Μήπως τελικά Έλληνας μόνο γεννιέσαι και δεν γίνεσαι;

Άρθρο του Χρήστου Παπαστυλιανού

Καθορίζει το ελληνικό Σύνταγμα αποκλειστικά έναν τρόπο κτήσης της ιθαγένειας και αποκλείει τη συμμετοχή αλλοδαπών στις εκλογές για την ανάδειξη Δημοτικών Αρχών;

Με την υπ. αριθ. 350/2011 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Σ.τ.Ε. κρίθηκε ότι αντίκεινται στο ελληνικό Σύνταγμα και συγκεκριμένα στα άρθρα 1παρ 2&3, 4παρ3.Σ, οι διατάξεις του ν. 3838/2010 που αφορούν ένα νέο τρόπο κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας με τη γέννηση του αλλοδαπού στην Ελλάδα ή τη φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και τη σχετική δήλωση των γονέων ή του ίδιου [άρθρο 1 του ν.3838/2010 με το οποίο προστίθεται στο ΚΕΙ το άρθρο 1Α με το ανωτέρω περιεχόμενο], καθώς επίσης και οι διατάξεις του νόμου που αφορούν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των αλλοδαπών στις εκλογές των ΟΤΑ Α΄ βαθμού [άρθρα 14-21 ν. 3838/2010].

Πέρα από τα ζητήματα που εγείρονται σχετικά με την ερμηνεία των όρων λαός και έθνος από το δικαστήριο, τίθενται επίσης και σημαντικά ζητήματα θεμελίωσης της δικανικής κρίσης. Καταρχήν ένας από τους κρίσιμους δικανικούς συλλογισμούς που συγκροτούν τη μείζονα πρόταση της απόφασης, είναι ότι δεν πρέπει ο νόμος που ρυθμίζει τα ζητήματα της ιθαγένειας να προσβάλλει τις αρχές που εμπεριέχονται στο άρθρο 1 παρ2&3Σ, οι οποίες καθορίζουν ως μόνο αποδεκτό τρόπο κτήσης της ιθαγένειας μέσω γέννησης το δίκαιο του αίματος (jus sanguinis) [βλ. σκ. 9-10 της απόφασης]. Σύμφωνα δηλαδή με αυτόν τον συλλογισμό οι συνταγματικοί κανόνες, που εμπεριέχονται στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ 2&3 Σ, περιορίζουν την ευχέρεια του νομοθέτη όσον αφορά τα ζητήματα κτήσης της ιθαγένειας στην επιλογή του jus sanguinis, ως του μόνου συνταγματικά αποδεκτού τρόπου κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας με τη γέννηση κάποιου/κάποιας.

Ωστόσο η γραμματική και μόνο ερμηνεία των διατάξεων συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι ο καθορισμός των προσόντων των Ελλήνων πολιτών μέσω της ιθαγένειας επαφίεται στον κοινό νομοθέτη και δεν καθορίζεται απευθείας από το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο περιλαμβάνει σαφή διάταξη μόνο για τους λόγους αφαίρεσης της ιθαγένειας. Ενώ δηλαδή το α΄ εδάφιο της διάταξης του άρθρου 4παρ. 3 ορίζει ότι «Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος», το β΄ εδάφιο ορίζει, αντίθετα, ότι επιτρέπεται η αφαίρεση της μόνο υπό δύο προϋποθέσεις α) με την εκούσια απόκτηση άλλης ιθαγένειας και β) με την ανάληψη υπηρεσίας σε ξένη χώρα που είναι αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα. Το Σύνταγμα δηλαδή εναποθέτει στον κοινό νομοθέτη τις προϋποθέσεις κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ τις προϋποθέσεις αφαίρεσής της τις προσδιορίζει με εξαιρετικό και αποκλειστικό χαρακτήρα, για τον απλούστατο λόγο ότι ο συντακτικός νομοθέτης ήθελε να δείξει την αντίθεσή του στην πρόσφατη πρακτική των μαζικών αφαιρέσεων ιθαγένειας από τη δικτατορία[1].

Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το δικαστήριο εκλαμβάνει τη παραπομπή του Συντάγματος στον κοινό νόμο [Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος] ως παραπομπή σε οργανικό νόμο [σκ. 9 της απόφασης], δηλαδή σε νόμο που ρυθμίζει τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας των άμεσων οργάνων του κράτους[2], θεωρώντας ότι το δίκαιο της ιθαγένειας αποτελεί συστατικό στοιχείο των προσόντων που καθορίζουν τη σύνθεση του ανώτατου οργάνου του κράτους [λαός – εκλογικό σώμα]. Στο σκεπτικό της απόφασης δηλαδή το εκλογικό σώμα το οποίο σύμφωνα με το Σύνταγμα αποτελεί ανώτατο όργανο της Πολιτείας, ταυτίζεται με τον λαό. Ωστόσο τα δύο σύνολα δεν ταυτίζονται ούτε ως προς τη σύνθεση ούτε ως προς τον χαρακτήρα τους σε αναφορά με το σύνταγμα. Ο λαός strictu sensu [εκλογικό σώμα] αποτελεί πράγματι όργανο του κράτους, ενώ ο λαός latu sensu εκφράζει την ιδεατή υποκειμενικότητα χωρίς την οποία δεν είναι νοητή η ενότητα της Πολιτείας. Η νομική του σημασία δεν πρέπει να υποτιμάται, καθώς τυποποιεί τον λαό ως μια ενότητα ίσων πολιτών που διακρίνεται από τον πληθυσμό που διαβιεί εντός της επικράτειας ενός κράτους, είναι όμως διακριτή από τον λαό ως εκλογικό σώμα το οποίο και αποτελεί το ανώτατο όργανο ενός δημοκρατικού κράτους[3].

Επιπλέον το κρίσιμο στοιχείο ως προς τα συνταγματικώς ανεκτά όρια παρέμβασης του νομοθέτη δεν είναι ο χαρακτηρισμός του νόμου ως οργανικού ή όχι, αλλά εάν με τον οργανικό νόμο επιχειρείται αλλοίωση της αντιπροσωπευτικής μορφής του πολιτεύματος και εάν η παρέμβαση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τη δημοκρατική αρχή νοούμενη ως μια ρήτρα συμπεριληπτική. Η μορφή του πολιτεύματος δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη συγκρότηση της κρατικής εξουσίας. Η μορφή του πολιτεύματος αφορά την άσκηση της εξουσίας από τα κρατικά όργανα και όχι τη θεμελίωσή τους στη βάση επιμέρους συνταγματικών αρχών. Η διαφορά είναι κρίσιμη, καθώς η δημοκρατική αρχή αποτελεί μεν το θεμέλιο του πολιτεύματος με την έννοια ότι η βούληση του λαού «ανάγεται σε λογική και θεσμική πηγή προέλευσης όλων των συντεταγμένων εξουσιών» και άρα δεν είναι επιτρεπτό να θιγεί αυτή της η διάσταση.

Δεν υποστασιοποιεί όμως η δημοκρατική αρχή ένα αναλλοίωτο στον χρόνο σύστημα άσκησης αυτών των εξουσιών, επιτρέποντας τη συμπερίληψη κάθε νέας ρύθμισης που ενισχύει τα αντιπροσωπευτικά και διαβουλευτικά στοιχεία του πολιτεύματος[4]. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι το δικαστήριο προβαίνει σε μια κατάταξη των τρόπων κτήσης της ιθαγένειας κατά την οποία το κριτήριο του jus sanguinis είναι το μόνο συμβατό με ελληνικό σύνταγμα, ενώ το κριτήριο του jus soli μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο εντός των ορίων που θέτει η υποχρέωση συμμόρφωσης της χώρας στους κανόνες του διεθνούς δικαίου [σκ.9 της απόφασης]. Ωστόσο η κατάταξη αυτή δεν ανταποκρίνεται πλήρως στα πραγματολογικά δεδομένα θέσπισης των διατάξεων με τις οποίες εισάγεται το jus soli για συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών [ανιθαγενείς], καθώς ο συγκεκριμένος τρόπος κτήσης της ιθαγένειας προβλέπεται ήδη από τον αστικό νόμο του 1856 αρθ 14 εδ γ «ο εν Ελλάδι γεννηθείς εκ πατρός ή μητρός αδήλων ή ιθαγένειας αδήλου», πολύ πριν δηλαδή η Ελλάδα υπογράψει και κυρώσει τις διεθνείς συνθήκες που κατοχυρώνουν ένα τέτοιο δικαίωμα για τους ανιθαγενείς.

Όσον αφορά τις αλλαγές που επιφέρει ο νόμος 3838/2010 στη διεύρυνση του εκλογικού σώματος για τις εκλογές των Ο.Τ.Α Α΄ βαθμού, το σκεπτικό του δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του νόμου κινείται σε δύο άξονες: α) ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος αποτελεί λειτούργημα για την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας και β) ότι οι εκλογές για την ανάδειξη αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα, καθώς η εκλογή τους ανάγεται στην πολιτική ζωή της χώρας και συνεπώς κρίνεται υπό το πρίσμα της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ 2&3, 52 και 102 Σ. Θεωρεί δε ότι παρέλκει η εξέταση του ζητήματος και υπό το πρίσμα της διάταξης του άρθρου 4παρ. 4Σ. το οποίο ορίζει ότι «Μόνο Έλληνες Πολίτες γίνονται δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους» [σκ.25].

Ωστόσο η αποτίμηση των αλλαγών που επιφέρει ο ν.3838/2010 ως προς τα πολιτικά δικαιώματα των αλλοδαπών από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου δεν μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από την αρχή της καθολικότητας της ψήφου [ενόψει της διάταξης του άρθρου 102 παρ 2 εδ. β Σ, η οποία ορίζει ότι «οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης εκλέγονται με καθολική μυστική ψηφοφορία»]. Ο δικανικός συλλογισμός στον οποίο θεμελιώνεται η απόφαση ταυτίζοντας σε αυτό το σημείο [σκ. 25] τον λαό [lato sensu] με τον λαό ως εκλογικό σώμα [sticto sensu] επιτρέπει τη θεμελίωση της μείζονος πρότασης της απόφασης στον ορισμό του εκλογικού σώματος που περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 53παρ1εδ. α [Οι Βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα], ο οποίος περιορίζει το εκλογικό σώμα μόνο στους Έλληνες πολίτες. Θα πρέπει να επισημανθεί όμως ότι στο πρώτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης [άρθρο 53 παρ1Σ]ορίζονται οι φορείς του δικαιώματος ψήφου στις βουλευτικές εκλογές και ο τρόπος άσκησής του [μυστικά, ισοδύναμα και χωρίς αποκλεισμούς], ενώ στο δεύτερο εδάφιο της εν λόγω διάταξης [Νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο εάν δεν έχει συμπληρωθεί το κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα] εξειδικεύεται το νόημα της αρχής της καθολικότητας θέτοντας τους συνταγματικά αποδεκτούς περιορισμούς της αρχής [ηλικία, ανικανότητα προς δικαιοπραξία, αμετάκλητη καταδίκη για τη διάπραξη συγκεκριμένων εγκλημάτων].

Συνεπώς η αρχή της καθολικότητας, η οποία διέπει και τις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 102 παρ. 2 εδ. β Σ, έχει ως όριο μόνο τους περιορισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 51 παρ.3 εδ. β Σ και όχι στο πρώτο εδάφιο της διάταξης που περιορίζει το εκλογικό σώμα μόνο στους Έλληνες πολίτες. Από τη συνδυασμένη δε ερμηνεία των δύο διατάξεων προκύπτει ότι η ελληνική ιθαγένεια δεν τίθεται ως προϋπόθεση για τον καθορισμό των φορέων των εκλογικών δικαιωμάτων όσον αφορά τις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης[5]. Σχετικά δε με το επιχείρημα ότι η ψηφοφορία για την ανάδειξη των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί μια δημόσια λειτουργία και ως εκ τούτου περιορίζεται μόνο στους Έλληνες[6] θα πρέπει να σημειωθεί ότι βρίσκει έρεισμα σε συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις σχετικά με την ικανότητα ψήφου και τους διαδικαστικούς όρους άσκησης της, [άρθρα 51, 52, 54, 56, 57, 58 Σ][7]. Ωστόσο, ήδη από τον Ν.Ν. Σαρίπολο υποστηρίζεται η άποψη ότι η φύση της ικανότητας του εκλέγειν είναι διττή, θεωρείται δηλαδή και θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα και συνταγματικού δικαίου λειτούργημα[8]. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε επίσης ότι ο συντακτικός νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο εκλογικό δικαίωμα [άρθρο 51 παρ. 3,4&5 Σ] και ότι το δικαίωμα αυτό είναι απολύτως συνδεδεμένο με την αρχή της πολιτικής ελευθερίας την οποία εγγυάται το άρθρο 5 παρ1 του Συντάγματος[9]. Η ψήφος λοιπόν θεωρείται ταυτόχρονα και ενέργεια άσκησης θεμελιώδους πολιτικού δικαιώματος και συνταγματικής λειτουργίας[10].

Άρα, το ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από το συνταγματικό θεμέλιο των πολιτικών δικαιωμάτων που είναι η δημοκρατική αρχή, η οποία πρέπει να ερμηνευτεί ως μια ρήτρα συμπερίληψης και όχι αποκλεισμού[11].

Αναδημοσίευση από το The Athens Review of Books
(http://www.booksreview.gr)

[*] Χρήστος Παπαστυλιανός, Δ.Ν., Επιστημονικός Συνεργάτης στον Συνήγορο του Πολίτη, μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

[1] Βλ. τη συζήτηση επί του θέματος που διημείφθη στην Ολομέλεια της Βουλής στις 22 Απριλίου 1975, όπως παρατίθεται στα Πρακτικά συζητήσεων της Ολομελείας της Βουλής επί του Συντάγματος του 1975, σσ. 385-393.

[2] Για την έννοια του οργανικού νόμου βλ. Ευάγγελου Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα- Κομοτηνή, 2008, σ. 155.

[3] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004. σσ. 193-196.

[4] Αυτόθι, σ. 298.

[5] Βλ. Γιώργου Κασιμάτη, Άρθρο 1, σε Γιώργου Κασσιμάτη – Κώστα Μαυριά, Ερμηνεία του Συντάγματος, Αντώνης Σάκκουλας, Αθήνα ? Κομοτηνή 2005 [παρ. 444].

[6] Βλ. σχετικά Νέδας Κανελλοπούλου, «Τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας», άρθρο δημοσιευμένο στο φύλλο της 24ης Ιανουαρίου 2010 στην εφημ. Το Βήμα, contra Χαράλαμπου Ανθόπουλου, «Μετανάστες και δικαίωμα ψήφου», άρθρο δημοσιευμένο στο φύλλο της εφημ. Έθνος της 30ής Δεκεμβρίου 2009.

[7] Βλ. Γιώργου Κασιμάτη, 2005, όπ.π, [παρ. 450].

[8] Ν.Ν. Σαρίπολου, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Α, γ έκδ. 1915, φωτομηχανική ανατύπωση στη σειρά Κλασσική Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 274.

[9] Βλ. Γιώργου Κασιμάτη, 2005, όπ.π. [παρ. 450].

[10] Η διττή φύση της ψήφου επιβάλλεται να αναγνωριστεί και για έναν επιπλέον λόγο. Η αναγνώρισή της μόνο ως δημόσιας λειτουργίας θα επέτρεπε τη «λειτουργική» δέσμευση ενός θεμελιώδους δικαιώματος με βάση κριτήρια όπως είναι η περιουσιακή κατάσταση ή το μορφωτικό επίπεδο του ασκούντος το δικαίωμα. Βλ. Κώστα Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, δ΄ έκδ. Αντώνης Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005, σ. 398-399.

[11] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 298.

 

Μέλος

Newsletter