Για το σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας

Το διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση σχετικά με το σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.

 

Αθήνα, 30 Μαρτίου 2011

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διατυπώνει επιφυλάξεις σχετικά με την εν γένει χρησιμότητα, αποτελεσματικότητα και κοινωνικοπολιτική λειτουργία του εν λόγω νομοθετήματος στην ελληνική έννομη τάξη. Παρά τις ομολογουμένως φιλότιμες προσπάθειές του, που εστιάζονται στην προσπάθεια σύνδεσης λόγου και πράξης σε σχέση με το κείμενο της Απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε. το οποίο καλείται να ενσωματώσει, το παρόν σχέδιο δεν μπορεί επαρκώς να αμβλύνει τους αδικαιολόγητους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και του λόγου που θέτει η σχετική Απόφαση. Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, παρ’ ότι πολλάκις έχει πέσει θύμα λεκτικής βίας, ως και απειλών εκ μέρους πολλαπλών εκδοχών ακροδεξιού και ξενόφοβου λόγου, επιμένει ότι οι πεποιθήσεις -ακόμη και οι ειδεχθέστερες για εμάς- δεν μπορούν παρά να κυκλοφορούν ελεύθερα.

Το φιλελεύθερο πολίτευμα είναι εξ ορισμού πιο ανεκτικό απέναντι στις απειλές του από τα άλλα πολιτεύματα. Αν δεν είναι, αναιρεί τον εαυτό του. Η παραδοχή αυτή, όμως, είναι άλλη τάξης από την υποβάθμιση ή, ακόμη περισσότερο, τον εξωραϊσμό των απειλών αυτών που προέρχονται από την ανερχόμενη ακροδεξιά στην Ελλάδα αλλά και από άλλα μη πολιτικά συλλογικά μορφώματα στα οποία ενδημεί η κουλτούρα της βίας. Αυτό είναι ζήτημα που σχετίζεται με την προστασία του δημοκρατικού-φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματος και αφορά όλο το συνταγματικό πολιτικό τόξο της Ελλάδας.

Ι. Η ιεράρχηση της απαξίας ρατσιστικού λόγου και ρατσιστικής βίας

Το μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η ρατσιστική βία. Δεν είναι ο ρατσιστικός λόγος. Για την ακρίβεια, στην Ελλάδα τα εγκλήματα ρατσιστικού κινήτρου είτε δεν εξιχνιάζονται είτε, όταν εξιχνιάζονται, ουδείς ασχολείται με το ρατσιστικό κίνητρο διότι η κυρίαρχη υπηρεσιακή κουλτούρα της δίωξης του εγκλήματος πολύ συχνά συμμερίζεται το ρατσιστικό κίνητρο είτε δια της ανοχής είτε δια της υπόθαλψης της ρατσιστικής βίας. Στις άλλες περιπτώσεις, απλώς αδιαφορεί διότι το θεωρεί νομικά αδιάφορο.

Ποια μπορεί να είναι η απάντηση στην ατιμωρησία της ρατσιστικής βίας; Μήπως αυτή μπορεί να βρίσκεται στην ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου; Αυτό, κατά την άποψή μας, είναι μια αφελής αστοχία καθώς ουσιαστικά καταλήγει να αξιολογείται ως σημαντικότερη η απαξία του ρατσιστικού λόγου έναντι της ρατσιστικής βίας, κρούσματα της οποίας ενδημούν και πυκνώνουν στην ελληνική κοινωνία. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε μια έκπτωση από αξία της ελευθερίας του λόγου μόνον εφόσον θα είχε εδραιωθεί μια κουλτούρα στις ελληνικές διωκτικές και δικαστικές αρχές η οποία θα έδειχνε την πρόθεση ταυτοποίησης των πράξεων βίας με ρατσιστικά κίνητρα. Τότε μόνον, κατά την άποψή μας, θα μπορούσε επικουρικά να συζητηθεί αυτή η ευαίσθητη στάθμιση σε βάρος της ελευθερίας του λόγου που προκαλεί ρατσιστική βία. Όσο πάντως η βία μένει ατιμώρητη, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν λύνει, αλλά δημιουργεί προβλήματα. 

Αυτό που δυνητικά θα συμβαίνει εφόσον εφαρμοστεί η προτεινόμενη ρύθμιση θα είναι το εξής παράδοξο: οι διατάξεις του ποινικού κώδικα θα παραμένουν ανεφάρμοστες έναντι περιστατικών ρατσιστικής βίας (τα οποία ολοένα και αυξάνονται, κυρίως σε βάρος μεταναστών), το ρατσιστικό κίνητρο θα παραμένει ανεξιχνίαστο διότι απλώς δεν διερευνάται, ενώ η έννομη τάξη τάχα θα στρέφεται εναντίον εκείνου που «προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό». 

Η κατάσταση αυτή συνιστά μείζον πρόβλημα σε μια δικαιοταξία. Στην Ελλάδα δεν γίνεται καμία σοβαρή και συστηματική προσπάθεια εδραίωσης μιας κουλτούρας δίωξης, ούτε καν απαξίωσης, του ρατσιστικού εγκλήματος. Η ατιμωρησία που επικρατεί στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια για κακουργηματικές πράξεις οι οποίες στράφηκαν άμεσα σε βάρος της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας προσώπων, «αντιφρονούντων» ή αλλοδαπών, με τραγικές συνέπειες για τα θύματα (σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τύφλωση, ακρωτηριασμοί γεννητικών οργάνων κ.ο.κ.) δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι η δίωξη του ακροδεξιού ή ρατσιστικού λόγου αλλά της πράξης. Οι ελληνικές αρχές γνωρίζουν καλά ότι εδώ και χρόνια λειτουργεί μια πολιτική οργάνωση στη χώρα, αλλά και επέκεινα αυτής άλλες ομαδώσεις, των οποίων η δράση εσχάτως έχει αναπτυχθεί ιδιαιτέρως. Εντός των συλλογικοτήτων αυτών ενδημούν χαρακτηριστικά της εγκληματικής οργάνωσης του άρ. 187 ΠΚ. Πρόκειται για καλά δομημένες συλλογικότητες, με στρατιωτικού τύπου ιεραρχία, με διάρκεια και συμμετοχή πολύ παραπάνω των τριών προσώπων, από μέλη των οποίων συστηματικότατα όχι απλώς επιδιώκονται αλλά αποδεδειγμένα εκτελούνται οργανωμένα και με πειθαρχία απόπειρες ανθρωποκτονίας, βαριές σωματικές βλάβες, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, εμπρησμοί σε βάρος χώρων λατρείας, φθορές ξένης ιδιοκτησίας κ.ο.κ. Για κακουργηματικές δε πράξεις όχι απλώς έχουν κατηγορηθεί μέλη τους, αλλά έχουν καταδικαστεί αμετακλήτως ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη  τα οποία τέλεσαν το αδίκημα (απόπειρα ανθρωποκτονίας) υπό την ιδιότητά τους ως μέλη της οργάνωσης και κατά συναυτουργία με άλλα “άγνωστα στις αρχές” επίσης μέλη. 

Και όμως, μόλις τον Φεβρουάριο 2011, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη δήλωνε πως επικοινωνεί με την Χρυσή Αυγή «ώστε να μην προβαίνει σε βιαιότητες». Ένα κράτος στο οποίο οι φυσικοί αυτουργοί ρατσιστικής βίας καθίστανται συνομιλητές της κυβέρνησης έχει πολλά, μα πάρα πολλά, να κάνει ακόμη για να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό που ενδημεί μέσα στις ίδιες τις αρχές του. Σίγουρα, το να νομοθετεί τη δίωξη ακόμη και των ειδεχθέστερων φρονημάτων στο όνομα της ευρωπαϊκά κυρίαρχης πολιτικής ορθότητας για την αντιμετώπιση του ρατσισμού δεν είναι ένα από αυτά, και σίγουρα όχι το πρώτο. 

ΙΙ. Επιμέρους παρατηρήσεις στο σχέδιο νόμου

Σχετικά με το τεχνικό σκέλος του σχεδίου νόμου, η Ένωση προβαίνει στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

  1. Ο όρος «εχθροπάθεια», παρά τα αναφερόμενα στην Αιτιολογική Έκθεση, σε ελάχιστες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται, η νομολογιακή της δε επεξεργασία είναι μηδαμινή. Ως εκ τούτου, προτείνεται να χρησιμοποιηθεί ο όρος «μίσος», ο οποίος όχι απλώς αποτυπώνει καλύτερα την αντίστοιχη έννοια που περιλαμβάνει και η Απόφαση-Πλαίσιο, αλλά συνιστά και μια λέξη που, λόγω της χρήσης της στο γλωσσικό μας πεδίο, μπορεί να οριοθετήσει σαφέστερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια το εύρος εφαρμογής του κανόνα δικαίου, χωρίς βεβαίως να υπερβαίνει τα προβλήματα που θέτει η χρήση κάθε αόριστης έννοιας σε ένα ποινικό νομοθέτημα.
  2. Ο όρος «γενετήσιος», παρ’ ότι πράγματι χρησιμοποιείται επανειλημμένα στον Ποινικό Κώδικα, είναι μάλλον παρωχημένος και προτείνεται να αντικατασταθεί από τον όρο «σεξουαλικός». Επισημαίνεται δε ότι στην έννοια αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται οι διεμφυλικοί (transexual), οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο μένουν εκτός της προστατευτικής εμβέλειας του νομοθετήματος, καίτοι αποτελούν μία ιδιαίτερη ευάλωτη κατηγορία προσώπων σε τέτοιου τύπου συμπεριφορές. Ως εκ τούτου, προτείνεται να συμπεριληφθεί και «η ταυτότητα κοινωνικού φύλου», όπως πλέον αναφέρεται σε διεθνή κείμενα. 
  3. Η προϋπόθεση να συμπεριμβάνονται  στον κατάλογο που τηρείται από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (ECOSOC) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ένα νομικό πρόσωπο ή μία ένωση προσώπων για να δηλώσουν παράσταση πολιτικής αγωγής ουσιαστικά εξαιρεί από το δικαίωμα αυτό  όλες τις οργανώσεις δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να απαλειφθεί και να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα οποιαδήποτε οργάνωση έχει καταστατικό της σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων. 
  4. Η αυτεπάγγελτη δίωξη των εγκλημάτων που αναφέρονται στο σχέδιο νόμου, η οποία ούτως ή άλλως είχε προβλεφθεί με το άρ. 39 παρ. 4 του Ν. 2910/2001, για να τεθεί σε λειτουργία, σημαίνει απαραιτήτως ότι οι αρμόδιες αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές θα πρέπει κάπως να ενημερώνονται. Επειδή είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή το αντιμετωπίζουν αλλοδαποί χωρίς χαρτιά, το οποίο σημαίνει ότι δεν έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις Αρχές -αφού εάν καταφύγουν σε αυτές συλλαμβάνονται και εκδίδεται σε βάρος τους απόφασης απέλασης- θα πρέπει να ιδρυθεί ένας φορέας, ο οποίος θα συλλέγει και θα επεξεργάζεται πληροφορίες και καταγγελίες και θα απευθύνεται ο ίδιος στις Αρχές. Η ίδρυση ενός τέτοιου φορέα είναι έτσι κι αλλιώς αναγκαία στη χώρα μας, αφού ούτε οι αστυνομικές ούτε οι εισαγγελικές αρχές έχουν μέχρι σήμερα δώσει δείγματα ενδιαφέροντος σχετικά με το φαινόμενο των ρατσιστικών εγκλημάτων, και μάλιστα όχι μόνο αυτών που περιγράφονται στο παρόν σχέδιο νόμου, αλλά πολύ σοβαρότερων πράξεων με ρατσιστικό κίνητρο που στρέφονται κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας αλλοδαπών.

ΙΙΙ. Η διάχυση του ρατσιστικού λόγου στην Ελλάδα είναι τέτοια που στην πράξη καθίσταται μη τιμωρίσιμη 

Οι ευαίσθητες σταθμίσεις που πρέπει να γίνουν τη στιγμή που ποινικοποιείται η ελεύθερη έκφραση οφείλουν, πέραν των αξιακών διακυβεύσεων, να λαμβάνουν υπόψη και πραγματικά κοινωνικά δεδομένα. Αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα, ο ρατσιστικός λόγος είναι τόσο διάχυτος σε τμήματα της κοινής γνώμης, σε πολιτικά κόμματα -κυρίως της Ακροδεξιάς αλλά όχι μόνο-, την Εκκλησία και τα ΜΜΕ, ώστε η ποινικοποίησή του δυνητικά θα οδηγούσε σε ένα καθεστώς ποινικής δίωξης ενός τεραστίου αριθμού ανθρώπων. Υπάρχουν μητροπολίτες που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να εκφέρουν ρατσιστικό λόγο σε βάρος μεταναστών και ομοφυλόφιλων. Για την εκφορά τέτοιου λόγου, ο οποίος κινείται εντός των ορίου της ποινικά κολάσιμης πράξης, ειδική μνεία πρέπει να γίνει σε δημόσιους λειτουργούς και δη σε ιερωμένους, οι οποίοι πολύ συχνά συμπεριφέρονται σαν να ξεχνούν το γεγονός ότι θεσμικά (λόγω της θεσμικής ενότητας εκκλησίας και ελληνικού κράτους) ασκούν δημόσια εξουσία, οπότε οι ρατσιστικές εκτροπές φέρουν πρόσθετη απαξία. Σε τελευταία ανάλυση, άλλες είναι οι αντοχές ενός φιλελεύθερου κράτους δικαίου έναντι του ρατσιστικού λόγου των ιδιωτών και άλλες έναντι συστηματικών ρατσιστικών εκτροπών από δημοσίους λειτουργούς. Ο λόγος των τελευταίων εξ αντικειμένου δεν μπορεί να χαίρει της ίδιας ανοχής. Αυτή η διάκριση έχει μείζονα σημασία και επισημαίνουμε πως θα είχε σημασία η εισαγωγή της στην ελληνική έννομη τάξη, κατ’ ακολουθίαν άλλων παραδειγμάτων στην Ευρώπη, με προεξέχον αυτό της Γαλλίας . 

Είναι αλήθεια πως στην Ελλάδα το όριο στο τι (δεν) λέγεται στο δημόσιο λόγο είναι εξαιρετικά ελαστικό κυρίως σε ό,τι αφορά τον ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο. Είναι βέβαιο δηλαδή ότι στη χώρα μας τα αντιρατσιστικά αντανακλαστικά, έστω και αυτά της πολιτικής ορθότητας ή της συμβατικής ευγένειας προς τρίτους,  είναι συγκριτικά χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Είναι επίσης αλήθεια ότι η ποινικοποίηση του λόγου αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν αυτοπεριορισμό του υπό το φόβο της ποινικής κύρωσης. Ακόμη και έτσι όμως, σε τι βαθμό το αντισταθμιζόμενο αγαθό, αυτό της ελεύθερης έκφρασης, είναι συγκρίσιμο; 

Και ενώ στην πράξη είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει κάποια άμεση βελτίωση των πραγμάτων με το νομοθέτημα αυτό, εξαιτίας της περιρρέουσας κουλτούρας της δικαιοσύνης ή της αστυνομίας ο κίνδυνος εργαλειακής και επιλεκτικής χρήσης του νομοθετήματος είναι υπαρκτός. Περαιτέρω, η ως τώρα εμπειρία του αντίστοιχου νομοθετήματος που έχει την ίδια στόχευση, δηλαδή του ν. 927/1979, μας δείχνει δύο πράγματα: πρώτον, ο νόμος αυτός ουδέποτε εφαρμόστηκε από τις ελληνικές διωκτικές αρχές. Με δύο λόγια, το κενό που καλείται να καλύψει το νέο νομοθέτημα δεν είναι περιεχομένου νομικού αλλά πολιτικού και ιδεολογικού. Όπως συχνά και κοινότοπα λέμε στη χώρα αυτή, «νόμοι υπάρχουν, το πρόβλημα είναι ότι δεν εφαρμόζονται». Η περίπτωση του ν. 927 είναι ενδεικτική. Δεύτερον, όπου και όταν κατ’ εξαίρεση ο ν. 927 εφαρμόστηκε, όπως σε πρόσφατη δίωξη συγγραφέα βιβλίων αντισημιτικού περιεχομένου, τα αποτελέσματα ήταν τα ακριβώς ανάποδα από αυτά που ο νομοθέτης φέρεται να επιθυμεί μέσω νομοθετημάτων ποινικοποίησης του ρατσιστικού λόγου. Απόψεις που κατεξοχήν «προκαλούν ή διεγείρουν σε βιαιοπραγίες ή εχθροπάθεια», σύμφωνα με την ελληνική δικαιοσύνη, μπορούν να εκφέρονται όχι στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης οποιουδήποτε λόγου, ακόμη και του πιο ακραίου, αλλά μέσω της εμβάπτισής τους σε «επιστημονικές» απόψεις που υποτίθεται πως δεν προκαλούν το μίσος. [1]

Εν κατακλείδι, αξιολογούμε και φοβούμαστε πως η ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου στην Ελλάδα είναι μια στόχευση πολιτικά ανεδαφική και νομικά ολισθηρή, η οποία, όπως φαίνεται από το δημόσιο διάλογο που έχει ξεκινήσει με αφορμή το υπό συζήτηση νομοθέτημα, προσφέρεται κατεξοχήν για ιδεολογική περιχαράκωση του ακροδεξιού χώρου, ο οποίος αίφνης συσπειρώνεται, εμφανιζόμενος να τελεί υπό δίωξη. 

Δεν έχουμε κανένα λόγο να προσφέρουμε στην ακροδεξιά και κάθε εκδοχή ξενόφοβου και ρατσιστικού συλλογικού μορφώματος στην Ελλάδα που δέρνει ανενόχλητα το επιχείρημα πως τάχα δεν την αφήνουμε να μιλήσει.

 

[1] Έναντι άλλων παραδειγμάτων από την εργογραφία του κ. Πλεύρη, τέτοιες «επιστημονικές» για την ελληνική δικαιοσύνη απόψεις είναι: “Ετσι θέλουν οι Εβραίοι, διότι μόνον έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα.” “Εβραίος και άνθρωπος είναι έννοιες αντιφατικές, δηλαδή η μία αποκλείει την άλλη.” “Η όλη των εγκληματική συμπεριφορά δικαιολογεί τας πράξεις των Ναζί εναντίον των και κάτι περισσότερον. Τας δικαιώνει.” ” Η ιστορία της ανθρωπότητος θα καταλογίση στον Αδόλφο Χίτλερ τα εξής: Δεν απήλλαξε, ενώ ηδύνατο την Ευρώπη από τους Εβραίους.”

 

Μέλος

Newsletter