειοψηφία από διοικητικούς δικαστές. Η υπόθεση αρχικά εκδικάστηκε από το αρμόδιο τμήμα του ΣΤΕ και στη συνέχεια παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ανώτερου διοικητικού δικαστηρίου, όπως πάγια συμβαίνει όταν προβάλλεται λόγος αντίθεσης διάταξης νόμου προς το Σύνταγμα ή τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες έχει προσχωρήσει η χώρα.

Τελικά, στα τέλη Σεπτεμβρίου, το ΣΤΕ εξέδωσε τις υπ᾽ αριθμ. 2347/2017 και 2348/2017 αποφάσεις του με τις οποίες απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης. Στο παρόν σημείωμά μας θα σχολιάσουμε τις κύριες πλευρές αυτών των ιδιαίτερα εκτενών αποφάσεων και θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε κάποιες νομικοπολιτικές προεκτάσεις τους.

 

Η απόφαση του δικαστηρίου

Καταρχάς το δικαστήριο έκρινε ομόφωνα και χωρίς ιδιαίτερα εκτενή επ᾽ αυτού επιχειρηματολογία ότι η μεταβολή της σύνθεσης των Επιτροπών Προσφυγών δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Το επιχείρημα των αιτούντων εν προκειμένω αντλούνταν από τη διάταξη του άρθρου 89 παρ.3 του Συντάγματος που απαγορεύει την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων στους δικαστές όλων των βαθμίδων. Το δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι οι Επιτροπές Προσφυγών δεν είναι διοικητικές επιτροπές αλλά ασκούν «οιονεί δικαιοδοτική» εξουσία, και για τον λόγο αυτό είναι νόμιμη η συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών σε αυτές. Η σχετική συζήτηση είναι ενδιαφέρουσα, αλλά δεν έχει ίσως τόσο άμεσες πολιτικές προεκτάσεις.
Ομοίως το δικαστήριο έκρινε ομόφωνα νόμιμη την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων σε εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), δηλαδή την εκχώρηση αρμοδιοτήτων που ανήκουν στο προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου στην πιο πάνω ευρωπαϊκή υπηρεσία, η συγκρότηση και η λειτουργία της οποίας δεν υπόκειται στον έλεγχο της Ελληνικής Πολιτείας. Επίσης, το δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ως νόμιμη και συνταγματική τη μη κλήτευση σε ακρόαση των δύο προσφύγων ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών που καθίσταται όλως προαιρετική με τον Ν.4375/2016. Είναι μια διάταξη σαφώς περιοριστική των δικαιωμάτων των προσφύγων που τους καθιστά έκθετους σε μια πιθανή ανακριβή καταγραφή της συνέντευξής τους κατά την εξέταση της αίτησής τους στον πρώτο βαθμό.

Το κύριο όμως ζήτημα που είχε να αντιμετωπίσει το δικαστήριο ήταν να κρίνει εάν η Τουρκία μπορεί να θεωρηθεί «ασφαλής τρίτη χώρα» για τους δύο αιτούντες Σύριους. Οι συνέπειες αυτής της απόφασης θα ήταν σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά σημαντικές. Αν το δικαστήριο επικύρωνε την κρίση της Επιτροπής Προσφυγών, ότι η Τουρκία είναι ασφαλής τρίτη χώρα, τότε θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι σωστά τα αρμόδια όργανα έκριναν ως απαράδεκτες τις αιτήσεις ασύλου και δεν τις εξέτασαν κατ᾽ ουσίαν διατάσσοντας την επαναπροώθηση των δύο Σύριων στην Τουρκία.

Ο χαρακτηρισμός μιας χώρας ως ασφαλούς τρίτης χώρας για τους δύο αιτούντες προϋποθέτει μια κρίση περί της συνδρομής ή μη στην περίπτωσή τους έξι κριτηρίων που προβλέπει ο νόμος (άρθρο 56 του Ν.4375/2016). Τα έξι αυτά κριτήρια είναι τα ακόλουθα:

1. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του (αιτούντα) λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ή πολιτικών πεποιθήσεων
2. η χώρα αυτή τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης
3. δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα κατά το άρθρο 15 του Π.δ. 141/2013
4. η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση κάποιου σε χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο
5. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και
6. ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή».

Τα κριτήρια αυτά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.

Με αυτά τα δεδομένα, το δικαστήριο απασχόλησαν κυρίως τα εξής ζητήματα:

1. αν η προστασία που παρέχεται στους πρόσφυγες στην Τουρκία είναι αυτή που προβλέπεται από τη Σύμβαση της Γενεύης,
2. αν η Τουρκία τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και αν στην Τουρκία υπάρχει κίνδυνος να υποστεί κανείς βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση, στην πραγματικότητα δηλαδή αν η Τουρκία είναι ένα κράτος δικαίου που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδίως τα δικαιώματα των προσφύγων και
3. αν η διέλευση των προσφύγων από την Τουρκία αποτελεί ικανό στοιχείο που στοιχειοθετεί σύνδεσμο του πρόσφυγα με τη χώρα αυτή.
Και στα τρία αυτά ερωτήματα το δικαστήριο έδωσε καταφατική απάντηση.

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, το ΣΤΕ κάνει μια πραγματική ακροβασία. Καταρχάς αναγνωρίζει αυτό που είναι γενικότερα γνωστό, ότι δηλαδή η Τουρκία έχει προσχωρήσει στη σύμβαση της Γενεύης με γεωγραφικό περιορισμό, δηλαδή χορηγεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας μόνο σε Ευρωπαίους αιτούντες άσυλο. Περαιτέρω αναγνωρίζει ότι το καθεστώς προστασίας των Σύριων προσφύγων στην Τουρκία έχει πράγματι προσωρινό χαρακτήρα και υπάρχει πάντα η δυνατότητα ανάκλησής του με απλή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Τέλος, αναγνωρίζει ότι οι Σύριοι πολιτικοί πρόσφυγες στην Τουρκία δεν απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες. Ενδεικτικά, υπάρχει δυνατότητα επιβολής περιορισμών στην επιλογή του τόπου διαμονής, αλλά και περιορισμοί στην ελευθερία κυκλοφορίας και εργασίας των αιτούντων άσυλο αλλά και των αναγνωρισμένων προσφύγων, καθώς και μειωμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες (υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, κοινωνική βοήθεια). Με αυτά τα δεδομένα, που θα ήταν δύσκολο να αμφισβητηθούν, καθώς προκύπτουν ευθέως από την Τουρκική νομοθεσία, η μη υπαγωγή της Τουρκίας στο άρθρο 56 που ορίζει την «ασφαλή τρίτη χώρα» θα έπρεπε να είναι ευχερής, σχεδόν αυτονόητη.

Είναι προφανές δηλαδή ότι με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται ότι στην Τουρκία «υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης», όπως ορίζει το άρθρο 56 του Ν.4375/2016 και το άρθρο 38 της Οδηγίας, που θέτει τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας χώρας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας».

Κι όμως! Το δικαστήριο φθάνει σε αντίθετο συμπέρασμα. Για να το πετύχει αυτή την πράγματι δύσκολη αντιστροφή το Δικαστήριο επινοεί μια αναλογία με τους όρους που θα πρέπει να πληροί μια χώρα κατά το άρθρο 55 του ίδιου νόμου (και το άρθρο 35 της Οδηγίας) προκειμένου να χαρακτηριστεί ως πρώτη χώρα ασύλου. Καθώς ο νόμος αναγνωρίζει ως πρώτη χώρα ασύλου εκείνη στην οποία κάποιος «… έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας από αυτή και απολαμβάνει ακόμη της σχετικής προστασίας, ή απολαμβάνει άλλης αποτελεσματικής προστασίας […], επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης», το ΣΤΕ συνάγει ότι το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για τον ορισμό της «ασφαλούς τρίτης χώρας». Αυτό δηλαδή που λέει το ΣΤΕ είναι ότι αφού ο νόμος – προκειμένου να χαρακτηρίσει μία χώρα ως πρώτη χώρα ασύλου – δεν απαιτεί η προστασία να είναι ίδια με αυτή που παρέχει η Σύμβαση της Γενεύης αλλά αρκείται σε «άλλη αποτελεσματική προστασία» του πρόσφυγα, θα πρέπει το ίδιο να ισχύσει και προκειμένου για τον χαρακτηρισμό μιας χώρας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας».

Πρόκειται για πραγματικά σκανδαλώδη (παρ)ερμηνεία των σχετικών διατάξεων contra στο ίδιο το γράμμα του νόμου, καθώς πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Υπάρχει δηλαδή αυτονόητα ειδοποιός διαφορά μεταξύ της «πρώτης χώρας ασύλου» και της «ασφαλούς τρίτης χώρας», καθώς στην πρώτη περίπτωση ο αιτών έχει ήδη λάβει προστασία από το κράτος και δύναται να τη λάβει ξανά σε περίπτωση επιστροφής του στο κράτος αυτό. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, αλλά για οποιοδήποτε λόγο δεν το έπραξε.
Εν προκειμένω δηλαδή δεν υφίσταται κανένα ερμηνευτικό κενό σχετικά με τον ορισμό της ασφαλούς τρίτης χώρας έτσι ώστε να αναζητηθεί η αναλογία με άλλη διάταξη, που ορίζει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Καταφεύγοντας σε αυτή την αυθαίρετη αναλογία, το ΣΤΕ φθάνει να ισχυριστεί ότι η προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης δεν συνεπάγεται ούτε την απονομή των δικαιωμάτων που επιφυλάσσει η Σύμβαση της Γενεύης στους πρόσφυγες ούτε την επικύρωση της Σύμβασης της Γενεύης χωρίς γεωγραφικό περιορισμό ούτε καν τη σταθερότητα και τη μη ανακλητότητα του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Πρόκειται για έντονα προβληματική κρίση.

Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα, το ΣΤΕ παραθέτει μια σειρά από διατάξεις της Τουρκικής νομοθεσίας που προβλέπουν τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την επαναπροώθηση κάποιου σε χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία και θεσπίζουν την προστατευτική αρχή της μη επαναπροώθησης. Επίσης, το ΣΤΕ επικαλείται επιστολές του Πρέσβη της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας στην ΕΕ, όπου παρέχονται διαβεβαιώσεις για όλα τα παραπάνω. Είναι απορίας άξιο ότι το ανώτερο διοικητικό δικαστήριο της χώρας δεν εκφράζει καμία αμφιβολία ή δισταγμό σχετικά με την αξιοπιστία αυτών των διαβεβαιώσεων, ούτε προσπαθεί να διακριβώσει αν αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αντίθετα, το δικαστήριο ξεπερνά χωρίς καμία βάσανο όλες τις αντίθετες αναφορές σχετική με την κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Τουρκία ακόμα και αυτές που προέρχονται από διεθνείς οργανισμούς. Μάλιστα η πλειοψηφία του ΣΤΕ εμφανίζεται ενοχλημένη από την επίκληση αποδεικτικού υλικού με προέλευση την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και κάνει τη δηκτική παρατήρηση ότι δεν αναγνωρίζεται στην Ύπατη Αρμοστεία η εξουσία να κάνει δεσμευτικές κρίσεις για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου. Το ΣΤΕ επιδεικνύει δηλαδή μια νοοτροπία πραγματικά πολύ ανησυχητικής αυτάρκειας. Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο το ΣΤΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κίνδυνος επαναπροώθησης ή απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης για τους πρόσφυγες, αφού αυτό μας το διαβεβαιώνει η Τουρκική κυβέρνηση! Είναι όμως προφανές ότι μια τέτοια παραδοχή θα όφειλε να αναμετρηθεί με την κριτική που γίνεται στην Τουρκία από διεθνείς οργανισμούς. Οι δικαστές του ΣΤΕ εν προκειμένω δίνουν την εντύπωση ότι δεν διαβάζουν καν τον ημερήσιο τύπο.

Τέλος, σε σχέση με το τρίτο ζήτημα, η απόφαση του ΣΤΕ προτίμησε τη σιωπή. Όμως το ζήτημα του σύνδεσμου (ή καλύτερα της έλλειψης σύνδεσμου) του πρόσφυγα με την Τουρκία απασχόλησε τη μειοψηφία του δικαστηρίου, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Υπήρξε μειοψηφία και στις τρεις αυτές σκέψεις του δικαστηρίου. Η μειοψηφία αυτή (αποτελούμενη άλλοτε από έναν και άλλοτε από δύο συμβούλους σε σύνολο 25) υποστήριξε τα ακόλουθα:

Α. Καθώς η Τουρκία έχει επικυρώσει τη Σύμβαση της Γενεύης με την ρήτρα του γεωγραφικού περιορισμού, αυτονόητα αποστερεί την προστασία της σύμβασης από τους πρόσφυγες που προέρχονται από την Συρία (όπως και από οποιαδήποτε άλλη μη ευρωπαϊκή χώρα). Η χορήγηση καθεστώτος προσωρινής προστασίας στους Σύριους πολίτες δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθεί με το καθεστώς διεθνούς προστασίας που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης, καθώς είναι ένα καθεστώς που μπορεί ανά πάσα στιγμή να αρθεί με μια απλή κυβερνητική απόφαση. Τέλος, το καθεστώς προσωρινής προστασίας που χορηγείται στους Σύριους από την Τουρκία δεν παρέχει στους δικαιούχους του όλα τα δικαιώματα και ευεργετήματα που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, όπως αυτά που παραπάνω ενδεικτικά αναφέρθηκαν.

 

Β. Ότι οι Επιτροπές Προσφυγών αιτιολόγησαν την κρίση τους ότι η Τουρκία σέβεται την αρχή της μη επαναπροώθησης και ότι στην Τουρκία δεν υφίσταται ο κίνδυνος να υποστεί κανείς βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση, αποκλειστικά σε γραπτές διαβεβαιώσεις που χορηγήθηκαν από τις Τουρκικές Αρχές και στην παράθεση διατάξεων της Τουρκικής νομοθεσίας. Όμως, όπως λέει χαρακτηριστικά το σκεπτικό της μειοψηφίας,

«συνιστά γεγονός πασίδηλο πλέον ότι στην Τουρκία κατά τα τελευταία έτη ειδικά δε κατά το έτος 2016, τόσο προ όσο και κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15.7.2016 …. κυριαρχεί ένα αυταρχικό καθεστώς, στο οποίο καταπατώνται ανοικτά όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, στο οποίο έχει καταλυθεί η δικαστική ανεξαρτησία, η ελευθερία του λόγου και του τύπου και δεν εφαρμόζονται οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου για τους διαφωνούντες με το καθεστώς αυτό. Εκ τούτου παρέπεται ότι οι διαβεβαιώσεις των διπλωματικών οργάνων της χώρας αυτής, εντεταγμένων στη διοικητική ιεραρχία του εν λόγω καθεστώτος, σε ό,τι μάλιστα αφορά την εκ μέρους τους μεταχείριση ευπαθών ομάδων, όπως είναι οι πρόσφυγες εκ Συρίας … δεν έχουν καμία απολύτως αξιοπιστία».
Επί πλέον, ότι η κρίση αν μια χώρα προστατεύει ή όχι τα δικαιώματα ή όχι των προσφύγων δεν μπορεί να γίνεται με μόνη την έρευνα της νομοθεσίας της χώρας αλλά κυρίως με την έρευνα του πως η νομοθεσία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη. Όπως αναφέρει το σκεπτικό της μειοψηφίας

«τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο και μάλιστα σε κάθε περίπτωση, όταν πρόκειται για χώρα, όπως η Τουρκία, στην οποία έχει καταλυθεί πλήρως το Κράτος Δικαίου» και επομένως δεν είναι δυνατό η διοίκηση να σχηματίζει γνώμη με μόνο κριτήριο την «παράθεση της σχετικής τουρκικής νομοθεσίας, χωρίς παράλληλη έρευνα, με συλλογή στοιχείων από δημοσιευμένες αναφορές ανεξαρτήτων προξενικών αρχών, δημοσιογράφων και ανεξαρτήτων μη κυβερνητικών οργανώσεων, για το πως η νομοθεσία αυτή πράγματι εφαρμόζεται».

 

Γ. Ότι η ολιγοήμερη απλή διέλευση του πρόσφυγα από την Τουρκία και μάλιστα με αποκλειστικό σκοπό την έξοδο από αυτή προκειμένου να υποβληθεί αίτημα ασύλου σε άλλη χώρα, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει σύνδεσμο του πρόσφυγα με την χώρα.

Είναι φανερό ότι σε σχέση και με τα τρία παραπάνω σημεία, η μειοψηφία ξαναστήνει τη λογική στα πόδια της από τα συντριπτικά χτυπήματα της πλειοψηφίας, καθώς προσπαθεί να αποκαταστήσει το νόημα των λέξεων και να σεβαστεί το νόημα των όρων. Η προστασία που παρέχεται στους πρόσφυγες από τη Σύμβαση της Γενεύης έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, η κρίση του κράτους δικαίου στην Τουρκία είναι αντικείμενο μιας τεράστιας διεθνούς συζήτησης, ενώ είναι μάλλον ειρωνικό να διατείνεται κανείς ότι η περιστασιακή διαμονή λίγων ημερών στην Τουρκία υπό τις γνωστές συνθήκες θεμελιώνουν «σύνδεσμο» του πρόσφυγα με τη χώρα.

Πιο οριακή, για την ακρίβεια απόλυτα οριακή (13 έναντι 12), ήταν η απόφαση του δικαστηρίου να μην παραπέμψει την υπόθεση για κρίση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΔΕΕ). Η παραπομπή στο ΔΕΕ υποστηρίχθηκε σχεδόν από τα μισά μέλη του δικαστηρίου με το σκεπτικό ότι προκύπτουν αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, συγκεκριμένα δε των διατάξεων της κοινοτικής οδηγίας που ορίζει την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας και επομένως συντρέχει λόγος να επιληφθεί και να αποφασίσει επ᾽ αυτού το ΔΕΕ. Η οριακή πλειοψηφία του δικαστηρίου έκρινε ότι η ερμηνεία των διατάξεων αυτών κατά τον τρόπο που εκτέθηκε πιο πάνω δεν γεννά καμία αμφιβολία και για τον λόγο αυτό απέρριψε το αίτημα για παραπομπή της υπόθεσης στο ΔΕΕ. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για βαθιά συντηρητική απόφαση, καθώς αποτρέπει –τουλάχιστον στην παρούσα φάση– την εξέταση από το ΔΕΕ των ζητημάτων, τα οποία αφορά η απόφαση, κάτι που όχι μόνο θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι απίθανο να έφερνε ανατροπές. Ας σημειώσουμε ότι ο κύριος εκφραστής της μειοψηφίας καταγράφει τη γνώμη ότι η άρνηση παραπομπής της υπόθεσης στο ΔΕΕ ενδεχομένως μπορεί να προκαλέσει αξιώσεις αποζημίωσης των προσφύγων κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για έμμεση αλλά απροσδόκητα σκληρή κριτική στην άποψη της πλειοψηφίας.

 

Κάποιες σκέψεις με αφορμή την απόφαση

Είναι προφανές ότι η υπεράσπιση της κοινής Ευρωπαϊκής και Ελληνικής πολιτικής επιλογής στο προσφυγικό βάρυνε αποφασιστικά στην ετυμηγορία του δικαστηρίου. Από την πλευρά του Υπουργείου Μεταναστευτικής πολιτικής, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης τέθηκαν με σαφήνεια και οι πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, δηλαδή η υπεράσπιση της κοινής δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας. Μπροστά στην υπεράσπιση αυτής της πολιτικής, και στην πιθανότητα εισόδου ενός σημαντικού αριθμού προσφύγων στην Ευρώπη, το ΣΤΕ δεν διστάζει να κάνει τις ακροβασίες που εξετάσαμε πιο πάνω. Δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Η πολιτική έχει ασκήσει σημαντική επιρροή σε πολλές αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου δικαιώνοντας όσους και όσες –από διαφορετικές θέσεις, σε διαφορετικούς χρόνους και για διαφορετικές υποθέσεις– έχουν ασκήσει κριτική στο ΣΤΕ, επειδή αυτό συχνά επιλέγει να ασκήσει πολιτική υποκαθιστώντας ενίοτε και τον νομοθέτη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την υπ᾽ αριθμ. 460/2013 απόφαση του ίδιο δικαστηρίου για την ιθαγένεια των παιδιών των νόμιμων μεταναστών. Εν προκειμένω, το ΣΤΕ δεν νομοθετεί, αλλά κλείνει τα μάτια σε αρκετά προφανείς παραβιάσεις ιδίως του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου για να περισώσει μια κεντρική πολιτική επιλογή, που είναι οπωσδήποτε συμβατή με τα συντηρητικά αντανακλαστικά της πλειοψηφίας των μελών του δικαστηρίου. Το ΣΤΕ δηλαδή με τον τρόπο του επιβεβαιώνει αυτό που σε γενικές γραμμές ήδη γνωρίζουμε: το πρωτείο της πολιτικής.

Η απόφαση του ΣΤΕ βρίσκεται σε σοβαρή αντίθεση προς τη νομολογία που έχει ήδη διαμορφώσει το άλλο ανώτατο δικαστήριο της χώρας, ο Άρειος Πάγος, σχετικά με την κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την έλλειψη των προϋποθέσεων δίκαιης δίκης στην Τουρκία. Στη γνωστή υπόθεση εξέτασης του αιτήματος έκδοσης των 8 Τούρκων αξιωματικών, ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε την έκδοση αποφαινόμενος ότι

«στην Τουρκία έχουν δημιουργηθεί, για διάφορους λόγους, αντικειμενικές συνθήκες, εξαιτίας των οποίων αμφισβητείται πλέον η τήρηση στην εν λόγω χώρα της αρχής της δίκαιης δίκης, όταν, μάλιστα, κατά τρόπο προδήλως απαξιωτικό, καθαιρέθηκαν δικαστές του ανώτατου δικαστηρίου της Τουρκίας και οδηγήθηκαν κατ᾽ ευθείαν στα κρατητήρια, γεγονός που υπονομεύει την αξιοπιστία του δικαστικού της συστήματος και θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, καθώς και την αμεροληψία των δικαστών». (ΑΠ 136/2017)

Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφεύγει όλη αυτή τη συζήτηση επιλέγοντας να λαμβάνει υπόψη του αποκλειστικά τις διαβεβαιώσεις της Τουρκικής κυβέρνησης. Μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αφόρητα αφελής, αν δεν υποψιαζόμαστε την προφανή της σκοπιμότητα. Αξίζει να σημειωθεί η αντίθεση ανάμεσα στα δύο ανώτατα δικαστήρια, ενόψει ιδίως του γεγονότος ότι και η απόφαση του Αρείου Πάγου είχε ορατές πολιτικές προεκτάσεις και δυσκολίες. Ωστόσο, φαίνεται ότι η πρόκληση –ακόμα και έντονης– δυσφορίας στην Τουρκική κυβέρνηση παραμένει μια πολύ πιο εύκολη υπόθεση από την ανατροπή της ευρωπαϊκής πολιτικής στο προσφυγικό.

Αντίθετα προς όλα όσα της καταμαρτυρούν οι διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντίθετα προς όλα όσα καταγγέλλουν τα κινήματα της κοινωνίας των πολιτών μέσα στην Τουρκία, η Τουρκία αναγορεύεται σε ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής προσφυγικής πολιτικής. Ο ρόλος της Τουρκίας είναι κομβικός, καθώς όχι μόνο θα πρέπει να κριθεί ως ασφαλής τρίτη χώρα προκειμένου να υποδεχθεί τους επαναπροωθούμενους πρόσφυγες, αλλά και γιατί επί της ουσίας είναι ο εγγυητής της συμφωνίας. Η δικαστική παραδοχή της απλής αλήθειας ότι στη γειτονική χώρα συντελείται μια αντιδημοκρατική εκτροπή θα ήταν ασύμβατη προς αυτόν τον αυξημένο ρόλο. Ας μην μας διαφεύγει ωστόσο ότι αν ο ρόλος της Τουρκίας είναι σημαντικός, ωστόσο είναι η Ελλάδα εκείνη η χώρα που καλείται να επιστρέψει τους πρόσφυγες σε αυτό το «αυταρχικό καθεστώς», είναι η Ελλάδα αυτή που από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου κυρίως καλείται να παρανομήσει. Αυτή είναι μια θλιβερή πραγματικότητα την οποία το ΣΤΕ απλά επικύρωσε, αλλά δεν την δημιούργησε. Γιατί αυτή ήταν και παραμένει μια κατ᾽ εξοχήν πολιτική απόφαση.

 

Συντάκτης: Βασίλης Παπαστεργίου

 

Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στο Marginalia, Μηνιαίο Ηλεκτρονικό Περιοδικό Κριτικής για το Βιβλίο, τον Πολιτισμό και την Πολιτική

άσυλο, πρόσφυγες

Μέλος

Newsletter