Κράτος και Εκκλησία

Κάθε φορά που ανακύπτει στην επικαιρότητα το ζήτημα του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος ένα βασανιστικό ερώτημα συνειδησιακού χαρακτήρα στριφογυρίζει εύλογα στο μυαλό κάθε αριστερού πολίτη: μήπως πρόκειται άραγε για μια «μάχη οπισθοφυλακής», και μάλιστα εκ προοιμίου χαμένη, τη στιγμή που η Αριστερά, αντί να δίνει έμφαση σε άλυτες εκκρεμότητες του 19ου αιώνα, θα όφειλε μάλλον να προβληματίζεται και να συνδιαλέγεται γύρω από τις μεγάλες «αφηγηματικές» προκλήσεις του αύριο (ενδεικτικά αναφέρω: Σοσιαλισμός με ελευθερία και δημοκρατία, εργατική αυτοδιαχείριση, πείραμα Βενεζουέλας, κοινωνικοποίηση μέσων παραγωγής κ.λ.π.) ;;

Η απάντηση είναι απλή: Κάθε ώριμη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση που στοχεύει στη διεύρυνση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, εκτός της αυταξίας που έχει εξαιτίας της πρακτικής επίλυσης υπαρκτών προβλημάτων των μειοψηφικών ομάδων, εξυπηρετεί άριστα και το μακροπρόθεσμο χειραφετητικό πρόταγμα της Αριστεράς, που συνίσταται στη συνδυασμένη μεγιστοποίηση τόσο του αγαθού της Ελευθερίας, όσο και του αγαθού της Ισότητας. Από αυτή την άποψη είναι προφανές ότι οι άψογα τεκμηριωμένες θεσμικές προτάσεις της «Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου», προκάλεσαν σοκ σε ολόκληρο το πολιτικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο (ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων). Και μόνο το γεγονός της λυσσαλέας αντίδρασης της Ιεράς συνόδου σε προτάσεις αυτονόητες για μια «δυτική δημοκρατία» του 21ου αιώνα επιτάσσει στην Αριστερά να εισέλθει με κέφι σε αυτή τη μάχη και να βρεθεί στην πρωτοπορία του αγώνα για τη διασφάλιση της ακώλυτης άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας.

Η λεπτομερώς επεξεργασμένη Πρόταση Νόμου της Ένωσης προς τη Βουλή των Ελλήνων περιέχει ρηξικέλευθες ρυθμίσεις, που αναμφίβολα κινούνται στο ίδιο φιλοσοφικό μήκος κύματος με αντίστοιχες προτάσεις που έχουν κατά καιρούς κατατεθεί από αριστερά κόμματα και ιδιαίτερα από το Συνασπισμό. Για παράδειγμα, η αξίωση να έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις όλες οι θρησκευτικές ενώσεις της χώρας, ασχέτως του αριθμού των πιστών που ανήκουν στην καθεμία, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή του σφιχτού εναγκαλισμού του σημερινού Κράτους με την πανίσχυρη Ορθόδοξη Εκκλησία.

Έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί ορθά από τον ΣΥΝ ότι ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους μπορεί να πραγματοποιηθεί στις περισσότερες εκφάνσεις του χωρίς να έχει προηγηθεί συνταγματική αναθεώρηση. Είναι, συνεπώς, σκόπιμο να λάβουν χώρα όλες εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν άρδην το τοπίο στις σχέσεις κράτους και θρησκειών, και σε εύθετο χρονικό διάστημα να ακολουθήσει η αναθεώρηση ως επιστέγασμα, αλλά κυρίως ως δικλείδα που θα αποτρέψει τυχόν επιχειρούμενη επιστροφή στο προγενέστερο (δηλ. το σημερινό) νομικό καθεστώς. Πρέπει να τονιστεί ότι μόνο η ορκωμοσία του Προέδρου και η ύπαρξη θρησκευτικής εκπαίδευσης δεν μπορούν να παραμεριστούν υπό το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο, πράγμα που σημαίνει όλες οι υπόλοιπες προτεινόμενες αλλαγές (μεταβολή των προϋποθέσεων ανέγερσης ναών, μετατροπή της Εκκλησίας της Ελλάδας σε ισότιμο προς τις άλλες θρησκευτικές ενώσεις Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου των μελών της κυβέρνησης, η επίσημη συμμετοχή Ιεραρχών σε πολιτειακές εκδηλώσεις, η σταδιακή μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών από ομολογιακό σε περιγραφικό / θρησκειολογικό κ.λ.π.) επαφίενται στην πολιτική βούληση του κοινού νομοθέτη. Ακόμη και η έννοια του προσηλυτισμού θα μπορούσε να αποδυναμωθεί νομοθετικά και να συρρικνωθεί εννοιολογικά , ώστε να καταστεί ακίνδυνη για τη θρησκευτική ελευθερία.

Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι οι προτάσεις της Ένωσης έχουν διατυπωθεί με φρόνηση και ρεαλισμό, προκειμένου να ενθαρρύνουν εκείνους τους πολιτικούς που αμφιταλαντεύονται σχετικά με την υποστήριξή τους. Ωστόσο, η Αριστερά οφείλει να θέτει το ζήτημα με άμεσα πολιτικό τρόπο και να πιέζει συστηματικά τους εκάστοτε αρμόδιους να κινηθούν προς ριζοσπαστικότερες κατευθύνσεις: Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του μαθήματος των Θρησκευτικών, που έχει καταστεί εδώ και δεκαετίες από την «κρατούσα» Εκκλησία μοχλός χειραγώγησης της συνείδησης των νεαρών μαθητών. Όμως ο πλήρη σεβασμός της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητες δεν συνάδει προς την αναγνώριση ενός «δικαιώματος» των γονέων ή του κράτους να διαμορφώνουν το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης ατόμων που δεν έχουν ακόμη ενηλικιωθεί. Για αυτό το λόγο, ίσως επιβάλλεται ένας συνδυασμός των δύο υπαρκτών μοντέλων που απαντώνται διαζευκτικά στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες: δηλαδή και το περιεχόμενο να γίνει θρησκειολογικό (χωρίς κανένα ψήγμα άμεσης ή έμμεσης προπαγάνδισης υπέρ της Ορθοδοξίας), αλλά και ταυτόχρονα το ίδιο το μάθημα (που θα πρέπει να μετονομαστεί σε «Συστήματα και Ρεύματα Ηθικής») να είναι προαιρετικό, ώστε να παρέχονται στους μαθητές / τριες εναλλακτικές δυνατότητες απασχόλησης για τις συγκεκριμένες ώρες. Ακόμη και το ζήτημα του επιτρεπτού των βαπτίσεων μόνο μετά το 18ο έτος, ώστε να υπάρχει ρητή συναίνεση του προσώπου, θα μπορούσε να τεθεί επί τάπητος.

Εν κατακλείδι, πρώτιστο χρέος της Αριστεράς θα ήταν να εκλαϊκεύσει το περιεχόμενο, αλλά και τη σημασία που έχει η προώθηση τέτοιων ριζοσπαστικών προτάσεων, καθώς η προπαγάνδα της Εκκλησίας αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τους πολίτες να γίνουν κοινωνοί του ορθού λόγου. Το διακύβευμα είναι μεγάλο, και συνίσταται στο αν επιτέλους θα υλοποιηθεί εκείνη η συνταγματική επιταγή, που αποτελεί απαύγασμα κατασταλαγμένης πανανθρώπινης εμπειρίας ύστερα από αιώνες αιματηρών και άσκοπων (αλλά και συνάμα αποπροσανατολιστικών για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης) θρησκευτικών συγκρούσεων, και που ορίζει ? απλά και καθαρά ? ότι η απόλαυση των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν εξαρτάται ? δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός ή καθεμιάς.

Νάσος ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
Δικηγόρος και μέλος
του Τμήματος Δικαιωμάτων του Συνασπισμού

 

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter