Επιστολή της ΕλΕΔΑ προς τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης σχετικά με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας

Αθήνα, 06-04-2021

Παρακολουθώντας τις πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ομάδα της ΕλΕΔΑ πήρε την πρωτοβουλία σύνταξης προτάσεων αναμόρφωσης του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των εγκλημάτων αυτών και την ενίσχυση του προστατευτικού πλαισίου των θυμάτων αλλά και το σεβασμό των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Οι προτάσεις αυτές απεστάλησαν με επιστολή προς τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης, η οποία περιλαμβάνει αίτημα συνάντησης με αντιπροσωπεία της ΕλΕΔΑ.

 

Κατευθυντήριες αρχές και δράσεις για την δικαιοκρατικότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και την προστασία των θυμάτων

 

Α. Oι πρόσφατες αποκαλύψεις και καταγγελίες σχετικά με εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και ο σχετικός δημόσιος διάλογος που διεξάγεται αναδεικνύουν ουσιαστικά κενά που σχετίζονται με την απόδοση δικαιοσύνης και την προστασία των θυμάτων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως:

α) στη δυσκολία καταγγελίας των εγκλημάτων αυτών, η οποία οφείλεται κυρίως είτε στη σχέση εξάρτησης μεταξύ δράστη και θύματος είτε στην απροθυμία καταγγελίας τους λόγω του αναμενόμενου κοινωνικού στιγματισμού των θυμάτων,

β) στην ανεπάρκεια των δομών απεύθυνσης των θυμάτων και εν γένει του κοινωνικού πλαισίου υποδοχής τους αλλά και στη βραδύτητα και δυσκινησία των διωκτικών αρχών και γενικά του μηχανισμού απονομής της δικαιοσύνης.

Είναι αλήθεια ότι τα εγκλήματα αυτά αποτυπώνονται πιο σπάνια στις επίσημες στατιστικές, όχι γιατί δεν τελούνται, αλλά γιατί δεν καταγγέλλονται. Η ιδιαιτερότητα των γενετήσιων εγκλημάτων και η τέλεσή τους συχνά εντός του οικογενειακού ή στενού περιβάλλοντος του θύματος, η ευαλωτότητα και ο κοινωνικός στιγματισμός των θυμάτων, η μη εξασφάλιση ενός προστατευτικού πλαισίου, η μακρά διάρκεια της διαδικασίας, οδηγούν στην έλλειψη εμπιστοσύνης των θυμάτων προς το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και ουσιαστικά αδρανοποιούν το δικαίωμά τους σε μια αποτελεσματική δικαστική προστασία. Την περίοδο της πανδημίας το πρόβλημα μεγεθύνεται, καθώς, στο βαθμό που δεν έχουν ληφθεί ειδικά μέτρα, πολλές λειτουργίες της δικαιοσύνης ή πολλές κοινωνικές υπηρεσίες υπολειτουργούν, ενώ έχει μειωθεί ακόμη περισσότερο η ορατότητα των εγκλημάτων που τελούνται στο πλαίσιο της οικογένειας.

Ο κοινωνικός αντίκτυπος του παραπάνω κενού οδηγεί την κοινή γνώμη να εκφράζεται δια του μίσους ή του οίκτου, τη στιγμή που οι εμπλεκόμενοι θεσμοί υφίστανται κριτική είτε για συγκάλυψη των εγκλημάτων είτε, αντιστρόφως, για παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας. Ωστόσο μια νηφάλια προσέγγιση θα πρέπει να εμπεριέχει το αποτέλεσμα του συγκερασμού δύο θεμελιωδών στόχων: αφενός της επίτευξης αποτελεσματικής προστασίας έναντι των εν λόγω προσβολών της γενετήσιας ελευθερίας και αφετέρου της τήρησης των δικαιοκρατικών εγγυήσεων έναντι των διωκόμενων ως δραστών.

Β. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι επίσημες πρωτοβουλίες που εξήγγειλε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης φαίνεται ότι ακολουθούν το ίδιο αποτυχημένο μοντέλο «επικοινωνιακής» -και όχι ουσιαστικής- αντιμετώπισης του ζητήματος, που στοχεύει μόνο στον κατευνασμό της κοινής γνώμης και στην μιντιακή διαχείριση των σχετικών κοινωνικών αιτημάτων. Τούτη επιδιώκει μονοσήμαντα την αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου, χωρίς να εξετάζει τη βάση του προβλήματος, δηλαδή τους παράγοντες που συντείνουν αφενός στην αδυναμία-απροθυμία για καταγγελία και αφετέρου στην ανεπάρκεια των δομών υποδοχής και στη βραδύτητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Ειδικότερα η αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, επιδιώκεται είτε με την αύξηση των προβλεπόμενων ποινών είτε με επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής των εν λόγω εγκλημάτων.

α) Σε σχέση με την αυστηροποίηση των προβλεπόμενων ποινών για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ευκαιριακή νομοθέτηση με βάση την επικαιρότητα αποτελεί ένα βασικό μειονέκτημα που χαρακτήρισε αρνητικά την πρόσφατη ποινική νομοθεσία στη χώρα μας. Η δοκιμασμένη και αποτυχημένη συνταγή της αύξησης των απειλούμενων ποινών, στην οποία παραδοσιακά προσφεύγουν οι ελληνικές κυβερνήσεις για να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίτημα για τιμωρία, έχει ως μόνο αποτέλεσμα την συμφόρηση των ελληνικών φυλακών (λόγω των αδυναμιών του σωφρονιστικού μηχανισμού), η οποία στη συνέχεια αντιμετωπίζεται με νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες ελαστικοποίησης της ποινής στην έκτιση και αποσυμφόρησης. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαύλο κύκλο. Εξάλλου, οι αυστηρότερες διατάξεις θα έχουν εφαρμογή στο μέλλον, καθώς στο δικαιϊκό μας σύστημα έχει εφαρμογή η αρχή της απαγόρευσης αναδρομικής εφαρμογής του δυσμενέστερου νόμου για τον κατηγορούμενο.

Άλλωστε για μεγάλο μέρος από τα εγκλήματα αυτά (π.χ. ο βιασμός, η κατάχρηση ανηλίκων) προβλέπεται ήδη ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, με διάρκεια που φτάνει στην υψηλότερη τιμή του είδους της ποινής, δηλαδή τα 15 έτη. Με δεδομένο ότι τα γενετήσια εγκλήματα περιλαμβάνονται στον Ποινικό Κώδικα, η αύξηση της ποινής αποσπασματικά συγκεκριμένων εγκλημάτων και χωρίς καμία προηγούμενη μελέτη, σίγουρα θα διασπάσει την ενότητα και τη φιλοσοφία του. Έχει αποδειχθεί ότι η «εν θερμώ» αυστηρή νομοθέτηση συχνά προκαλεί τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.

Η δυσμενέστερη συνέπεια μιας έκτακτης, αποσπασματικής, πρόχειρης και αυθαίρετης αυστηροποίησης των ποινών, όμως, είναι ο κίνδυνος οι πρωτοβουλίες της πολιτείας να εξαντληθούν σε αυτή αντί για τη στήριξη και προστασία των θυμάτων και την έγκαιρη τιμώρηση των δραστών, σε μια παρέμβαση χωρίς νόημα και κυρίως χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.

β) Ως προς την επιμήκυνση της παραγραφής των εν λόγω εγκλημάτων θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Ήδη με την διάταξη του άρθρου 113 παρ. 4 ΠΚ προβλέπεται η αναστολή της έναρξης της παραγραφής για όλα τα κακουργήματα που στρέφονται κατά ανηλίκων μέχρι την ενηλικίωσή τους. Η διάταξη αυτή είναι ήδη από την μία πλευρά ιδιαίτερα ευρεία, ώστε δημιουργεί αρκετά προβλήματα από δικαιοκρατική άποψη (π.χ. η ανεξέλεγκτη επιμήκυνση της διάρκειας της παραγραφής που ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα εγκλήματα έχουν ήδη καταγγελθεί ενδέχεται να οδηγεί στην de facto επιμήκυνση της διάρκειας της διαδικασίας). Αφήνει όμως παράλληλα ακάλυπτες περιπτώσεις σοβαρών πλημμελημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας που στρέφονται κατά ανηλίκων, όπως για παράδειγμα πράξεις που συνιστούν γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους (άρθρο 339 παρ. 1 περ. γ), 339 παρ. 3 ΠΚ).

Στο πλαίσιο αυτό η τροποποίηση της διάταξης του 113 παρ. 4 ΠΚ, με την οποία θα προβλέπεται η αναστολή της έναρξης της παραγραφής και ορισμένα σοβαρά  πλημμελήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας που στρέφονται κατά ανηλίκων μέχρι την ενηλικίωσή τους, κρίνεται αναγκαία.

Γ. Ωστόσο, ο κεντρικός άξονας των πρωτοβουλιών που θα πρέπει να αναληφθούν άμεσα, έχει σχέση με τις θετικές δράσεις που θα εξασφαλίσουν ένα αξιόπιστο και ουσιαστικό πλαίσιο για μια δικαιοσύνη φιλική στα θύματα γενετήσιων εγκλημάτων, με στόχο να διευκολύνεται αρχικά η καταγγελία τους και στη συνέχεια να υποστηρίζεται η παρουσία τους σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ύπαρξη εξειδικευμένων δομών υποδοχής και στήριξης των θυμάτων, ενημέρωση και αρωγή. 

Όπως, όμως θα φανεί στη συνέχεια, το ζήτημα έχει σχέση όχι με την ελλιπή νομοθετική πρόβλεψη, αλλά κυρίως με την μη ουσιαστική βούληση για εφαρμογή των ήδη υπαρχόντων νομοθετικών διατάξεων. Ειδικότερα:

α) Στο πεδίο της προστασίας των θυμάτων ο πρόσφατα θεσπισμένος Ν 4478/2017, με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της Απόφασης – Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ, διακηρύσσει ως σκοπό του «να εξασφαλίσει ότι τα θύματα αξιόποινων πράξεων τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας προκειμένου να συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία» (αρ. 54). Η εξειδίκευση λοιπόν της διάταξης αυτής με δράσεις που υλοποιούν στην πράξη την σχετική διακήρυξη αποτελεί το βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του ζητήματος.

β) Ειδικότερη νομοθετική δραστηριότητα παρατηρείται στις περιπτώσεις των ανηλίκων θυμάτων γενετήσιων εγκλημάτων. Έτσι, με το αρ. 74 Ν 4478/2017 θεσμοθετήθηκαν Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού» σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Πάτρα και Ηράκλειο, τα οποία στελεχώθηκαν με 10 ειδικά εκπαιδευμένους επιστήμονες.  Στη βάση δε των προβλέψεων αυτών δομήθηκαν και οι σχετικές διατάξεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (αρ. 227 επ.) για την εξέταση των ανηλίκων θυμάτων γενετήσιων εγκλημάτων. Παράλληλα, με την 7320/2019 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης  συντάχθηκε για πρώτη φορά πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων σύμφωνα τις διεθνείς πρακτικές. Παρά ταύτα, μέχρι σήμερα, το παραπάνω σύγχρονο και συμβατό με διεθνή πρότυπα θεσμικό πλαίσιο δεν έχει ενεργοποιηθεί. Τα ανήλικα θύματα εξακολουθούν να καταθέτουν με τον ίδιο τρόπο δίχως να εφαρμόζεται το Πρωτόκολλο δικανικής εξέτασης από επαγγελματίες δίχως εκπαίδευση, σε χώρους ακατάλληλους, γεγονός που σημειώνεται εμφατικά πρόσφατα με πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη. Περαιτέρω, η πρόσφατη κακή νομοθέτηση για το ζήτημα που εξετάζουμε, με την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 239 παρ. 2 β’ και γ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (με το Ν 4689/2020), δημιουργείται νομοθετικό κενό με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η προβλεπόμενη (στα άρθρα 227 και 228 ΚΠΔ) ιδιαίτερη διαδικασία εξέτασης ως μαρτύρων των ανήλικων θυμάτων και των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.

γ) Η πλήρης, λοιπόν, εφαρμογή  των νομοθετικών προβλέψεων για τα ανήλικα θύματα και η δημιουργία ανάλογων (κατά το δυνατό), μετά από ουσιαστική διαβούλευση, ρυθμίσεων και πεδίο των ενήλικων θυμάτων γενετήσιων εγκλημάτων μπορεί να αποτελέσει ένα ουσιαστικό βήμα για την ουσιαστική προστασία των θυμάτων (ανηλίκων και ενηλίκων).

Ως εκ τούτου, η λειτουργία και στελέχωση των σχετικών δομών απεύθυνσης των θυμάτων και υπηρεσιών αρωγής του, με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό θα έπρεπε να αποτελεί βασική προτεραιότητα.

δ) Επιπρόσθετα, η κατά προτεραιότητα εκδίκαση υποθέσεων γενετήσιων εγκλημάτων και η ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας σε σύντομο χρόνο, ως βασικό χαρακτηριστικό της δίκαιης δίκης, μπορεί να συντελέσει και να αποτελέσει ουσιαστικό κίνητρο που θα οδηγήσει τα θύματα των γενετήσιων εγκλημάτων σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Η σχετική ρητή πρόβλεψη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά, κυρίως, η εφαρμογή της στην δικαστηριακή πρακτική θα μπορούσε να συμβάλλει στο επίπεδο αυτό.

ε) Τέλος, η ιδιαιτερότητα των υποθέσεων γενετήσιων εγκλημάτων απαιτεί την ιδιαίτερη επιμόρφωση όλων των εμπλεκομένων στην ποινική διαδικασία, όπως άλλωστε προβλέπεται στην διάταξη του αρ. 70 Ν 4478/2017. Στο πλαίσιο αυτό η οργανωμένη και τακτική εκπαίδευση όλων των επαγγελματιών (αστυνομικών, εισαγγελέων, δικαστών, δικηγόρων, επιμελητών ανηλίκων και κοινωνικής αρωγής, πραγματογνωμόνων), η ουσιαστική εξοικείωσή τους με τα ζητήματα που προκύπτουν, αποτελεί βασικό μοχλό ενεργοποίησης του θεσμικού πλαισίου. 

Δ. Εξάλλου, στις 24 Ιουνίου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε για πρώτη φορά Ευρωενωσιακή Στρατηγική για τα δικαιώματα των θυμάτων για την περίοδο 2020-2025 (στο εξής: «Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τα θύματα»). Στο πλαίσιο αυτής προδιαγράφονται δράσεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τα Κράτη –Μέλη και από την κοινωνία των πολιτών. Η ευρωπαϊκή στρατηγική για τα θύματα περιλαμβάνει 5 βασικές προτεραιότητες: α) την αποτελεσματική επικοινωνία με τα θύματα και τη διαμόρφωση ασφαλούς περιβάλλοντος για αυτά σε σχέση με την καταγγελία του εγκλήματος, β) τη βελτίωση της υποστήριξης και προστασίας των πιο ευάλωτων θυμάτων, γ) τη διευκόλυνση της πρόσβασης των θυμάτων σε αποζημίωση, δ) την ενίσχυση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ όλων των σχετικών φορέων, και ε) την ενίσχυση της διεθνούς διάστασης των δικαιωμάτων των θυμάτων.

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει ενσωματώσει στην Εθνική της Νομοθεσία μείζονα ευρωπαϊκά νομοθετήματα, όπως α) την Οδηγία 2011/99/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 περί της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, με το νόμο 4360/2016, β) την Οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση, με το νόμο 3811/2009, γ) την Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας, με το νόμο 4478/2017. Εξάλλου έχει κυρώσει τη «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης», δηλαδή τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, με το νόμο 4531/2018.

Αυτή η πρόοδος αναγνωρίζεται και από την «Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τα θύματα», όμως, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, τα θύματα δεν μπορούν ακόμα να ασκούν πλήρως τα δικαιώματά τους. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη οφείλονται «κυρίως στην έλλειψη ενημέρωσης, καθώς και στην ανεπαρκή υποστήριξη και προστασία. Συχνά, κατά τη διάρκεια ποινικών διαδικασιών και κατά τη διεκδίκηση αποζημίωσης, τα θύματα εκτίθενται σε δευτερογενή θυματοποίηση». Ενόψει των παραπάνω, τα κράτη μέλη καλούνται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με την «καλύτερη εφαρμογή στην πράξη των ενωσιακών κανόνων για τα δικαιώματα των θυμάτων». Η πλήρης εφαρμογή αυτών απαιτεί την ύπαρξη υποδομών για την παροχή υποστήριξης και προστασίας όχι μόνο γενικά, αλλά και εξατομικευμένα, βάσει των ειδικών αναγκών των θυμάτων.

Ήδη, στην έρευνα του European Union Agency for Fundamental Rights (FRA) με τίτλο Crime, Safety and Victims’ Rights, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα (2021) αναδεικνύονται στοιχεία τα οποία δημιουργούν σοβαρό προβληματισμό εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις (26η στους 27 με ποσοστό 12%) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την πρωτοβουλία των θυμάτων να καταγγείλουν εγκληματικές πράξεις βίας στην αστυνομία. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι με αναφορά σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ των βασικών λόγων αποφυγής καταγγελίας εγκλημάτων στην αστυνομία είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης, το ότι δεν αναμένεται από τα θύματα ότι θα κάνει κάτι σχετικά, ο φόβος των συνεπειών, η εμπλοκή σε ταλαιπωρίες κλπ.

Ε. Συνοψίζοντας και προσπαθώντας να κωδικοποιήσουμε τις σκέψεις που προηγήθηκαν, μπορούμε να καταλήξουμε ότι στο πλαίσιο δημιουργίας μιας σύγχρονης αποτελεσματικής δικαιοσύνης, φιλικής στα θύματα εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας με δικαιοκρατικό πρόσημο, θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική και διαρκής βούληση της Πολιτείας, όχι μόνο να ολοκληρώσει το ήδη προστατευτικό θεσμικό πλαίσιο, αλλά κυρίως να το οργανώσει και να το λειτουργήσει ουσιαστικά και με πληρότητα στην πράξη. Ειδικότερες δράσεις μπορούν να αποτελέσουν:

-δημιουργία και διάχυση ενημερωτικού υλικού, πρωτοκόλλων και κατευθυντηρίων αρχών σε σχέση με την εφαρμογή από τους αρμόδιους φορείς των υφιστάμενων διαδικασιών και για τη σχετική πληροφόρηση των θυμάτων,

– η ενεργοποίηση και λειτουργία των ήδη Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού», καθώς και την δημιουργία νέων και σε άλλα μέρη της χώρας, με επαρκή στελέχωση,

– η πλήρης εφαρμογή του πρωτοκόλλου δικανικής συνέντευξης ανήλικων,

– η δημιουργία, λειτουργία και στελέχωση των σχετικών δομών απεύθυνσης των θυμάτων, προκειμένου να λάβουν έγκυρη ενημέρωση και υποστήριξη,

– η λειτουργία υπηρεσιών αρωγής των θυμάτων και των μελών της οικογένειάς τους, με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, για δωρεάν, εμπιστευτική και εξατομικευμένη παροχή υπηρεσιών προς το συμφέρον τους, πριν, κατά και, για εύλογο χρονικό διάστημα, μετά την ποινική διαδικασία, ή και ανεξάρτητα από την υποβολή επίσημης καταγγελίας από το θύμα,

– ιδίως για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, η δημιουργία Οικογενειακών Εστιών (Family Houses), όπου θα μπορούν να καταγγείλουν ένα έγκλημα και να λάβουν ψυχολογική υποστήριξη και συμβουλές,

– η παροχή χρηματικών χορηγημάτων σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας για την αναζήτηση στέγης και για τη λήψη φροντίδας από ειδικούς ιατρούς, ψυχολόγους κλπ.,

– η στελέχωση και υποστήριξη από ειδικούς επιστήμονες των «Τμημάτων Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας» της ΕΛ.ΑΣ., που ιδρύθηκαν με το ΠΔ 37/2019 (Α΄63/23-04-2019),

– η διαρκής επιμόρφωση όλων όσων εμπλέκονται στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης,

-εκπαίδευση επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, λ.χ. προσωπικό αρχών πρώτης επαφής, όπως η αστυνομία, υγειονομικό προσωπικό, εκπαιδευτικοί, για να επικοινωνούν με τρόπο κατάλληλο για τις ανάγκες τους, ιδίως όταν πρόκειται για θύματα με αναπηρίες, να εντοπίζουν την εγκληματικότητα και να την αντιμετωπίζουν με κατάλληλο τρόπο,

-δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης απέναντι στις δημόσιες αρχές για τα θύματα που προέρχονται από μειονεκτούσες ή ευάλωτες κοινότητες ή από μειονότητες, όπως λ.χ. με τη συμμετοχή εκπροσώπων τους σε επιτροπές συνεργασίας με τις αστυνομικές αρχές για ζητήματα που αφορούν τα θύματα ή συμμετοχή σε διαδικασίες αξιολόγησης των αστυνομικών υπηρεσιών,

-αξιοποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου δήμευσης και δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές πράξεις, για τη χρηματοδότηση των θεσμών αρωγής και υποστήριξης των θυμάτων,

-ίδρυση εθνικού μηχανισμού εκπόνησης, παρακολούθησης και αξιολόγησης σχεδίων δράσης για τα δικαιώματα των θυμάτων και συντονισμού των εμπλεκόμενων φορέων, ανάλογα με τον αντίστοιχο μηχανισμό για τα δικαιώματα του παιδιού (ν. 4491/2017).

Περαιτέρω, σε θεσμικό επίπεδο νομοθετικές πρωτοβουλίες που μπορούν να αναληφθούν έχουν σχέση με:

– την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 113 παρ. 4 ΠΚ, με την οποία θα προβλέπεται η αναστολή της έναρξης της παραγραφής και για όλα τα πλημμελήματα που στρέφονται κατά ανηλίκων μέχρι την ενηλικίωσή τους,

– την τροποποίηση της διάταξης των άρθρων 227 παρ. 7 και 228 παρ. 6 του ΚΠΔ, προκειμένου να είναι ενεργή, μετά την θέσπιση του Ν 4689/2020,

-την προσθήκη των μαρτύρων σοβαρών γενετήσιων εγκλημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκων στο καθεστώς των προστατευόμενων μαρτύρων, σε αναλογία με τις προβλέψεις του άρθρου 218 ΚΠΔ,

-την ενίσχυση του θεσμού της κρατικής αποζημίωσης των θυμάτων μέσω της επέκτασης της αρμοδιότητας της Εθνικής Αρχής Αποζημίωσης Θυμάτων Εγκληματικών Πράξεων σε όλες τις πράξεις που στρέφονται κατά ανηλίκων και σε όλα τα σεξουαλικά εγκλήματα που δεν περιλαμβάνουν βία, λαμβάνοντας παράλληλα ειδική πρόνοια για τη μη δευτερογενή θυματοποίηση στο πλαίσιο διεκδίκησης της αποζημίωσης και για τη διευκόλυνση της επαφής με αυτή μέσω της δημιουργίας διαδραστικών, εύχρηστων εθνικών δικτυακών τόπων, τηλεφωνικών γραμμών βοήθειας, κινητών εφαρμογών κλπ.

-την δημιουργία ενός προστατευτικού πλαισίου κατάθεσης για τα ενήλικα θύματα γενετήσιων εγκλημάτων, που θα βρίσκεται σε αναλογία με  τις προβλέψεις του άρθρου 228 ΚΠΔ,

– αξιολόγηση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου που αφορά τόσο το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων που τελούν σεξουαλικά εγκλήματα και ιδίως σεξουαλικά εγκλήματα έναντι ανηλίκων όσο και την πρόσβαση ή άσκηση συναφών επαγγελμάτων και βελτίωσή του με στόχο την ανάπτυξη ενός συνεκτικού και αποτελεσματικού πλαισίου έγκαιρης αντίδρασης της υπηρεσίας και προστασίας των δεκτών των υπηρεσιών και του κοινού από τέτοια φαινόμενα,

– την ουσιαστική επανενεργοποίηση του ΚΕΣΑΘΕΑ, το οποίο έχει αδρανήσει από τον Ιούνιο του 2019.

 

Μέλος

Newsletter