Από τον «ανοιχτό» 19ο αιώνα στον «κλειστό» 20ό

του Δημήτρη Xριστόπουλου*

«Οσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Ελληνες και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων. Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμία να γίνωσιν Ελληνες».

Με αυτή τη διάταξη, το επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822 καταγράφει για πρώτη φορά στην νέα ελληνική ιστορία ποιοι (μπορεί να) είναι Ελληνες πολίτες. Στοn βαθμό που ο αγώνας για την εθνικοποίηση των συνειδήσεων των επαναστατημένων Ελλήνων είναι ακόμη στις απαρχές του, το στοιχείο του εδάφους αναζητεί την πολιτικά πιο πρόσφορη συμμαχία του στην θρησκευτική πίστη.

Ο πρώτος νόμος σχετικά με την ελληνική ιθαγένεια δημοσιεύθηκε το 1835 και σηματοδοτεί πλέον την κανονιστική μετάβαση προς το δίκαιο της καταγωγής. Οι διατάξεις περί ιθαγένειας του Αστικού νόμου του 1856 επιβίωσαν για έναν ολόκληρο αιώνα, καθώς διατηρήθηκαν σε ισχύ ώς τη δημοσίευση του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας του 1955.

Ο κανόνας της ιθαγένειας κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού βρίσκεται στη διατύπωση: «Ελλην είναι ο εξ Ελληνος πατρός γεννηθείς». Η κατά κοινή ομολογία, σημαντικότερη τομή που έχει καταγραφεί έως τώρα στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας είναι η προσθήκη της λέξης «Ελληνίδας» στο προηγούμενο άρθρο, μόλις το 1984. Πλέον, οι Ελληνίδες αποκτούν, κρατούν και κληροδοτούν τη δική τους ιθαγένεια.

Οι διαδοχικές προσαρτήσεις νέων εδαφών στην ελληνική επικράτεια είχε πάντοτε δύο κύριες επιπτώσεις: αφενός μεν, για τους ομογενείς κατοίκους των προσαρτώμενων εδαφών την αυτόματη κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ για τους υπόλοιπους που διατηρούσαν την Οθωμανική υπηκοότητα προβλεπόταν ένα ικανό χρονικό διάστημα παραμονής τους, με την παρέλευση του οποίου ήταν υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν. Οι ανταλλαγές πληθυσμών του 1919 και του 1923 είχαν ως αποτέλεσμα την συλλήβδην κτήση της ελληνικής ιθαγένειας για τους ανταλλαγέντες, με το λεγόμενο σύστημα της αθρόας πολιτειοποίησης.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η ανερχόμενη αμηχανία της πολιτείας αναφορικά με την ιθαγένεια σχετίζεται με την υπερπόντια ελληνική μετανάστευση. Ο νόμος του 1856 προέβλεπε την αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας σε περίπτωση πολιτογράφησης στο εξωτερικό. Με δεδομένο ότι το διογκούμενο κύμα των μεταναστών από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε ως προορισμό κράτη στα οποία εφαρμόζεται το δίκαιο του εδάφους (ΗΠΑ, Αυστραλία, κ.λπ.), η νομοθεσία που προέβλεπε την λεγόμενη αποκλειστικότητα της ελληνικής ιθαγένειας είχε ως αποτέλεσμα την απώλειά της από τα παιδιά χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών στα κράτη αυτά. Ο Ελληνας νομοθέτης σπεύδει, το 1914, να διορθώσει και έτσι καταγράφεται το πρώτο μαζικό δείγμα κτήσης διπλής ιθαγένειας στην ελληνική ιστορία.

Το 1926 ?μόλις τρία χρόνια μετά τη Σύμβαση της Λωζάννης? το ελληνικό κράτος προβλέπει νομοθετικά την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας των «αλλογενών» πολιτών. Ο εμφύλιος πόλεμος αποτελεί το σημείο τομής στην σύγχρονη ελληνική ιστορία ένθεν του οποίου το μέτρο της στέρησης της ιθαγένειας έλαβε μαζικές διαστάσεις. Οι πολίτες που στερούνται τις ιθαγένειες ανήκουν σε δύο κατηγορίες: είναι είτε κομμουνιστές είτε μειονοτικοί. Εάν στην περίπτωση των κομμουνιστών, το μέτρο της αφαίρεσης της ιθαγένειας είναι ένδειξη της μετάθεσης του ταξικού στον εθνικό εχθρό, η εφαρμογή του στην περίπτωση των μειονοτικών είναι μια επιχείρηση ολοκλήρωσης αυτού που οι ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας – Βουλγαρίας δεν πρόλαβαν να περατώσουν: την έξοδο των μειονοτήτων.

Η μεταπολίτευση φέρνει το τέλος στις στερήσεις ιθαγένειας των αντιφρονούντων και εισάγεται σχετική διάταξη στο Σύνταγμα του 1975. Παρά ταύτα, το μέτρο της στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας των «αλλογενών», δηλαδή των μειονοτικών ?της Θράκης πλέον? καταργείται μόλις το 1998.

Η δεκαετία του ?90, η πρώτη δεκαετία εντατικοποίησης των μεταψυχροπολεμικών μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα, έχει ως σήμα κατατεθέν τις λεγόμενες ελληνοποιήσεις των Ποντίων από τις διάδοχες χώρες της ΕΣΣΔ με διαδικασίες «υπερεπείγοντος», ενώ η πρώτη δεκαετία του 2000 συνοδεύεται από έντονη κινητικότητα, εισάγοντας νέο Κώδικα Ελληνικής ιθαγένειας (2004) με σημαντικό αριθμό εγκυκλίων για την εφαρμογή τους. Χαρακτηριστικό των νέων ρυθμίσεων είναι η απροθυμία αλλά και (ώς ένα σημείο) η εύλογη δυσκολία της ελληνικής διοίκησης να διαχειριστεί το μεταναστευτικό στις μακροσκοπικές του διαστάσεις, επιβεβαιώνοντας την επιβίωση έντονων αγκυλώσεων έναντι της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από τον οποιονδήποτε με την εξαίρεση των «παλιννοστούντων» από την πρώην ΕΣΣΔ.

Το 2001, η ελληνική πολιτεία, για να προλάβει την αύξηση των αιτήσεων πολιτογράφησης, καθώς έκλεινε η δεκαετία από την άφιξη σημαντικού τμήματος μεταναστών, εισάγει διά νόμου την υποχρέωση καταβολής παραβόλου αξίας μισού εκατομμυρίου δρχ. προκειμένου να μπορέσει να αποκρούσει το επερχόμενο κύμα αύξησης των αιτήσεων πολιτογράφησης. Οι χρονικές προϋποθέσεις προηγούμενης παραμονής στη χώρα διαδοχικά συνεχώς αυξάνονται. Με τον νόμο του 1993, τα τρία χρόνια γίνονται πέντε και τα οχτώ χρόνια γίνονται δέκα, ενώ τελικώς το 2001, καταργείται η προϋπόθεση παραμονής στη χώρα μετά την κατάθεση αίτησης. Η προσπάθεια είναι προφανής: η όσο το δυνατόν ισχυρότερη θωράκιση έναντι των αυξανόμενων εν δυνάμει αιτήσεων πολιτογράφησης.

Η αρχή του εδάφους

Το 1941, ένας τμηματάρχης του ελληνικού υπουργείου Εσωτερικών, έγραφε τα εξής απλά με τα οποία ξεκινούσε ένα κλασικό έκτοτε εγχειρίδιο για την ελληνική ιθαγένεια: «[Π]ολιτεία εισροής μεγάλου αριθμού μεταναστών εφαρμόζουσα την αρχήν του jus sanguinis (δίκαιον του αίματος) θα εκινδύνευε να κατακλυσθή με την πάροδον του χρόνου, υπό αλλοδαπών εγκατεστημένων εν αυτή μονίμως. Και είναι προφανής ο κίνδυνος, ον θα διέτρεχε η πολιτεία αυτή. Με την εφαρμογή του jus sanguinis, ο πληθυσμός ωρισμένων κρατών της Αμερικής θα είχε ταχύτατα πληθυσμόν κατά πλειονότητα εξ αλλοδαπών συνιστάμενον, εάν οι απόγονοι των μεταναστών διετήρουν την εθνικότητα της καταγωγής τους. Προς αποτροπήν του κινδύνου τούτου, η πολιτεία ευρίσκεται εις την αναπόδραστον ανάγκην να επιζητήση αντί πάσης θυσίας ν? απορροφήση τους κατακλύσαντας την χώραν της αλλοδαπούς, εφορμόζουσα ευρύτατα την αρχήν του jus soli (του εδάφους)».

70 χρόνια πίσω, στην αρχή της πιο δύσκολης δεκαετίας της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ο τμηματάρχης του υπουργείου Εσωτερικών ήταν σε θέση να καταλάβει αυτό που σήμερα κάποιοι αρνούνται. Ας σκεφτούμε όμως ποια ή τι θα ήταν αυτή η χώρα εάν ακολουθούσε το δόγμα «Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Η ίδια η ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας υπαγορεύει ότι Ελληνας και γεννιέσαι και γίνεσαι. Αυτή είναι η πρόκληση του ?ας ελπίσουμε? ανοιχτού 21ου αιώνα.

*Ο κ. Δ. Χριστόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου

 

Μέλος

Newsletter