Κράτος και Εκκλησία: η αναθεώρηση που δεν έγινε

Του Αλέξανδρου Σακελλαρίου*

Ολοκληρώθηκε η αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία θεωρήθηκε από αρκετούς τουλάχιστον ημιτελής και μάλλον διστακτική. Ένα από τα άρθρα τα οποία κρίθηκε από 190 βουλευτές ότι δεν πρέπει να αναθεωρηθεί ήταν το περί επικρατούσας θρησκείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αρνητική αυτή ψήφος δεν προήλθε από κάποια φιλελεύθερη κριτική, που θεώρησε την κατατεθειμένη πρόταση αντιφατική και συμβιβαστική.

Αντιθέτως, ήταν προφανής από τα διατυπωθέντα επιχειρήματα η συντηρητική διάθεση διατήρησης του άρθρου ως αναγκαίου και θεμελιώδους. Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας προϋποθέτουν τη μελέτη και κατανόηση των σχέσεων πολιτικής και θρησκείας που τις εμπεριέχουν. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Σημαίνει ότι από τη στιγμή που στην Ελλάδα δεν έχουμε διαχωρίσει ούτε στοιχειωδώς την πολιτική από τη θρησκεία, δεν είναι εφικτός ο χωρισμός κράτους – Εκκλησίας. Και γιατί δεν έχουμε χωρισμό; Κυρίως διότι υπεισέρχονται οι σχέσεις εξουσίας.

Παρατηρούμε, π.χ., πολιτικούς όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων να συναντιούνται τακτικότατα με ιερωμένους κάθε αξιώματος, φαινόμενο που μετά την 7η Ιουλίου επιτάθηκε σε βαθμό που να μην μπορεί να γίνει καταμέτρηση των συναντήσεων. Είναι ενδιαφέρον ότι τις συναντήσεις αυτές συνοδεύουν υποσχέσεις από τη μεριά της πολιτικής εξουσίας για ικανοποίηση αιτημάτων της θρησκευτικής εξουσίας. Αυτό είναι ενδεικτικό τού πώς οι πολιτικοί αντιλαμβάνονται τις σχέσεις πολιτικής και θρησκείας.

 
Δεν πρόκειται για απλή εθιμοτυπία, διότι τότε θα έπρεπε να συναντούν και τους εκπροσώπους μικρότερων θρησκευτικών κοινοτήτων. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ούτε πρόκειται για εκδήλωση πίστης. Όποιος πιστεύει κάνει ιδιωτικές συναντήσεις, προσεύχεται, θρησκεύεται και δεν καλεί δημοσιογράφους.

Πρόκειται ξεκάθαρα για σχέσεις εξουσίας και αυτό έχει αποδειχθεί ιστορικά. Από την άλλη, έχουμε συχνά δηλώσεις ικανοποίησης ακόμα και για συντελεσθείσες πολιτικές αλλαγές στη διακυβέρνηση της χώρας, γεγονός το οποίο επίσης καταδεικνύει τη σύγχυση που επικρατεί μεταξύ πολιτικής και θρησκείας, για να μην αναφέρει κανείς τις ποικίλες παρεμβάσεις της Εκκλησίας στα εθνικά θέματα, για τα οποία δεν έχει καμία αρμοδιότητα.

Η Εκκλησία ως θεσμός επιδίωξε τη στενή σχέση και την προστασία της πολιτικής εξουσίας και αυτό επιδιώκει και επιζητεί και σήμερα. Οπως αναφέρει ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας (Ν. 590/1977, άρ. 2): «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος, της εν τω στρατεύματι θρησκευτικής υπηρεσίας, της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας, […], της καθιερώσεως νέων Θρησκευτικών εορτών, ζητεί δε την προστασίαν της Πολιτείας οσάκις προσβάλλεται η θρησκεία».

Αυτό δεν αναφέρεται για καμία άλλη θρησκευτική κοινότητα, πουθενά. Από την άλλη, το κράτος επιδίωξε διαχρονικά να ενδυθεί τον θρησκευτικό μανδύα για λόγους κύρους ή και για πεζά πολιτικά οφέλη.

Η σύγχυση που επικρατεί μεταξύ πολιτικής και θρησκείας έχει επιπτώσεις και στις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, καθώς το κράτος δείχνει ιδιαίτερη δειλία να αγγίξει το θέμα, αφετέρου η Εκκλησία ποτέ δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα να απομακρυνθεί από το κράτος. Με αυτές τις συνθήκες, τα βήματα που γίνονται για την εκκοσμίκευση του κράτους είναι αρκετά αργά και συχνά διαπιστώνονται πισωγυρίσματα.

Ενα από αυτά ήταν και η μη αναθεώρηση του άρ. 3 που αποκρυσταλλώνεται στις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ για το μάθημα των θρησκευτικών. Αρκετοί έκαναν λόγο για την ευθύνη ή τη συντηρητική ερμηνεία των δικαστών, αν και υπήρξαν και εξαιρέσεις στην εν λόγω απόφαση, καθώς δεν ήταν ομόφωνη.

Κανείς δεν κατηγόρησε το Σύνταγμα και εκείνους που δεν προβαίνουν στην αναθεώρηση του άρ. 3. Το Σύνταγμα, όμως, είναι υπεύθυνο για τις εν λόγω αποφάσεις, διότι παρέχει τη δυνατότητα στους δικαστές να ερμηνεύουν αναλόγως των περιστάσεων και ενδεχομένως των πεποιθήσεών τους και η κοινωνία να εξαρτάται από το τι είδους δικαστές θα έχουμε σε κάθε διαφορετική εποχή. Φαίνεται ότι εν τέλει έσφαλαν ορισμένοι θεωρούμενοι σημαντικοί και καταρτισμένοι συνταγματολόγοι όταν έγραφαν στα πονήματά τους ότι το άρ. 3 δεν έχει καμία κανονιστική ισχύ.

Όπως φαίνεται έχει, και μάλιστα τόσο ισχυρή ώστε να επιβάλλει σε ένα υπουργείο και έναν επιστημονικό φορέα, όπως το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ποιο θα είναι το περιεχόμενο ενός μαθήματος. Κατά συνέπεια η αναθεώρηση που δεν έγινε αποδεικνύεται κρίσιμη, αν και όχι αποφασιστική για μια σειρά από άλλα ζητήματα, καθώς προφανώς και μπορούν να προχωρήσουν εκκοσμικευτικές προσπάθειες του κρατικού μηχανισμού ανεξάρτητα από το άρ. 3, αν και ίσως πλέον πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί.

Πέραν του άρ.3, βέβαια, υπήρξε και το άρ. 33 παρ. 2 για την καθιέρωση πολιτικού όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας, το οποίο καταψηφίστηκε από 168 βουλευτές, που σημαίνει ότι άθεος, αγνωστικιστής ή πιστός άλλης θρησκείας δεν μπορεί να εκλεγεί στο ύπατο αξίωμα, σαν να ήταν ο Πρόεδρος και αρχηγός της Εκκλησίας. Παραφράζοντας τον τίτλο ενός γνωστού βιβλίου, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξέρουμε τώρα ποιοι είναι οι εχθροί ενός πολιτικά φιλελεύθερου Συντάγματος.

 

* Δρ Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Πάντειο Πανεπιστήμιο & Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, μέλους Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

** Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στην Εφημερίδα των Συντακτών – 20/12/2019

Μέλος

Newsletter