Θανάσιμος κίνδυνος για τα δικαιώματα και τη δημοκρατία επωάζεται στην καρδιά του βαθέος κράτους

 

Μόλις προ ολίγων ημερών η ΕλΕΔΑ τόνιζε ότι οι παράνομες παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, πολιτικών προσώπων αλλά και τελικά οποιουδήποτε πολίτη, πέρα από αξιόποινη προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων, συνιστούν και σοβαρότατη απειλή για τη δημοκρατία στη χώρα μας. Ο καταιγισμός των αποκαλύψεων και πολιτικών εξελίξεων ήρθε να επιβεβαιώσει τη βασιμότητα αυτής μας της ανησυχίας.

Το απόρρητο των επικοινωνιών, όπως και εν γένει η ιδιωτικότητα, αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα κάθε φιλελεύθερου πολιτεύματος. Στη δημοκρατία έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία γιατί στο πλαίσιο της άσκησής τους σχηματίζει ο κάθε πολίτης τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Η δε ανάγκη προστασίας τους σήμερα, όταν πλέον οι ζωές όλων μας αναλώνονται, εν πολλοίς, μπροστά σε μια ψηφιακή οθόνη, είναι πιο κρίσιμη παρά ποτέ. Την προστασία αυτή παρέχει στις βασικές της γραμμές το άρθρο 19 του Συντάγματος, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η προστασία αυτή αφορά την καθεμιά και τον καθένα μας, ακόμα και τους ξένους, και σίγουρα όχι μόνο τους πολιτικούς.

Ακόμη, όμως, και στη δημοκρατία το απόρρητο αυτό ενδέχεται κατ’ εξαίρεση να σχετικοποιείται, όπως περιοριστικά αναφέρει και το Σύνταγμά μας, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ωστόσο, και σε αυτές τις περιπτώσεις, μόνο δικαστική αρχή μπορεί να το παρακάμψει και μόνο υπό αυστηρές εγγυήσεις που το Σύνταγμα αναθέτει στον νομοθέτη να εξειδικεύσει. Η έγνοια της δημοκρατίας μας να καταστήσει όσο το δυνατό πιο απρόσβλητες τις ελευθερίες αυτές υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι το Σύνταγμα δεν εμπιστεύεται μόνη τη δικαστική αρχή αλλά αξιώνει η προστασία του απορρήτου να διασφαλίζεται σε τελική ανάλυση από ειδική Ανεξάρτητη Αρχή και, συγκεκριμένα, την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). 

Το πλέγμα όλων αυτών των εγγυήσεων καθιστά περισσότερο από σαφές ότι η όποια άρση του απορρήτου θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ και αυτοσυγκράτηση, να τελεί υπό τον διαρκή έλεγχο ανεξάρτητων οργάνων και να υπόκειται πάνω απ’ όλα σε δημόσια λογοδοσία, ικανή να μας πείθει ότι εξακολουθούμε να ζούμε σε δημοκρατία και κράτους δικαίου. Δημόσια, δε, λογοδοσία δεν νοείται παρά αυτή που διαδρά με ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους που έχουν το θάρρος να διερευνούν διεξοδικά καταγγελλόμενες παραβιάσεις και να διατυπώνουν κριτικά ερωτήματα στους εκάστοτε κυβερνώντες. 

Τα όσα αποκαλύφθηκαν τις τελευταίες ημέρες σχετικά με τις υποθέσεις παρακολουθήσεων του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη, συμπεριλαμβανομένων των επακολουθεισών παραιτήσεων, επιβεβαιώνουν ότι στη χώρα μας η προστασία των σχετικών δικαιωμάτων βρίσκεται πάρα πολύ μακριά από αυτά που το Σύνταγμα υπόσχεται στους πολίτες, ιδίως δε όσον αφορά το δημοκρατικό καθήκον λογοδοσίας των κυβερνώντων.

Αυτή η κατάσταση δεν προέκυψε τυχαία αλλά προκλήθηκε από μία διαδοχή κυβερνητικών πρωτοβουλιών που πλέον όλοι γνωρίζουν: επιλογή ως διοικητή της ΕΥΠ προσώπου που δεν είχε ούτε τα τυπικά προσόντα, αλλαγή του νόμου για τον συγκεκριμένο διοικητή, εισαγωγή και ψήφιση εντός ολίγων ωρών τροπολογίας σε άσχετο νομοσχέδιο που αφαιρούσε από την ΑΔΑΕ το δικαίωμα και καθήκον να ενημερώνει τα θύματα παρακολουθήσεων για λόγους εθνικού συμφέροντος, αλλαγή που προκάλεσε και τη θαρραλέα δημόσια κριτική του Προέδρου και μελών της Ανεξάρτητης Αρχής.

Οι θεσμικές αυτές εκτροπές δεν άργησαν να εκδηλώσουν τις υπονομευτικές για τη δημοκρατία συνέπειές τους. Δημοσιογράφοι που κατάφεραν να πιστοποιήσουν με την συνδρομή αλλοδαπών ερευνητικών κέντρων το γεγονός της παρακολούθησής τους αγνοήθηκαν επιδεικτικά από τους αρμόδιους φορείς στην προσπάθεια τους να διεκδικήσουν την έννομη προστασία των δικαιωμάτων τους. Στο μεταξύ, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις της ΑΔΑΕ, το φαινόμενο των παρακολουθήσεων με βάση το προαναφερθέν πλαίσιο φαίνεται να έχει προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, μόνο το 2021 εκδόθηκαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν την άρση απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Εκτιμάται, ωστόσο, ότι ο πραγματικός αριθμός των ατόμων που παρακολουθούνται είναι πολύ μεγαλύτερος. 

Σε αυτό το πλαίσιο, τα ζοφερά για την δημοκρατία αυτά φαινόμενα απέσπασαν την προσοχή που τους αναλογεί μόνον όταν κατατέθηκε μήνυση στον Άρειο Πάγο, όχι από κάποιον απλό πολίτη ή δημοσιογράφο αλλά από πολιτικό παράγοντα και μάλιστα αρχηγό πολιτικού κόμματος. Οι παραιτήσεις του Διοικητή της ΕΥΠ και του Γενικού Γραμματέα και ανιψιού του Πρωθυπουργού, στον οποίο είχε ανατεθεί προσωπικά από τον Πρωθυπουργό η εποπτεία της ΕΥΠ, προέκυψαν όταν πια αποκαλύφθηκε ότι πράγματι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ παρακολουθείτο επισήμως από την ΕΥΠ μετά από άδεια της Εισαγγελέως που κατοικοεδρεύει σε αυτή.

Σε αυτή την εικόνα, επιπρόσθετη ανησυχία επιφέρει δε το γεγονός ότι ο πρώην Γενικός Γραμματέας – όπως φυσικά είναι δικαίωμα του – κατέθεσε αγωγή αποζημίωσης διεκδικώντας υπέρογκες αποζημιώσεις από την Εφημερίδα των Συντακτών, το Reporters United και τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη. Η ενέργεια αυτή δημιουργεί αναπόφευκτα τουλάχιστον την εντύπωση ότι, αν δεν αποβλέπει, εξ αντικείμενου θα έχει ως αποτέλεσμα το «πάγωμα» της τόσο αναγκαίας σε αυτή την περίπτωση δημοσιογραφικής διερεύνησης όλων των υποθέσεων παρακολούθησης και όχι μόνο της πολιτικά ευαίσθητης του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. 

Ταυτόχρονα, δυστυχώς, το “απολογητικό” διάγγελμα του Πρωθυπουργού ήταν ιδιαίτερα ανεπαρκές ώστε να διασκεδάσει την ανησυχία μας για τον θανάσιμο κίνδυνο που επωάζεται για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη δημοκρατία στην καρδιά του βαθέος κράτους. 

Πρώτα απ’ όλα διότι η επίκληση της προσωπικής άγνοιας, ακόμη κι αν συντρέχει τέτοια, δεν αίρει την ευθύνη για τις προσωπικές επιλογές του όσον αφορά όσους εμπλέκονται στις κρίσιμες θέσεις και μάλιστα κατ’ παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας.

Δεύτερον, διότι τα προαναγγελθέντα απ’ αυτόν μέτρα πρόκειται να  ληφθούν με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου χωρίς να συντρέχει καμία έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, όπως απαιτεί το Σύνταγμα στο α. 44 παρ. 1, και χωρίς, φυσικά, έγκαιρη σχετική συζήτηση στη Βουλή που θα διασφάλιζε κάποια στοιχεία λογοδοσίας. 

Τρίτον, διότι οι πρόσθετες εγγυήσεις, που υποτίθεται θα προσφέρουν τα προαναγγελθέντα μέτρα, θα αποβλέπουν, κατά τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, αποκλειστικά στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας θεσμικών και πολιτικών παραγόντων και δεν θα αφορούν απλούς πολίτες ή έστω δημοσιογράφους και συντάκτες μέσων ενημέρωσης. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ακόμη εκκρεμεί η ενσωμάτωση της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2019/1937 σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης καθώς και η ενσωμάτωση της πρότασης Οδηγίας για την προστασία δημόσιων προσώπων (όπως ακτιβιστές και δημοσιογράφοι) από στρατηγικά στοχευμένες αγωγές λόγω του δραστικού τους ρόλου στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων (SLAPPs). Συνειδητοποιεί άραγε η Κυβέρνηση ότι η πρωτοβουλία του παραιτηθέντος Γενικού Γραμματέα να ασκήσει αγωγή κατά των δημοσιογράφων που αποκάλυψαν κρίσιμες πτυχές της υπόθεσης έχει εξ αντικειμένου αυτό το στρατηγικό χαρακτήρα;

Τέλος, είναι άξιο απορίας πώς αναμένει κανείς να πιστέψουμε ότι η προστασία της ελευθερίας και του απόρρητου των επικοινωνιών πρόκειται να αναβαθμιστεί με την υπαγωγή της εποπτείας των αρχών, που είναι αρμόδιες για την άρση απορρήτου, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, δηλαδή σε όργανα που εξ ορισμού ελέγχει ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, ενώ παραλείπεται επιδεικτικά η ΑΔΑΕ, στην οποία το ίδιο το Σύνταγμα, εν όψει ακριβώς της ανεξαρτησίας της, ρητώς αναθέτει την κυρία αρμοδιότητα διασφάλισης της ελευθερίας και του απορρήτου των ανταποκρίσεων και επικοινωνιών.

Η δημόσια λογοδοσία για την παραβίαση των ελευθεριών μας δεν μπορεί να είναι συγγνώμες για κάποιο ολίσθημα ή αμήχανες επικλήσεις άγνοιας. 

Μέλος

Newsletter