Επιστολή – κείμενα τεκμηρίωσης για τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους προς τον Υπουργό Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Κ. Γαβρόγλου

Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 2016

Αξιότιμοι κύριε Υπουργέ,

Το διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την κατάσταση πραγμάτων σε σχέση με την θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία και δη με τις προϋποθέσεις απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι τόσο ελαστικές όσο αναπτύσσονταν τα συντηρητικά αντανακλαστικά ιδιαίτερα των τελευταίων κυβερνήσεων και εν τέλει συναρτούνταν προς τις εξαρτήσεις των εκάστοτε κυβερνώντων από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ας κατοχυρωθεί  πάγια, επιτέλους, η θρησκευτική ελευθερία γονέων και μαθητών με οδηγό τους θεμελιώδεις κανόνες προστασίας της ανεξιθρησκίας (άρ. 13 Σύνταγμα, άρ. 9 και 2, του 1ουΠρ. Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) σε όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Το ζήτημα εντάσσεται ασφαλώς στον ευρύτερο κύκλο των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που ταλανίζει τα δημόσια πράγματα επί μακρόν και σχετίζεται με την θρησκευτική ελευθερία και την εκκοσμίκευση της ελληνικής πολιτείας, η οποία ακόμα εκκρεμεί.Προσδοκούμε άμεση επίλυση του ζητήματος από την κυβέρνησή σαςη οποία καλείται να ενσωματώσει τα θεμελιώδη δικαιώματα στις πολιτικές της και να κάνει ένα γενναίο βήμα μπροστά.Ευκαιρία και ανάγκη να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος ώστε να θεσπιστούν τα αυτονόητα. Δηλαδή «διακριτοί ρόλοι» χωρίς αμοιβαίες παρεμβάσεις.

Επισυνάπτεται υπόμνημα προτάσεων για την υλοποίηση των «διακριτών ρόλων» Κράτους –Εκκλησίας.

 

Με τιμή,

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη

Ο Πρόεδρος,

Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης

Καθηγητής, Παν. Μακεδονίας

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ [1]

Διδασκαλία των θρησκευτικών – πρωινή προσευχή – εκκλησιασμός

Η διδασκαλία των θρησκευτικών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στη σημερινή εκπαιδευτική πρακτική γι’ αυτό μεταξύ άλλων προτείνουμε.

1. Στον ν. 1566/1985 «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (Α’ 167) προτείνονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

 α.  Από το εδ. α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 διαγράφονται οι λέξεις «και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης».

β. Από το εδ. β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 διαγράφονται οι λέξεις «του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους».

2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Παιδείας επανακαθορίζεται το αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος των θρησκευτικών, έτσι όπως αυτό διδάσκεται στην στοιχειώδη και την μέση εκπαίδευση, ώστε η διδασκαλία του να παύσει να έχει ομολογιακό χαρακτήρα και η ύλη του να περιλάβει εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και την δογματική όλων των θρησκειών. Ειδικά στο λύκειο, το μάθημα των θρησκευτικών μετονομάζεται σε θρησκειολογία.

 

Σε περίπτωση διατήρησης του υπάρχοντος περιεχομένου του μαθήματος οφείλει το Υπουργείο να επιλύσει οριστικά και αμετάκλητα το ζήτημα της χορήγησης απαλλαγής σε όσους μαθητές το επιθυμούν και να τροποποιήσει την πρόσφατη εγκύκλιο που κυκλοφόρησε λίγο προ των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 (12773/Δ2/23-1-2015). Η τελευταία αυτή εγκύκλιος παραβιάζει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και αγνοεί επιδεικτικά την κείμενη Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, τις σχετικές αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όπως και τις γνωμοδοτήσεις του Συνηγόρου του Πολίτη. Επίσης, καλείται το Υπουργείο να απαλείψει το χρονικό όριο το οποίο υφίσταται σήμερα για να δηλωθεί η απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών καθώς η μεταβολή της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να συντελεστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και όχι μόνο τις πρώτες 20 ημέρες.

Η πρωινή προσευχή επίσης αποτελεί ένα κατάλοιπο του παρελθόντος και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί συστατικό στοιχείο του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αν αυτό θέλει να ονομάζεται κοσμικό και το ίδιο ισχύει και για τον εκκλησιασμό. Άλλωστε, σύμφωνα με τη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, άρθρο 14, παρ. 1, τα συμβαλλόμενα κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας και αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει όταν το κράτος επιβάλλει μια θρησκεία ως μοναδική και κυρίαρχη στην εκπαιδευτική καθημερινότητα των μαθητών.

 

Θρησκευτικές Κοινότητες

Ο νόμος 4301/2014 (ΦΕΚ Α 223) για την «οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεων τους στην Ελλάδα» αγνοεί τον οικουμενικό χαρακτήρα των θρησκειών (μονοθεϊστικών ή πολυθεϊστικών, παραδοσιακών ή μη) και αναδεικνύει ως υποκείμενο των ρυθμίσεών του τις τοπικές (ούτε καν εθνικές) θρησκευτικές κοινότητες. Επί των ειδικών ζητημάτων, παρατηρούνται τα ακόλουθα:

Κατ’ αρχάς, ο ορισμός της έννοιας της θρησκευτικής κοινότητας του Νόμου (άρθρο 1) δεν συνάδει με την ΕΣΔΑ διότι περιορίζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα συλλογικής άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας στους κατοίκους «καθορισμένης γεωγραφικής περιοχής». Εκτός αυτού αγνοεί κάθε κοινωνική και ιστορική παράμετρο της θρησκευτικής πίστης και της οργανωμένης άσκησής της, με συνέπεια να είναι εντελώς αντιεπιστημονικός.

Επίσης, σύμφωνα με την Αιτιολογική του Έκθεση (σελ. 10), επιδιώκει, δήθεν, να ομογενοποιήσει την νομική προσωπικότητα των θρησκευτικών κοινοτήτων (αυτοχαρακτηρίζεται «ευρύχωρος» νόμος), στην πράξη ωστόσο, διαμορφώνει ένα πλαίσιο διαφορετικών ταχυτήτων για τις θρησκευτικές κοινότητες  και τη λειτουργία τους. Είναι ενδεικτικό ότι επιτρέπει κατ’ αρχήν σε τρεις εκ των υφιστάμενων θρησκευτικών κοινοτήτων (την Εκκλησία της Ελλάδος, τις Ισραηλιτικές Κοινότητες και τις Μουσουλμανικές Κοινότητες) να διατηρήσουν τα μέχρι σήμερα καθεστώτα τους (άρθρο 16). Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς: ποιό είναι το υφιστάμενο νομικό καθεστώς των Μουσουλμανικών κοινοτήτων; Είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως οι άλλες δύο κοινότητες; Από ποιά διάταξη νόμου προκύπτει αυτό; Και περαιτέρω: γιατί απουσιάζει από τον συγκεκριμένο κατάλογο η Καθολική Κοινότητα, το νομικό καθεστώς της οποίας έχει αναγνωρισθεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;  Τέλος δε, προβλέπει ευνοϊκές διατάξεις για την αναγνώριση, υπό το καθεστώς που το ίδιο επιδιώκει να εισάγει, άλλων υφιστάμενων Εκκλησιών (Αγγλικανική, Αιθιοπική, Ευαγγελική, Κοπτοθόρδοξη και Αρμενική). Πώς δικαιολογείται δικαιοπολιτικά αυτή η -δεύτερη κατά σειρά- διαφοροποίηση και, τέλος πάντων, σε τι έγκειται εν τέλει η προσπάθεια της ομογενοποίησης της νομοθεσίας;

Επεμβαίνει αδικαιολόγητα στην αυτοδιοίκηση των θρησκευτικών κοινοτήτων, προβλέποντας ρητά τον τρόπο διοίκησής τους (τους υποχρεώνει να μετέχει αναγκαστικά ο θρησκευτικός λειτουργός στη διοίκηση του νομικού προσώπου(!), άρθρο 8) μη λαμβάνοντας υπόψη πιθανές διδασκαλίες και παραδόσεις των εν λόγω κοινοτήτων ή τη διάκριση πνευματικής και διοικητικής εξουσίας, έχοντας προφανώς κατά νου το Ορθόδοξο πρότυπο κατά το οποίο ο πνευματικός ηγέτης πρέπει να είναι και διοικητικός.

Θέτει, ως ανυπέρβλητο εμπόδιο για την σύσταση θρησκευτικών νομικών προσώπων, την αίτηση τουλάχιστον τριακοσίων πιστών (άρθρο 2), όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει νομολογήσει ότι για την ίδρυση χώρων λατρείας επαρκούν επτά πιστοί (ΣτΕ 1842/1992) και βεβαίως αγνοώντας ότι η θρησκευτική πίστη δεν μετράται με αριθμούς, με συνέπεια να είναι προφανέστατος ο σκοπός του εν λόγω ορίου. Επιπλέον, ορίζοντας ως αίτιο διάλυσής του την ανήθικη ή την ενάντια προς τη δημόσια τάξη λειτουργία του (άρθρο 10, παράγραφος γ), αφήνει ανοιχτό το πεδίο για αυθαίρετους ορισμούς περί ηθικού και μη ηθικού, παρέχοντας απλόχερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία -και όχι μόνο- το δικαίωμα να καλλιεργεί κατά το δοκούν ηθικούς πανικούς και το κράτος να προστρέχει ως προστάτης της ηθικής τάξης.

Κοντολογίς, για ακόμα μια φορά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναννόμου, ο οποίος παρά το μικρό βήμα το οποίο κάνει προς την αναγνώριση των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι κατώτερος των περιστάσεων και δέσμιος ενός «ελληνοχριστιανικού συντηρητισμού», καθώς αντιμετωπίζει την ελεύθερη εκδήλωση θρησκευτικών και άλλων πεποιθήσεων ως διακινδύνευση της κοινωνικής συνοχής και τάξης και στην ουσία δεν προστατεύει, αλλά περιορίζει τη θρησκευτική ελευθερία την οποία θέτει υπό τον κρατικό έλεγχο.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπενθυμίζει ότι το 2005 πρότεινε μεταξύ άλλων τα εξής  – ανάρτηση με θέμα “Κράτος, παρακράτος και εκκλησία: τα ατυχώς συγκοινωνούντα δοχεία” (www.hlhr.gr)

1. Οι αυτοτελείς θρησκευτικές κοινότητες αποκτούν νομική προσωπικότητα με εγγραφή σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, που τηρείται στo Εφετείο Αθηνών. Η εγγραφή γίνεται με απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδίδεται με την διαδικασία της  εκούσιας δικαιοδοσίας, ύστερα από αίτηση είκοσι (20) τουλάχιστον φυσικών προσώπων, στην οποία επισυνάπτεται η συστατική πράξη και το καταστατικό της ένωσης, υπογεγραμμένα από τους ιδρυτές.

2. Για την διάγνωση του θρησκευτικού χαρακτήρα και της αυτοτέλειας, λαμβάνονται ιδίως υπόψη η διάρκεια και η ύπαρξη συγκροτημένου θρησκευτικού δόγματος, προσιτού σε κάθε ενδιαφερόμενο. Αποκλείεται η εγγραφή ενώσεων που διακηρύττουν ή ακολουθούν μισαλλόδοξες πρακτικές. 

3. Η κατά την παράγραφο 1 αίτηση εγγραφής κοινοποιείται υποχρεωτικά στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος παρίσταται κατά την συζήτηση. Κατά της απόφασης του Εφετείου μπορούν να ασκήσουν αναίρεση οι αιτούντες και ο Εισαγγελεύς Εφετών, μέσα σε προθεσμία τριών(3) μηνών.

4. Οι θρησκευτικές ενώσεις αποφασίζουν ελεύθερα για την εσωτερική οργάνωσή τους. Για την  εξυπηρέτηση τοπικών ή ειδικών σκοπών, έχουν το δικαίωμα να συγκροτούν αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια.

5. Το καταστατικό των θρησκευτικών ενώσεων  και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή του κατατίθενται στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών και είναι προσιτά στον καθένα. Ρυθμίσεις μη κατατεθειμένες ουδέποτε κατισχύουν των προσιτών. Οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Αθηνών.

 

Απαγόρευση αναγραφής του θρησκεύματος

Απαγορεύεται η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσιο έγγραφο, τίτλο σπουδών ή βεβαίωση δημόσιας αρχής, σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (77Α/2002)εκτός από τις βεβαιώσεις που εκδίδουν τα ληξιαρχεία ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου, εφόσον με την αίτηση αυτή ζητείται ρητά η αναγραφή του στοιχείου αυτού για συγκεκριμένη κάθε φορά  νόμιμη χρήση.

 

Εκκλησία της Ελλάδος και λοιπά εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ.

1. Η Εκκλησία της Ελλάδος, και τα κάθε είδους νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου που εξαρτώνται από αυτήν, μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Έως ότου υπαχθεί στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων των άρθρων 2 και 3, η οργάνωσή της διέπεται από τις ρυθμίσεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου. Οι ρυθμίσεις αυτές, με εξαίρεση εκείνες που αναγνωρίζουν αρμοδιότητα σε όργανα της ελληνικής Πολιτείας και οι οποίες καταργούνται, επέχουν θέση καταστατικού και εξακολουθούν να εφαρμόζονται για την εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και των κάθε είδους νομικών προσώπων που εξαρτώνται από αυτήν.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν επίσης για την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο και τις ισραηλιτικές κοινότητες, που μετατρέπονται επίσης σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

3. Οι Μουφτείες  μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και περιορίζονται στο αμιγώς πνευματικό  έργο τους. Έως ότου υπαχθούν  στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων των άρθρων 2 και 3, η οργάνωσή της διέπεται από τις ρυθμίσεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.

4. Η εγγραφή της Εκκλησίας της Ελλάδος και των λοιπών νομικών προσώπων του παρόντος άρθρου στο ειδικό δημόσιο βιβλίο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, καθώς και η εν γένει υπαγωγή τους στο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων του ίδιου άρθρου, θα γίνει με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου μέσα σε εύλογο χρόνο

5. Με την εγγραφή της Εκκλησίας της Ελλάδος στο ειδικό δημόσιο βιβλίο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, τα νομικά πρόσωπα που εξαρτώνται από αυτήν μετατρέπονται αυτοδικαίως σε αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες της, υπό την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, εκτός εάν αυτά έως τότε  επιλέξουν, με ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωσή τους στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών,  να λειτουργήσουν εφεξής ως  νομικά πρόσωπα μη υπαγόμενα  στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα που εξαρτώνται από την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο και τις ισραηλιτικές κοινότητες.

6. Ο ν. 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α’  146), όπως ισχύει σήμερα, καταργείται.

 

Καθεστώς  θρησκευτικών λειτουργών

Από τη στιγμή που επέλθει ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας:

1. Η σχέση εργασίας των έμμισθων και των άμισθων λειτουργών των θρησκευτικών ενώσεων διέπεται από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου. Οι ανωτέρω υπάγονται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.).

2. Οι υπηρετούντες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου σε οργανικές θέσεις λειτουργοί και υπάλληλοι της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και των εξαρτώμενων από αυτές νομικών προσώπων διατηρούν το υφιστάμενο μισθολογικό, ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς τους.

3.  Στην ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου υπάγονται και οι υπηρετούντες  κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου Μουφτήδες.

4.  Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας, Απασχόλησης και Εσωτερικών ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

 

Θρησκευτικές υπηρεσίες Υπουργείων

1. Το Θρησκευτικό Σώμα Ενόπλων Δυνάμεων και η Διεύθυνση Θρησκευτικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας καταργούνται.

2. Οι κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 23 του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α’ 152) οργανικές θέσεις ιερέων της Ελληνικής Αστυνομίας καταργούνται.

3. Οι κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 24 του π.δ. 36/2000 «Οργανισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης» (Α’ 29) οργανικές θέσεις κλάδου ΠΕ ιερέων του προσωπικού των Καταστημάτων Κράτησης και ΚΑΥΦ, των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων Δικαστηρίων Ανηλίκων και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου καταργούνται.

4. Το προσωπικό των υπηρεσιών και οργανικών θέσεων, οι οποίες καταργούνται με τις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου, τοποθετείται σε ειδικώς συνιστώμενες προσωπικές οργανικές θέσεις του ίδιου βαθμού των αντιστοίχων Υπουργείων.

5. Οι στρατιωτικές μονάδες, οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και τα Καταστήματα Κράτησης αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, υποχρεούνται να παρέχουν στους υπηρετούντες και στους κρατουμένους, αντιστοίχως, δυνατότητα απρόσκοπτης ατομικής πρόσβασης σε ναούς και χώρους λατρείας κατόπιν αιτήματος. Σε περιπτώσεις αδυναμίας μετακίνησης ή κατάστασης ανάγκης, οι ανωτέρω υπηρεσίες υποχρεούνται να επιτρέπουν την είσοδο θρησκευτικών λειτουργών στους χώρους τους, προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες σε ατομικό επίπεδο και υπό συνθήκες πλήρους διακριτικότητας.

6. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής ‘Αμυνας, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αντιστοίχως, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

 

Τα άρθρα 196 ΠΚ («Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος»), 198 Π.Κ. («Κακόβουλη βλασφημία») και 199 ΠΚ («Καθύβριση θρησκευμάτων») καταργούνται. Από την παράγραφο 2 του άρθρου 175 ΠΚ («Αντιποίηση») διαγράφονται οι λέξεις «καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα»), και από το άρθρο 176 ΠΚ οι λέξεις «ή θρησκευτικού» και «από εκείνους που αναφέρει η παρ. 2 του άρθρου 175».

 

Απαγόρευση εικόνων στα δημόσια κτήρια

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει εκφράσει στο παρελθόν την ανησυχία της για την απόλαυση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης στην Ελλάδα κι έχει επισημάνει ότι θα πρέπει το κράτος να εγγυάται πλήρως την προστασία της, ανεξάρτητα από τις σχέσεις που ιστορικά και συνταγματικά έχει αναπτύξει με την Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη και την Εκκλησία της Ελλάδας.

 

Το ελληνικό κράτος οφείλει είναι ένα κοσμικό κράτος, καθώς θεμέλιο της εξουσίας του είναι η λαϊκή κυριαρχία, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται στο όνομα του ελληνικού λαού, ενώ κατοχυρώνεται η θρησκευτική ελευθερία και η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου ανεξαρτήτως θρησκείας. Στις αποφάσεις άλλωστε του Συμβουλίου της Επικρατείας τονίζεται ότι η αρχή της θρησκευτικής κρατικής ουδετερότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 παρ.1 του ελληνικού Συντάγματος.

 

Συνταγματικές διατάξεις όπως αυτή του άρθρου 3 του Συντάγματος αποτελούν τον κανόνα σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη και «συμβιώνουν» αρμονικά με τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς αυτό που κρίνει τελικά τον κοσμικό ή όχι χαρακτήρα ενός κράτους είναι αν και κατά πόσο διασφαλίζει την απόλαυση της ελευθερίας αυτής από όλους, με ίσους όρους. Σε αυτή την κατεύθυνση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι η ύπαρξη μιας κρατικής ή επίσημης εκκλησίας δεν είναι ασύμβατη με την αρχή του κοσμικού κράτους και ότι η επίσημη θρησκεία ως μια κοινωνική διαπίστωση δεν θέτει σε κίνδυνο την κρατική ουδετερότητα και αμεροληψία, ούτε το θρησκευτικό πλουραλισμό. Αντίθετα, η ιστορική σχέση ενός κράτους με μια συγκεκριμένη εκκλησία είναι εύλογο και θεμιτό να επηρεάζει με ποικίλους τρόπους τη δημόσια ζωή, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα κράτη.

 

Αν και η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών δεν ρυθμίζουν ειδικά την παρουσία θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιους χώρους, το ζήτημα της ανάρτησης του Σταυρού ή του «Εσταυρωμένου» έχει απασχολήσει τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ειδικά αναφορικά με τις αίθουσες των σχολείων. Στην πρόσφατη απόφασή του ΕΔΔΑ Lautsi κατά Ιταλίας, στην ευρεία σύνθεση κρίθηκε ότι τα κράτη απολαμβάνουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης αναφορικά με τη θέση της θρησκείας κατά τη διαρρύθμιση του σχολικού περιβάλλοντος, κάτι που προκύπτει από την έλλειψη ευρωπαϊκής συναίνεσης στο πεδίο της παρουσίας θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια σχολεία.

Ωστόσο, το ΕΔΔΑ έχει στο παρελθόν κρίνει ότι το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης δεν είναι πάντα ίδιο, αλλά εξαρτάται από το πλαίσιο της εκάστοτε υπόθεσης. Ανάμεσα άλλωστε στα στοιχεία που λαμβάνονται πάντα υπόψη είναι η φύση του δικαιώματος που διακυβεύεται, η σημασία του για το άτομο και η φύση των δραστηριοτήτων στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σοβαρότητα της προσβολής και η ευρωπαϊκή συναίνεση στο ζήτημα αυτό. Αυτό καθιστά πιθανό να μην είναι ίδια η κρίση του αναφορικά με την ανάρτηση ενός θρησκευτικού συμβόλου σε χώρους, όπως τα δικαστήρια, όπου ασκείται όχι μια λειτουργία της διοίκησης, όπως είναι η εκπαίδευση, αλλά μία από τις τρεις βασικές λειτουργίες του κράτους, η δικαστική, που ως ανεξάρτητη εκ της φύσεώς της, θα πρέπει να εγγυάται κατεξοχήν την ισότιμη εφαρμογή του νόμου σε όλους, ανεξαρτήτως θρησκείας και θα πρέπει να φέρει όλα τα δυνατά εχέγγυα αμεροληψίας.

Εξάλλου, δεν θα μπορούσε στο πεδίο αυτό να γίνει ξεκάθαρα από το ΕΔΔΑ επίκληση ενός ευρύ περιθωρίου εκτίμησης, ειδικά από τη στιγμή που στο ζήτημα της ανάρτησης θρησκευτικών συμβόλων στις δικαστικές αίθουσες, η έως σήμερα νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων είναι αρνητική. Συγκεκριμένα, ήδη από το 1973, όταν ένας μη χριστιανός δικηγόρος ζήτησε να αφαιρεθούν οι σταυροί από τις αίθουσες των δικαστηρίων διότι δεν θα έπρεπε να είναι υποχρεωμένος να δικάζει υποθέσεις «υπό τον σταυρό», το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάρτηση του σταυρού στην αίθουσα του δικαστηρίου υπονοεί την ταύτιση του κράτους με μια θρησκεία και παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία. Όμοια άλλωστε ήταν και η κρίση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ελβετίας το 1995, που απαγόρευσε την ανάρτηση του συμβόλου του «Εσταυρωμένου» στις αίθουσες των δικαστηρίων διότι παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία.

Παράλληλα, και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε αναφορικά με την έκθεση των Δέκα Εντολών στο κτίριο ενός δικαστηρίου, ότι σκοπός της συγκεκριμένης έκθεσης ήταν να υμνήσει το θρησκευτικό μήνυμα των Εντολών, επομένως να συνδέσει το κράτος με μια συγκεκριμένη θρησκεία, και άρα παραβίασε την κρατική θρησκευτική ουδετερότητα.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάρτηση ενός θρησκευτικού συμβόλου στο χώρο όπου ασκείται η δικαστική λειτουργία σημαίνει ότι η ίδια η πολιτεία, με τη δύναμη που της δίνει η λαϊκή νομιμοποίηση επιβάλλει αυτό το σύμβολο στο χώρο ως έκφραση απρόσωπη και ενδεδυμένη με τη μέγιστη δυνατή κοσμική αυθεντία. Η τυχόν δε σύνδεση του με την πολιτισμική ταυτότητα και παράδοση μιας χώρας, δεν απαλλάσσει το κράτος, όπως τονίζει το ΕΔΔΑ και στις δύο αποφάσεις στην υπόθεση Lautsi, από την υποχρέωσή του να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση και τα πρωτόκολλά της. Άλλωστε, το ΕΔΔΑ σε υπόθεση που αφορούσε το θρησκευτικό όρκο για την άσκηση μιας από τις βασικές λειτουργίες του κράτους, τη νομοθετική, δεν αναγνώρισε περιθώριο διακριτικής εκτίμησης στο κράτος, αντίθετα έκρινε ότι ο κοινωνικά και ιστορικά παραδοσιακός χαρακτήρας ενός κειμένου για βουλευτικό όρκο, δεν στερεί από τον όρκο αυτό τη θρησκευτική του φύση και καταδίκασε το κράτος για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκτιμά ότι η ανάρτηση των θρησκευτικών συμβόλων στις στα δημόσια κτήρια και ιδίως στα σχολεία και τα δικαστήρια (η ανάρτηση δεν έχει καν νομική βάση) θίγει την αρνητική θρησκευτική ελευθερία των πολιτών διότι όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στην απόφαση του Τμήματος στην υπόθεση Lautsi «Η αρνητική θρησκευτική ελευθερία δεν περιορίζεται μόνο στην απουσία θρησκευτικών λειτουργιών ή θρησκευτικής εκπαίδευσης. Εκτείνεται στις πρακτικές και στα σύμβολα που εκφράζουν ειδικότερα ή γενικότερα μια πίστη, μια θρησκεία ή την αθεΐα. Αυτό το αρνητικό δικαίωμα αξίζει μια ειδική προστασία αν είναι το κράτος αυτό που εκφράζει μια πίστη, και αν το πρόσωπο βρίσκεται σε μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να αποδεσμευτεί παρά μόνο κάνοντας δυσανάλογη προσπάθεια και θυσία» (παρ. 55).

[1] Η πλειονότητα των προτάσεων μας βασίζεται στο σχέδιο νόμου του 2005

Κράτος, παρακράτος και εκκλησία: τα ατυχώς συγκοινωνούντα δοχεία

 

ατομικά δικαιώματα, σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter