Η οικονομική κρίση δεν είναι ευκαιρία περιστολής της θρησκευτικής ελευθερίας και της ανεκτικότητας

Μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων, γιορτές αγάπης, σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία πληροφορηθήκαμε δύο νομικές κινήσεις που αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο και θέτουν ξανά το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας, του μισαλλόδοξου λόγου εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς και του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας.

Κατ’ αρχάς ο Μητροπολίτης Πειραιά κατέθεσε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Πειραιά (21/12) ποινική έγκληση κατά τριών Καθολικών, ιερέων και μοναχών, επειδή στην Καθολική Ελληνογαλλική Σχολή Jeanne D’ Arc του Πειραιά γινόταν κοινή προσευχή Καθολικών και Ορθοδόξων και αυτό θεωρήθηκε από τον Μητροπολίτη ως πράξη προσηλυτισμού εναντίον των Ορθόδοξων μαθητών. Επικαλούμενος, το αρ.13 του Συντάγματος και τους δικτατορικούς νόμους (1363/1938 και 1672/1939) περί προσηλυτισμού της δικτατορίας Μεταξά, για τους οποίους ο τότε Αρχιεπίσκοπος ευχαριστούσε τον Μεταξά με το σκεπτικό ότι περιστέλουν την υπό διάφορα προσχήματα διάδοσιν αντορθοδόξων και αντεκκλησιαστικών ιδεών δι’ ων επιδιώκεται η διαίρεσις της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας, ζητά την τιμωρία των Καθολικών, διότι με την κοινή προσευχή “αμβλύνεται η ορθόδοξος αυτοσυνειδησία των μικρών ευπλάστων μαθητών”. Εκτός αυτού, όμως, στο κλείσιμο της έγκλησής του επιδίδεται σε μία αδιανόητη και εμφανώς ρατσιστική ρητορική εναντίον των Καθολικών τους οποίους ταυτίζει συνολικά με εγκλήματα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλάβία και με τις πρόσφατες καταγγελίες περί παιδεραστίας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης από Καθολικούς ιερείς.

Θεωρούμε ότι δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση αδίκημα προσηλυτισμού σε ένα σχολείο εμφανώς και δηλωμένα Καθολικών φρονημάτων στο οποίο οι ετερόδοξοι μαθητές προσέρχονται αυτοβούλως ή έπειτα από επιθυμία των γονέων τους. Στην έγκλησή του ο Μητροπολίτης δεν αναφέρεται σε κανένα περιστατικό εξαπάτησης εκ μέρους του Καθολικού εκπαιδευτηρίου και συνεπώς είναι ευθύνη της οικογένειας των παιδιών εάν επιθυμούν ή όχι τα παιδιά τους να συμμετάσχουν στην πρωινή προσευχή. Πέραν αυτού η γενικευτική ταύτιση των Καθολικών με εγκλήματα πολέμου και κάθε είδους σκάνδαλα αποτελεί μία ακόμα μαύρη σελίδα για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας στο θέμα της μισαλλοδοξίας, πολλώ δε μάλλον που η Ιερά Σύνοδος δεν σχολίασε καν ούτε το γεγονός της ποινικής έγκλησης ούτε τη φρασεολογία και το ύφος του Μητροπολίτη για να αποδειχθεί για ακόμα μία φορά ότι στους κόλπους της Εκκλησίας η ανεκτικότητα και η θρησκευτική ελευθερία ενδιαφέρουν μόνο όταν αφορούν τη λεγόμενη “επικρατούσα θρησκεία”.

Την ίδια ακριβώς περίοδο (28/12) κατατέθηκε στο ΣτΕ αίτηση ακυρώσεως της Κοινής Υπουργικής Απόφασης, η οποία κίνησε τις διαδικασίες για την ανέγερση του Ισλαμικού Τεμένους στον Βοτανικό, στην οποία πρωταγωνιστεί και πάλι ο Μητροπολίτης Πειραιά από κοινού με δύο πλωτάρχες του Πολεμικού Ναυτικού, έναν Καθηγητή Πανεπιστημίου, μέλος του ΛΑΟΣ και έναν εξωραϊστικό σύλλογο από την περιοχή του Βοτανικού. Επειδή η έκταση της αίτησης ακυρώσεως είναι αρκετά εκτενής δεν μπορούμε να παραθέσουμε πολλά παραδείγματα της μισαλλοδοξίας και της έλλειψης ανεκτικότητας που διατρέχουν το εν λόγω κείμενο. Οφείλουμε πάντως να υπογραμμίσουμε ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση δεν πρέπει να αποτελέσει σε καμία περίπτωση αφορμή για εκπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην απρόσκοπτη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας, όπως σαφώς αφήνουν να εννοηθεί οι συντάκτες του. Ας ελπίσουμε ότι η ανέγερση ενός επίσημου Ισλαμικού Τεμένους που καρκινοβατεί εδώ και χρόνια δεν θα συναντήσει άλλα εμπόδια από ομάδες πολιτών και ιερωμένων που αρνούνται με κάθε τρόπο την πραγμάτωση της θρησκευτικής ελευθερίας στη χώρα μας, ταυτίζουν την Ορθοδοξία με το ελληνικό έθνος και δηλώνουν εμφατικά ότι το Σύνταγμα προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή την Ορθόδοξη.

Από τα δύο ανωτέρω περιστατικά επανέρχονται ή πρέπει να επανέλθουν στο δημόσιο διάλογο δύο καίρια ζητήματα, τα οποία η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη έχει θίξει στο παρελθόν. Αφενός ο ρατσιστικός και μισαλλόδοξος λόγος μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας και αφετέρου η πρόταση της Ένωσης για τον χωρισμό κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία πλέον είναι επιτακτική, προκειμένου να γίνει επιτέλους το μετέωρο βήμα προς ένα πραγματικά κοσμικό κράτος. Η αντιμετώπιση του μισαλλόδοξου λόγου και η προστασία των δικαιωμάτων δεν αποτελούν πολυτέλεια σε καιρούς κρίσης ούτε συμψηφίζονται, τουναντίον πρέπει να τίθενται στο προσκήνιο και να αποτελούν βασική προτεραιότητα για μια κοινωνία που επιδιώκει να είναι δημοκρατική, φιλελεύθερη και κοσμική.

 

ρατσισμός, σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter