Η Ευρώπη, η Ελλάδα και η μετανάστευση: υπάρχει διέξοδος από τα συντρίμμια;

Του Δημήτρη Χριστόπουλου

Μια άσκηση που οφείλουμε να κάνουμε όταν προσπαθούμε να συνοψίσουμε ένα ζήτημα (που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε) είναι η ιστορικοποίησή του. Η αναπαράστασή του δηλαδή στον ιστορικό του μέλλοντος. Πώς θα περιγράφει ο ιστορικός του μεταναστευτικού φαινομένου τη σύγχρονη ελληνική εμπειρία, ενταγμένη στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον; Σε τι θα εστιάσει και τι θα παραλείψει.

Ξεκινώντας από το οικουμενικό, στο περιφερειακό και κατόπιν στο εθνικό θα έκανα την εξής εισαγωγή:

Πρώτον, οικουμενική αστάθεια. Με δεδομένους τους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων και το γεωπολιτικό χάος στο οποίο έχει βυθιστεί ένα μείζον τμήμα της ασιατικής ηπείρου από το δυτικό άκρο της ινδικής χερσονήσου ως τις ακτές της Μεσογείου σε συνδυασμό με την ανίατη χρόνια κατάσταση στην οποία ότι βρίσκεται η μαύρη Αφρική δεν φαίνεται στο ορατό μέλλον πιθανότητα παύσης των μεταναστευτικών ροών από τις περιοχές αυτές.

Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας. Με δεδομένη επίσης τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας στο νοτιο-ανατολικό άκρο της Ευρώπης, όσο συνεχίζονται αυτές οι ροές δύσκολα η χώρα μπορεί να γλιτώσει από την υποχρέωση να αποτελεί το transit τμήματος των ροών αυτών όταν δεν είναι ο τελικός τους προορισμός.

Τρίτον, η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά το ότι γνωρίζει πως έχει ανάγκη μεταναστευτική εργατική δύναμη σε μια ήπειρο που γερνάει, θα ήθελε η Ελλάδα να καταφέρει να συγκρατήσει αυτές τις ροές εντός επικράτειάς της. Για το λόγο αυτό, με διάφορα κονδύλια και χρηματοδοτήσεις που παρέχει στη χώρα ουσιαστικά ζητά να φτιαχτεί ένας σταθμός πρώτων μεταναστευτικών βοηθειών στον ΝΑ άκρο της ΕΕ, χωρίς ωστόσο να ενδιαφέρεται και πολύ να φτιάξει ένα αξιοπρεπές νοσοκομείο με πιο μόνιμες δομές εκτός Ελλάδας διότι αυτό θα αυξήσει το βάρος που θα πρέπει να επωμιστεί ο ευρωπαϊκός βορράς. Με την έννοια αυτήν, η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική είναι υποκριτική.

Τέταρτον, η ελληνική μεταναστευτική πολιτική. Και στο μεταναστευτικό, η ελληνική πολιτική παρουσιάζει συμπτώματα ενός εκφυλισμού που δεν απέχουν πολύ από αυτό που θα ονομάζαμε χρεοκοπία. Αυτό το σημείο θα τεκμηριώσουμε αργότερα.

Η αντανακλαστική αριστερή θέση στα ανωτέρω, τουλάχιστον στην Ελλάδα, βασίζεται παραδοσιακά σε μια παράδοξη ιεράρχηση. Με ένταση λόγου διεξάγεται ένας τίμιος αγώνας για την αλλαγή των παγκόσμιων συσχετισμών. Όσοι έχουν σπουδάσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο θα θυμούνται κινητοποιήσεις της ελληνικής αριστεράς περί σχεδόν παντός αδίκου επιστητού στον κόσμο τούτον, με έμφαση κυρίως στις αδικίες που προκαλεί στην υφήλιο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός: τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Ωστόσο, ο αγώνας αυτός – καλοπροαίρετος ως επί το πλείστον- έχει ένα πρόβλημα: τα βάζει με κάτι το οποίο, λόγω κλίμακας, είναι εξόχως δύσκολο -όχι αδύνατο βέβαια- να αλλάξει. Το πολιτικά δύσκολο όμως είναι και, από μια σκοπιά, ρητορικά εύκολο. Είναι γεγονός ότι για τη μετανάστευση φταίνε η φτώχεια του Τρίτου Κόσμου και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Δύσης όπου γης που εντείνουν την αιμορραγία. Ωστόσο, όσο εύκολο είναι να διαλέξεις αυτά ως αντίπαλο -διότι όσο υπάρχει φτώχεια και ανισότητα θα υπάρχει μετανάστευση – τόσο δύσκολο είναι να μπορέσεις στοιχειωδώς να αλλάξεις έστω και κατ’ ελάχιστο αυτούς τους συσχετισμούς. Αντιθέτως, είναι μάλλον απλό, στα όρια του κοινότοπου, να τους καταγγέλλεις.

Η αριστερά λοιπόν όσο πηγαίνουμε από το οικουμενικά μεγάλο στο εθνικά μικρό εμφανίζει έναν αστιγματισμό. Για τα μεγάλα παλεύει, αλλά τα μικρά πολύ συχνά τα απωθεί. Δεν έχει πραγματικά ενδιαφερθεί τόσα χρόνια να επεξεργαστεί υπεύθυνα μια εναλλακτική πρόταση (και) για το μεταναστευτικό, ενώ τώρα που βρίσκεται ενώπιον των πυλών της κυβέρνησης χρειάζεται, μέσα σε όλα, να έχει και αυτό. [1] Η αβελτηρία αυτή μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες που εκφεύγουν το ενδιαφέροντός μου εδώ αλλά σίγουρα σχετίζεται και με το γεγονός ότι οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων μιας δημόσιας πολιτικής δεν ήταν πάντα μέσα στην πολιτική κουλτούρα ενός μείζονος τμήματος της αριστεράς στη χώρα, το οποίο έχει γαλουχηθεί με την ιδέα της ανατροπής. Εξάλλου, η ελληνική πολιτική ιστορία του 20ου αιώνα προσφέρεται κατεξοχήν για τέτοιου είδους αναγνώσεις. Τα πιο κρίσιμα με ανατροπές γίνανε.

Έρχομαι τώρα στην κυρίαρχη αντιμετώπιση από το κυβερνητικό μπλοκ δυνάμεων, την οποία αξιολογώ ως κρισιμότερη και φυσικά πιο παθογόνα. Εδώ έχουμε σχηματικά μια αντιστροφή η οποία φυσικά εντείνεται μέσα από τη συγκυρία της δομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα τα τελευταία χρόνια. Η κυρίαρχη αντίληψη εδώ είναι η αντιμετώπιση της Ευρώπης ως ένα άκαμπτου γεωπολιτικού δεδομένου, μονοδιάστατου και άτρωτου σε ό,τι αφορά τις κυρίαρχες, νεοφιλελεύθερες επιλογές του. Αυτή η προσέγγιση της Ευρώπης – Ευρώπη να ‘ναι και ό,τι να ‘ναι – ονομάστηκε εύστοχα «ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός» (Σ. Βαλντέν). Σαν η Ευρώπη να μην είναι πολιτικό, αλλά φυσικό φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει διότι υπακούει σε δυνάμεις που ξεπερνάνε την ανθρώπινη βούληση. Το αποτέλεσμα πλέον είναι μια διαρκής ρητορική περί εσωτερικών μεταρρυθμίσεων που υπαγορεύονται αδιαμεσολάβητα πλέον από την ΕΕ -δια της τρόικας πλέον- ενώ η προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών εντός ΕΕ θεωρείται κάτι σαν έγκλημα καθοσιώσεως. Η Ευρώπη είναι ιδανικά ακίνητη. Εμείς πρέπει να την φτάσουμε. Η αντίληψη αυτή ηγεμονεύει με διάφορες παραλλαγές και εντάσεις στα τρία κόμματα που κυβερνάνε σήμερα.

Ειδικά τώρα, το μεταναστευτικό παρουσιάζει κάποιες κρίσιμες ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλους τομείς δημοσίων πολιτικών, στους οποίους το ως άνω σχήμα εφαρμόζεται χωρίς παραλλαγές. Η παραλλαγή του μεταναστευτικού είναι ότι ευθύς εξαρχής, για περισσότερο από 22 χρόνια πλέον, στην Ελλάδα είχαμε μια μοναδικής κοπής νεοφιλελεύθερη διαχείριση που τροχιοδεικτικά σαν να έδειχνε τι έπεται σε μια χώρα του νέο-φιλελεύθερου ευρωπαϊκού νότου. Με απλά λόγια, στη μετανάστευση είμαστε νεοφιλελεύθεροι από το 1990. Αυτό που εγκαινιάστηκε από το 1990 στους μετανάστες, δοκιμάζεται πλέον για τα καλά στους γηγενείς. Το κράτος για μια δεκαετία κυριολεκτικά εξαφανισμένο και η ελληνική αγορά εργασίας -μαύρη αγορά- ρύθμιζε τα πάντα. Αυτή ήταν η ελληνική μεταναστευτική πολιτική: θέλαμε παράνομους, ανασφάλιστους μετανάστες. Μόνον έτσι τους θέλαμε. Όπως ακριβώς έναν αιώνα πιο πίσω στις δυτικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένα βαλκανικό φαρ ουέστ.

Το απόλυτο νεοφιλελεύθερο μεταναστευτικό πείραμα όμως σκόνταψε εξαιτίας των εσωτερικών και εξωτερικών αντιφάσεων: των μη ελεγχόμενων διεθνών συγκυριών μετά την 11η Σεπτεμβρίου που ενέτειναν τις ροές και φυσικά την έλευση της κρίσης, ήδη από το φθινόπωρο του 2004, που αρχίσαμε να ξυπνάμε από το παρατεταμένο και δαπανηρό ολυμπιακό μεθύσι. Ως τότε η mainstream -αντιρατσιστική- ρητορεία της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο νέο-συντηρητικό ρατσισμό, την οποία τμήμα της αριστεράς είχε ενστερνιστεί, υπαγόρευε πως οι μετανάστες είναι χρήσιμοι και για αυτό δεν πρέπει να φύγουν. Τώρα όμως;

Συζητώ για χρεοκοπία της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής υπό την έννοια:

1ον) της αδυναμίας καθετοποίησης πολιτικής βούλησης με στόχο τη ρύθμιση δεδομένων έξω από τις επιταγές της αγοράς.

2ον) της συρρικνωμένης δυνατότητας διοικητικής ρύθμισης: πόσα χρόνια τώρα το ελληνικό κράτος εκδίδει ληγμένες άδειες διαμονής; Αυτά ήταν δεδομένα και πριν το 2010. Η κρίση κομίζει ένα 3ο νέο: την κατάρρευση και της αγοράς εργασίας. Του κρίσιμου κρίκου που ρύθμιζε τα πάντα. Την στιγμή λοιπόν που και η ίδια αυτή αγορά εργασίας συνθλίβεται, τότε απλώς κοιτάμε τα συντρίμμια: συντρίμμια πολιτικών, συντρίμμια διοίκησης και φυσικά συντρίμμια ανθρώπων: η Ελλάδα αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά μετά το 1974 ως χώρα αποστολής προσφύγων (όχι δικής της, αλλά αλλοδαπής ιθαγένειας) ενώ οι συστηματικές προσπάθειες που διεξάγονται σε τρεις χρονικές στιγμές, δηλαδή το 2000 (με τον 2910), το 2005 (με τον 3386) και κυρίως το 2010-11 (με τον 3838/2010 και 3907/2011) υπονομεύονται επιτυχώς από την ίδια τη διοίκηση, είτε από τη δικαιοσύνη (όπως κατεξοχήν με την επικείμενη απόφαση του ΣτΕ για το ν. 3838).

Η κατάσταση αυτή στέλνει εξ αντικειμένου δύο διαφορετικού τύπου μηνύματα. Δεν υπονοώ ότι κάποιοι εν πλήρη συνειδήσει τους τα παρήγαγαν (χωρίς κιόλας να το αποκλείω). Ένα προς την ανατολή και το νότο, και το άλλο προς το βορρά και τη δύση. Το πρώτο μήνυμα απευθύνεται προς τους μετανάστες ή κυρίως τους εν δυνάμει μετανάστες και είναι απλό και εμπεδωμένο πλέον σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, από την αστυνομία ως την κυβέρνηση: «μην έρχεστε άλλο στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι αφόρητη, και για να μην έχετε αμφιβολίες για τούτο, θα σας την κάνουμε πιο αφόρητη ώστε να ξεγράψετε το ενδεχόμενο της αποδημίας σας εδώ».

Το μήνυμα εν μέρει λαμβάνεται καθώς η χώρα έχει παύσει ως αγορά εργασίας να αποτελεί μεταναστευτικό προορισμό. Ταυτόχρονα όμως δεν λαμβάνεται όσο προσδοκούν κάποιοι, διότι όσο κόλαση και να είναι η Ελλάδα σήμερα, χειρότερα από τις περισσότερες χώρες αποστολής δεν είναι. Το δεύτερο μήνυμα είναι προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που αποτελούν τους πραγματικούς μεταναστευτικούς προορισμούς των ανθρώπων που εγκλωβίζονται στην Ελλάδα. Το μήνυμα αυτό -εξίσου κυνικό- στρέφεται εναντίον της ευρωπαϊκής υποκρισίας και λέει: «μας αφήνετε μόνους να διαχειριστούμε ένα ζήτημα που δεν είναι δικό μας αλλά δικό σας. Μας παρέχετε κονδύλια για να συμμαζέψουμε τις δομές υποδοχής, αλλά δεν δείχνετε ότι έχετε διάθεση να μοιραστείτε αναλογικά το βάρος του μεταναστευτικού πληθυσμού που σας πρέπει. Άρα, εμείς δεν κάνουμε τίποτε για να βελτιωθούμε. Διότι αν βελτιωθούμε, τότε και στους πεινασμένους ξυπόλητους στέλνουμε μήνυμα ότι τα πράγματα μπορεί να γίνουν καλύτερα γι?αυτούς, αλλά και εσάς στέλνουμε το μήνυμα ότι πιθανώς να αντέχουμε να είμαστε ένα buffer zone του πλούσιου βορρά που μέσα στη κατάρρευση του θα πρέπει να υποστεί και τη παρουσία παρανόμων φτωχών μεταναστών».

Και τα δύο μηνύματα συγκλίνουν σε μια στρατηγική που δε λέγεται, αλλά, πάρα ταύτα, επιτελείται: όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα.

Η άρρητη αυτή στρατηγική, όσο κυνική και απάνθρωπη να είναι, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι έχει μια ένθεν και ένθεν πειστικότητα. Τουλάχιστον, αυτό δείχνει να πιστεύει η ελληνική διοίκηση καθώς τίποτε, με τις εξαιρέσεις για τις οποίες κάναμε λόγο προηγουμένως, δε δείχνει να αλλάζει προς το καλύτερο. Η πολιτική όμως αυτή είναι απάνθρωπη, επικίνδυνη και εν τέλει μη πειστική. Ή μάλλον πιστεύω πως υπάρχει μια πειστικότερη. Είναι απάνθρωπη διότι ευτελίζει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Είναι επικίνδυνη διότι αποενεχοποιεί το νεοναζισμό που καραδοκεί να διαλύσει την πολιτική κοινότητα, και τέλος δεν είναι πειστική εκ του αποτελέσματος. Αν δεν ξεκινήσει μια συστηματική διαδικασία καταγραφής και ταυτοποίησης για τον παράνομα εβρισκόμενο πληθυσμό στη χώρα, τότε ούτε για τι μιλάμε θα ξέρουμε, ούτε αποτελεσματικά φυσικά θα μπορούμε να ζητήσουμε από κανέναν εταίρο να μοιραστεί ένα βάρος που δεν γνωρίζουμε, ούτε φυσικά στοιχειωδώς την κοινωνική οδύνη θα μπορούμε να αμβλύνουμε. Αν δεν καταγράψουμε τον πληθυσμό αυτόν, ούτε καν την ελπίδα του επαναπατρισμού -που τόσο υποτίθεται θέλουμε – δεν μπορεί να έχουμε. Έτσι, εν είδει κοινοβουλευτικού εθίμου, η κάθε νέα νέο-συντηρητική κυβέρνηση θα ξεκινά με εξαγγελίες για κράτηση και επιχειρήσεις-σκούπες, οι οποίες πολύ γρήγορα αφού σκάσουν σαν επικοινωνιακές κροτίδες, θα δώσουν τη θέση τους στην καθημερινότητα – όπως την ξέρουμε και τη ξέραμε – έχοντας δηλητηριάσει κι άλλο την πολιτική ατμόσφαιρα σε όφελος των ναζιστών.

Στα συντρίμμια αυτά πάνω καλούμαστε σήμερα να επεξεργαστούμε μια πολιτική για το μεταναστευτικό. Αριστερή πολιτική; Εμφατικά, αν και είναι βέβαιο ότι στο χαρακτηρισμό αυτόν ο καθένας μπορεί να σκέφτεται άλλα. Πάντως, με κάθε τρόπο μια πολιτική ρεαλιστική και ανθρώπινη, αλληλέγγυα σε ανίσχυρους ανθρώπους – μετανάστες και μη -, ανάσχεση στον εκφασισμό της κοινωνίας και ελπίδα για μια σοβαρή ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση αναλογικού καταμερισμού τμήματος του πληθυσμού αυτού.

Μια τέτοια αριστερή πολιτική είναι δύσκολο έργο για όλους. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει τώρα είναι κάτι μακράν χειρότερο από δύσκολο.


Εισήγηση στη δημόσια συζήτηση που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας «Ποια μεταναστευτική πολιτική χρειάζεται η Ευρώπη της κρίσης». Αθήνα 4η Δεκεμβρίου 2012.

[1] Η προεκλογική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων στους μετανάστες που βρίσκονται παράνομα στη χώρα προκειμένου να πάνε στα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ εγγράφεται δυστυχώς σε μια τέτοια – κατ’ ουσίαν – μη στρατηγική.

Αναδημοσίευση από Red Notebook

 

φωτογραφία: Rock Cohen

 

 

μετανάστευση

Μέλος

Newsletter