Γραπτές παρατηρήσεις της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σχετικά με τις ρυθμίσεις για την ιθαγένεια του υπό συζήτηση νομοσχεδίου του ΥΠΕΣ_10/2020

Οι γραπτές παρατηρήσεις της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προς τη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης σχετικά με τις ρυθμίσεις για την ιθαγένεια του υπό συζήτηση νομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών «Τροποποίηση Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, νέο πλαίσιο επιλογής διοικήσεων στον δημόσιο τομέα, ρύθμιση οργανωτικών θεμάτων της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας και της Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, ρυθμίσεις για την αναπτυξιακή προοπτική και την εύρυθμη λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης»

Αξιότιμη κύρια πρόεδρε, αξιότιμες κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Σας ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση στην ακρόαση φορέων της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης κατά τη συνεδρίασή της την Παρασκευή, 2 Οκτωβρίου 2020, σχετικά με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών «Τροποποίηση Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, νέο πλαίσιο επιλογής διοικήσεων στον δημόσιο τομέα, ρύθμιση οργανωτικών θεμάτων της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας και της Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, ρυθμίσεις για την αναπτυξιακή προοπτική και την εύρυθμη λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης».

Η ΕλΕΔΑ από το 2008 ως το 2009 επεξεργάστηκε ένα σχέδιο νομοθετικής πρωτοβουλίας για ένα νέο Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που άσκησε σοβαρή επιρροή στην υιοθέτηση του Ν. 3838/2010, και έκτοτε, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στο πεδίο της ιδιότητας του πολίτη συμβάλλοντας με όποιο τρόπο κρίνει πρόσφορο για την εδραίωση του κράτους δικαίου σε αυτό το νευραλγικό πεδίο.

Η διαδικασία της πολιτογράφησης, από τις πιο επαχθείς και σύνθετες διοικητικές διαδικασίες που προβλέπει η ελληνική έννομη τάξη, όπως άλλωστε και οι λοιπές διαδικασίες απόκτησης ιθαγένειας, πάσχει ιδίως λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων που σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην αδυναμία των υπηρεσιών να ανταποκριθούν στο φόρτο εργασίας, λόγω και της υποστελέχωσής τους, φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια επιτάθηκε.

Η προσθήκη ορισμένων νέων διαδικασιών με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, ενδεχομένως να βελτιώσει τις χρονικές καθυστερήσεις, αλλά με τον τρόπο που διενεργείται, πιθανολογείται σφόδρα ότι θα δημιουργήσει νέα σοβαρά προβλήματα. Πράγματι, μέχρι σήμερα, η διαδικασία της συνέντευξης αποτελούσε τον αποκλειστικό τρόπο διαπίστωσης συνδρομής των ουσιαστικών κριτηρίων ένταξης για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Ωστόσο, κατά κοινή ομολογία, η συνέντευξη ιδίως για τη διάγνωση της γλωσσομάθειας και των γνώσεων για την πολιτειακή, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας, και μάλιστα με τον τρόπο που διεξήγετο συχνά δεν διασφάλιζε επαρκώς τη διαφάνεια, και δημιουργούσε την εντύπωση τουλάχιστον μη ορθολογικής και συνεπούς διαδικασίας εφαρμογής των κριτηρίων του νόμου. Τέτοια ζητήματα η Ένωσή μας έχει αναδείξει με παρεμβάσεις μας και στο παρελθόν. Η εισαγωγή γραπτής εξέτασης είναι πράγματι ένας μηχανισμός που διασφαλίζει τη διαφάνεια, την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα σε υψηλότατο βαθμό. Ωστόσο, θεωρούμε ότι ο βαθμός δυσκολίας που εισάγει η γραπτή εξέταση θα καταστήσει την πολιτογράφηση μη προσβάσιμη σε μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού των ενδιαφερομένων να πολιτογραφηθούν ματαιώνοντας την εύλογη προσδοκία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας που τους έχει δημιουργήσει η στάση της πολιτείας μας μέχρι σήμερα.

Ο κίνδυνος αυτός μαζικού αποκλεισμού ελλοχεύει πριν απ’ όλα στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη μετάπτωση από την προφορική συνέντευξη σε ένα σύστημα γραπτών εξετάσεων με τράπεζα θεμάτων και ερωτημάτων δεν έρχεται να επισφραγίσει ή έστω να συνοδεύσει μια εντατική πολιτική κοινωνικής ένταξης των αλλοδαπών που ζουν μακρόχρονα στη χώρα, αλλά ούτε και συνδέεται με μια πολιτική δημιουργίας κρατικών και πάντως ανοικτών στους ενδιαφερομένους δομών παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών ελληνομάθειας και “πατριδογνωσίας” για τους ενδιαφερομένους να πολιτογραφηθούν. Το να επαφίεται το ζήτημα αυτό στην ικανότητά των ενδιαφερομένων να αντιμετωπίσουν μόνοι τους την ανάγκη προετοιμασίας τους όχι μόνο μπορεί να ενθαρρύνει τις δομές “παραπαιδείας” στη χώρα μας αλλά και να δημιουργήσει έναν σοβαρό αντικειμενικό φραγμό πρόσβασης στους ενδιαφερομένους στη βάση εισοδηματικών και ταξικών κριτηρίων.

Από την άλλη πλευρά, η εισαγωγή γραπτής εξέτασης και συστήματος τράπεζας θεμάτων αιτιολογείται από το ότι επιφέρει εξορθολογισμό και εξαντικειμενίκευση της διαδικασίας και δεν μπορεί να αποβλέπει απλώς στο να καταστήσει τη διαδικασία δυσπρόσιτη ή και αδύνατη για μαζικά τμήματα των ενδιαφερομένων αλλοδαπών.

Η αιφνίδια αύξηση του βαθμού δυσκολίας σε επίπεδο Β1 προφορικού και γραπτού λόγου για όλους ανεξαιρέτως τους υποψήφιους για τη γλώσσα, και ελάχιστης επιτυχούς επίδοσης το 80%, χωρίς ούτε διαβαθμίσεις των απαιτήσεων δυσκολίας με βάση ηλικακή ή άλλη κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει ο αιτών, ούτε την προσθήκη μηχανισμών ευέλικτων που θα διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση στη διαδικασία χορήγησης ιθαγένειας, χωρίς δηλαδή να παρέχεται ταυτόχρονα η δυνατότητα συμμετοχής σε εκπαιδευτικές διαδικασίες, ώστε να μπορούν οι αιτούντες να ανταποκριθούν στα υψηλά επίπεδα γνώσης του γραπτού λόγου, θα οδηγήσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ιδίως μεγαλύτερων σε ηλικία σε αποκλεισμό. Δεν μπορούμε να ζητάμε από εργαζόμενους, ενταγμένους εδώ και πολλά χρόνια στην κοινωνική και οικονομική ζωή στην Ελλάδα, να ανταποκριθούν σε τόσο υψηλά κριτήρια, έχοντας και τις σχετικές γραμματικές γνώσεις, ενώ γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι δεν διαθέτουν τις αντίστοιχες δεξιότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πληρούν τα ουσιώδη κριτήρια ένταξης, ενώ οι συνθήκες βιοπορισμού τους είναι τέτοιες που δεν έχουν και οι ίδιοι κάποια «υπαιτιότητα» για αυτές τις γνωστικές ελλείψεις, ούτε αυτό τους στερεί τη δυνατότητα να συμμετέχουν δημιουργικά στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της χώρας.

Στο παρόν νομοσχέδιο, στη διαδικασία της πολιτογράφησης, ενώ διατηρείται, με περιορισμένο αντικείμενο αλλά με εξίσου όπως και πριν αποφασιστική σημασία, η συνέντευξη του αιτούντα, με την τροποποίηση του άρθρου 7 του ΚΕΙ με το άρθρο 6 του νομοσχεδίου η διενέργεια της συνέντευξης ανατίθεται σε τριμελή επιτροπή που απαρτίζεται αποκλειστικά από στελέχη της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας, με κατάργηση της συμμετοχής μέλους υποδεικνυόμενου από την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πρόκειται για αρνητική εξέλιξη, καθώς η προηγούμενη ρύθμιση αποτελούσε εχέγγυο φερεγγυότητας, ανεξαρτησίας και εξειδίκευσης στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και επαφής με την κοινωνία.

Περαιτέρω, εισάγονται πρόσθετοι περιορισμοί με την αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 55 στα 67 έτη, πέραν της οποίας οι αιτούντες μπορούν να κληθούν σε προφορική αντί γραπτής εξέτασης γλώσσας. Η αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 55 στα 67 χρόνια, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των πολιτογραφήσεων. Ένας άνθρωπος που ήρθε στα 20 του στην Ελλάδα, αιτείται ιθαγένειας και είναι άνω των 55 ετών μπορεί να ανταποκριθεί στην προφορική εξέταση αλλά δεν μπορούμε να αναμένουμε να ανταποκριθεί στη γραπτή εξέταση με τους ίδιους όρους σε τόσο υψηλό επίπεδο. Μπορούμε να αναμένουμε ένα υψηλό επίπεδο προφορικής γλώσσας, αλλά όχι να γράφει με τον ίδιο τρόπο. Ένας οικοδόμος από την Αλβανία ή μια οικιακή βοηθός από την Γεωργία θα μπορεί να αποδώσει ικανοποιητικά στη προφορική εξέταση, αλλά σε αυτή την ηλικία δεν θα μπορεί να γράψει.

Επί πλέον, η προϋπόθεση συγκέντρωσης ποσοστού 80% της μέγιστης βαθμολογίας κατά την εξέταση της γλώσσας σε συνδυασμό με  το νέο εξέταστρο για τη γραπτή διαδικασία ύψους 250 ευρώ που προστίθεται στο παράβολο της αίτησης θα οδηγήσει στην αποθάρρυνση των ανθρώπων από το να υποβάλλουν αίτηση πολιτογράφησης. Το ίδιο ισχύει και με την διακρίβωση των κριτηρίων της ένταξης, όπου το απαιτούμενο ελάχιστο δηλωθέν ετήσιο εισόδημα, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ετήσιο σύνολο των μηναίων αποδοχών του ανειδίκευτου εργάτη. Η αύξηση του εισοδηματικού κριτηρίου, δεδομένης της οικονομικής κρίσης στην οποία βρίσκεται η χώρα επί σειρά ετών θα δημιουργήσει ζητήματα πρόσβασης και θα οδηγήσει σε αποκλεισμό μεγάλου αριθμού αιτούντων.

Επίσης, επισημαίνουμε ότι η απαλλαγή των ομογενών αλλοδαπών που είναι κάτοχοι δια-μονής ομογενούς και αιτούνται πολιτογράφηση από τη διακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται στις περ. α’ και β’ του άρθρου 5Α, ήτοι την εξέταση της επάρκειας ως προς τη γλωσσομάθεια και την πατριδογνωσία, προβληματίζει σοβαρά εν όψει του ενδεχομένου να κριθεί ως αθέμιτη διάκριση σε βάρος των μη ομογενών αιτούντων για λόγους εθνικής καταγωγής.

Ζήτημα τίθεται και με την τροποποίηση του άρθρου 11 του ΚΕΙ με το άρθρο 9, το οποίο αναφέρεται στην κτήση Ελληνικής Ιθαγένειας από τέκνα πολιτογραφημένου και ορίζει ότι «Το τέκνο του αλλοδαπού ή της αλλοδαπής που πολιτογραφείται γίνεται Έλληνας, χωρίς άλλη διατύπωση, αν κατά την ημερομηνία ορκωμοσίας του γονέα του είναι ανήλικο, άγαμο και διαμένει μόνιμα στη χώρα». Η προσθήκη της διαμονής στη χώρα συνιστά ουσιαστική αλλαγή και θα δημιουργήσει ζητήματα που θέτουν σε διακινδύνευση την ενότητα της οικογένειας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του παιδιού, δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Είναι κατανοητή η πρόθεση του νομοθέτη να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο άρρενες αιτούντες προερχόμενοι από χώρες με ιδιαίτερη δημογραφική ένταση να προκαλούν την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από πολυάριθμα ανήλικα τέκνα που έχουν αφήσει πίσω στην πατρίδα τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποτελεί ζήτημα που αφορά τα ίδια τα τέκνα αλλά το γεγονός ότι ο αιτών στην πραγματικότητα δεν έχει καταστήσει πλήρως την Ελλάδα επίκεντρο των βιοτικών του δραστηριοτήτων. Γι’ αυτό και η διατήρηση αυτής προσθήκης θα πλήξει στην πραγματικότητα το συμφέρον παιδιών, που δεν συνόδευσαν τους γονείς τους στην Ελλάδα και σοβαρούς και άξιους προστασίας λόγους (περάτωση σχολείου, ασθένεια κλπ.).

Με το άρθρο 11 του νομοσχεδίου που τροποποιεί το άρθρο 26α του ΚΕΙ προστίθεται παράγραφος, σύμφωνα με την οποία «δεν εγείρεται θέμα αμφισβήτησης, όταν υφίσταται λόγος ανάκλησης απόφασης κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της». Με αυτό τον τρόπο οι διατηρούμενες διαδικαστικές εγγυήσεις του ίδιου άρθρου καθίστανται άνευ αντικειμένου, αφού τίθενται εκτός εφαρμογής σε όλες σχεδόν τις πραγματικές περιπτώσεις αμφισβήτησης. Ιδιαίτερα, μάλιστα, επαχθής είναι η νέα αυτή διατύπωση στις συχνότατες περιπτώσεις όπου η εκ των υστέρων διαπιστούμενη μη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων οφείλεται αμιγώς σε λάθη της ίδιας της διοίκησης, τελεσθέντα μάλιστα πριν από πολλές δεκαετίες και μετά τη θεμελίωση, από τον ανυπαίτιο και καλόπιστο ενδιαφερόμενο και τους κατιόντες του, ισχυρών βιοτικών δεσμών με την Ελλάδα. Η στέρηση της δυνατότητας προηγούμενης ακρόασης για όσους απέκτησαν καλόπιστα την ιθαγένεια χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, δημιουργεί ζητήματα ως προς την θεμελιώδη αρχή της χρηστής διοίκησης, λαμβάνοντας υπόψιν και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε σειρά παρόμοιων περιπτώσεων, το Συμβούλιο Ιθαγένειας είχε μέχρι τώρα αξιοποιήσει τη δυνατότητα να επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τη διατήρηση της ελληνικής ιθαγένειας, συνεκτιμώντας την έλλειψη δόλου και την παρέλευση χρόνου (ή και ολόκληρων γενεών) και απλώς εφαρμόζοντας τη γενική αρχή της δικαιολογημένης και προστατευόμενης εμπιστοσύνης όπως έχει παγιωθεί στη νομολογία. Αντίθετα, με το νέο νομοσχέδιο το Συμβούλιο Ιθαγένειας δεν θα ερωτάται καν, στον δε ενδιαφερόμενο, αιφνιδίως μετατραπέντα σε αλλοδαπό ή και ανιθαγενή, θα απομένει μόνη η δικαστική οδός.

Τέλος, πιστεύουμε ότι στην περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων αυτών, ο αριθμός των σχετικών αιτήσεων χορήγησης ιθαγένειας και αντίστοιχα ο αριθμός των πολιτογραφήσεων θα ελαχιστοποιηθεί δραματικά. Ένα κράτος που έχει μεταναστευτικό πληθυσμό πρέπει να έχει και συμπεριληπτική προσέγγιση. Οι άνθρωποι που ζουν, κοινωνικοποιούνται και έχουν ενταχθεί στην Ελλάδα, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα με τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων να γίνουν κάποια στιγμή πολίτες του κράτους με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις.

 

Μετά τιμής,

Ανδρέας Τάκης,

Αντιπρόεδρος ΔΣ ΕλΕΔΑ

Μέλος

Newsletter