Η θέση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο Σύνταγμα: ενδυνάμωση ή εκφυλισμός;

Του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη,
Αναπληρωτής καθηγητής στο Παν. Μακεδονίας, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 κατοχύρωσε στην κορυφή της κανονιστικής μας ιεραρχίας μια σειρά νέων δικαιωμάτων επιχειρώντας να αναβαθμίσει την προστασία έννομων αγαθών που εντάσσονται στην κατηγορία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (προστασία προσωπικών δεδομένων, δικαίωμα στην πληροφορία, θετικές διακρίσεις κ.άλ.). Ανεξάρτητα από την συζήτηση υπέρ της διεύρυνσης του καταλόγου ή κατά αναποτελεσματικότητας ενός φλύαρου Συντάγματος, τα τελευταία χρόνια γινόμαστε θεατές της διολίσθησης της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δηλαδή της υποβάθμισης της θεσμικής προστασίας του ατόμου αλλά ολόκληρων κοινωνικών ομάδων μέσα από την υπέρβαση εξουσίας ή από την αδράνεια για την λήψη των απαιτούμενων μέτρων από το κράτος. Έτσι το άρθρο 25, από θεμελιακή εγγύηση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και άρα ιδιοσυστατικό χαρακτηριστικό του δημοκρατικού πολιτεύματος, υποβιβάζεται σε μία κανονιστικά αδιάφορη διάταξη.

Στην ατζέντα της συζήτηση για την ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης και του περιεχομένου της, πολλές και ετερόκλητες θεματικές μπορούν να εγγραφούν και εν τέλει να αποκρυσταλλωθούν σε νέους κανόνες, ξεκινώντας από τις σχέσεις κράτους εκκλησίας και φτάνοντας στην αποτελεσματική διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των μελών της κοινωνίας. Θα μπορούσαν να θεσπιστούν και άλλες καινοτόμες διατάξεις, όπως σχετικά με την κατοχύρωση της ελεύθερης πρόσβασης στα κοινά αγαθά, όπως θα μπορούσαν να θεωρηθούν ορισμένες περιοχές του ραδιοφάσματος και η ελεύθερη αναπαραγωγή και διανομή δημόσιων ψηφιακών έργων. Επίσης σχετικά με την κατοχύρωση της ψήφου των μεταναστών που έχουν μόνιμη σχέση με το τόπο που ζουν, όπως και η εγγραφή στο Σύνταγμα βασικών χαρακτηριστικών που ο εκλογικός νόμος θα όφειλε να έχει αποτρέποντας την συνεχή ενασχόληση του νομοθέτη με το θέμα. Σε άλλες περιπτώσεις ίσως δεν απαιτείται ριζοσπαστική αναθεώρηση του ίδιου του Συντάγματος, αλλά γενναία ερμηνευτική προσέγγιση και κυρίως πολιτική δέσμευση ώστε στην εφαρμογή τους οι διατάξεις προστασίας δικαιωμάτων να αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο μέσα από νέα νομοθεσία (βλ. έλεγχος της αστυνομίας με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα για παράδειγμα).

Αν κανείς εξετάσει τα δικαιώματα κατά την εφαρμογή τους τα τελευταία 25 χρόνια μπορεί να διαπιστώσει, είναι ότι το Σύνταγμα σταδιακά από τη μία πλευρά αποκτά ειδικότερες διατυπώσεις, ενώ από την άλλη μειώνεται η αποτελεσματικότητά του κατά την εφαρμογή του συνόλου του. Στην πράξη, δηλαδή, το Σύνταγμα απομακρύνεται από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και οι έννοιες που κατοχυρώνει χάνουν την σημασία τους. Η αναφορά πλέον στο «κράτος δικαίου» και τις συνδηλώσεις που απορρέουν από αυτό, έχει απολέσει προ πολλού το ειδικό βάρος που θα άξιζε. Αλλά και ειδικά, αν εστιάσει κανείς σε συγκεκριμένες διατάξεις, όπως για παράδειγμα την προφυλάκιση (άρθρο 6.4), την ταχύτητα απόδοσης δικαιοσύνης (άρθρο 20), ή το δικαίωμα αναφοράς (άρθρο 10), μπορεί να διαπιστώσει ότι στην εφαρμογή τους ακυρώνονται τα δικαιώματα, αποψιλώνοντας το όλο σύστημα από τις εγγυήσεις που παρέχει το Σύνταγμα. Θα άξιζε να θυμίσει κανείς ότι στο άρθρο 2.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, όμως η ουσιαστική εφαρμογή της υποχρέωσης σε πολλές περιπτώσεις αυτή καθίσταται κενό γράμμα. Να αναφερθεί κανείς στην κρατική μέριμνα για τους ψυχικά ασθενείς, εκείνους που πάσχουν από βαριά αναπηρία, τους κρατούμενους, ποινικούς και διοικητικούς;

Πέρα από τους γνωρίζοντες τα θέματα αυτά, αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στις σχετικές καταδικαστικές για την Ελλάδα αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για να αντιληφθεί ότι ο συνταγματικός κανόνας (και σε συνάφεια το άρθρο 5, ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) διαβάζεται ως διακοσμητική εξαγγελία. Παρόμοια μπορεί κανείς να σταθεί κριτικά απέναντι στην συνταγματική κατοχύρωση των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (στην εργασία, την παιδεία και την υγεία). Για τα δικαιώματα αυτά η αγωγιμότητα, δηλαδή η νομική αξίωση από το κράτος στην λήψη εξατομικευμένων μέτρων, είναι όνειρο μακρινό. Αν υποθέσουμε ότι τα δικαιώματα αυτά ενέχουν μιαν ανελαστική ελάχιστη τιμή με γνώμονα την αξιοπρεπή διαβίωση του δικαιούχου, τότε το Σύνταγμα σίγουρα δεν κινητοποίησε πολιτικές σε αυτή την κατεύθυνση. Εν τέλει, η συνταγματική έκταση των δικαιωμάτων διολισθαίνει σε μία διακοσμητική λειτουργία όπως εκλαμβάνεται με πρόσχημα την οικονομική κρίση και την αναδιάταξη των προτεραιοτήτων σύμφωνα με τον ηγεμονικό πολιτικό λόγο.

Πολλά από τα παραπάνω ήδη πηγάζουν από υποχρεώσεις του κράτους σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις. Πολλά από τα δικαιώματα κατοχυρώνονται διπλά, δηλαδή από το Σύνταγμα και από διεθνείς συνθήκες. Εξάλλου, το άρθρο 28.1 του Συντάγματος αναγνωρίζει την ανώτερη τυπική ισχύ του δικαίου αυτού στην ελληνική έννομη τάξη. Στην πράξη πολλές φορές οι διατάξεις αυτές αγνοούνται από το έλληνα δικαστή, όπως και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες ολοένα και περισσότερο διαπιστώνουν παραβίαση από τα όργανα της ελληνικού κράτους, την κυβέρνηση, τον δικαστή ή τον νομοθέτη. Εδώ λοιπόν βρίσκεται ένα λεπτό και κρίσιμο θέμα, ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ του συνταγματικού κανόνα και της εφαρμογής του, του χώρου εκείνου δηλαδή που το όργανο του κράτους που ασκεί εξουσία καλείται να εσωτερικεύσει τον κανόνα δικαίου υπέρ του δικαιούχου του δικαιώματος. Τι να πει κανείς όταν ο ίδιος ο Υπουργός δημόσιας τάξης και προστασίας του πολίτη, αμφισβητεί την νομική επάρκεια του ΕEΔΑ και δηλώνει ότι «η εξέλιξη του ΕΔΔΑ τα τελευταία χρόνια μάλλον ενυποθηκεύει παρά βοηθάει την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου», και κλείνει το μάτι στον έλληνα δικαστή να αγνοήσει την νομολογία του Στρασβούργου, αλλά σε τελική ανάλυση και το ίδιο το Σύνταγμα. Μάλιστα, οι δικαστές που οδήγησαν με τις αποφάσεις τους σε καταδίκες από το ΕΔΔΑ παραμένουν ανέλεγκτοι διοικητικά, καθώς στην πλειοψηφία των αποφάσεων θα μπορούσε η ευρωπαϊκή καταδίκη να έχει αποσοβηθεί, εάν βέβαια είχαν λάβει υπόψη τους την νομολογία αυτή, και να αποφευχθεί το κόστος, πολιτικό, ηθικό και χρηματικό για την Ελλάδα. Μέσα από τα παραδείγματα αυτά φαίνεται ότι η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ατομικών και κοινωνικών, πέρα από την κατοχύρωση στο γράμμα του Συντάγματος και του νόμου, διολισθαίνει σταδιακά μέσα στην απαξία και την ανασφάλεια. Και η κατάσταση αυτή συνιστά υποχώρηση την οποία θα χρεωθεί με μεγάλο κόστος ολόκληρη η κοινωνία.

 

φωτογραφία: Ανδρέας Κοντοκάνης

ατομικά δικαιώματα, σύνταγμα

Μέλος

Newsletter