Μεταδελτίο Τύπου – Πολιτεία – Εκκλησία: οι εκκρεμότητες μιας περίπλοκης σχέσης

 

Αθήνα, 21 Δεκεμβρίου 2018

 

Η εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου «Πολιτεία-Εκκλησία: οι εκκρεμότητες μιας περίπλοκης σχέσης» πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018. Η εκδήλωση περιελάμβανε δύο κύκλους εισηγήσεων. Στον πρώτο κύκλο συντονιστής της συζήτησης ήταν ο Δημήτρης Χριστόπουλος, Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και ομιλητές οι καθηγητές Νίκος Αλιβιζάτος και Γιάννης Κτιστάκις, ο Μιχάλης Τσαπόγας Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και Ειδικός Επιστήμονας στο ΣτΠ,  και ο Παντελής Καλαϊτζίδης, Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Στο δεύτερο κύκλο, τη συζήτηση συντόνισε ο Πρόεδρος της ΕλΕΔΑ,  Γιάννης Ιωαννίδης, και οι ομιλητές ήταν οι Βουλευτές  Όλγα Κεφαλογιάννη, Ευάγγελος Βενιζέλος, Κώστας Δουζίνας, Ιωάννης Δελής και Γιώργος Μαυρωτάς.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος,  Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επισήμανε εισαγωγικά ότι η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο την πρόταση για μια εφ’ όλης της ύλης νομοθετική ρύθμιση των σχέσεων κράτους – Εκκλησίας στην κατεύθυνση της σταδιακής αμοιβαίας απαλλαγής από τον σφιχτό εναγκαλισμό τους. Η πρωτοβουλία της Ένωσης από το 2005 παραμένει απολύτως επίκαιρη. Η εξέχουσα σημασία της έγκειται  – και τότε και τώρα – ότι απομυθοποιεί τις συνταγματικές διαστάσεις του ζητήματος που το καθιστούν σχεδόν μυθικό και σχεδόν ταμπού. Το Σύνταγμα μπορεί και πρέπει να αλλάξει, ωστόσο ανεξαρτήτως αυτού, η έννομη τάξη της χώρας βρίθει αναχρονισμών, η κατάργηση των οποίων δεν χρειάζεται καμία συνταγματική αναθεώρηση. Υπό την έννοια αυτή, η διαρκής επίκληση του Συντάγματος στο σχετικό δημόσιο διάλογο λειτουργεί, συνειδητά ή όχι, ως μια υπεκφυγή. Η αρετή της πρότασης της Ένωσης του 2005 είναι μέσω μιας συστηματικής ενδοσκόπησης της έννομης τάξης της χώρας εντοπίζονται οι κανόνες οι οποίοι παραβιάζουν άμεσα ή έμμεσα τη θρησκευτική ελευθερία συντελώντας σε ένα καθεστώς πολλαπλώς επιβαλλόμενης θρησκείας, που είναι η Ορθοδοξία στην Ελλάδα. Οι υπερασπιστές ή απολογητές του παρόντος καθεστώτος επικαλούνται συνήθως την ιστορία και την παράδοση της χώρας προκειμένου να αιτιολογήσουν τη σημερινή κατάσταση. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι η ιστορική σχέση ελληνικού έθνους και Ορθοδοξίας κι άλλο η αγοραία σχέση Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας και ελληνικού κράτους.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ, ανέφερε ότι ο Αρχιεπίσκοπος κατακεραυνώνοντας ως «μυθεύματα» τις προτάσεις που διατύπωσε το 2005 η Ελληνική Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τους διακριτούς ρόλους Πολιτείας και Εκκλησίας, τις χρησιμοποιεί ως αποδιοπομπαίο τράγο για αμιγώς τακτικούς λόγους.  Προκειμένου να  πετύχει, μέσω του προσυμφώνου που συνήψε με τον κ. Τσίπρα, την ανάδειξη της Εκκλησίας στο μεγαλύτερο διαχειριστή ακινήτων της χώρας και να κάμψει τις αντιστάσεις των συντηρητικών ιεραρχών,  ο κ. Ιερώνυμος  βάλλει εναντίον των στοιχειωδών  εκείνων μέτρων που θα μπορούσαν να διασφαλίσουν  τους διακριτούς ρόλους Πολιτείας και Εκκλησίας.

Ο Μιχάλης Τσαπόγας, Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και Ειδικός Επιστήμονας στο ΣτΠ, υποστήριξε ότι η πρόταση νόμου «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας» της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (2005) περιλάμβανε διατάξεις που κατοχύρωναν τη θρησκευτική ελευθερία σε σειρά πεδίων του δημόσιου βίου αλλά και άλλες με συμβολικό κυρίως χαρακτήρα προς την κατεύθυνση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους. Προβλεπόταν, μεταξύ άλλων: ενιαίο σύστημα καταχώρισης θρησκευτικών ενώσεων ως νομικών προσώπων, υπαγωγή της Εκκλησίας της Ελλάδος και των λοιπών σημερινών ΝΠΔΔ στο ενιαίο σύστημα, οργάνωση της αδειοδότησης χώρων λατρείας υπό αμιγώς πολεοδομικές και κτιριολογικές προϋποθέσεις, αναμόρφωση του μαθήματος θρησκευτικών, κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, υποχρεωτικός πολιτικός γάμος, κατάργηση κάθε ειδικής νομικής μεταχείρισης θρησκευτικών λειτουργών, απαγόρευση αναγραφής θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, δυνατότητα αποτέφρωσης νεκρών, κατάργηση θρησκευτικών υπηρεσιών των υπουργείων και αναμόρφωση ποινικών διατάξεων. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε:

·         ορισμένα από τα θέματα αυτά μεταρρυθμίστηκαν αλλά με τρόπο ανεπαρκή (σύστημα καταχώρισης θρησκευτικών ενώσεων αλλά με εξαίρεση της Εκκλησίας της Ελλάδος και των λοιπών ΝΠΔΔ, δυνητική υπαγωγή οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών στη δικαιοδοσία του Μουφτή),

·         σε κάποια υπάρχουν νέες ικανοποιητικές ρυθμίσεις αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί (αποτέφρωση νεκρών),

·         σε άλλα δεν έχει αποτολμηθεί καμία αλλαγή (γάμος, ποινικά),

·         ενώ ιδίως στο θέμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης παρατηρήθηκε οπισθοδρόμηση, λόγω της πρόσφατης νομολογίας που αποδίδει καινοφανείς έννομες συνέπειες στη συνταγματική αναγνώριση επικρατούσας θρησκείας.

Ο Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Παντελής Καλαϊτζίδης, ανέφερε πως για αλλαγές τέτοιου είδους απαιτείται διαφάνεια και ανοιχτός διάλογος όχι μόνο της Εκκλησίας με την Πολιτεία, αλλά και με την κοινωνία. Ο κ. Καλαϊτζίδης αντί του πλήρους διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, πρότεινε τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση της μεταξύ τους σχέσης. Όπως ανέφερε φέρνοντας αρκετά παραδείγματα, η Ελλάδα δεν είναι το μοναδικό κράτος με στενή σχέση με την Εκκλησία, αλλά «αν η Εκκλησία πρέπει να ξεκολλήσει από το μοντέλο της βυζαντινής συναλληλίας, και η ελληνική διανόηση οφείλει να σκεφτεί με πιο ανοιχτόμυαλο και δημιουργικό τρόπο, όπως λόγου χάρη έκανε με το πρόγραμμα για τα βιβλία των θρησκευτικών». Με εξαίρεση την Γαλλία, σχέσεις Εκκλησίας Κράτους υπάρχουν παντού, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κρατική χρηματοδότηση. Ειδοποιός διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει εκκοσμίκευση όσον αφορά το μάθημα των θρησκευτικών και το διορισμό θεολόγων.  Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να γίνει μηχανιστική μεταφορά αλλότριων μοντέλων όπως το γαλλικό.

Ο Γιάννης Κτιστάκις, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ΔΠΘ, ανέλυσε ειδικότερα  διατάξεις για την φορολογία της Εκκλησίας, την περιουσία της και την μισθοδοσία των κληρικών και την ασφάλισή τους, που περιλαμβάνονταν στην πρόταση νόμου «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας» της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (2005). Στα χρόνια που πέρασαν από τότε μόνον τα φορολογικά ζητήματα άλλαξαν πρόσφατα μέσα από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου συνιστά πολιτικό και εκκλησιαστικό αλισβερίσι, με ελαττωματικά νομικά θεμέλια.

 

Στο δεύτερο κύκλο εισηγήσεων, τον οποίο συντόνισε ο πρόεδρος της ΕλΕΔΑ, Γιάννης Ιωαννίδης, ακολούθησε εκτενής συζήτηση για την εν εξελίξει αναθεωρητική διαδικασία, όσο και για τα γενικότερα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας και των διακριτών ρόλων που έχουν τελευταία απασχολήσει το δημόσιο διάλογο.

Η Όλγα Κεφαλογιάννη, δικηγόρος και Βουλευτής Α’ Αθήνας με τη Νέα Δημοκρατία, ξεκινώντας την ομιλία της ανέφερε ότι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας είναι συνταγματικά ρυθμισμένες λόγω της πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής διάστασης του ζητήματος. Η αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία δε θεμελιώνει, και σωστά, κανένα περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας. Το δικαίωμα αυτό άλλωστε προστατεύεται στο άρθρο 13 Σ.. Η κα Κεφαλογιάννη τόνισε ότι το άρθρο 3 Σ ρυθμίζει και το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας και τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι υποστηρικτές της αναθεώρησης του άρθρου 3 Σ θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις συνέπειες της διατάραξης των σχέσεων αυτών, οι οποίες υπό το παρόν Σύνταγμα είναι ρυθμισμένες διαχρονικά και ομαλά. Είναι άλλο η άσκηση κρατικής εξουσίας στο λαό και άλλο η επιρροή της Εκκλησίας σε αυτόν. Αν κάποιοι εκφράζουν μία σκληρή θέση αποσυσχέτισης της Εκκλησίας από την πολιτιστική παράδοση του ελληνικού έθνους, τότε διαφωνούμε πλήρως. Είναι ουτοπικό και επικίνδυνο να το συζητάμε, ιδίως στα χρόνια της κρίσης όπου η Εκκλησία μαζί με την οικογένεια και τα δίκτυα αλληλεγγύης αποτέλεσαν πυλώνες υποστήριξης. Το ότι οι Έλληνες πολίτες είναι πιστοί και επηρεάζονται από τις απόψεις της Εκκλησίας, δε σημαίνει ότι υπάρχει νομικό ζήτημα διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας. Η κα Κεφαλογιάννη αναφερόμενη στην πρόσφατη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας σημείωσε ότι η συγκεκριμένη πρόταση περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα και δημιουργεί μεγαλύτερες εξαρτήσεις, βάζοντας την Εκκλησία σε ρόλο ομηρίας από το Κράτος.

Ο Κώστας Δουζίνας, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, προσέγγισε το ζήτημα επιχειρώντας μία φιλοσοφική ανάλυση. Αρχικά, ανέφερε ότι στη Δυτική Ευρώπη, τόσο στους πανεπιστημιακούς κύκλους όσο και στο δημόσιο διάλογο γίνεται λόγος για μετακοσμική κοινωνία. Εμείς, αντίθετα δεν είμαστε κοσμικοί. Και ενώ δεν γίναμε ποτέ κοσμικοί, προχωρούμε πιθανόν σε μία μετακοσμική θέση, χωρίς να έχουμε γίνει ακόμα κοσμικοί. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος επιχειρούμε αποτυχημένα για μερικούς, λελογισμένα για κάποιους άλλους, να κάνουμε βήματα προς την εκκοσμίκευση, όπως ανέφερε. Συνέχισε αναφέροντας ότι υπάρχει τριγωνική σχέση ανάμεσα στην Πολιτεία, την Εκκλησία και τη Θρησκεία. Η Εκκλησία αποτελεί θεσμό, ενώ η θρησκεία είναι η αναγνώριση του υπερβατικού στην ζωή μας. Σημείωσε, δε, ότι η σχέση Κράτους-Εκκλησίας είναι παραδοσιακά ανταγωνιστική: σε κάθε ιστορική στιγμή υπάρχει πρωτοκαθεδρία είτε του Κράτους είτε της Εκκλησίας.  Σχετικά με τη συνταγματική αναθεώρηση ανέφερε ότι είναι για κάποιους μία απαραίτητη, λελογισμένη και εξισορροπητική αλλαγή στο Σύνταγμα, που δεν προχωρεί σε ρήξεις, αλλά από την άλλη πλευρά ήταν απαραίτητη. Για κάποιους άλλους, τους οποίους σέβομαι, τη θεωρούν ματαιωμένη και αποτυχημένη και μία απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προχωρεί πίσω στις ριζικές του καταβολές. Η υποστήριξη της μίας ή της άλλης γνώμης, δεν αποτελεί ιδεολογικό ζήτημα, αλλά καθαρά πραγματιστικό. Πρόκειται για μία απαραίτητη αλλαγή, η οποία θα μπορούσε να ήταν πιο ριζική, τονίζω, ωστόσο, ότι η κυβέρνηση και οι άνθρωποι που είμαστε στην κυβέρνηση διατηρούμε το ριζικό χαρακτήρα της ιδεολογίας μας και μέσα από εκεί πορευόμαστε.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, αναφέρθηκε στην περίοδο από το 2005 έως σήμερα, περίοδο κατά την οποία συμπυκνώθηκε και αποσαφηνίστηκε η νομολογία του ΕΔΔΑ ελληνικού ενδιαφέροντος όσον αφορά τα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας. Τόνισε ότι οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ (υπ’ αριθμ. 660/2018 και 926/2018) αποκλίνουν  από την ήδη διαμορφωθείσα νομολογία του ίδιου δικαστηρίου. Σχετικά με το κοινό ανακοινωθέν του Πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου σημείωσε ότι πάσχει από έλλειψη ιστορικής και νομικής ακριβολογίας, καθώς και ότι θα δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που επιχειρεί να λύσει. Παράλληλα, υπογράμμισε το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικότερα ζητήματα που χρήζουν αντιμετώπισης, όπως το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους.  Αναφορικά με τη συνταγματική αναθεώρηση ανέφερε ότι η πρόταση για ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 3 Σ είναι σωστή και πως είχε προτείνει και ο ίδιος το 2006 ερμηνευτική διάταξη ότι το άρθρο 3 Σ δε θεμελιώνει αποκλίσεις από τη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα από μόνο του. Μία ερμηνευτική δήλωση που προσδιορίζει το κανονιστικό πλαίσιο του άρθρου 3 Σ με και τη σχέση του με το 13 Σ, όπως ανέφερε ο κ. Βενιζέλος, θα ήταν υπεραρκετή και θα αποσαφήνιζε με χειρουργικό τρόπο τα πάντα. Κλείνοντας την ομιλία του τόνισε ότι απελευθερώνοντας πλήρως το σύστημα ενδέχεται να κάνουμε πιο έντονη την παρουσία ενός δόγματος και να δημιουργήσουμε περισσότερα προβλήματα, ενώ συμπλήρωσε ότι η απελευθέρωση είναι βέβαια υποχρέωσή μας συνταγματική και υποχρέωσή μας κατά το διεθνές δίκαιο με το ρυθμό που αυτό το διαπιστώνει η νομολογία του ΕΔΔΑ, για να έχουμε ένα κριτήριο σε σχέση με τις προτεραιότητες.

Ο Ιωάννης Δελής, Βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης – ΚΚΕ και εισηγητής στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, υποστήριξε ότι ο αναγκαίος χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας αποτελεί έναν υπερώριμο εκσυγχρονισμό. Στη χώρα μας, τον 21ο αιώνα πια, τα αστικά κόμματα εξακολουθούν να δείχνουν απροθυμία και ατολμία να προχωρήσουν σε αυτόν τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό που σε άλλες χώρες συντελέστηκε τον 18ο και το 19ο αιώνα. Παράλληλα, σημείωσε ότι το ΚΚΕ είχε προτείνει το χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας ήδη από το 1918. Ο κ. Δελής, μιλώντας για την πρόταση της συνταγματικής αναθεώρησης σημείωσε ότι άλλη μία ευκαιρία για έναν αναγκαίο εκσυγχρονισμό, όπως ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας, φαίνεται να χάνεται και κάθε πολιτική δύναμη αναλαμβάνει την ευθύνη για το τι έλεγε, τι προτείνει και τι κάνει και βεβαίως κρίνεται για την όποια στάση της. Η αναγνώριση της προσφοράς της Εκκλησίας ούτε μπορεί ούτε και πρέπει να στοιχειοθετεί δικαιώματα της Εκκλησίας πάνω στο Κράτος και στις διοικητικές ή άλλες λειτουργίες του. Αντίθετα, το Κράτος οφείλει να κατοχυρώνει πλήρως, ενιαία και χωρίς εξαιρέσεις την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, στο πλαίσιο της ευρύτερης κατοχύρωσης της συνείδησης και της ισότιμης μεταχείρισης όλων, ανεξάρτητα από τα πιστεύω τους.  Αυτό υπηρετεί και ο πλήρης διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας. Ο διαχωρισμός αυτός σημαίνει επιπλέον και την απαλλαγή από έναν πρόσθετο μηχανισμό ιδεολογικής χειραγώγησης και επιβολής της θρησκευτικής πίστης.

Ο Γιώργος Μαυρωτάς, αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ και Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής με Το Ποτάμι, ξεκίνησε την ομιλία του αναφέροντας ότι στο Ποτάμι πιστεύουμε στους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας και πιστεύουμε ότι αυτό θα είναι επ’ ωφελεία και των δύο θεσμών. Αυτός ο διαχωρισμός δεν έχει να κάνει με το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών που δεν κινδυνεύει σε μία φιλελεύθερη κοινωνία. Ο κ. Μαυρωτάς υπογράμμισε ότι η θρησκευτική ουδετερότητα δε σημαίνει κρατική αδιαφορία. Η ουδετερότητα έχει να κάνει με την κανονιστική σχέση της Πολιτείας με την Εκκλησία και όχι με τα ήθη και τα έθιμα και τα σύμβολα της πίστης. Η ορθόδοξη πίστη δεν κινδυνεύει από τη θρησκευτική ουδετερότητα, γιατί οι νομικές ερμηνείες δεν μπορούν να αγνοήσουν το ιστορικό προβάδισμα και το κοινό αίσθημα. Η Πολιτεία δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει θεοκρατικό χαρακτήρα και αυτό θα πρέπει να το έχει διατυπωμένο και στον καταστατικό της χάρτη, στο Σύνταγμα της.  Οι σχέσεις μεταξύ της ορθόδοξης Εκκλησίας με την Πολιτεία θα πρέπει να ορίζονται με νόμους μέσα από το πλαίσιο που ορίζει το Σύνταγμα. Τέλος, ανέφερε ότι η κυβερνητική πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση δε θίγει τα ζητήματα της παιδείας. Όπως ανέφερε, σε ένα ουδετερόθρησκο κράτος δε μπορεί η παιδεία να έχει ως αποστολή της την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 (2) Σ. Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης είναι ρόλος της Εκκλησίας, ενώ ρόλος της Πολιτείας αποτελεί η ανάπτυξη της δημοκρατικής συνείδησης. Επομένως, αν αλλάξουμε το άρθρο 3 Σ, θα πρέπει να αλλάξουμε και το άρθρο 16 (2) Σ.

 

Δείτε τις εισηγήσεις των ομιλητών στο κανάλι μας στο Youtube 

 

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter