Επιχειρήματα για την κατάργηση των αδικημάτων κατά της θρησκευτικής ειρήνης

1. Το πρόβλημα

Το έβδομο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα φέρει τον τίτλο “Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης” και θεσπίζει τα εξής αδικήματα:
α. Bλασφημία, τιμωρώντας με φυλάκιση όποιον “δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιονδήποτε τρόπο το Θεό” ή εκδηλώνει “δημόσια με βλασφημία έλλειψη σεβασμού προς τα θεία” (άρθρο 198).
β. Καθύβριση θρησκευμάτων, τιμωρώντας με φυλάκιση όποιον “δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα” (άρθρο 199).
γ. Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων, τιμωρώντας με φυλάκιση όποιον “κακόβουλα προσπαθεί να εμποδίσει ή με πρόθεση διαταράσσει μια ανεκτή κατά το πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή” ή “σε εκκλησία ή σε τόπο ορισμένο για θρησκευτική συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευμα ενεργεί υβριστικά ανάρμοστες πράξεις” (άρθρο 200).
Αυτές οι ρυθμίσεις θέτουν σοβαρά νομικά και πολιτικά προβλήματα που θα αναφέρουμε στη συνέχεια και δείχνουν ότι είναι επιτακτική η κατάργησή τους.

2. Βλασφημία

2.1. Το προβληματικό αντικείμενο προστασίας

Σκοπός της απαγόρευσης βλασφημίας δεν είναι η προστασία του θρησκευτικού συναισθήματος των πιστών, όπως συχνά αναφέρεται. To άρθρο 198 του Ποινικού Κώδικα δεν αναφέρεται σε θύμα ούτε στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των παρισταμένων. Αντικείμενο ποινικού ενδιαφέροντος είναι μόνον η έννοια/ύπαρξη του Θεού και η εξασφάλιση του σεβασμού στα θεία ως αξία που το κράτος θέλει να προστατεύσει, ανεξάρτητα από το ποιος ακούει τη βλασφημία και το εάν θίγεται.
Αυτό σημαίνει ότι η διάταξη αναγορεύει σε έννομο αγαθό την προστασία του Θεού και αποβλέπει στην αυτοπροστασία του κράτους από προσβολές μιας υπερβατικής αξίας που ενσωματώνεται στην κρατική τάξη. Έτσι το συνταγματικό κράτος αναγνωρίζει την ύπαρξη του θείου και απαγορεύει στους πολίτες του να το προσβάλλουν επί ποινή φυλακίσεως.

Ταυτόχρονα, το Σύνταγμα (άρθρα 13 §. 1, 14 § 1, 16 § 1) εγγυάται ότι καθένας μπορεί να έχει διαφορετική αντίληψη για το θείο, άρα να το αρνείται και να δραστηριοποιείται εναντίον θρησκευτικών πεποιθήσεων με επιστημονικά επιχειρήματα, με πολιτική δράση, με καλλιτεχνικές δημιουργίες, με οργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων, με ίδρυση αντιθρησκευτικών σωματείων, με διδασκαλία σε κρατικά και μη ιδρύματα κλπ.
Όταν ο κοινός νομοθέτης απαγορεύει την έκφραση γνώμης που περιφρονεί το θείο εισάγει έναν καίριο περιορισμό στα εν λόγω συνταγματικά δικαιώματα. Έχουμε εδώ μια αντίφαση μεταξύ του γενικού και του συγκεκριμένου. Καθένας έχει το δικαίωμα να είναι άπιστος κατά το Σύνταγμα, αλλά όλοι οφείλουμε να σεβόμαστε το θείο που ενσωματώνεται στις κρατικές αξίες.

Η αδυναμία χάραξης ορίων μεταξύ του συνταγματικώς επιτρεπτού και του ποινικώς κολάσιμου δημιουργεί τον κίνδυνο ευρείας ποινικοποίησης της ελευθερίας γνώμης και θρησκευτικής συνείδησης. Η φράση του Μαρξ “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού” συνιστά θεμιτή κριτική στην πολιτική λειτουργία των θρησκειών ή εκδηλώνει έλλειψη σεβασμού στα θεία επειδή παρομοιάζει τον πιστό με τον ναρκομανή; Καίτοι όμως η ποινική τιμώρηση της βλασφημίας περιορίζει έντονα τα συνταγματικά δικαιώματα δεν φθάνει ωστόσο στο όριο της αντισυνταγματικότητας, διότι δεν έρχεται σε προφανή αντίθεση με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών. Οι όροι της αντικειμενικής υπόστασης της βλασφημίας (δημοσιότητα, κακοβουλία, εξύβριση, έλλειψη σεβασμού) δείχνουν ότι ο νομοθέτης αποβλέπει στην τιμώρηση εκδηλώσεων που θίγουν έντονα την κρατικώς αναγνωρισμένη θρησκευτικότητα και δεν τείνει να αναιρέσει συνολικά την ελευθερία γνώμης και θρησκευτικής πεποίθησης όσων παραμένουν στα όρια της ευπρέπειας.

Αυτό δεν επιλύει όμως το καθοριστικό πρόβλημα. Αφού η βλασφημία δεν έχει ως θύμα συγκεκριμένο θρήσκευμα ή πιστό, πώς θα κριθεί το τι είναι κακόβουλο και χλευαστικό; Ο ρόλος αυτός ανατίθεται σήμερα στα δικαστήρια που πρέπει να τοποθετούνται νοερά στη θέση του εκάστοτε “θείου”. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι συχνά τα δικαστήρια τείνουν ευήκοο ους στις πλέον αδικαιολόγητες “ευαισθησίες” πιστών (και ιδίως του ιερατείου της Ορθόδοξης Εκκλησίας) επεκτείνοντας με τρόπο απαράδεκτο την ποινικοποίηση χάρη και στον υψηλό βαθμό αοριστίας του άρθρου 198 του Ποινικού Κώδικα.

2.2. Αναποτελεσματικότητα και δικαστηριακή πρακτική

Μπορεί η ποινική απαγόρευση βλασφημίας να αποτρέψει τη χρήση εξυβριστικών εκφράσεων που εμπλέκουν το θείο; Στο μισό αιώνα ισχύος του, ο Ποινικός Κώδικας δεν κατάφερε κάτι τέτοιο, όπως δείχνουν οι αμέτρητες βλασφημίες των οποίων όλοι είμαστε μάρτυρες ή και αυτουργοί. Ποιό είναι το όφελος από την ποινική τιμώρηση όσων είχαν την ατυχία να χρησμιμοποιήσουν “βλάσφημες” εκφράσεις διαπληκτιζόμενοι με ένα εύθικτο και φιλόδικο άτομο;

Η απαγόρευση βλασφημίας δεν επιτελεί γενικοπροληπτικές ούτε ειδικοπροληπτικές λειτουργίες. Αναπτύσσει μόνον συμβολικά αποτελέσματα, παρέχοντας ποινική στήριξη στην κρατική θρησκευτικότητα, δείχνοντας ότι το κράτος τιμωρεί την προσβολή του θείου. Αυτό το μήνυμα έρχεται όμως σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες υποσχέσεις του Συντάγματος. Εδώ η ποινική νομοθεσία χρησιμοποιείται για πολιτικούς λόγους αποσυνδεόμενη από την προστασία έννομων αγαθών των ατόμων.
Οι δίκες με αντικείμενο τη βλασφημία είναι συχνότατες στην Ελλάδα. Ορισμένες περιπτώσεις αφορούν θεάματα, έργα τέχνης ή δημοσιεύματα που αναφέρονται στο θείο με τρόπο υποτιμητικό, συνήθως με σκοπό να τέρψουν το κοινό. Με τον τρόπο αυτό, τα δικαστήρια χρησιμοποιούν τη διάταξη για να καταστείλουν επικριτές της πολιτικά κυρίαρχης θρησκείας. Τέτοιες οι υποθέσεις δημιουργούν συνήθως σκάνδαλο και παρακολουθούνται με ενδιαφέρον από την κοινή γνώμη. Αυτό συνέβη τα τελευταία χρόνια με τις διαμάχες σχετικά με το κινηματογραφικό έργο “Ο τελευταίος πειρασμός” του Μ. Σκορσέζε, το μυθιστόρημα “Μν” του Μ. Ανδρουλάκη και την ελληνική μετάφραση του κόμικ “Η ζωή του Χριστού” του G. Haderer.

Η συντριπτική πλειονότητα των δικών για βλασφημία δεν συνδέονται ωστόσο με επικρίσεις του θείου στα πλαίσια της καλλιτεχνικής έκφρασης. Πρόκειται για συνηθισμένες εξυβρίσεις, στις οποίες ο δράστης, εκτός από εκφράσεις και πράξεις που προσβάλλουν άμεσα το θύμα, αναφέρεται και στο θείο με τις γνωστές σεξουαλικού περιεχομένου φράσεις. Εδώ χρησιμοποιούνται γλωσσικές συμβάσεις της καθομιλουμένης με σκοπό να προσβληθεί το θύμα και όχι το θείο. Τα ελληνικά δικαστήρια υιοθετούν ένα σαθρό νομικό συλλογισμό που οδηγεί στη στρεβλή χρήση της διάταξης περί βλασφημίας, πιθανώς διότι φοβούνται διαμαρτυρίες των οργάνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας αν σημειωθούν μαζικές αθωώσεις “βλασφήμων” ή διότι οι ίδιοι οι δικαστές ασπάζονται “ευλαβείς” απόψεις. Και έτσι διαγιγνώσκουν βλασφημίες εκεί που δεν υπάρχουν, θυσιάζοντας την νομική αξιοπιστία στον θρησκευτικοπολιτικό κομφορμισμό. Η δικαστηριακή πράξη δείχνει ότι η διάταξη περί βλασφημίας εντάσσεται στο νομικό οπλοστάσιο προστασίας της επικρατούσας θρησκείας, κάτι που επιτυγχάνεται με το τίμημα της πολιτικής ανακολουθίας με το φιλελευθερισμό αλλά και της νομικής υποκρισίας σχετικά με τη σημασία των περισότερων βλασφημιών.

3. Καθύβριση θρησκευμάτων και διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων

Τα άρθρα 199 και 200 ΠΚ προστατεύουν από προσβολές τις γνωστές στην Ελλάδα θρησκείες καθώς και τις συναθροίσεις τους. Σε αντίθεση με τις μεταφυσικές ακροβασίες της περί βλασφημίας διάταξης, οι διατάξεις αυτές έχουν συγκεκριμένο και θεμιτό αντικείμενο προστασίας. Ο χλευασμός πεποιθήσεων και η παρενόχληση νόμιμων συγκεντρώσεων είναι πράξεις αποδοκιμαστέες και ο κολασμός τους φαίνεται δικαιολογημένος.

Τίθεται ωστόσο το ερώτημα γιατί υπάρχουν στην ελληνική έννομη τάξη ειδικές διατάξεις όταν οι προσβολές αναφέρονται σε απόψεις και εκδηλώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα και όχι όταν προσβάλλονται απόψεις λη παρακωλύονται εκδηλώσεις με επιστημονικό, καλλιτεχνικό, αθλητικό κλπ. χαρακτήρα. Σε τι διαφέρει η καθύβριση μιας θρησκείας από την καθύβριση ενός καλλιτεχνικού ρεύματος και η διατάραξη ενός Εσπερινού από τη διατάραξη ενό επσιρτημονικού συνεδρίου; Προς τι η ειδική προστασία που θεμελιώνει ένα αδικαιολόγητο προνόμιο για τις θρησκείες; Αν εγκαταλείψουμε τις προσχηματικές απαντήσεις που συχνά δίνονται καταλήγουμε στο ότι ο μόνος λόγος είναι η επιδίωξη του νομοθέτη να τονίσει ότι τα περί τη θρησκεία είναι ιδιαίτερα σημαντικά και αξιοπροστάτευτα. Στην ελληνική δε νομική πράξη αυτό σημαίνει προστασία της ορθόδοξης εκκλησίας με τρόπο αδικαιολόγητο ενόψει της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

4. Πρόταση υπέρβασης του κοινωνικού σκοταδισμού

Το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να σκέπτεται και να δρα θεοκρατικά και οι δικαστές συγχέουν συχνά το δίκαιο με τις πολιτικές σκοπιμότητες προστασίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι διατάξεις που αναλύσαμε θρησκευτικοποιούν το κράτος και προσθέτουν κατασταλτικές εγγυήσεις στην ενσωμάτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον κρατικό μηχανισμό.

Η πρότασή μας συνίσταται στην πλήρη κατάργηση των αδικημάτων κατά της θρησκευτικής ειρήνης, ήτοι στη συνολική κατάργηση του έβδομου κεφαλαίου του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα. Η κατάργηση θα αποτελέσει ένα καίριο και συμβολικά πολυσήμαντο βήμα στην κατεύθυνση θρησκευτικού αποχρωματισμού του βαθέως θρησκευομένου ελληνικού κράτους.

Από πρακτικής πλευράς, αυτή η κατάργηση δεν θα δημιουργήσει κενό νομικής προστασίας, δεδομένου ότι ο Ποινικός Κώδικας προστατεύει την τιμή και υπόληψη των ατόμων θεσπίζοντας τα εγκλήματα κατά της τιμής (εξύβριση, δυσφήμηση, προσβολή μνήμης τεθνεώτος -άρθρο 361 και επόμενα). Η δε προστασία των θρησκευτικών εκδηλώσεων επιτυγχάνεται με προσφυγή σε διατάξεις που χρησιμεύουν για την εν γένει προστασία συλλογικών διαστηριοτήτων (διατάραξη συνεδριάσεων – άρθρο 197, απειλή – άρθρο 333, διατάραξη οικιακής ειρήνης – άρθρο 334 κλπ.)

Επισημαίνουμε τέλος ότι το κεφαλαιο περί θρησκευτικής ειρήνης περιλαμβάνει το άρθρο 201 που αναφέρεται στην περιύβριση νεκρών. Ο σεβασμός προς τους νεκρούς δεν έχει ωστόσο αναγκαία σχέση με τη θρησκεία. Το εν λόγω αδίκημα μπορεί να ενταχθεί στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της τιμής συνδεόμενο με το αδίκημα της προσβολής μνήμης τεθνεώτος (άρθρο 365).

Είναι η πρότασή μας ρεαλιστική; Το συγκριτικό δίκαιο δείχνει ότι η κατάργηση των διατάξεων περί βλασφημίας έχει επέλθει σε πολλές χώρες. Στην Ισπανία και στην Πορτογαλία έγιναν τα τελευταία χρόνια μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν τον έλεγχο της θρησκευτικής έκφρασης με ποινικά μέσα . Στη δε Ιταλία το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε το 2000 αντισυνταγματική την απαγόρευση προσβολής της “κρατικής θρησκείας” που προστάτευε μόνο την καθολική Εκκλησία.

Η κατάργηση των διατάξεων αυτών στην Ελλάδα θα συμβάλλει στην κατεύθυνση απάλειψης των θρησκευτικών δεσμεύσεων του κράτους, της θρησκευτικής προπαγάνδας μέσα από νομικούς κανόνες και της απειλής προς τους εν γένει “ασεβείς” εις βάρος της ατομικής ελευθερίας που το ίδιο κράτος επαγγέλλεται.

 

δικαιοσύνη, σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter