Για την ελευθερία του λόγου της Εκκλησίας και άλλα γήινα

Του Δημήτρη Γ. Χριστόπουλου*

Οι αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου στις γνωστές δηλώσεις του Καλαβρύτων και Αιγιαλείας σχετικά με τον τέως πρωθυπουργό, στην πλειονότητά τους και σε διάφορες διαβαθμίσεις, εγκαλούν τον μητροπολίτη και ζητούν την επαναφορά του στην τάξη.

Η αλήθεια όμως είναι ότι στη βάση τους, οι περισσότερες από αυτές τις αποδοκιμαστικές αντιδράσεις πάσχουν από την ίδια αιτία που πάσχουν και οι δηλώσεις του ιεράρχη. Η αιτία αυτή δεν εντοπίζεται (τόσο) στο περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών ούτε στην εκκλησιαστική ιδιότητα του φορέα τους. Αλήθεια, για ποιο λόγο η Εκκλησία θα έπρεπε να δίνει λογαριασμό στους εκπροσώπους της πολιτείας για αυτά που πρεσβεύουν έστω και οι πιο ακραίοι από τους ιεράρχες της;

Τι θα μπορούσε να κάμψει την ελευθερία του λόγου του (κάθε) ιεράρχη;

Μόνο ένας τέτοιος λόγος υπάρχει: το γεγονός ότι ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, καθώς και άλλοι περίπου ένδεκα χιλιάδες ιερωμένοι ασκούν δημόσια εξουσία, όντας υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι από το ελληνικό κράτος και άρα τους φορολογούμενους στην Ελλάδα, των οποίων ένα υπολογίσιμο ποσοστό δεν είναι Ελληνες, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό δεν είναι καν ορθόδοξοι.

Επίσης, ένα υπολογίσιμο ποσοστό των ορθόδοξων δεν επιθυμεί καθόλου να συμβάλλει στη μισθοδοσία των παπάδων, προκειμένου αυτοί να έχουν άποψη επί παντός του «γήινου» επιστητού.

Ακόμη δε περισσότερο, όταν αυτά που εκπέμπει η Εκκλησία και πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι της είναι πολιτικές θέσεις προφανούς ακροδεξιού λαϊκιστικού προσανατολισμού.

Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον ενός αναπόδραστου διλήμματος: θέλουμε μια Εκκλησία που θα αυτολογοκρίνεται στο όνομα της πολυσχιδούς εξάρτησής της από το ελληνικό κράτος ή θέλουμε μια Εκκλησία απαλλαγμένη από αυτόν τον σφιχτό εναγκαλισμό, η οποία θα λέει ελεύθερα ό,τι πρεσβεύει για ό,τι επιθυμεί, ακόμη και εάν το θέμα της είναι, για εμάς τους υπόλοιπους, εκτός της κατηχητικής της αποστολής;

Παρακολουθώντας τις δράσεις της Εκκλησίας και τις αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου, σε σχέση με τα τελευταία γεγονότα, συμπεραίνει κανείς το εξής: η μεν Εκκλησία όχι μόνο δεν διανοείται να αυτολογοκριθεί αλλά διεκδικεί ένα ολοένα και πιο διευρυμένο πεδίο έκφρασης των θέσεών της σε μια σειρά από θέματα εξωτερικής, εκπαιδευτικής, μεταναστευτικής, δημογραφικής πολιτικής κ.τλ. Κοινώς, δεν υπάρχει πλέον τομέας άσκησης δημόσιας εξουσίας για τον οποίο να μην έχει άποψη η Εκκλησία.

Οι εκπρόσωποι της πολιτείας είναι μοιρασμένοι ανάμεσα σε αυτούς που ακολουθούν ό,τι λέει η Εκκλησία και σε αυτούς που όχι μόνο διαφωνούν με το περιεχόμενο των εκάστοτε δηλώσεων των εκκλησιαστικών ταγών, αλλά αμφισβητούν το δικαίωμά τους να εκφράζονται επί παντός επιστητού.

«Γιατί να έχει άποψη η Εκκλησία για το πολυτονικό;» ακούσαμε εμφατικά από διάφορες πλευρές προσφάτως με αφορμή τη σχετική τοποθέτηση της Ιεράς Συνόδου για την κατάργηση του μονοτονικού.

Γιατί όμως να μην έχει; Πώς είναι δυνατό να προσδοκά κανείς από ένα θεσμό με τόσο οξυμένη αίσθηση της κατηχητικής της αποστολής, όπως η (κάθε) Εκκλησία, να φιμώνεται όταν πιστεύει πως ένα ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της.

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η Εκκλησία κακώς νομίζει ότι μπορεί να εκφέρει τις θέσεις της για το Μακεδονικό, το πολυτονικό και άλλα. Η Εκκλησία όμως θα αντιτάξει ότι αυτά τα θέματα την αφορούν άμεσα διότι το ποίμνιό της ενδιαφέρεται για αυτά, διότι η ίδια εκφράζει τον λαό, το έθνος κ.λπ…

Ενας τέτοιος διάλογος με την Εκκλησία θα είναι, όμως, διάλογος κωφών. Διότι η ίδια φρονεί και κηρύσσει ότι η δική της νομιμοποίηση να μιλά στο όνομά του λαού (και του έθνους) είναι ισχυρότερη από τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αντιπροσώπων του λαού, καθώς εκφράζει τη θεία βούληση. Ενας τέτοιος διάλογος θα είναι λοιπόν ατελέσφορος διότι τα μέρη, από θέση, δεν μπορούν να συμφωνήσουν: είναι σαν να συζητά ο μεσαίωνας με τη νεωτερικότητα για το εάν κατισχύει η θεία πρόνοια ή ο ανθρώπινος λόγος.

Επομένως, το κρίσιμο θέμα που για ακόμη μία φορά διέφυγε στους περισσότερους από αυτούς που άσκησαν κριτική στον ιεράρχη σχετικά με τις προσβλητικές του δηλώσεις στο πρόσωπο του τέως πρωθυπουργού δεν σχετίζεται με το ύφος ή το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών αλλά με τη δημόσια εξουσία που εξ αντικειμένου ασκεί ένας δημόσιος λειτουργός – ιεράρχης, ανεξάρτητα του εάν παρεκτρέπεται ή όχι. Το ίδιο θα ίσχυε και στην περίπτωση που ο ιεράρχης αποφάσιζε να επαινέσει τον τέως πρωθυπουργό. Ο Καλαβρύτων δεν χρωστά σε κανέναν πολιτικό ή πολιτειακό παράγοντα να ανακαλέσει τις δηλώσεις του. Ενδεχομένως, μόνο στην ίδια την Ιερά Σύνοδο ή στον αρχιεπίσκοπο, εάν αυτοί του το ζητήσουν και αυτός συμφωνήσει.

Οποιοι αποδοκιμάζουν τον Αμβρόσιο και τον ανακαλούν στην τάξη πρέπει να σκεφτούν ότι το πρόβλημα είναι αυτή ακριβώς η «τάξη» που θέλει μια Εκκλησία υπό την πατερναλιστική εποπτεία ενός κράτους που, σε αντάλλαγμα, της έχει εκχωρήσει μείζον τμήμα δικών του αρμοδιοτήτων. Η λύση δεν είναι να μάθουν οι ιεράρχες να μιλούν καλύτερα ούτε να μη μιλούν για όσα εμείς πιστεύουμε ότι δεν τους πέφτει λόγος. Η Εκκλησία ας μιλάει για όλους και για όλα, όπως αυτή επιθυμεί, μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης και των περιορισμών της. Ομως, για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο των σχέσεών της με την ελληνική πολιτεία, αναλαμβάνοντας τον διακριτό ρόλο που της αρμόζει σε ένα πολίτευμα που στηρίζεται στη διάκριση των εξουσιών.

Ολα τα προηγούμενα δείχνουν πόσο επίκαιρη είναι η πρόταση ρύθμισης σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που κατέθεσε η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οπως η Ενωσή μας είχε τονίσει πριν από ένα χρόνο, όταν ο αρχιεπίσκοπος είχε κάνει την περίφημη ρατσιστική δήλωση περί ομοφυλοφιλίας ως «κουσούρι», «το υπάρχον καθεστώς προκαλεί σειρά προβλημάτων (…) και στην ίδια την Εκκλησία της Ελλάδος, την οποία πρωτίστως θα συνέφερε το ν΄ απεμπλακεί από τα βάρη που συνεπάγεται, ακόμη και για τη γνήσια και ανεμπόδιστη έκφραση των ανωτέρω και άλλων ανάλογων απόψεών της, η πρόσδεσή της με το κράτος».

Μέχρι, πάντως, να συντελεστεί η επιθυμητή απεμπλοκή, στην οποία φαίνεται να συγκλίνουν ολοένα και περισσότεροι εκπρόσωποι του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα, φαίνεται πως θα ματαιοπονούσε κανείς εάν ανέμενε από τους αξιωματούχους της ελληνικής Εκκλησίας, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά τα λοιπά, να ελέγχουν τη ρύμη του δημόσιου λόγου τους.

Τι να υποθέσεις κανείς; Ισως η Εκκλησία να έχει λάβει το μήνυμα των καιρών γρηγορότερα από το κράτος. Απλώς, απολαμβάνει όσο μπορεί τα οφέλη του ανήκειν στο κράτος, φερόμενη, κατά τις περιστάσεις, ως ιδιώτης.

* Πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 23/11/2005

 

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter