Μετανάστες ισότιμοι πολίτες, με δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι

Άρθρο του Μ. Παύλου στην Αυγή 

Αυτές τις μέρες το ελληνικό διαδίκτυο έχει πάρει φωτιά από μια ιδιότυπη αναγέννηση της πολιτικής συμμετοχής. Σε κάθε περίπτωση, μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας επιλέγουν να μη σιωπήσουν και, πάνω απ’ όλα, να θέσουν υπό συζήτηση τον εαυτό τους, δηλαδή την ίδια τη συγκρότηση της ελληνικής πολιτικής κοινότητας. Ακόμη και οι παρανοήσεις και οι διαστρεβλώσεις ανθρώπων, οι οποίοι, χειραγωγημένοι και παραπληροφορημένοι ή θλιβερά κατευθυνόμενοι, βλέπουν να καταρρέει η εικονική πραγματικότητα μιας εθνοθρησκευτικά –ή ακόμα και φυλετικά– «καθαρής» Ελλάδας που έμαθαν(;) από παιδιά, συμβάλλουν σε μια πρωτόγνωρη διαδικασία κάθαρσης και αναστοχασμού.

Αυτή η μοναδική στιγμή στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία οφείλεται σε μια αναπόφευκτη έκφραση του μεταναστευτικού φαινομένου: όσο κι αν κρυφτεί για χρόνια κάτω από το χαλί, η μετανάστευση έχει ολικό και μεταμορφωτικό αντίκτυπο στις κοινωνίες που συναντά και μετασχηματίζει.

Η σφοδρή αντίδραση κάποιων μελών της κοινωνικής πλειοψηφίας των ελλήνων πολιτών απέναντι στις προτεινόμενες διατάξεις περί ιθαγένειας και πολιτογράφησης δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε ελλιπή γνώση, παραπληροφόρηση ή προκατάληψη. Τα αξιακού τύπου επιχειρήματα και οι αφορισμοί ή οι γενικεύσεις (π.χ. «είναι ρατσιστές») δεν απαντούν από μόνα τους στην ανάγκη για γνώση της πραγματικότητας αυτή την κρίσιμη στιγμή, ενώ συμβάλλουν μόνο σε μια διχαστικού τύπου πόλωση, συχνά γύρω από τους παραδοσιακούς πόλους της Δεξιάς και Αριστεράς. Μακάρι η διαφαινόμενη αναγέννηση της αντίθεσής αυτής να παραγάγει και πολιτικά αποτελέσματα, και όχι μόνο ρητορική.

Είναι αναγκαίο να δοθούν απαντήσεις στους απλούς ανθρώπους σχετικά με το γιατί είναι σημαντική και υπέρ του συλλογικού συμφέροντος, η πολιτογράφηση των μεταναστών και των παιδιών τους, καθώς και η απόδοση ισότιμων δικαιωμάτων συμμετοχής στα κοινά σε όλους όσους ζουν παραγωγικά στη χώρα.

Η «αλλοίωση του δήμου»: γιατί η ιθαγένεια στους μετανάστες συμφέρει το σύνολο των Ελλήνων

Πριν ακόμη την υποτιθέμενη αλλοίωση μιας μυθικής «εθνικής ομοιογένειας», η πολύχρονη προβληματική μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα έχει οδηγήσει σήμερα σε μια «αλλοίωση» του «δήμου»: Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται, συμμετέχουν στην οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό για πολλά χρόνια, χωρίς όμως δικαιώματα δημόσιας διαβούλευσης ή συναπόφασης ούτε καν για τα ζητήματα που τους αφορούν άμεσα.

Αξίζει να αναλογιστούμε τι θα λέγαμε και πώς θα αντιδρούσαμε εάν έλληνες μετανάστες για δεκαετίες στην Αμερική, τη Γερμανία κλπ. είχαν δικαίωμα (δηλ. υποχρέωση) μόνο να εργάζονται, και όχι να λένε τη γνώμη τους. Ο κίνδυνος λοιπόν για την Ελλάδα δεν είναι εκείνος της «αλλοίωσης» της εθνικής ομοιογένειας, αλλά η αναβίωση ενός αποκρουστικού καθεστώτος ειλώτων και πληβείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μετανάστες και οι εκπρόσωποί τους δεν συμμετέχουν ούτε καν στην Εθνική Επιτροπή για την Κοινωνική Ένταξη των Μεταναστών. Σε μια δημοκρατία είναι ανεπίτρεπτος ένας τέτοιος μακροχρόνιος αποκλεισμός.

Η απόδοση ιθαγένειας στους ανθρώπους με αποδεδειγμένα ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα θα επιφέρει μέγιστο όφελος, πρώτα απΆ όλα για το σύνολο των Ελλήνων και κατόπιν για τους πολιτογραφηθέντες. Η ισότητα δικαιωμάτων ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας που έχουν χτίσει παραγωγικά το κέντρο της ζωής τους και το μέλλον τους στην Ελλάδα, μόνο καλό μπορεί να κάνει σε όλους τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα στη νέα γενιά, απέναντι σε φαινόμενα ανασφάλιστης ή επισφαλούς απασχόλησης, εκμετάλλευσης, ολιγαρχίας και κρίσης της δημοκρατίας. Η διατήρηση μεγάλου μέρους της εργατικής δύναμης σε επισφαλή θέση έχει αρνητική επίπτωση σε όλους τους εργαζόμενους (ασφαλιστικά-εργασιακά δικαιώματα), ενώ συντηρεί τις ολιγαρχίες και τους ισχυρότερους, που εμμέσως ή άμεσα εκμεταλλεύονται αυτή την κατάσταση.

Γιατί λοιπόν ακριβώς εκείνοι που θα έπρεπε να προσβλέπουν στην υπηκοότητα ή το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές για τους μετανάστες να αντιδρούν σΆ αυτή τη μεταρρύθμιση; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στην αρκετά παλιά (και ενίοτε δύσοσμη, βλ. υπόθεση Βατοπεδίου) διαπλοκή ανάμεσα σε κομμάτι της πολιτικής τάξης και τους υπερπατριώτες και τους μονοπωλητές της εθνικής ταυτότητας — με το αζημίωτο. Αυτή η πολιτική ομάδα, που κινείται από τα όρια του «Κέντρου» έως την ακροδεξιά, είναι και εκείνη που σήμερα, επισείοντας την ανύπαρκτη απειλή-σκιάχτρο της «αλλοίωσης της εθνικής ομοιογένειας», επιδιώκει να στρέψει τους λιγότερο ισχυρούς και λιγότερο ενημερωμένους σε αντίθεση, συχνά, προς τα ίδια τους τα συμφέροντα για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Ένα παράδειγμα: Ποιον μπορεί να συμφέρει να μην έχουν δικαιώματα τα παιδιά μεταναστών όταν εισέρχονται στην αγορά εργασίας; Η ευάλωτη θέση τους αποβαίνει σε βάρος ολόκληρης της νέας γενιάς, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που ανταγωνίζεται αυτό το χαμηλά αμειβόμενο και λιγότερο προστατευμένο από τον νόμο εργατικό δυναμικό.

Η νηφάλια ρύθμιση (όπως εκείνη που πρότεινε η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, βλ. https://www.hlhr.gr) που εκτιμά την πραγματική ένταξη του πολιτογραφηθέντα στην ελληνική κοινωνία καθώς και τη δυνατότητά του να συμμετάσχει ενεργά και ουσιαστικά στην ελληνική πολιτική κοινότητα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές οι οποίες τη διέπουν, είναι επαρκής για να κατευναστούν οι, κατά τη γνώμη μας αβάσιμοι, φόβοι «αυτόματης» απόδοσης ιθαγένειας. Σήμερα που, τουλάχιστον σε αυτή την ήπειρο, οι θρησκευτικοί πόλεμοι είναι απίθανοι, οι κάτοικοι της χώρας που επιθυμούν να ενταχθούν παραγωγικά σε μια πολιτική ενότητα και συλλογικότητα μπορούν να αναγνωριστούν γύρω από τις συνταγματικές αξίες της αξιοπρέπειας, της πλήρους πολιτικής και κοινωνικής συμμετοχής, τις ελευθερίες, τα δικαιώματα και τον στόχο της κοινωνικής ισότητας, σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου.

Η πολιτογράφηση στην Ευρώπη

Αν δούμε πώς έχουν αναπτύξει οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τις δικές τους πολιτικές ιθαγένειας και πολιτογράφησης θα διαπιστώσουμε ότι σχεδόν όλες τους έχουν προβλέψει μια λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκή πρόσβαση της δεύτερης γενιάς μεταναστών στην ιθαγένεια. Η πλειοψηφία τους (2 στις 3 ευρωπαϊκές χώρες) παραχωρεί την ιθαγένεια σε όσους γεννήθηκαν στη χώρα είτε αυτόματα με τη γέννηση (25%) είτε μετά από 3 έτη (22%) ή 5 έτη (19%). Η Ελλάδα είναι πλέον η μόνη χώρα που δεν προβλέπει κάποια ειδική ρύθμιση για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς για πρόσβαση στη δυνατότητα να γίνουν έλληνες πολίτες πριν από τους γονείς τους. Ακόμα και οι υπόλοιπες χώρες, με αυστηρές έστω προϋποθέσεις (Αυστρία, Ιταλία, Κύπρος), προβλέπουν ευνοϊκότερους όρους πρόσβασης στη μακρά διαμονή και ειδικές ρυθμίσεις για τη δεύτερη γενιά). Αντίστοιχα, 11 ευρωπαϊκές χώρες (το 41%) χορηγούν στην πρώτη γενιά μεταναστών την ιθαγένεια σε λιγότερο από 5-6 χρόνια, ενώ 14 χώρες σε 8-10 χρόνια. Ως απάντηση λοιπόν στους καταστροφολογούντες αξίζει να σημειωθεί ότι όταν εφαρμοστούν οι νέες ρυθμίσεις η Ελλάδα απλώς θα εναρμονίσει τις πολιτικές της ιθαγένειας κάπου κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εποχή της νέας μετανάστευσης.

Ωστόσο, ακόμα και αν παραχωρηθεί η ιθαγένεια, αυτή θα παραμείνει νεκρό γράμμα εάν δεν συνοδεύεται από την αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων και από συμμετοχικές δομές, αντάξιες σε μια δυναμική και αναπτυσσόμενη ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό χρειάζεται χορήγηση του καθεστώτος μακράς διαμονής στους εκατοντάδες χιλιάδες διαμένοντες πάνω από πέντε χρόνια στην Ελλάδα –συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης «μιάμιση» γενιάς–, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές, καθώς και η ενίσχυση και συμμετοχή των οργανώσεων μεταναστών σε έναν πραγματικά δημοκρατικό δημόσιο εθνικό διάλογο για τη μετανάστευση.

Εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές

Έπειτα από χρόνια ξενοφοβικής μεταναστευτικής πολιτικής, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στη μικρή μειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εμποδίζουν τη συμμετοχή όλων των μεταναστών στη δημόσια ζωή. Στις μισές ευρωπαϊκές χώρες οι μετανάστες ψηφίζουν, ενώ στο 18% ψηφίζουν αλλά και εκλέγονται στις τοπικές εκλογές. Η απουσία δυνατότητας συμμετοχής στις τοπικές εκλογές αποτελεί σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα κυρίως για τις χώρες εκείνες στις οποίες οι μετανάστες αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού, της χειρωνακτικής εργασίας και των υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, όταν εκατοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια ζουν και εργάζονται σε μια χώρα αλλά δεν έχουν λόγο στη διαχείριση των κοινών και σε αποφάσεις που τους αφορούν, τότε υπάρχει πρόβλημα. Η δημοκρατική συμβίωση απειλείται από την εκμετάλλευση ενός εργατικού δυναμικού χωρίς πολιτικά δικαιώματα –αλλά και υποχρεώσεις–, και οι κοινωνικές εντάσεις καραδοκούν ως νομοτελειακή συνέπεια.

Ο επιλεκτικός περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ελληνική πρωτοτυπία εάν ψηφιστεί ως έχει, μπορεί να αποβεί εξαιρετικά προβληματικός στην πρακτική εφαρμογή του. Κινδυνεύει να δημιουργήσει δημότες δύο κατηγοριών, ενώ μπορεί να οδηγήσει και σε πρακτικά προβλήματα νομιμοποίησης και διαδικασίας (π.χ. δυσχέρεια στον ορισμό αντιδημάρχων αλλά και νομιμοποίηση δημάρχων), εκεί όπου οι ιδανικότεροι και πλέον ψηφισμένοι σύμβουλοι μπορεί να είναι αλλοδαποί. Όμως η μεγαλύτερη ζημιά που θα προξενήσει αυτός ο αποκλεισμός κάποιων δημοτών από τα κοινά θα είναι ίσως η επιβράβευση και η διαιώνιση των διακρίσεων και της δυσανεξίας ή δυσπιστίας απέναντι στους μετανάστες μέσα στη μικρή μας ταραγμένη πολιτική κοινότητα ήδη από το τοπικό επίπεδο.

Νέες ρεαλιστικές και γενναίες πολιτικές ιθαγένειας και πολιτικής δημοκρατικής συμμετοχής των μεταναστών, τόσο με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι όσο και με την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή στη δημόσια ζωή και διαβούλευση για τα κοινά αγαθά και τους νόμους, δεν είναι παρά μια επιτακτικά αναγκαία ρήξη με φοβικές και ανιστόρητες μεταναστευτικές πολιτικές. Γιατί σε μια ραγδαία εξελισσόμενη και γόνιμη κοινωνία και νέα γενιά αξίζει ένα κράτος που εκτιμά και στηρίζεται στους ανθρώπινους πόρους της και δεν φοβάται να ξαναφανταστεί την πολιτική της συγκρότηση.

Η ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία είναι κάτι που συμβαίνει ούτως ή άλλως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο: είτε ισότιμα με ίσες ευκαιρίες είτε, αντιθέτως, με διακρίσεις που μακροπρόθεσμα δυναμιτίζουν την κοινωνική συμβίωση. Εδώ και είκοσι χρόνια η εν τοις πράγμασι ένταξη των μεταναστών σημαδεύτηκε από περιπέτειες εκμετάλλευσης, γραφειοκρατίας, διακρίσεων, βίας, ρατσισμού, αποχωρισμών και πόνου, αλλά κάποτε και ειρηνικής και παραγωγικής συνύπαρξης και συνεργασίας, αλληλοσεβασμού, αλληλεγγύης και κοινωνικής ανάτασης.

Ο ρομαντισμός της ματιάς της πλειοψηφίας και των ελίτ απέναντι στη «μιάμιση» και τη «δεύτερη γενιά» έδωσε το έναυσμα στη σημερινή συζήτηση ενός κώδικα ιθαγένειας, αλλά κρύβει μια κοινωνία που βράζει και το τραυματισμένο σώμα της κοινωνικής συνοχής από περιστατικά όπως εκείνα της αστυνομικής βίας και των βασανιστηρίων που μαθαίνουμε τον τελευταίο καιρό χάρη στη μεταβολή της στάσης του νέου αρμόδιου υπουργού. Πόσο βαθιές είναι οι πληγές; Πόσο έχουν λαβώσει και υποθηκεύσει το μέλλον της δημοκρατικής συμμετοχής και της συλλογικότητας; Τουλάχιστον σήμερα συζητούμε για νόμους που μπορούν να σταματήσουν αυτό τον συνεχόμενο αυτοκαταστροφικό αυτοτραυματισμό.

Είθε οι πολιτικές που θα ακολουθήσουν τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και η υπεύθυνη στάση όλων να αποδειχθεί ικανή να θεραπεύσει αυτά τα τραύματα και να οδηγήσει σε κάτι ανώτερο. «Δεν είμαστε Γαλλία», έλεγαν οι περισσότεροι πριν λίγα χρόνια. Ιδού λοιπόν η ευκαιρία να αποδειχθεί ότι οι πολιτογραφηθέντες ή οι «μακροχρόνια διαμένοντες» δεν θα υφίστανται διακρίσεις και αποκλεισμούς, αλλά θα είναι καθΆ όλα ισότιμοι ως πολίτες και ως δημότες.

Η απόδοση της ιδιότητας του έλληνα πολίτη ή εκείνη του επί μακρόν διαμένοντος, κατΆ επιλογή των υποκειμένων που αποφασίζουν να επικυρώσουν και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με μια ανεξίθρησκη, πολυεθνική, πολυπολιτισμική, βαθιά δημοκρατική και γι’ αυτό ισχυρή ελληνική πολιτική κοινότητα και κοινωνία, μπορεί να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο και να σημάνει μια νέα κοσμογονία σε μια κρίσιμη καμπή της κοινής μας ζωής και του σχεδιασμού του μέλλοντος των παιδιών όλων μας.

 

*Ο Μίλτος Παύλου είναι διευθυντής του Εθνικού Παρατηρητηρίου του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας ΕΝΩΣΗ-ΚΕΜΟ/i-RED.

Το άρθρο βασίζεται στην κοινή δημόσια δήλωση για τo νομοσχέδιο Περί ιθαγένειας και πολιτογράφησης μεταναστών με τίτλο «Αξίζει να φανταστούμε μια νέα ελληνική κοινωνία» του Μίλτου Παύλου και της Άννας Τριανταφυλλίδου.

(βλ. http://www.petitiononline.com/greekcit/petition.html )

 

ιθαγένεια, μετανάστευση

Μέλος

Newsletter