Ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα: Μετά τις εκλογές τι;

Δικαιώματα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης

Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου η συζήτηση για τη μετανάστευση και την ασφάλεια προσέδωσε μια έντονη χροιά αυταρχισμού στις συζητήσεις μεταξύ των κομμάτων, με τις γνωστές, εκ των προτέρων, λιγοστές εξαιρέσεις. Η ελληνική ακροδεξιά, όπως εκφράζεται μέσα από τον ΛΑΟΣ, κατάφερε όχι απλώς να ενισχύσει τότε τα εκλογικά της ποσοστά, αλλά κυρίως να εισάγει στη μετεκλογική πολιτική ατζέντα το ζήτημα της μετανάστευσης με τον χειρότερο δυνατό τρόπο για την ελληνική κοινωνία. Σε αυτό, βέβαια, βρήκε αμήχανους συμπαραστάτες στο τότε κυβερνητικό στρατόπεδο, οι οποίοι, σε κατάσταση μετεκλογικού πανικού, έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να ενισχύσουν τη φαρέτρα των μισαλλόδοξων επιχειρημάτων, επανεισάγοντας στην ελληνική νομοθεσία και διοίκηση εξαιρετικά βάναυσες για τους μετανάστες πρακτικές, τόσο σε ατομικό όσο και συστημικό επίπεδο. Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, για ακόμη μια φορά, φάνηκε ανίκανο να απομακρυνθεί σε επίπεδο στελεχών από αυτή την αυταρχική υστερία, έστω και εάν, μορφολογικά, ο πολιτικός του λόγος προφανώς διαφοροποιούνταν. Το καλοκαίρι του 2009 θα καταγραφεί ίσως ως το πιο σκληρό της τελευταίας δεκαετίας όσον αφορά τη μεταχείριση μεταναστών χωρίς χαρτιά.

Το – ευχάριστα – παράξενο είναι ότι η τηλεκατευθυνόμενη συζήτηση σχετικά με την ασφάλεια και τη μετανάστευση, που σχεδόν μονοπώλησε τον γκρίζο πολιτικό ορίζοντα μετά τις ευρωεκλογές, φαίνεται να ξεφούσκωσε: σχεδόν κανένας σήμερα, αν εξαιρέσουμε τις αγοραίες κορώνες της ακροδεξιάς, δεν μοιάζει να δείχνει για τη μετανάστευση το αρνητικά φορτισμένο ενδιαφέρον που εμφανιζόταν μέχρι πριν λίγους μήνες. Σαν να είμαστε σε άλλο κράτος! Πρόσφατη έρευνα της Public Issue δείχνει ότι μόλις το 2% του εκλογικού σώματος θεωρεί το μεταναστευτικό σπουδαίο ζήτημα, σε αντίθεση με το 18% του Ιουνίου.1 Σήμερα, το θέμα είναι το δημοσιονομικό σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ενώ στις πρόσφατες τηλεμαχίες –με τη θλιβερή εξαίρεση του αρχηγού του ΛΑΟΣ, ο οποίος έφτασε ακόμη και στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878!) για να αιτιολογήσει τις εδαφικές “βλέψεις” που τροφοδοτεί η παρουσία Βουλγάρων μεταναστών στην Ελλάδα– κανένας από τους πολιτικούς αρχηγούς δεν ασχολήθηκε επισταμένως με το μεταναστευτικό, ούτε καν οι δημοσιογράφοι που το έκαναν πρωτοσέλιδο φόβου τον Ιούνιο.

Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης πάντως, αναδεικνύονται εξ αντικειμένου μείζονες απειλές στα δικαιώματα. Καταρχάς, η οικονομική κρίση δημιουργεί προϋποθέσεις υψηλής επικινδυνότητας στην απολαβή των κοινωνικών δικαιωμάτων, με πρώτο αυτό της εργασίας και, γενικότερα, της αξιοπρεπούς διαβίωσης για μείζονα πληθυσμιακά στρώματα. Η εργασιακή απειλή εκτείνεται όμως, κατά δεύτερο λόγο, και στην αποτελεσματική άσκηση των υπολοίπων δικαιωμάτων, καθώς πάγια απάντηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη διαμαρτυρία που προκαλεί η συστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι ο περιορισμός των ατομικών: η αστυνομική καταστολή και η απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι αναγκαίο παρακολούθημα συγκεκριμένων επιλογών στον χώρο της οικονομίας που επιχειρούν να αλλάξουν τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, αποδίδοντας στο κεφάλαιο περαιτέρω συγκριτικά πλεονεκτήματα για την αντιμετώπιση της ύφεσης.

Σε αυτό το περιβάλλον, η προστασία των δικαιωμάτων των ανθρώπων και η επεξεργασία στρατηγικών προώθησής τους αποτελεί κεντρικό προγραμματικό καθήκον με δομικές αναφορές στη μείζονα αντίθεση που βιώνει η κοινωνία μας, και όχι περιφερειακή ενασχόληση υπερευαίσθητων πολιτών ή ένδειξη ανθρωπισμού.

 

Τι έχουμε μπροστά μας στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων;

I. Aστυνομική καταστολή

Δυστυχώς για το ελληνικό πολίτευμα, η αστυνομική βία προσλαμβάνεται διαρκώς ως φυσιολογική λειτουργία του συστήματος καταστολής· αυτό που αλλάζει είναι οι ομάδες που βρίσκονται στο στόχαστρο. Μια έξη συγκάλυψης και ατιμωρησίας είναι εδραιωμένη στο αστυνομικό σώμα, με αποτέλεσμα, όπως υποδεικνύουν όλες οι καταγραφές κρουσμάτων βίας τα τελευταία χρόνια, να επιβιώνει και να ενισχύεται μια δομική υποκουλτούρα βίας σε μείζονα τμήματα της Ελληνικής Αστυνομίας. Τίθεται πλέον επιτακτικά το ζήτημα της επανεξέτασης της άνευ όρων οπλοχρησίας και οπλοφορίας των σωμάτων Ασφαλείας, της ουσιαστικής διερεύνησης περιστατικών βίας εκ μέρους αστυνομικών οργάνων με απόδοση ευθυνών και πλήρη εφαρμογή των προβλεπόμενων πειθαρχικών και ποινικών μέτρων. Η εκ βάθρων μεταρρύθμιση της δομής και της λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας, με στόχο να ξεριζωθεί ο αυταρχισμός και η αδικαιολόγητη βία των αστυνομικών οργάνων κατά ελλήνων πολιτών και μεταναστών ως “θεμιτό” μέσο άσκησης του ρόλου τους, είναι το κατεξοχήν ζητούμενο.

ΙΙ. Σωφρονιστικό

Η κατάσταση στις φυλακές δεν περιποιεί τιμή στην ελληνική πολιτεία. Ο αγώνας των κρατουμένων το φθινόπωρο του 2008 έμεινε σχεδόν αδικαίωτος. Η διαβεβαίωση του Σωφρονιστικού Κώδικα ότι “ο κρατούμενος δεν στερείται κανένα άλλο δικαίωμα παρά μόνο την ελευθερία του” ηχεί σαν κακόγουστο αστείο, αφού κατά κανόνα διακυβεύεται η αξιοπρέπεια, η υγεία, η ασφάλεια, ακόμη και η ίδια η ζωή των κρατουμένων. Η υιοθέτηση σειράς ρυθμίσεων είναι επιτακτική ανάγκη, τόσο στο επίπεδο των υποδομών όσο και στο θεσμικό επίπεδο: άρση του αποκλεισμού επισκέψεων και αυτοψιών στους χώρους κράτησης από ανεξάρτητους φορείς, αποκλιμάκωση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, απόλυση των κρατουμένων για χρηματικές ποινές με βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών στο δημόσιο ταμείο, άμεση μείωση του ανώτατου χρόνου προσωρινής κράτησης στους 12 μήνες, υλοποίηση, ενίσχυση και επέκταση των προβλεπόμενων εναλλακτικών ποινών, της κοινωνικής εργασίας και της ημιελεύθερης διαβίωσης.

ΙΙΙ. Ιδιωτικότητα

Με πρωτοστάτη μερίδα του Τύπου, τα κρυφά βίντεο και η δημοσιοποίηση προϊόντων τηλεφωνικών υποκλοπών φαίνεται πλέον να μονοπωλούν το ενδιαφέρον δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών, ως αποδεικτικά στοιχεία εκβιασμών ή άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων. Η εξυπηρέτηση του υπέρτατου σκοπού, της “αποκάλυψης της αλήθειας”, διαλύει συθέμελα τον σκληρό πυρήνα της ανθρώπινης ιδιωτικότητας, ατιμώρητα. Παράλληλα, από τα τηλεοπτικά παράθυρα, εγκαλείται όποιος δεν αποδέχεται την κρυφή βιντεοσκόπηση και τη λογική της, τη μετατροπή όλων σε αυτοσχέδιους ντετέκτιβ και της πολιτικής κοινωνίας σε κοινωνία της κλειδαρότρυπας. Φτάνουμε έτσι στον παραλογισμό η κρυφή παρακολούθηση να εμφανίζεται στην κοινή γνώμη ως αυτονόητη και κανονική. Η αντίσταση στην κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικότητας με τη χρήση κρυφών μέσων παρακολούθησης είναι, εν τέλει, αντίσταση στην κρυφή γοητεία της παραβίασης των εγγυήσεων του Συντάγματος.

IV. Θρησκευτική ελευθερία

Κατά κοινή ομολογία, η Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία, υπό την πίεση συνεχιζόμενων καταδικαστικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει κάνει βήματα προόδου στο παραδοσιακά ευαίσθητο για τη χώρα ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ωστόσο, με δεδομένο το υπάρχον καθεστώς σχέσεων κράτους-Εκκλησίας στην Ελλάδα, τα περιθώρια βελτίωσης έχουν συγκεκριμένο όριο. Οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας είναι ζήτημα που αφορά μεν τον οργανωτικό ιστό του πολιτεύματος, ωστόσο έχει πολλαπλές επιπτώσεις για τον ζωτικό χώρο των δικαιωμάτων μας. Σε μεγάλα ζητήματα όπως η καύση των νεκρών, η θρησκευτική κατήχηση, ο όρκος, η προσευχή κλπ. μπορεί ενδεχομένως να βρεθούν επιμέρους αρμόζουσες λύσεις· ωστόσο μια συνολική προοπτική θεσμικής απομάκρυνσης του κράτους από την Εκκλησία2 είναι η μόνη που μπορεί δυνητικά να θεραπεύσει και άλλες ασθένειες που προκαλούν οι υπόγειες –και συχνά παράνομες– διαδρομές σφιχτού εναγκαλισμού κράτους και Εκκλησίας, όπως έδειξε η πρόσφατη υπόθεση της μονής Βατοπεδίου.

V. Mειονότητες

Στο πρόσφατο ντιμπέιτ των έξι πολιτικών αρχηγών, ο εκπρόσωπος των Οικολόγων ρωτήθηκε δις εάν πιστεύει ότι υπάρχει μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και εάν επικροτεί την παρουσία στελέχους του κόμματος στην παρουσίαση λεξικού που είχε ετοιμάσει στον Μεσοπόλεμο η ελληνική κυβέρνηση για τους σλαβόφωνους έλληνες αλλά απεσύρθη, πριν διανεμηθεί, εξαιτίας αντιδράσεων — κάτι σαν την πρόσφατη υπόθεση με το βιβλίο Ιστορίας, δηλαδή… Η ερώτηση, σε στυλ νουθεσίας, υπονοούσε ότι δεν είναι δυνατόν εκπρόσωπος νόμιμου πολιτικού κόμματος” να λαμβάνει τέτοιες θέσεις. Το πρόβλημα στην Ελλάδα με τις μειονότητες δεν αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους που ανήκουν σε αυτές, αν και αυτοί είναι οι πρώτοι που βιώνουν το τίμημα να “επιμένουν μειονοτικά”. Εκτείνεται και σε όλους όσοι μιλούν για μειονότητες, οι οποίοι ανακηρύσσονται “εθνικοί εχθροί”, υφιστάμενοι τον αυταρχισμό και τη διαπόμπευση, επειδή απλώς επισημαίνουν το αυτονόητο: ότι μπορεί, δηλαδή, μειονότητες για το κράτος να είναι “ανύπαρκτες”, αλλά αυτό δεν τις καθιστά και αόρατες.

 

Τι έχουμε μπροστά μας στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων

Ι. Ιθαγένεια στους μετανάστες που επιθυμούν

Η μεταπολίτευση έλυσε, κατά κανόνα, τα ζητήματα στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας από τους έλληνες αντιφρονούντες, ενώ χρειάστηκε να φτάσουμε αισίως στο 1998 για να καταργηθεί η δυνατότητα αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας από μειονοτικούς, διά του περίφημου άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας. Ευτυχώς η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της αυτήν τη μακρόσυρτη συγκυρία, τα ίχνη της όμως παραμένουν στις αγκυλώσεις με τις οποίες η ελληνική διοίκηση αντιμετωπίζει το ζήτημα της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από τους εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών που έχουν μετοικήσει στη χώρα. Είναι επιτακτική η ανάγκη μεταρρύθμισης του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας καθώς και αναθεώρησης της φοβικής, ενίοτε ρατσιστικής, νοοτροπίας με την οποία η διοίκηση αντιμετωπίζει αυτούς που επιθυμούν να πολιτογραφηθούν. Μια εφ΄ όλης της ύλης αλλαγή του Κώδικα Ιθαγένειας είναι σπουδαία πρόκληση για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, μια ενδεδειγμένη με όρους δικαιωμάτων αλλά και πολιτικά ρεαλιστική προοπτική, η οποία δίνει νέα πνοή στην ταυτότητα της ελληνικής πολιτικής κοινότητας, λύνει πολλά προβλήματα στην καθημερινότητα των μεταναστών και κυρίως αναμετριέται με τους συστατικούς μύθους με τους οποίους έχουμε μάθει να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε ως έθνος. Αυτή είναι εξάλλου και η κύρια, αλλά επείγουσα, διακύβευση στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων για την Ελλάδα σήμερα.3

II. Κοινωνικές πτυχές του μεταναστευτικού στην Ελλάδα

Τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν τον αδύναμο κρίκο των δικαιωμάτων, καθώς είναι συνυφασμένα με προνοιακές πολιτικές, τις πρώτες που απωθούνται σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της ύφεσης. Τα κοινωνικά δικαιώματα στις μέρες μας τελούν περαιτέρω σε καθεστώς κανονιστικής απαξίωσης. Λόγω της περιορισμένης αγωγιμότητάς τους, δεν γεννούν εξατομικευμένες έννομες υποκειμενικές αξιώσεις των ανθρώπων έναντι του κράτους, όπως τα ατομικά. Με απλά λόγια, παρά τη ρητή συνταγματική πρόβλεψη, ο άνεργος δεν μπορεί να στραφεί εναντίον κανενός επειδή είναι άνεργος. Με την έννοια αυτή, περισσότερο ίσως από άλλα δικαιώματα, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης. Όσο χαμηλότερης έντασης είναι η διεκδίκηση τόσο λιγότερες και οι πιθανότητες στοιχειωδώς να ικανοποιηθεί. Έτσι, μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσει το ότι οι άνθρωποι που δεν είναι καν σε θέση να διεκδικήσουν στερούνται οποιασδήποτε πρόσβασης στα κοινωνικά δικαιώματα.

 

αστυνομική βία, ατομικά δικαιώματα, ιθαγένεια, κοινωνικά δικαιώματα

Μέλος

Newsletter