Μειονότητα της Θράκης

Χρόνια προβλήματα που απαιτούν άμεσες λύσεις

1. Θεωρητική προσέγγιση ως προϋπόθεση της νομοθετικής παρέμβασης
Οι πολιτικές και το δίκαιο που αφορά τη μειονότητα της Θράκης έχουν διαμορφωθεί σε μία λεπτή αλλά και ανθεκτική ισορροπία ιδεολογικών και θεσμικών παραμέτρων που συχνά διατηρούν ένα ειδικό και εξαιρετικό καθεστώς. Οι παράγοντες αυτοί έχουν μια δεδομένη ιστορικότητα μέσα στο δίπολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και τον καταλύτη της αρνητικής αμοιβαιότητας. Δημιούργησαν ροπές συντήρησης ιδεολογιών, σχέσεων εξάρτησης, θεσμικών δομών που ευνόησαν και ευνοούν με ιδιαίτερο τρόπο ορισμένες ομάδες, εντός και εκτός μειονότητας. Ο φόβος ως μοχλός διαμόρφωσης πολιτικών αξιώσεων και η εργαλειακή χρήση των ταυτοτήτων, δημιουργούν μια ειδική κατηγορία στάσεων και διαθέσεων που επικάθεται στις κοινωνικές δομές της Θράκης. Έτσι, οι όροι συμβίωσης των ανθρώπων γίνεται μέσα από την ορατότητα του μειονοτικού στοιχείου, κυρίως μέσα από τη θρησκεία (Ισλάμ) ως ένδειξη της άρρητης και στιγματισμένης εθνικής ετερότητας (κάποιου είδους τουρκική ταυτότητα ). 

Από την άλλη πλευρά το μειονοτικό της Θράκης εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που καθορίζει το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και ευκαιριών κοινωνικο-οικονομικής προόδου που έχει ή δεν έχει το σύνολο του πληθυσμού της περιοχής. Σε αυτό το πλαίσιο το μειονοτικό αποκτά μια ειδική βαρύτητα καθώς θα πρέπει να συσχετίζεται με προβλήματα και αιτήματα που αφορούν την Θράκη στο σύνολό της και να εντάσσεται στις εσωτερικές ιεραρχήσεις αναγκών. 

Ωστόσο, οι μειονοτικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν και εν πολλοίς συνεχίζουν να εφαρμόζονται στη Θράκη βασίζονται σε γενικότερα ιδεολογικά προτάγματα που γίνονται διαχειρίσιμα μέσα από τον μιλλετιστικό διαχωρισμό ιδιαίτερων θεσμών της μειονότητας όπως σχολεία, βακούφια και Μουφτείες. Οποιαδήποτε και αν μπορούσε να είναι η λύση στα κακώς κείμενα στους θεσμούς αυτούς αλλά και σε άλλα ζητήματα που ενδημούν στην απόλαυση γενικότερων δικαιωμάτων της μειονότητας, η αποϊδεολογικοποίηση του δικαίου με γνώμονα βασικές δικαιοκρατικές αρχές αποτελεί προϋπόθεση για την εναρμόνιση του δικαίου και των πολιτικών με τα όσα ισχύουν στην κανονικότητα της ελληνικής έννομης τάξης. Το κρίσιμο ερώτημα, το οποίο συνήθως επιμελώς αποφεύγεται να συζητηθεί, αφορά την ιδεολογική αποστολή των μειονοτικών θεσμών ως φορέων διαμόρφωσης θρησκευτικής-εθνικής ταυτότητας, καθώς απευθύνονται σε μία συμπαγή και αμετάβλητη «κοινότητα πιστών». 
Για να επιτευχθεί, λοιπόν, ο «εκσυγχρονισμός-εξορθολογισμός» του νομικού καθεστώτος της μειονότητας θα πρέπει να εγκαταλειφθούν τα ερμηνευτικά σχήματα που εδράζονται στην μιλλετιστική διαφοροποίηση χριστιανού-μουσουλμάνου, και η οποία εισάγει θεσμικές εξαιρέσεις από την αδιαίρετη ιδιότητα του πολίτη. Η διατήρηση ενός προ-εθνικού θρησκογενούς θεσμικού περιβάλλοντος δεν μπορεί να ευνοήσει την όποια μεταρρύθμιση. Το αυτό ισχύει τόσο για τις κρατικές αρχές όσο και για σημαντικό τμήμα της ελίτ της μειονότητας, η οποία εμμένει μυωπικά συχνά σε αιτήματα «αυτονομία των θεσμών», χωρίς όμως να αναφέρεται σε ποιοτικά κριτήρια και στην κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Παράλληλα αποφεύγεται επιμελώς κάθε συζήτηση για χειραφέτηση ή για μείωση των ενδο-μειονοτικών ανισοτήτων. Απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα που χρονίζουν και να επιτευχθεί η ορθολογικοποίηση των σχετικών με τους μειονοτικούς νομικών ρυθμίσεων είναι η αναγνώριση των φαινομένων στην πραγματική τους διάσταση και η εγκατάλειψη δογματικών θέσεων. 
Η αναζήτηση της χρυσής τομής μεταξύ κοινοτισμού (δικαστικές αρμοδιότητες Μουφτή, βακούφια, μειονοτικά σχολεία) και εξισωτισμού (δημόσιο σχολείο για όλους, κοινός δικαστής) θα πρέπει να στοχεύει στην ομότροπη, προς τα δικαιώματα της ευρύτερης κοινωνίας, κατοχύρωση των έννομων αγαθών για τη μειονότητα. Εν τέλει, για να μπορέσουν οι μειονοτικοί θεσμοί να εξελιχθούν ομαλά θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι κοινωνικές αξίες και οι αξιώσεις που καθορίζονται από το εθνικό και θρησκευτικό φαινόμενο, η σημασία που αυτά έχουν για τη συγκρότηση της μειονοτικής κοινότητας και της ευρύτερης κοινωνίας, και η ωρίμανση για την αποδοχή-διεκδίκηση των αντίστοιχων αιτημάτων. 

2. Έξι θέσεις για την αναμόρφωση των μειονοτικών θεσμών 
Οι παρακάτω θέσεις αποτελούν το σημείο εκκίνησης για την διαπίστωση των επί μέρους νομικών ελλειμμάτων και συγκεκριμένων προτάσεων για ένα συνεπές και συνεκτικό νομικό καθεστώς που θα διέπει το καθεστώς των μειονοτικών θεσμών εναρμονισμένο με τις θεμελιώδεις σταθερές της νομικής μας δικαιοταξίας: 

α. Το νομικό καθεστώς των μειονοτικών σχολείων, των Μουφτειών και των Βακουφίων χαρακτηρίζεται από την χρόνια ιδεολογική εργαλειοποίηση του δικαίου. Το καθεστώς αυτό με το ιστορικό βάρος που «σέρνει» για περισσότερα από 90 χρόνια συχνά συγκρούεται με βασικές αρχές του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, ο οποίος οικοδομείται μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα. Οι συγκρουσιακές σχέσεις που συνέχονται με τους θεσμούς αυτούς αφορά το κατά πόσο η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη μπορεί να ενσωματώσει άλλες (εκτός από την ελληνική) ταυτότητες. Ως οδηγό σε αυτή την κατεύθυνση θα κρατήσουμε την διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία «ο ρόλος των κρατικών αρχών δεν είναι η εξαφάνιση της αιτίας της έντασης με την εξάλειψη του πλουραλισμού, αλλά η διασφάλιση της αμοιβαίας ανεκτικότητας μεταξύ των ανταγωνιστικών ομάδων» . 
β. Ο διαχωρισμός μιας πληθυσμιακής ομάδας βάσει θρησκείας, συχνά σε υποχρεωτική βάση (βλ. διορισμός δασκάλων, ορισμός δικαιοδοσίας), αποτελεί θεσμική περιχαράκωση της μειονότητας καθώς αντιλαμβάνεται ως αμετάβλητη και δεδομένη θρησκευτική υπαγωγή των μελών της σε μία μιλλετιστική λογική. Εξάλλου, η δημόσια δήλωση της θρησκευτικής πίστης δεν μπορεί να αποτελεί υποχρεωτική προϋπόθεση για την απόδοση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στη λογική αυτή για τη διοίκηση, ήταν μέχρι τώρα δεδομένο και αυτονόητο ότι οι μειονοτικοί αποτελούν «ειδική εξαιρετική κατηγορία πολιτών», οι οποίοι «είναι –και πρέπει να παραμείνουν– μουσουλμάνοι», χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενο της ταυτότητάς τους.
γ. Η σύγχυση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού είναι μια από τις πολλές εκφάνσεις του προβλήματος που αφορά εν γένει τη νομική θέση της μειονότητας στην ελληνική έννομη τάξη. Το κράτος έχει αναλάβει τον ρόλο του εγγυητή της άσκησης και εφαρμογής των γενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και των ειδικών δικαιωμάτων της μειονότητας, αλλά συχνά παρεμβαίνει με αποφασιστικό τρόπο στα εσωτερικά πράγματα της μειονότητας, παραβιάζοντας τη λεπτή γραμμή μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας (στην οποία εντάσσεται η κοινότητα των μουσουλμάνων και οι θεσμοί τους). Η παρεμβατικότητα αυτή θα πρέπει να μετατραπεί σε εγγυητική λειτουργία. 
δ. Το ισχύον νομικό πλαίσιο έχει υπαχθεί στην αρχή της αμοιβαιότητας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με αποτέλεσμα την άσκηση πολιτικών και εφαρμογής δικαίου που δεν αποσκοπεί στην ρύθμιση σχέσεων που αφορά την εκπαιδευτική διαδικασία αλλά το ισοζύγιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων με αρνητικό τρόπο, δηλαδή σε βάρος των ειδικών δικαιωμάτων. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις, τα μειονοτικά πράγματα κατέστησαν πολλάκις πεδίο άσκησης ανταποδοτικών μέτρων ή θεωρήθηκαν ή θεωρούνται αναγκαίο κακό, πόσο μάλλον όταν ασκείται η ανταγωνιστική επιρροή της «μητέρας-πατρίδας». Εξάλλου, η ελληνοτουρκική διμερής συνεργασία στα θέματα αυτά είναι ελάχιστη. 
ε. Ο Έλληνας νομοθέτης είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός στο να εισαγάγει κανόνες διεθνούς δικαίου μειονοτικής προστασίας στην ελληνική έννομη τάξη. Η κύρωση της Σύμβασης-Πλαισίου για τις εθνικές μειονότητες θα μπορούσε να δώσει ώθηση για αναθεώρηση του σχετικού νομικού πλαισίου και της φιλοσοφίας που διέπει το καθεστώς των μειονοτικών σχολείων. Παρόμοια θα μπορούσε να συνεισφέρει και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες και όλο το νομικό κεκτημένο που δυναμικά εξελίσσεται μέσα από τις εργασίες των επιτροπών ελέγχου των δύο συμβάσεων. 
στ. Η Συνθήκη της Λοζάνης εφαρμόζεται με ακραία φορμαλιστικό τρόπο. Το εκτελεστικό της νομικό πλαίσιο (δηλ. ο νόμος 964/1977 για την μειονοτική εκπαίδευση, και οι πολυπληθείς σχετικοί κανόνες, ο ν. 3647/2008 για τα βακούφια και ο ν. 1920/1990 για τον Μουφτή) συχνά δεν υπακούουν στην ιεράρχηση που δομείται την ελληνική έννομη τάξη και εφαρμόζονται με άρρητες προτεραιότητες εξαίρεσης που εκφεύγουν βασικών αρχών του κράτους δικαίου. 

3. Οδικός χάρτης των χρόνων προβλημάτων και προτάσεις 
Στα παρακάτω σημεία παρατίθενται με απόλυτα συνοπτικό τρόπο τα κύρια ζητήματα που χαρακτηρίζουν την οικονομική, κοινωνική και θεσμική θέση της μειονότητας της Θράκης, η οποία έχει εγκλωβιστεί σε στείρες πολιτικές και ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις. Τα ζητήματα αυτά μπορούν να λυθούν άμεσα με γνώμονα την εφαρμογή της κανονικότητας και την ελάττωση κατά το δυνατόν της εξαίρεσης -η οποία ιστορικά κατέστη αρνητική για την μειονότητα- εκτός από τα θέματα τα οποία χρήζουν θετικής διάκρισης. Η αρμοδιότητα του ΥπΕξ στα μειονοτικά θέματα θα πρέπει να επανεξεταστεί και τα αρμόδια υπουργεία (Παιδείας και θρησκευμάτων, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης για παράδειγμα) θα πρέπει να είναι τα αρμόδια για την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων στις θεματικές που τους αναλογούν. 
Συγκεκριμένα: 
1. Η μειονοτική εκπαίδευση πάσχει από πλήθος νομικών και εκπαιδευτικών αγκυλώσεων με αποτέλεσμα την παροχή χαμηλής ποιότητας παιδείας. Προτάσεις: Βλ. αναλυτικά παρακάτω 4α και 4β. 
2. Τα βακούφια (κοινοτικά ιδρύματα-κοινοτική περιουσία) διέπονται από μια θεσμική αταξία η οποία ακροβατεί σε πολιτικές ισορροπίες. Κύριο ζήτημα η μη ανάδειξη των διαχειριστικών επιτροπών με εκλογές από το 1967. Πρόταση: Επαναδιατύπωση του ν. 3647/2008, διαβούλευση με την μειονότητα, καταγραφή βακουφίων και διενέργεια εκλογών των διαχειριστικών επιτροπών. Απαραίτητος ο ουσιαστικός διαχειριστικός έλεγχος με γνώμονα το συμφέρον του βακουφίου. 
3. Ο Μουφτής ως θρησκευτικός αρχηγός συνεχίζει να διορίζεται για 10ετή θητεία από την κυβέρνηση. Θέμα θρησκευτικής ελευθερίας και πολιτική εμπλοκή με την δράση των δύο εκλεγμένων Μουφτήδων, φορέων έντονου εθνικιστικού τουρκικού λόγου. Πρόταση: Θεσμοθέτηση της ανάδειξης του Μουφτή ως θρησκευτικού αξιωματούχου με εκλογές και διάκριση (καταρχάς) του προσώπου του από τον ιεροδίκη. 
4. Ο Μουφτής ως ιεροδίκης δικάζει υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου σύμφωνα με διατάξεις του ισλαμικού δικαίου, συχνά σε βάρος των δικαιωμάτων της γυναίκας και του παιδιού. Πρόταση: Αναμόρφωση της διαδικασίας και του περιεχομένου του εφαρμοστέου δικαίου μέσα από διάλογο με την μειονότητα με στόχο την ωρίμανση των κοινωνικών αιτημάτων για ουσιαστική ισότητα. Δεν προτείνεται η άμεση κατάργηση του ιεροδικείου, καθώς θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Ο ιεροδίκης (άλλο πρόσωπο από τον Μουφτή) να διορίζεται από την κυβέρνηση. Στόχος η εξάλειψη των διακρισιακών διατάξεων. Άμεση πρόταση: Η νομοθετική κατοχύρωση της συντρέχουσας αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων και των ιεροδικείων με δυνατότητα επιλογής από τους διαδίκους. Για την εκδίκαση από το ιεροδικείο να απαιτείται η ρητή συναίνεση και των δύο διαδίκων. Κατοχύρωση ορισμένων διαδικαστικών προϋποθέσεων (παράσταση δικηγόρου, μαρτύρων στον γάμο, κείμενο απόφασης σε καταληπτή από τους διαδίκους γλώσσα).
5. Τίτλοι ιδιοκτησίας. Μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων κυρίως στον ορεινό όγκο δεν διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας. Το θέμα δημιουργεί μείζον ζήτημα οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας που μπορεί να συνδεθεί με το «μειονοτικό». Ήδη έχει θεσμοθετηθεί η ειδική νομιμοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων εάν αφορούν την πρώτη κατοικία με μειωμένο πρόστιμο, χωρίς να θεραπεύεται το πρόβλημα έλλειψης νομιμοποιητικών εγγράφων (ν. 4067/2012, άρθρο 47). Πρόταση: Τακτοποίηση των τίτλων με ειδικές διαδικασίες κατά την κατοχύρωση ιδιοκτησιών με το Κτηματολόγιο ή με μαζικές «τακτοποιήσεις» πέρα από τον σχετικό νόμο του 2011. 
6. Σωματεία. Τα δικαστήρια της Θράκης δεν επιτρέπουν την εγγραφή του καταστατικού ορισμένων μειονοτικών σωματείων παρόλο που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου από τα ελληνικά δικαστήρια. Η παραβίαση αυτή εκθέτει την Ελλάδα διεθνώς και υπονομεύει τα στοιχειώδη της ελληνικής δικαιοταξίας όσο διαρκεί η μη εκτέλεση των αποφάσεων από τα ελληνικά δικαστήρια. Πρόταση: Άμεση εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. 
7. Ιεροδιδάσκαλοι. Με τον ν. 4115/2013 (τροποποίηση του ν. 3536/2007) δημιουργούνται 240 θέσεις ιεροδιδασκάλων. Να αναθεωρηθεί το καθεστώς τους. Χωρίς να έχουν προσόντα καθηγητού μέσης εκπαίδευσης διδάσκουν σε σχολεία το Ισλάμ σε μουσουλμάνους μαθητές (στα ελληνικά). Να λυθούν διάφορα προβλήματα που προκύπτουν (τυποποίηση προσόντων, βλ. δυσαναλογία με τα όσα ισχύουν για τους εκπαιδευτικούς, 9μηνες συμβάσεις με διακοπή και επαναπρόσληψη, επιτροπή επιλογής, ώρες εργασίας, θέσεις σε τζαμιά-σχολεία κ.άλ.). 
8. Ανιθαγενείς: Ήδη το 2004-05 αποδόθηκε μαζικά η ιθαγένεια σε 115 ανιθαγενείς (ωστόσο με την λανθασμένη διαδικασία πολιτογράφησης). Πρόταση: Άμεση απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στους τελευταίου μειονοτικούς ζουν στην Ελλάδα σε απόλυτο θεσμικό αποκλεισμό λόγω της ανιθαγένειας σε εφαρμογή της Σύμβασης της Νέας Υόρκης για τους ανιθαγενείς (1954). Να εξεταστεί η δυνατότητα απόδοσης της ιθαγένειας και σε όσους διαβιούν στο εξωτερικό με την προϋπόθεση ότι διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα.
9. Θετικά μέτρα: ισχύει για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να διατηρηθεί, αλλά να μελετηθεί η απόδοση του μέτρου και η σταδιακή απόσυρση στο απώτερο μέλλον. Παρόμοια για την ειδική ποσόστωση διορισμών μέσω ΑΣΕΠ που δεν εφαρμόστηκε παρά ελάχιστα. Να μελετηθεί και να γίνει αντικείμενο διαβούλευσης. 
10. Νομικό καθεστώς. Πρόταση: Επικύρωση της Σύμβασης-πλαίσιο για τις εθνικές μειονότητες, η οποία έχει ήδη υπογραφεί (1998). Αποφυγή έτσι του διμερούς εναγκαλισμού με Τουρκία στο μειονοτικό μέσα από την εργαλειοποίηση της Συνθήκης της Λοζάνης, και κατά συνέπεια φιλελευθεροποίηση του νομικού καθεστώτος. 

4α. Εκπαίδευση Ι. Λήψη μέτρων άμεσης προτεραιότητας 

Α. Κατάργηση των διακρίσεως και αποκλεισμών μεταξύ χριστιανών-μουσουλμάνων εκπαιδευτικών, του άρθρου 64 παρα. 1 ν. 4310/2014 [όπως και του άρθρου 68 παρ.6 που ορίζει την αποχώρηση των μουσουλμάνων δασκάλων από το «ελληνόγλωσσο πρόγραμμα» και των χριστιανών που υπηρετούν στο «μειονοτικό πρόγραμμα»]. Στην πράξη υπάρχουν καταρτισμένοι μειονοτικοί δάσκαλοι-καθηγητές να διδάξουν ελληνικά, ενώ ελάχιστοι με μητρική την ελληνική έχουν επάρκεια για διδασκαλία της Τουρκικής (ενδεχομένως τέτοιοι θα υπάρξουν στο μέλλον). Ωστόσο τα κοινοτικά ιδιωτικά μειονοτικά σχολεία έχουν τον λόγο θεωρητικά-νομικά για την πρόσληψη των δασκάλων. Δεν θα μπορούσε να γίνει πρόσληψη με βάση την θρησκεία, αλλά το όλο ζήτημα συσχετίζεται με το νομικό καθεστώς των σχολείων το οποίο θα πρέπει να επανεξεταστεί. 

Β. Επανεξέταση της διαδικασίας παραγωγής δασκάλων του τουρκόγλωσσου προγράμματος των μειονοτικών σχολείων στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, το οποίο ήδη λειτούργησε και του άρθρου 66 ν. 4310/2014 με το οποίο ιδρύεται διδασκαλείο στο Δημοκρίτειο Παν. Θράκης για την επιμόρφωση δασκάλων του τουρκόγλωσσου προγράμματος, αποφοίτων άλλων παιδαγωγικών τμημάτων. Όμως οι δάσκαλοι που αποφοιτούν από το Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, έχοντας ήδη τα κατάλληλα προσόντα ύστερα από 4ετή φοίτηση, δύνανται να διοριστούν στα μειονοτικά σχολεία, ενώ οι υπόλοιποι φοιτητές απόφοιτοι από άλλα Τμήματα της χώρας θα έχουν 4+1 χρόνια φοίτησης. Να διατηρηθεί και να ενδυναμωθεί η ειδίκευση (διδασκαλεία τουρκόγλωσσου προγράμματος) στο ΑΠΘ. Θα μπορούσε να λειτουργεί παράλληλα και το νέο διδασκαλείο στην Αλεξανδρούπολη το οποίο θα απονέμει την επάρκεια σε αποφοίτους των ελληνικών παιδαγωγικών σχολών (ανεξάρτητα θρησκεύματος με την προϋπόθεση της αποθρησκευτικοποίησης των προσόντων διορισμού στα μειονοτικά σχολεία). 

Β. Διατήρηση της πρόσφατης κατάργησης των ειδικών δομών επίβλεψης των μειονοτικών σχολείων (ΥΣΜΕ – Συντονιστής) και της ενσωμάτωσης στις διοικητικές δομές που αφορούν την α’βάθμια και β’βάθμια εκπαίδευση στην Θράκη σύμφωνα με το 4310/2014. Να μελετηθεί ο τρόπος για την διασφάλιση της ελαχιστοποίησης άσκησης πελατειακών σχέσεων και του ειδικού ελέγχου επί των δασκάλων της μειονότητας. 

Γ. Απάλειψη της αναφοράς στην διακρατική αμοιβαιότητα με την Τουρκία, σε όλα τα νομοθετήματα εκτός από τα θέματα τεχνικού χαρακτήρα, όπως αυτό της ανταλλαγής των μετακλητών δασκάλων/καθηγητών. 

Δ. ‘Κανονικοποίηση’ των ροών χρηματοδότησης των μειονοτικών σχολείων και παραγωγής των σχολικών εγχειριδίων. Να μελετηθεί και να θεσμοθετηθεί η κανονικότητα στα θέματα αυτά, πέρα από διακρατικούς ανταγωνισμούς. Αντίθετα να δρομολογηθούν σταθεροί δεσμοί συνεργασίας με την Τουρκία, πεδίο και ρόλος του Υπ.Εξ. 

Ε. Ίδρυση νηπιαγωγείων με παράλληλη χρήση ελληνικής-τουρκικής. Απαιτείται θεσμοθετημένο δίγλωσσο πρόγραμμα. Επίσης συνολική απόφαση για το εάν θα προσληφθούν μεσολαβήτριες / μειονοτικοί νηπιαγωγοί απόφοιτοι ελληνικών παιδαγωγικών τμημάτων και με τι καθήκοντα. Να μελετηθεί το ζήτημα της μητρικής γλώσσας (πομακικά;). Βλ. παρακάτω 4Β.Α. 

ΣΤ. Ένας νέος νόμος «περί μειονοτικών σχολείων μειονότητας Θράκης» θα πρέπει να αντικαταστήσει τον ν. 694/1997. Επίσης θα πρέπει να καταργηθεί ο ν. 695/1977. Ο νέος νόμος θα πρέπει να αναφέρεται στην Συνθήκη της Λοζάνης (εκτός και εάν κυρωθεί η Σύμβαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης) και τους ισχύοντες νόμους περί δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης. Τα επί μέρους ζητήματα προς ρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής: 
1. Ρητή υπαγωγή των δημόσιων μειονοτικών σχολείων στο άρθρο 41 της Συνθήκης της Λοζάνης. Να υπαχθούν σε αυτή την κατηγορία όλα τα υπάρχοντα δημοτικά μειονοτικά σχολεία. Ρητή υπαγωγή των ιδιωτικών μειονοτικών σχολείων στο άρθρο 40 της Συνθήκης της Λοζάνης το οποίο δεν έχει εφαρμοστεί. Να υπαχθούν σε αυτή την κατηγορία τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα γυμνάσια/λύκεια Κομοτηνής και Ξάνθης. Να εξεταστεί ειδικά το καθεστώς των ιεροσπουδαστήρια Κομοτηνής και Εχίνου. 
2. Θα πρέπει να κατοχυρωθεί η ροή τακτικής χρηματοδότησης των δημόσιων μειονοτικών σχολείων σύμφωνα με τις αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης για την χρηματοδότηση των σχολείων (βλ. Καλλικράτης) και της επιχορήγησης των ιδιωτικών. Θα πρέπει να ρυθμιστεί το ζήτημα της διάθεσης πόρων από βακουφική περιουσία των σχολείων (βλ. ν. 3647/2008 περί βακουφίων που όμως παραμένει ανενεργός). 
3. Τα τερματιστεί ο σημερινός αντι-εκπαιδευτικός διαχωρισμός τουρκόγλωσσου-ελληνόγλωσσου προγράμματος. Προσδιορισμός διαχωρισμού ή μίξης τουρκόγλωσσων-ελληνόγλωσσων μαθημάτων με εκπαιδευτικά κριτήρια, με ενδεχόμενη παράλληλη χρήση των γλωσσών. Απαραίτητη η μελέτη του θέματος σύμφωνα με διεθνείς πρακτικές ως προς τις ομιλούμενες γλώσσες (εναλλαγή της γλώσσα ανά μάθημα ανά τάξη, παράλληλη χρήση από δύο δασκάλους ανά τάξη κλπ.). Βλ. παρακάτω 4Β.Α. 
4. Επανεξέταση των προσόντων και αρμοδιοτήτων διευθυντών και υποδιευθυντών των μειονοτικών σχολείων σύμφωνα με τις σχετικές γενικές διατάξεις, κατά παρέκκλιση της αμοιβαιότητα η οποία δεν μπορεί να έχει εφαρμογή. 
5. Ίδρυση σχολείου με εγκριτική πράξη Περιφερειάρχη (κατά Καλλικράτη), ύστερα από αίτημα ικανού αριθμού γονέων-αρχής τοπική αυτοδιοίκησης. Συνυφασμένο με το γενικότερο καθεστώς των μειονοτικών σχολείων και το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κτηρίου (βακουφικό, κρατικό, δωρεά κλπ). 
6. Αναγνώριση της ισοτιμίας μεταξύ δημόσιων σχολείων-μειονοτικών δημόσιων σχολείων και μεταξύ μειονοτικών σχολείων-ιδιωτικών σχολείων και κατοχύρωση μετεγγραφής μαθητών, όπως σε όλα τα σχολεία, από και προς αυτά. 
7. Οι σχολικές εφορείες να επανεξεταστούν, με γνώμονα το καθεστώς των μειονοτικών σχολείων εν γένει. 
8. Αργίες. Ο συνολικός αριθμός των αργιών στα μειονοτικά σχολεία να ισούται με τον αριθμό των αργιών στα δημόσια σχολεία. 
9. Οι γραμματείς των μειονοτικών σχολείων να μην είναι «υποχρεωτικά απόφοιτοι της ΕΠΑΘ». Να καταργηθεί η Υπ. Απ. Ζ21/179, 30.5.2000, ΦΕΚ Β 718, καθώς παραβιάζει την αρχή της ισότητας. 
10. Να επιτρέπεται η ίδρυση ιδιωτικών μειονοτικών σχολείων, να προσδιοριστεί η υπαγωγή τους στο σχετικό περί ιδιωτικών σχολείων δίκαιο. 
11. Σε περίπτωση ελάχιστου αριθμού μαθητών να εφαρμόζονται οι περί συγχώνευσης-μεταφοράς μαθητών ρυθμίσεις σύμφωνα με το κοινό περί δημοσίων σχολείων διατάξεων. Γνώμονας το όφελος των παιδιών και της ποιότητας της εκπαίδευσης. 
12. Να εισαχθούν μαθήματα τουρκικής (όπως άλλωστε έχουν μπει μουσουλμανικά θρησκευτικά) στα δημόσια δημοτικά και γυμνάσια, όπου υπάρχει ικανός αριθμός μειονοτικών μαθητών που δηλώνουν ότι το επιθυμούν. 

Η υιοθέτηση των παραπάνω ρυθμίσεων αυτομάτως θα ελαφρύνει κανονιστικά το νομικό καθεστώς που διέπει το μειονοτικό σχολείο από πλήθος ειδικών ρυθμίσεων. Αντιστρόφως θα εντάξει την μειονοτική εκπαίδευση στο κοινό δίκαιο της εκπαίδευσης και θα περιορίσει κατά πολύ τις εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις για τις οποίες μέχρι σήμερα η υιοθέτηση κανόνων δικαίου και κυρίως των αναγκαίων υπουργικών αποφάσεων, που ιστορικά αποτέλεσαν ολισθηρό όχημα αμφίβολης αποτελεσματικότητας εκπαιδευτικών πολιτικών. 

4β. Εκπαίδευση ΙΙ. Ζητήματα, όχι άμεσης προτεραιότητας, αλλά ιδιαίτερης σημασίας για την σε βάθος χρόνου ριζική βελτίωση της μειονοτικής εκπαίδευσης 

Α. Επανακαθορισμός του προγράμματος διδασκαλίας και των γλωσσών διδασκαλίας στη λογική της δυναμικής διαπολιτισμικότητας ύστερα από μελέτη της ευρωπαϊκής εμπειρίας. Μελέτη των αναγκών και δεδομένων σχετικά με τη χρήση μητρικής γλώσσας από τη μειονότητα. Να συζητηθεί ψύχραιμα το ενδεχόμενο εισαγωγής της πομακικής όπου και εφόσον ζητηθεί. 
Β. Επανακαθορισμός της νομικής φύσης (δημόσιο/ιδιωτικό) των μειονοτικών σχολείων δημοτικών και δευτεροβάθμιων σχολείων. 
Γ. Κατάργηση κάθε κριτηρίου απόδοσης εκπαιδευτικών δικαιωμάτων βάση θρησκείας (αναφορικά με δασκάλους, μαθητές και αυτοδιοίκηση των σχολείων). 
Δ. Προσχώρηση της Ελλάδας σε πολυμερείς συμβάσεις που κατοχυρώνουν εκπαιδευτικά δικαιώματα.

 

Μέλος

Newsletter