Για το συρμάτινο τείχος μας

Άρθρο του Κ. Τσιτσελίκη στην Αυγή

Οι επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες για «μηδενική ανοχή» απέναντι στο «τσουνάμι της λαθρομετανάστευσης» φαίνεται ότι θα υλοποιηθούν με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο, την κατασκευή ενός τείχους από σύρμα το οποίο θα αποκλείει την πρόσβαση σε όποιον «λαθραίο» επιθυμεί να εισέλθει στην Ελλάδα από μη νόμιμες οδούς. Η συζήτηση που προκάλεσε η είδηση αυτή αναμόχλευσε στερεοτυπικές αντιπαραθέσεις («εθνική ασφάλεια» κατά «φιλανθρωπίας των δικαιωμάτων»), χρησιμοποίησε παραπλανητικά επιχειρήματα («έτσι θα αποκλειστεί η προσπέλαση από τον Έβρο», «φταίει η Τουρκία», «η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο» κλπ.) και κυρίως αποσιώπησε πλήθος παραμέτρων που συνέχονται με το όντως δύσκολα διαχειρίσιμο φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης αλλοδαπών προς την Ελλάδα/Ευρώπη.

Δεν χρειάζεται να επαναλάβει κανείς τα αυτονόητα, ότι δηλαδή ένας τέτοιος τοίχος καταρχήν προκαλεί αρνητικά αισθήματα, με τις σαφείς μαύρες συνδηλώσεις που έχει και την αποκρουστική όψη του που δύσκολα συμφιλιώνεται με το ειδυλλιακό παραποτάμιο τοπίο ή με τις κυβερνητικές δηλώσεις του τύπου «η Ελλάδα είναι η πιο ανεκτική κοινωνία στις ευρωπαϊκές χώρες». Εξάλλου, το επιχείρημα για την αναποτελεσματικότητα του τοίχους (που θα καλύπτει το 8% της συνοριακής ζώνης στη Θράκη) υποκρύπτει μίαν άλλη ανομολόγητη ευχή για την απόλυτη αδιαβροχοποίηση των συνόρων και των αποκλεισμό -μέσα κι έξω- όλων των «λαθραίων». Μια πιο πραγματιστική παραδοχή λαμβάνει υπόψη της τα διδάγματα της εμπειρίας, ότι δηλαδή, με φράχτες κάθε είδους κανείς ποτέ δεν μείωσε το ποσοστό εισόδου μεταναστών. Όμως το ζήτημα βρίσκεται αλλού, και όχι στον ίδιο τον φράχτη.

Ο καυγάς για τον φράχτη ρίχνει στη σκιά της δημόσιας συζήτησης τις αντίρροπες τάσεις: από την μία πλευρά η κρατική κυριαρχία που υπαγορεύει τον έλεγχο των συνόρων και των προδιαγραφών εισόδου-εξόδου αλλοδαπών πολιτών, και από την άλλη η υποχρέωση διασφάλισης της υποδοχής εκείνων που επιζητούν διεθνή προστασία. Συνεπώς ο λόγος περί θωράκισης των συνόρων αδιακρίτως και κατά πάντων είναι τουλάχιστον παραπλανητικός, καθώς προϋποθέτει ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να διαπεράσει αρχικά παράτυπα τα σύνορα, κάτι που δεν είναι αληθές κατά το διεθνές δίκαιο. Θεωρητικά, εάν το τείχος διέθετε εισόδους υποδοχής, όπως δηλαδή ένα αεροδρόμιο ή ένα λιμάνι, ανεξάρτητα από την νομιμότητα του εισερχομένου, και στη συνέχεια μέσα από δομές εφαρμογής του δικαίου, συλλογής των αιτημάτων ασύλου και εξέτασής τους, την λειτουργία ενός μηχανισμού απέλασης σύμφωνα με το νόμο, αλλά και της παροχής προνοιακών υπηρεσιών κλπ., τότε το επιχείρημα κατά του φράχτη στο όνομα της τήρησης του δικαίου μένει ανυπεράσπιστο.

Το κράτος, λοιπόν, διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να ορίζει τους κανόνες εισόδου σε εκείνους που δεν δικαιούνται νομικής προστασίας. Η ύψωση, όμως, του συρμάτινου φράκτη, αλλά και κάθε μέτρο (βλ. την περίφημη FRONTEX) που αποσκοπεί στον αποκλεισμό της πρόσβασης σε άτομα που δικαιούνται διεθνούς προστασίας, υπονομεύει τα δικαιώματα του ανθρώπου και το κράτος δικαίου και κατά συνέπεια τη θέση του καθένα μας στην ελληνική δικαιοταξία. Εν τέλει το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχουν τέτοια μέτρα είναι να θέσουν ανθρώπινες ζωές σε κίνδυνο, όπως συνέβαινε και με τα ναρκοπέδια.

Έτσι, πρέπει να ανησυχούμε πρωτίστως όταν ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος πολλών κομμάτων συντάσσεται με την λήψη μέτρων με στόχο την αποτροπή της εισόδου των παράτυπα εισερχόμενων μεταναστών στο έδαφος της χώρας, μέσα από την εργαλειακή επίκληση της νομιμότητας, χωρίς να αναφέρεται με σαφήνεια στις εγγυήσεις για όσους αναζητούν διεθνή προστασία ή βρίσκονται σε ευάλωτη θέση. Τα ζητήματα που επείγει να συζητηθούν δημόσια θα ήταν τα εξής:
– Μηχανισμοί ελέγχου των συνόρων που να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες όσων αναζητούν προστασία, χωρίς να ασκούν αυθαίρετη βία.
– Εξέταση των αιτημάτων ασύλου με δικαιοσύνη και ταχύτητα, αλλά και παροχή προνοιακών υπηρεσιών ιδιαίτερα στα ευάλωτα άτομα, όπως παιδιά, γυναίκες, οικογένειες.
– Νομική και πραγματική τακτοποίηση των δεκάδων χιλιάδων αιτούντων άσυλο που εδώ και χρόνια ζουν σε γκρίζες νομικές ζώνες που αναπαράγουν ανασφάλεια και τροφοδοτούν την παραβατικότητα.
– Τροποποίηση του Δουβλίνου ΙΙ, με στόχο την συμμετοχή της ΕΕ στην υποδομή εξέτασης του ασύλου, και την ασφαλή απέλαση στην χώρα ιθαγένειας.
– Η Τουρκία να αποδεχτεί την εξέταση ασύλου και σε άτομα που προέρχονται από τα ανατολικά της σύνορα αλλά και η ΕΕ να συνεργαστεί στο θέμα μετεγκατάστασης προσφύγων από εκεί.
– Θεσμική και πραγματική «τακτοποίηση» όσων η απέλαση δεν είναι εφικτή και οι οποίοι αναγκαστικά θα παραμείνουν στην Ελλάδα ή θα μετακινηθούν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Εδώ επίσης απαιτείται η συνδρομή της ΕΕ.

Εξάλλου η συσσώρευση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στην αβεβαιότητα που δημιουργεί το καθεστώς του αιτούντος άσυλο αλλά και στην παρανομία, όσων δηλαδή δεν ζήτησαν ή δεν δικαιούνται άσυλο, οδηγεί στην άνθιση των δικτύων διακίνησης, αλλά και εκείνων που εκμεταλλεύονται με σύγχρονες μορφές δουλείας τους πελάτες τους (πληρωμή με χρόνο εργασίας σε άθλιες συνθήκες) ή την εξαπάτησή τους (αποβίβαση σε λάθος μέρος, συχνά στην μέση της θάλασσας).

Φαίνεται ότι το συρμάτινο τείχος (μάλιστα πολύ πριν κατασκευαστεί) αποτελεί μια καλή ή μια χαμένη ευκαιρία για να ξανασκεφτούμε και να σταθούμε με υπευθυνότητα απέναντι σε ένα σοβαρό ζήτημα που δεν έχει να κάνει μόνο με την ζωή των απέλπιδων ξένων, αλλά και με την δική μας κοινωνία που προς το παρόν κοιτάζεται με αμηχανία μπροστά στον καθρέπτη.

 

φωτογραφία: MizzSan

 

άσυλο, δικαιοσύνη, μετανάστευση, πρόσφυγες

Μέλος

Newsletter