Προσφυγικό 2015: Χρονικό μιας προαναγγελθείσας κρίσης
*Συντάκτης: Ανδρέας Τάκης
Το 2015 είναι ένα έτος – ορόσημο για το μεταναστευτικό στην Ε.Ε. Είναι η χρονιά που εκδηλώθηκαν με τρόπο εκρηκτικό τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση. Η μαζική εισροή Συρίων προσφύγων σε ευρωπαϊκό έδαφος κατέληξε στη κατάρρευση του ευρωπαϊκού συνόρου και σε μια νέα αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πολιτικού εγχειρήματος. Το “θερμό καλοκαίρι της μετανάστευσης”[1] προκάλεσε μια αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής πολιτικής η οποία ωστόσο παραμένει εγκλωβισμένη στο δίλημμα μεταξύ συνοριακής ασφάλειας και ανθρωπισμού.
Ι. Το πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση
Η ευρωπαϊκή πολιτική τη δεκαετία του 2000 εγκατέλειψε τη παλιά σοσιαλδημοκρατική στρατηγική της ενταξιακής στήριξης, των αδειών μακράς διαμονής και των οικογενειακών συνενώσεων. Στράφηκε αποφασιστικά και παραμένει προσηλωμένη κατ’ αρχήν στα ζητήματα ασφάλειας και νομιμότητας της παραμονής.
Το 2008 τα ευρωπαϊκά όργανα ενεργοποίησαν ένα συνεκτικό πλαίσιο θεσμών για ομοιόμορφες διαδικασίες νόμιμης εισροής στην ευρωπαϊκή επικράτεια και, κυρίως, για ομοιόμορφες διαδικασίες απομάκρυνσης όσων εκπίπτουν από τις προηγούμενες, πίσω στη πατρίδα τους.[2] Το νέο αυτό πλαίσιο διασυνδέθηκε λειτουργικά με τη λογική του ενιαίου εξωτερικού ευρωπαϊκού συνόρου, που προωθεί η Συνθήκη Schengen, αλλά και τους θεσμικούς μηχανισμούς κατανομής της ευθύνης για την εφαρμογή της ανθρωπιστικής νομοθεσίας για το άσυλο (πρβλ. τη σειρά των κανονισμών “Δουβλίνου”).
Πολιτικό υπόβαθρο του σύνθετου αυτού θεσμικού πλέγματος αποτελούσε μια πολιτική συμφωνία που οι συντηρητικές κυβερνήσεις του Συμβουλίου συνήψαν καθορίζοντας με αυτή τον πυρήνα της ευρωπαϊκής πολιτικής που και σήμερα εξακολουθεί να επιμένει αμετακίνητη με τρόπο αυτοκαταστροφικό. Στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής επικράτειας θα πρέπει κατ’ αρχάς να εισέρχονται, να διαμένουν και να εργάζονται πολίτες τρίτων χωρών μονάχα εφόσον διαθέτουν κατάλληλο νόμιμο τίτλο και έχουν τηρήσει συγκεκριμένες διατυπώσεις. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει αυτοί που εμείς “διαλέγουμε” μέσω των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών τις οποίες υλοποιούν τα εκάστοτε προβλεπόμενα κριτήρια από τον “μεταναστευτικό” νόμο. Μόνο οι “νόμιμοι” μετανάστες μπορούν να επωφελούνται προγραμμάτων που προάγουν την κοινωνική τους ένταξη στις χώρες υποδοχής τους. Διαφορετικά θα πρέπει να επιστρέφουν πίσω άμεσα, αναχωρώντας οικειοθελώς, άλλως με την αναγκαστική απομάκρυνσή τους από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.
Μόνη αποδεκτή περίπτωση εξαίρεσης από τον κανόνα “νομιμότητα ή απομάκρυνση” αποτελεί το ενδεχόμενο ο εισερχόμενος άνευ νομίμων διατυπώσεων στην ευρωπαϊκή επικράτεια να είναι ένα πρόσωπο που χρήζει διεθνούς προστασίας. Μια δέσμη από Οδηγίες ανέλαβε να εναρμονίσει τις εθνικές νομοθεσίες για τους όρους και τις διαδικασίες χορήγησης πολιτικού ασύλου και ανθρωπιστικής ή επικουρικής, όπως λέγεται, προστασίας, με ένα κοινό ευρωπαϊκό μοντέλο υποδοχής της διεθνούς σύμβασης της Γενεύης. Με αυτόν τον τρόπο η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση, παρόλες τις διακυμάνσεις της, επιδιώκει να διατηρήσει έναν ουσιώδη δεσμό με την ανθρωπιστική παράδοση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Αυτός ακριβώς ο δεσμός είναι που δοκιμάζεται όλο και περισσότερο σήμερα.
Με τη δέσμη αυτή πολιτικών τα επίσημα όργανα της Ένωσης και οι κυρίαρχες μέσα σε αυτήν πολιτικές ελίτ προσπάθησαν να προωθήσουν ενεργά μια πιο ρεαλιστική και χαμηλών τόνων εκδοχή της πολιτικής ολοκλήρωσης, μετά την αποτυχία του συνταγματικού εγχειρήματος. Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, χωρίς να εκλείπουν από τη σκοπιά της αποφασιστικής διαδικασίας, οι περιβόητοι τρείς πυλώνες του Μάαστριχτ, διασυνδέονται μέσα στην αντίληψη ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.[3] Είμαστε σήμερα σε θέση να αντιληφθούμε αναδρομικά πόσο το εγχείρημα αυτό επενδύει στην ιδέα ενός κοινού εξωτερικού ευρωπαϊκού συνόρου. Ευθεία οργανική απόρροια της αντίληψης αυτής είναι φυσικά ένας ευρωπαϊκός οργανισμός συνοριακής ασφαλείας, η FRONTEX. Μέσα στη δεκαετή ιστορία της δεν σταματήσαμε να ακούμε για τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της από συμβουλευτικές αρχικά σε συντονιστικές και εν τέλει άμεσα επιχειρησιακές από κοινού προς το παρόν με τις εκάστοτε εθνικές αρχές ασφαλείας.
II. Οι μικτές ροές
Την ίδια στιγμή η έμφαση της ευρωπαϊκής πολιτικής μετανάστευσης στη δημόσια ασφάλεια αποτελεί μια αποφασιστική αμυντική αναδίπλωση απέναντι στις προκλήσεις μιας αυξανόμενης γεωπολιτικής αστάθειας στις παλαιές ζώνες επιρροής ή επέμβασης της δύσης. Στην Αφρική, στη κεντρική Ασία, στον αραβικό κόσμο. Καθοριστική παράμετρος της αναδίπλωσης όμως είναι και η γενικότερη αίσθηση ανασφάλειας που δημιουργεί η επιβράδυνση των οικονομιών της δύσης, με αποκορύφωμα τη παρούσα κρίση δημοσίου χρέους. Κάτω από την ιδεολογική και πολιτική επικυριαρχία ενός δραστικού μονεταρισμού, η τυπική απασχόληση δέχθηκε σοβαρά πλήγματα και μεγάλα τμήματα των εργαζομένων τάξεων βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας με μειωμένη ή και χωρίς τη προστασία του απισχνασμένου κοινωνικού κράτους. Από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του 2000 το κλίμα αυτό οδήγησε στη δραστική απομείωση και έλεγχο του εργατικού δυναμικού που εισερχόταν για τη κατάληψη μιας τυπικής θέσης απασχόλησης στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν εξαιρέσει κανείς την αμείωτη βουλιμία των δυτικών κοινωνιών για χαμηλά αμειβόμενους εργαζομένους υψηλής ειδίκευσης, σήμερα η δήθεν κανονική μορφή εισόδου αλλοδαπών για εργασία έχει ελαχιστοποιηθεί, αν όχι μηδενιστεί.
Κάτι τέτοιο ωστόσο έρχεται να διαψεύσει τις προσδοκίες και σχέδια ολοένα και αυξανόμενου αριθμού προσώπων σε ολόκληρη τη γεωπολιτική περιφέρεια της Ε.Ε. και τις παλαιές ζώνες πολιτικής επιρροής της, για συμμετοχή στην ευημερία και ασφάλεια που παρέχει συγκριτικά για αυτούς η μετανάστευση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η γεωπολιτική αστάθεια και οικονομική εξαθλίωση της ευρύτερης περιφέρειας της Ε.Ε., οφειλόμενες εν πολλοίς σε διπλωματική αδράνεια, αποτυχημένες επεμβάσεις και εκμεταλλευτικές πρακτικές της δύσης, οδηγεί ακατάσχετα εδώ και πάνω από 15 χρόνια εκατομμύρια νεαρούς ως επί το πλείστον ανθρώπους από τρίτες χώρες σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η διαρκής επιδείνωση της γεωπολιτικής και οικονομικής κρίσης και η κατάρρευση του πολιτειακού δεσμού σε ολοένα και περισσότερες χώρες του ισλαμικού ιδίως κόσμου ωθεί διαρκώς περισσότερους να το κάνουν. Το αποτέλεσμα είναι να βρισκόμαστε σήμερα ενώπιον μιας πρωτοφανούς από τον μεγάλο πόλεμο ακόμη μαζικής μετακίνησης πληθυσμών.
Τα ατομικά κίνητρα αυτών που συμμετέχουν στις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές μπορεί να ποικίλουν δραστικά. Μπορεί κάποιοι να φεύγουν κυνηγημένοι από το πολιτικό καθεστώς της χώρας τους, να θέλουν απλώς να αποφύγουν τους κινδύνους που εγκυμονούν σε καθημερινή βάση ο εμφύλιος πόλεμος ή η αποδιάρθρωση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού, ή ακόμη, επειδή επιδιώκουν μια καλύτερη ζωή με περισσότερες ευκαιρίες για τους ίδιους ή τη χρηματοδότηση των οικονομικών βαρών μιας πολυμελούς οικογένειας πίσω στη πατρίδα. Απώτερος προορισμός όλων τους όχι απλώς το ευρωπαϊκό έδαφος, αλλά οι βόρειες και δυτικές χώρες της Ε.Ε.. Αυτές δηλαδή που διαθέτουν το μεγαλύτερο δείκτη ευημερίας και ασφάλειας και ταυτοχρόνως νομοθεσία και θεσμικές πρακτικές για τη μετανάστευση και το άσυλο, που μεγιστοποιούν την πιθανότητα να νομιμοποιήσει κανείς σε βάθος χρόνου τη παρουσία ενός παρανόμως εισελθόντα αλλοδαπού εκεί. Αυτό αναδεικνύει τα διακυβεύματα αλλά και, σε μακρό χρόνο, εντείνει τις εσωτερικές αντιφάσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι σε ένα μαζικό φαινόμενο που παρά την ποικιλία των ατομικών στοχοθεσιών παραμένει επίμονα ενιαίο και ξεκάθαρο στις επιδιώξεις των εμπλεκομένων.
Η ποικιλία αυτή δημιούργησε εξ αρχής ιδιαίτερη θεσμική αμηχανία στους μηχανισμούς ασφαλείας της Ένωσης και των εθνικών κρατών. Γιατί ως συνολικό φαινόμενο μετακίνησης πληθυσμού αντιστέκεται στις συνήθεις κατηγοριοποιήσεις προσώπων γύρω από τις οποίες οργανώνεται η ευρωπαϊκή πολιτική: νόμιμοι μετανάστες/παράνομοι μετανάστες/πρόσφυγες. Οι αριθμοί των προσώπων που κανονικά θα δικαιούντο το καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα, σύμφωνα με τη κείμενη εθνική και ενωσιακή νομοθεσία, παρέμεναν αρχικά αμελητέοι συγκριτικά με αυτούς των προσώπων που αναζητούσαν απλώς μια καλύτερη οικονομική μοίρα. Πολύ σύντομα όμως η γενικευμένη οικονομική και πολιτική αστάθεια όχι μόνο εκτόξευσε τον αριθμό όσων διαφεύγουν πολιτική δίωξη αλλά στη πράξη έχει θέσει τους περισσότερους στο νομικό “no man’s land” μεταξύ ασύλου και μετανάστευσης. Πρόκειται ακριβώς για τις λεγόμενες “μεικτές” μεταναστευτικές ροές, ένας αρνητικός κατά βάση προσδιορισμός, αυτοί που δεν ξέρουμε τί ακριβώς είναι, γιατί μπορεί να είναι ο,τιδήποτε.[4]
Καθοριστική λοιπόν για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής του “νόμιμος ή πίσω”, ήταν αναγκαία η εδραίωση συστημάτων διαλογής και παραπομπής τους για τη προβλεπόμενη μεταχείριση: “αν είσαι πρόσφυγας παραμένεις μέχρι την επιβεβαίωση του νόμιμου τίτλου προστασίας σου, αν όμως όχι επιστρέφεις πίσω οικειοθελώς ή, αν χρειαστεί και αναγκαστικά”. Με δεδομένο ότι η εμπλοκή και μόνον στις διαδικασίες του πολιτικού ασύλου διασφαλίζει μια επισφαλή έστω και προσωρινή νομιμότητα και προστασία μερικών μηνών ή και χρόνων, ο κύριος όγκος των μικτών ροών κατευθύνθηκε στην υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν η κατάρρευση των μηχανισμών εξέτασης των αιτημάτων μέσα σε ένα χάος αυθαιρεσίας και ανυποληψίας από το οποίο ακόμη δεν έχουν συνέλθει (back log). Την ίδια δε εποχή, αποδείχθηκε ότι οι μηχανισμοί απομάκρυνσης/απέλασης αδυνατούσαν να διεκπεραιώσουν σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων το έργο τους είτε λόγω αδυναμίας συνεννόησης με τη χώρα προέλευσής τους για να διενεργηθεί η αναγκαστική επιστροφή ή απλώς γιατί η εισροή υπερβαίνει κάθε δυνατότητα κινητοποίησής τους. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη συσσώρευσης πληθυσμών μακρόχρονα διαμενόντων χωρίς χαρτιά, (των λεγομένων παράτυπων, παράνομων ή “λαθρο-” μεταναστών). Ένα κομμάτι τους εγκλωβίστηκε για πολύ καιρό, σε οικτρές συνθήκες, σε εγκαταστάσεις αναγκαστικού εγκλεισμού με τρόπο αντικείμενο σε εθνικά συντάγματα και στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.[5] Το κατά πολύ μεγαλύτερο κομμάτι τους, στην αργή πορεία τους προς το βορρά παρέμενε σε συνθήκες ανομίας καλύπτοντας τη ζήτηση της επιτόπιας οικονομίας για χαμηλά μεροκάματα. Η εκμετάλλευση των πληθυσμών αυτών προσέλκυσε μεγάλα κομμάτια της οικονομικής ζωής στη “μαύρη απασχόληση’, λειτουργώντας έτσι από μόνη τους ως αποφασιστικός pull factor μεταναστευτικών ροών.[6]
ΙΙΙ. Η διολίσθηση στη λογική της αποτροπής
Μπροστά στη κατάσταση αυτή η διαχείριση των ροών άρχισε όλο και περισσότερο να στρέφεται στη προσπάθεια ανακοπής τους μέσα από μέτρα ασφαλείας. Αυτό έλαβε κατ’ αρχήν τη μορφή της ενεργού αποθάρρυνσης των επίδοξων μεταναστών με μια σειρά από άτυπες και συχνά ευθέως παράνομες πρακτικές (επαναπροωθήσεις, μακρόχρονες κρατήσεις σε δυσμενείς συνθήκες κ.ο.κ.). Πιο στρατηγικού χαρακτήρα όμως ήταν η σταδιακή “σφράγιση” του εξωτερικού ευρωπαϊκού συνόρου. Ισπανία, Μάλτα και Ιταλία με μια σειρά από αστυνομικο-στρατιωτικού τύπου μέτρα που έλαβαν σε εθνικό επίπεδο (όπως η δημιουργία ειδικών περιφράξεων και εγκαταστάσεων ασφαλείας στο Γιβραλτάρ ή τη Λαμπεντούζα) μετατόπισαν τις ροές στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εκκαθάριση των ναρκοπεδίων στο σύνορο του Έβρου μετέτρεψε την περιοχή στο κυριότερο σημείο εισόδου του μεταναστευτικού πλήθους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαίτησε τη λήψη αποφασιστικών μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση στη βάση ενός action plan για δημιουργία κέντρων υποδοχής, μηχανισμών ταχείας εξέτασης αιτημάτων ασύλου παράλληλα με κέντρα κράτησης, αύξηση των επιστροφών, αποτελεσματική συνοριακή φύλαξη με τη συνδρομή της FRONTEX και ανέγερση περίφραξης στον Έβρο.
Ωστόσο, η σφράγιση της χερσαίας εισόδου, αντί να ανακόψει, διέσπειρε τις ροές επανενεργοποιώντας τις θαλάσσιες οδούς, νέες όπως τα δυτικά και βόρεια παράλια τις Μαύρης Θάλασσας και παλιές, από τη Λιβύη και τα τουρκικά παράλια. Επανεμφανίστηκαν τα πλοιάρια στις θάλασσες και, όπως αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε άρχισαν τα δραματικά συμβάντα πνιγμών στη Λαμπεντούζα, στο Φαρμακονήσι κ.ο.κ. Θορυβημένα από τη μαζική κατακραυγή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, τα ευρωπαϊκά όργανα κινητοποίησαν μια επιχείρηση έγκαιρου εντοπισμού και διάσωσης στη Μεσόγειο (Mare Nostrum) που μετά από ένα έτος εκφυλίστηκε σε μια στρατιωτική επιχείρηση επιτήρησης του ευρωπαϊκού εξωτερικού συνόρου στον Νότο (Triton). Η ευρωπαϊκή πολιτική ασφαλείας του εξωτερικού συνόρου έδωσε ώθηση στην ευρωπαϊκή στρατιωτική βιομηχανία και στον κλάδο συστημάτων ασφαλείας, με αιχμή την εναέρια επιτήρηση.[7]
Η Ελλάδα έγινε δέκτης αυστηρών υποδείξεων για τη μειωμένη αποτελεσματικότητά της όσον αφορά τόσο την υποδοχή των αιτούντων άσυλο όσο και τη φύλαξη των συνόρων. Οι αυταρχικές πρακτικές των ελληνικών αρχών ασφαλείας υπό τις πρόσφατες κυβερνήσεις όχι μόνο δεν πέτυχαν, αλλά κόστισαν στην Ελλάδα σειρά από διεθνείς καταδίκες.[8]
Κυρίως όμως η χώρα βυθιζόμενη στη δίνη της δημοσιονομικής και πολιτικής κρίσης αποδεικνυόταν αδύναμη να αποτελέσει το κράτος-buffer zone, που θα επιθυμούσε η Ένωση. Ήδη στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αρχής γενομένης από τη ξενόφοβη λαϊκή δεξιά μέχρι και την μαχητική υπέρ των προσφύγων άκρα αριστερά, είχε εδραιωθεί η αντίληψη ότι οι κίνδυνοι για το εθνικό συμφέρον ή τα δικαιώματα του ανθρώπου, από τον εγκλωβισμό των μετακινούμενων μαζών στην Ελλάδα είναι απότοκο της απροθυμίας των βορείων Ευρωπαίων να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες. Η νομοθεσία του Δουβλίνου δαιμονοποιήθηκε ως η εκδήλωση αυτής της απροθυμίας που μετακυλίει το βάρος στις μεθοριακές χώρες. Γι’ αυτό και το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν να διευκολυνθεί η όσο δυνατόν ταχύτερη διέλευσή τους προς τον Βορρά.
Ωστόσο, μαζί με την έμφαση στην αστυνόμευση των συνόρων,η Επιτροπή, για να αμβλύνει τις αντιδράσεις μιας ευαισθητοποιημένης κοινής γνώμης και την πολιτική στοχοποίηση του κανονισμού Δουβλίνου ΙΙ, μετέφερε αυτούσια σχεδόν τη νομολογία ευρωπαϊκών και συνταγματικών δικαστηρίων για το άσυλο, που ήταν εμβληματική για την ευρωπαϊκή αριστερά (MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας, Proasyl), μέσα σε ένα νέο Δουβλίνο III. Την ίδια εποχή, μπροστά στην αμείωτη εξακολούθηση των ροών και τις εντεινόμενες διαμαρτυρίες των κρατών του μεσογειακού Νότου, η Επιτροπή άρχισε να αναφέρεται σε ένα σχέδιο μετεγκατάστασης ορισμένου αριθμού πολιτικών προσφύγων από το Νότο σε άλλες χώρες με βάση κάποια κριτήρια. Η πλειοψηφία ωστόσο των μελών του Συμβουλίου απέρριψαν ασυζητητί τέτοια ιδέα, ενώ άρχισε να ανακινείται και πάλι η παλαιότερη ιδέα που είχε απορριφθεί μετά από αντιδράσεις ως επισφαλής για τα δικαιώματα των προσφύγων, για στρατόπεδα υποδοχής και διαλογής των προσφύγων εκτός ευρωπαϊκού εδάφους.[9]
IV. Το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης
Ήδη από το περασμένο έτος οι τάσεις έδειχναν σαφώς ότι οι ροές το 2015 θα ήταν σοβαρά αυξημένες. Τίποτε όμως δεν προμήνυε την πρωτοφανή ένταση με την οποία επρόκειτο να εκδηλωθούν. Ήδη από την αρχή του έτους η ανάληψη της διακυβέρνησης στην Ελλάδα από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε ως άμεση συνέπεια τη διακοπή των αναγκαστικών πρακτικών αποτροπής που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε συστηματικά οι εθνικές αρχές ασφάλειας. Συμβολικότερο μέτρο ήταν εκείνο της άμεσης απόλυσης όλων των μακρόχρονα κρατουμένων προς απομάκρυνση αλλοδαπών από τα κέντρα κράτησης.
Όσο και αν η μεταβολή αυτής της στάσης αποτέλεσε έναν παράγοντα διευκόλυνσης των ροών, η πρωτοφανής μαζικότητα με την οποία άρχισαν να εκδηλώνονται στο Αιγαίο από τα τουρκικά παράλια είχε την αιτία της, όπως και παλαιότερα στη περίπτωση του Ιράκ, στην κορύφωση της έντασης της σύρραξης στη Συρία και τη σχεδόν πλήρη κατάρρευση της οργάνωσης της καθημερινής κοινωνικής ζωής στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Η διέλευση των λίγων μιλίων που χωρίζουν τα παράλια από τα νησιά του Αιγαίου είναι συγκριτικά κατά πολύ ασφαλέστερη από το να ριψοκινδυνεύεις στις θάλασσες της Λιβύης. Επιπλέον, το σημείο αυτό εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε φυσική γεωπολιτική συνέχεια με τη βασικότερη πλέον οδό μετακίνησης προς τον Βορρά μέσω των κεντρικών Βαλκανίων. Όλα αυτά καθιστούσαν τη διαδρομή μέσω Ελλάδας κατά πολύ προτιμότερη από κάθε άλλη για τις εκατομμύρια μεταναστών που βρίσκονταν και βρίσκονται σε κίνηση.
Το ξέσπασμα της κρίσης των ροών όμως οφείλεται στα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ροών και, συγκεκριμένα, στη μαζική συμμετοχή των Συρίων στην σταθερά αυξανόμενη ροή από άλλες χώρες με ανάλογα προβλήματα, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Ερυθραία κ.α.. Ήδη μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2015 είχαν εισέλθει 150.000 και πλέον άνθρωποι με κάποιο πλωτό μέσο από τα παράλια, δηλαδή αρκετοί περισσότεροι από το σύνολο των αφίξεων για όλη τη περυσινή χρονιά, ενώ τα 3/4 αυτών προέρχονταν από τη Συρία.
Η μαζική εμφάνιση των Συρίων ωστόσο είχε ουσιωδώς διαφορετικό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή γνώμη απ’ ό,τι οι λοιπές “συνηθισμένες” πλέον ροές. Η διαρκής επικοινωνιακή προβολή του αιματηρότατου συριακού δράματος κινητοποίησε ισχυρά αισθήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης για πρόσωπα που καταφανώς πασχίζουν να γλυτώσουν από μια κόλαση οικεία από τις οθόνες μας. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πληθυσμό ανήσυχων και ανησυχητικών νεαρών σκουρόχρωμων και αλλόθρησκων αρρένων που έρχονται για δουλειά, αλλά για οικογένειες με παιδιά ή και γέροντες, για νεαρά ζευγάρια, φοιτητές, για μια ολόκληρη μεσαία τάξη, συχνά χριστιανούς, μιας χώρας την οποία φαίνεται να εγκαταλείπει η ελπίδα. Τη συγκίνηση έως ταύτισης κορύφωσαν στο ελληνικό κοινό αλλά και στο σύνολο των ευρωπαϊκών πληθυσμών τα επανειλημμένα ναυάγια πλωτών μέσων διέλευσης και οι αποκαρδιωτικά συχνοί πνιγμοί, ιδίως νηπίων. Η κοινή αίσθηση ότι οι κατηγορίες αυτές επερχόμενου πληθυσμού χρήζουν κάποιας διεθνούς προστασίας αδρανοποίησε στις περισσότερες περιπτώσεις τα φυσικά ανακλαστικά “αποθαρρυντικής” μεταχείρισης εκ μέρους των σωμάτων ασφαλείας. Σε αυτό συνήργησε και η προγραμματική στράτευση σημαντικής μερίδας του βασικού νέου κυβερνώντος κόμματος στην υπόθεση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.[10]
Ωστόσο αποφασιστικότερος από την όποια κυβερνητική στάση ήταν το γεγονός ότι ο διοικητικός μηχανισμός της χώρας, επαναπαυμένος στη σφράγιση του Έβρου και στην επικοινωνιακή διαχείριση συμβολικών επιχειρήσεων-σκούπα κατά των “λαθρομεταναστών”, ήταν εντελώς ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τα νέα μεγέθη και ποιότητα των ροών. Ελάχιστα κέντρα κράτησης και σχεδόν κανένα κέντρο υποδοχής, απολύτως κανένα κέντρο φιλοξενίας αιτούντων άσυλο ή αναγνωρισμένων προσφύγων, υποτυπώδης διαλογή και σήμανση των νεοεισερχομένων, μια υπηρεσία ασύλου εγκλωβισμένη στη γραφειοκρατία της συγκρότησής της κ.ο.κ.. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας αδύναμες απλώς να διαχειριστούν τις απαιτήσεις των μεγεθών εγκατέλειψαν στη πράξη την επιτήρηση και φύλαξη του συνόρου, του εξωτερικού συνόρου, περιοριζόμενες σε ρόλο διασώστη και επιτηρητή/τροχονόμου της κυκλοφορίας των εισερχομένων. Ακόμη και σήμερα δεν έχει ανακτηθεί πλήρως ο βασικός έλεγχος της ταυτοποίησης ή των μηχανισμών “διαχωρισμού” σε οποιαδήποτε κατηγορία ιδιαίτερης μεταχείρισης ή προστασίας (λ.χ. οικογένειες, ανήλικοι). Στον αυτοπεριορισμό των αρχών όσον αφορά την υπηρεσιακή αποστολή τους, συνέβαλε ανακουφιστικά το γεγονός ακριβώς ότι οι πληθυσμοί αυτοί, ως επί το πλείστον Σύριοι, αποτελούνται καταφανώς από μεγάλο αριθμό δικαιούχων κάποιας διεθνούς προστασίας.
Επρόκειτο για μια ιστορική κατάρρευση του εξωτερικού ευρωπαϊκού συνόρου. Χάρη στη συγκίνηση της ευρωπαϊκής γνώμης, το γεγονός αυτό συνδέθηκε εξ αρχής με το ανθρωπιστικό επιχείρημα, εγκλωβίζοντας έτσι μέσα σε ένα πλαίσιο αρχών τα περιθώρια κινήσεων των ευρωπαϊκών ηγεσιών. Ταυτόχρονα, η κατάρρευση του συνόρου ήταν αναμενόμενο να λειτουργήσει αλυσιδωτά και η ίδια ως παράγοντας ισχυρότερης προσέλκυσης πληθυσμών που αμφιταλαντεύονταν αναστοχαζόμενοι τους κινδύνους της διαδρομής. Κυρίως, όμως, η ροή των Συρίων συμπαρέσυρε και εξακολουθεί να συμπαρασύρει και άλλους πληθυσμούς των μεικτών ροών, τους κυνηγημένους από το Ισλαμικό Χαλιφάτο Ιρακινούς, τα εγγόνια των εκατομμυρίων Αφγανών προσφύγων από το 1980 στο Ιράν και φυσικά τις πάγιες ροές Αφρικανών και κεντρασιατών. Πρώτους πρώτους όμως οι ροές απορρόφησαν στο διάβα τους τη μεγάλη μάζα των ήδη από μακρό χρόνο διαμενόντων αλλοδαπών στην Ελλάδα, που βρήκαν την ευκαιρία να υλοποιήσουν τον αρχικό σχεδιασμό τους για μετακίνηση στο Βορρά με πολύ πιο εύκολο πλέον τρόπο.
V. Ο αιφνιδιασμός εθνικών αρχών και ευρωπαϊκής ηγεσίας
Ο αιφνιδιασμός των ελληνικών αρχών ήταν πλήρης. Από την αρχική αμηχανία και αδράνειά τους τις απέσπασε τελικά ο διεκδικητικός επαρχιωτισμός αιρετών τοπικών παραγόντων που διαμαρτυρήθηκαν θορυβωδώς για υπερσυγκεντρώσεις “λαθρομεταναστών” στους νησιωτικούς δήμους τους σε περίοδο τουριστικής αιχμής. Έτσι, σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο, η δημόσια μέριμνα εστιάστηκε στην επιτάχυνση της διαρκούς εκκένωσης των νησιών από μεταναστευτικό πληθυσμό με τη καθιέρωση ειδικών ναύλων ή δρομολογίων για τη μεταφορά και διασπορά τους στην ενδοχώρα.
Υπολογίζεται ότι, μέχρι σήμερα, αρκετοί παραπάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι που διέσχισαν με κάποιο πλωτό μέσο της συμφοράς τα στενά που χωρίζουν τα τουρκικά παράλια από κάποιο ελληνικό νησί (εκτιμήσεις τους υπολογίζουν σχεδόν στις 750.000 εκ των οποίων σχεδόν 200.000 προέρχονται από χώρες άλλες από τη Συρία, κυρίως δε Αφγανιστάν, Ιράκ Ερυθραία).[11] Συνέχισαν με ίδια δαπάνη τους από εκεί τη διαδρομή τους, ως θλιβεροί τουρίστες, με κάποιο δρομολόγιο μέχρι τον Πειραιά ή τη Καβάλα και από εκεί, με τρένο, λεωφορείο ή κάποιο μισθωμένο όχημα συνέρρευσαν στο βασικό σημείο εξόδου του καθιερωμένου διαύλου των ροών από τη χώρα προς το Βορρά, την Ειδομένη επάνω στο ελληνικό-ευρωπαϊκό σύνορο με την Π.Γ.Δ.Μ. Στο ταξίδι τους αυτό παραμένουν εκτεθειμένοι σε διάφορες επονείδιστες πρακτικές εκμετάλλευσής τους από επιτήδειους. Πολλές φορές όμως γίνονται αποδέκτες συγκινητικών εκδηλώσεων αλληλεγγύης και κοινωνικής στήριξης από μια απέραντη ποικιλία ελληνικών και διεθνών οργανώσεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και αυθόρμητων πρωτοβουλιών της τοπικής κοινωνίας των πολιτών, ακόμη και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για όλους εκείνους τους μη κυβερνητικούς ή τοπικούς παράγοντες στους οποίους μετακυλίσθηκε στη πράξη από το ελληνικό δημόσιο αλλά, εν τέλει, και από την ίδια την Ευρώπη η βασική μέριμνα για τη προστασία της αξιοπρέπειας των μετακινουμένων προσώπων.
Το πορώδες των συνόρων της ΠΓΔΜ και της Σερβίας μεταξύ τους όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, της πρώτης προς το Νότο με την Ελλάδα και της δεύτερης, προς Βορράν, με την Ουγγαρία, έχουν επιτρέψει ήδη από πέρυσι τη δημιουργία ενός δημιουργία ενός διαύλου που συνδέει την Ειδομένη με την Ουγγαρία και από εκεί με την Αυστρία και τη Γερμανία και ακόμη πιο μακριά, με τους σκανδιναβικούς παραδείσους του κοινωνικού κράτους, πάνω στον οποίο κινείται αδιάκοπα ένα ατέλειωτο ανθρώπινο καραβάνι. Έτσι, η ραγδαία διόγκωση των ροών σύντομα έγινε διαδοχικά αισθητή σε ολόκληρη την Ένωση και τη βαλκανική περιφέρειά της. Οι βαλκανικές χώρες που μετά τις πολεμικές συρράξεις είχαν βυθιστεί σε ένα θλιβερό καθεστώς εξαρτημένου οικονομικά παρία της Ένωσης βλέπουν τις αποφάσεις τους να επιδρούν στην ευρωπαϊκή πολιτική και διεκδικούν να ανακτήσουν μια εξαργυρώσιμη κρισιμότητα στο προσκήνιο των ευρωπαϊκών πολιτικών προτεραιοτήτων. Ήδη στη Γερμανία και τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά η ακατάσχετη και διογκούμενη έλευση νέων πληθυσμών, δραματοποιημένη από τα media, έχει ανακινήσει εθνικοφυλετικές και πολιτισμικές ανασφάλειες που εκδηλώνεται με σειρά από έντονες διαμαρτυρίες και την ανάδειξη νέων και περισσότερο λαϊκών μορφωμάτων της άκρας δεξιάς (όπως στη περίπτωση του γερμανικού Pegida). Η γενικότερη προδιάθεση αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών πληθυσμών και η προτεραιότητα της ανθρωπιστικής οπτικής γωνίας κρατάνε προς το παρόν στο περιθώριο της πολιτικής δημοσιότητας και επιρροής τα φαινόμενα αυτά. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες μέλη, όπως η Ουγγαρία, τέτοιες απόψεις τείνουν να πάρουν μαζικά χαρακτηριστικά και να βρίσκουν έκφραση σε εθνικές δημόσιες πολιτικές που αψηφούν ευθέως το ευρωπαϊκό “κεκτημένο” στα δικαιώματα του ανθρώπου. Γενικότερα δε από το Ηνωμένο Βασίλειο υπό τη συντηρητική κυβέρνηση Cameron έως τα νέα μέλη της κεντρικής Ευρώπης (όπως λ.χ. η Σλοβακία ή οι Βαλτικές χώρες) οι προσφυγικές ροές, μολονότι τους αφορούν ίσως το λιγότερο, προκάλεσαν πολιτικές αντιδράσεις με ισχυρό τόνο ευρωσκεπτικισμού.
Ευρωπαϊκά όργανα και εθνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν επίσης αιφνιδιασμένοι από την ραγδαία κλιμάκωση των ροών. Τα περιθώρια των ελιγμών τους είναι ελαχιστοποιημένα και παραμένουν για λίγο θεατές των εξελίξεων καθότι εγκλωβισμένοι στην επικρατούσα ρητορική του ανθρωπισμού. Η κατάρρευση του εξωτερικού συνόρου, ακόμη και αν δεν αποτελεί υπαίτια παράβαση του Συμφώνου Schengen από κάποιο κράτος μέλος του, πάντως δικαιολογεί την ενεργοποίηση από τα υπόλοιπα κράτη την ενεργοποίηση των ρητρών που επιτρέπουν τη προσωρινή αναστολή της κοινής ευρωπαϊκής ελευθερίας της κυκλοφορίας και της εγκατάστασης των προσώπων και την επαναφορά των συνοριακών ελέγχων στο εσωτερικό της Ένωσης μέχρι την αποκατάσταση της ομαλότητας. Κάτι τέτοιο όμως θα οδηγούσε στον άμεσο εγκλωβισμό μεγάλων αριθμών στη διαδρομή και υπερσυσσωρεύσεις και θα πυροδοτούσε σύντομα επικίνδυνες εντάσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς. Κυρίως όμως μια αποφασιστική υπεράσπιση του κεκτημένου Schengen θα είχε ως συνέπεια για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άμεσο πολιτικό κόστος για αθέτηση των κορυφαίων ανθρωπιστικών δεσμεύσεών τους.
Γι’ αυτό και, έχοντας προφανώς τη διαβεβαίωση της Γερμανίας και της Αυστρίας και άλλων κυβερνήσεων της βόρειας Ευρώπης ότι τα εθνικά πλέον σύνορά τους θα παραμείνουν ανοικτά και φυσικά έχοντας διασφαλίσει υποσχέσεις ευρωπαϊκής χρηματοδοτικής στήριξης, οι κυβερνήσεις της ΠΓΔΜ και της Σερβίας προχώρησαν από τις αρχές ήδη του καλοκαιριού σε μια ημιεπίσημη διάνοιξη των έτσι κι αλλιώς περατών συνόρων τους και στην ανοικτή θεσμική και τεχνική στήριξη του διαύλου διοχέτευσης των ροών προς Βορρά μέσα από το έδαφός τους, ακόμη και με την προσωρινή καθιέρωση της ελεύθερης χρήσης των μέσων μεταφοράς για τη συγκεκριμένη διαδρομή. Μαζί όμως έλαβε τέλος και η μυωπική και υποκριτική στάση των ευρωπαϊκών οργάνων και πολλών εθνικών κυβερνήσεων, που εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, προσδοκούσαν ότι η πίεση των μεταναστευτικών ροών θα εξακολουθήσει να παραμένει διηνεκώς υπό τον έλεγχο και την ευθύνη των κρατών μελών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Μια συνεπής εφαρμογή του υφισταμένου θεσμικού πλαισίου και κυρίως των κανονισμών Δουβλίνου, θα μετέτρεπε έτσι τα μεθοριακά κράτη μέλη του Νότου σε ένα είδος buffer zone του μεταναστευτικού ζητήματος για όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι ευρωπαϊκές ελίτ βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να παρακολουθούν την κατάρρευση του εξωτερικού συνόρου να συμπαρασύρει στην πράξη και τις θεσμικές βάσεις της γεωπολιτικής ενότητας του ευρωπαϊκού χώρου που αποτυπώνει η Συνθήκη Schengen. Οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Ιταλίας μπορούσαν πλέον να αυτοσυγχαίρονται για τη θλιβερή επιτυχία σε ένα αγώνα όπου και οι ίδιες παρέμειναν εν πολλοίς θεατές να έχουν πείσει επιτέλους τους εταίρους τους ότι το πρόβλημα των ροών είναι “Ευρωπαϊκό”.
VI. Απροθυμία επίσημης αναγνώρισης της κατάρρευσης του συνόρου
Οι προκλήσεις αυτές φαίνονταν να καθιστούν πλέον επιτακτικά αναγκαία μια αναδιάταξη της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση. Η Επιτροπή επανέρχεται διαρκώς με νέα σχέδια με πολλαπλά σημεία προτεινομένων δράσεων. Αξιώνει δε πιεστικά από τα μέλη να υιοθετήσουν ένα κοινό σύστημα κατανομής μεταξύ των κρατών μελών και μετεγκατάστασης ενός ακόμη μεγαλύτερου απ’ ό,τι στις παλαιότερες συζητήσεις αριθμού εισερχομένων αιτούντων άσυλο. Προτείνει έτσι ταυτοχρόνως και μια δέσμη κριτηρίων, υπό το μορφή ποσοστώσεων που θα λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις πραγματικές δυνατότητες κάθε κράτους και τη κατάσταση της οικονομίας του και την οικεία αγορά απασχόλησης. Οι προτεινόμενοι αριθμοί του προς μετεγκατάσταση πληθυσμού παραμένουν βέβαια ασήμαντοι μπροστά στις πραγματικές διαστάσεις των ροών. Επιπλέον δε αφορούν αυτονόητα μόνον αιτούντες άσυλο και όχι απλώς κάθε πρόσωπο που δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει πλέον στη χώρα προέλευσής του. Η υλοποίηση ωστόσο του μέτρου αυτού προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση έναν στοιχειώδη έλεγχο της ροής, που μόνον μηχανισμοί αναγκαστικού περιορισμού της ελευθερίας κίνησης των εισερχομένων μπορούν να επιτρέψουν.
Η προφανής ανεπάρκεια και η αδυναμία άμεσης υλοποίησης του μέτρου δημιουργούν την εντύπωση ότι αυτό δεν αποτελεί παρά ένα είδους ανθρωπιστικού άλλοθι που επιχειρεί ανεπιτυχώς να αντισταθμίσει το γεγονός ότι η αποκλειστική μέριμνα των λοιπών προτεινομένων μέτρων περιστρέφεται γύρω από την ανάγκη να αποκατασταθούν τα κοινά εξωτερικά σύνορα. Εκτός από την αναμενόμενη αναφορά στην ανάπτυξη συστημάτων επιτήρησης και φύλαξης και την ένταση της συνεργασίας των εθνικών αρχών ασφαλείας με τη FRONTEX η Επιτροπή προτείνει συντονισμένες επιχειρήσεις στρατιωτικού πλέον χαρακτήρα για τη καταπολέμηση της διακίνησης δια της καταστροφής των χρησιμοποιούμενων πλωτών μέσων ενώ αυτά βρίσκονται προσαραγμένα ή ελλιμενισμένα σε τρίτες χώρες. Η αμηχανία και η αντιφατικότητα μεταξύ ανθρωπιστικής ρητορικής και πρόδηλης έγνοιας για την ασφάλεια, που διατρέχουν τις ανακοινώσεις των ευρωπαϊκών οργάνων, κάνουν σαφή την απροθυμία τους να αποδεχθούν ανοικτά το γεγονός της κατάρρευσης του ευρωπαϊκού συνόρου υπό την πίεση μιας ανθρωπιστικής κρίσης.
Αυτή η απροθυμία καθίσταται επίσης σαφής από την αντιφατική στάση που φαίνεται αναγκασμένη να τηρήσει η Ελλάδα απέναντι στη μαζική διέλευση των μεταναστευτικών πληθυσμών από το έδαφός της. Παρά τον ερασιτεχνισμό του, το ελληνικό κράτος προσπάθησε να οργανώσει τη παροχέτευση των εισερχομένων με ναυλωμένα πλοία σε λιμένες της βόρειας Ελλάδας και να συντονίσει την από εκεί μεταφορά τους με μισθωμένα οχήματα στο σημείου εξόδου των ροών από τη χώρα. Η αποκάλυψη του γεγονότος ότι η επιχείρηση αυτή συντονίζεται από το επίσημο κράτος οδήγησε, προφανώς μετά από κάποια άτυπη επισήμανση ότι έτσι ευθέως παραβιάζεται η Συνθήκη Schengen, στην άμεση διακοπή της χωρίς καμία συγκροτημένη αιτιολογία.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική ήταν η ματαίωση της προοπτικής να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης που η ίδια η Ένωση, με αφετηρία τη γερμανική εμπειρία από τη μαζική εισροή προσφύγων από τη πρώην Γιουγκοσλαβία, είχε καταρτίσει με τη μορφή μάλιστα δεσμευτικής Οδηγίας (2001/55/ΕΚ) “για τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων”[12]. Μολονότι το βασικό κυβερνών κόμμα στην Ελλάδα είχε κατ’ επανάληψη ζητήσει ως αντιπολίτευση την ενεργοποίηση του σχεδίου αυτού ως του ενδεδειγμένου τρόπου αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης, ως κυβέρνηση τελικά εγκατέλειψε οριστικά τη προοπτική αυτή παρ’ ότι, όπως φαίνεται, μέχρι και τις τελευταίες φετινές εκλογές βρισκόταν σε σχετική διαπραγμάτευση με τα ευρωπαϊκά όργανα χωρίς τελικά να υποβάλει σχετικό επίσημο αίτημα. Η τυχόν ενεργοποίηση των σχετικών προβλέψεων θα αποτελούσε μια πανηγυρική θεσμική αναγνώριση ότι η κατάσταση έχει κλιμακωθεί σε επίπεδο διεθνούς ανθρωπιστικής κρίσης που θα επισημοποιούσε τη κατάρρευση του εξωτερικού συνόρου και θα δημιουργούσε σοβαρούς περιορισμούς στα περιθώρια ελιγμών της ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι ανησυχίες του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών μήπως η εφαρμογή του σχεδίου υποχρέωνε σε υποχωρήσεις σε “εθνικά θέματα”, ιδίως δε ως προς τη διαχείριση των εθνικών συνόρων προς την “αντίπαλο” Τουρκία, έδωσαν ένα χαμηλών τόνων τέλος στη προοπτική αυτή. Η ελληνική διοίκηση αναδιπλώθηκε πλήρως στους ρόλους του τοπικού ρυθμιστή της κυκλοφορίας και της ενδιάμεσης χρηματοδοτικής πηγής για δράσεις κοινωνικής στήριξης των εισερχομένων[13]. Έτσι, η όλη διαχείριση του πλήθους και των πιεστικών αναγκών του μετακυλίσθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη πρωτοβουλία της τοπικής και διεθνούς κοινωνίας των πολιτών και των οργανώσεών της[14].
Με άλλα λόγια, σε θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο, η Ελλάδα και μαζί της ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση, εξακολουθούν επίμονα να καμώνονται πως, παρά τις όποιες δυσκολίες, διατηρείται η κανονικότητα στη προώθηση και εφαρμογή των βασικών ευρωπαϊκών πολιτικών για τα σύνορα, τη μετανάστευση και το άσυλο. Το τίμημα της συντήρησης του πολιτικού αυτού μύθου, ωστόσο, μεταφράζεται καθημερινά σε συνεχόμενους πνιγμούς αβοήθητων μεταναστών και των οικογενειών τους προσπαθώντας να διασχίσουν τα λίγα μόλις μίλια που χωρίζουν τα παράλια από τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να πείσει εαυτήν ότι είναι.
VII. Η όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεων της ευρωπαϊκής πολιτικής
(α) Ο εγκλωβισμός στη ρητορική του ανθρωπισμού
Η κρίση των προσφυγικών ροών έφερε μοιραία την Ένωση αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα της μεταναστευτικής της πολιτικής. Σχεδιασμένη και ενορχηστρωμένη από τις κυρίαρχες ελίτ της βόρειας Ευρώπης, η πολιτική αυτή εξέφραζε τη στρατηγική φιλοδοξία να διατηρήσει η ευρωπαϊκή δύση την αναπτυξιακή της πορεία και την ευημερία, που αυτή συνεπάγεται, μέσα σε ένα πλαίσιο εγγυημένης γεωπολιτικής ασφάλειας και πολιτειακής ομαλότητας. Στηριζόταν στην υπερφίαλη προσδοκία ότι η Ένωση θα μπορεί, με κριτήριο τις οικονομικές της ανάγκες, να επιλέγει κυριαρχικά ποιοί πολίτες τρίτων χωρών (ή μήπως του Τρίτου κόσμου) θα εισέρχονται στην ευρωπαϊκή επικράτεια για να υπηρετήσουν την ευημερία αυτή, αποκλείοντας ταυτόχρονα ή υποχρεώνοντας με αποφασιστικότητα να επιστρέψουν πίσω όλους όσους δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της.
Από αυτή την αισιόδοξη σκοπιά η επίδειξη προσήλωσης στον ευρωπαϊκό ανθρωπισμό φάνταζε αρχικά μια σχετικά ανέξοδη υπόθεση: το προσφυγικό καθεστώς αποτελεί από τη φύση του μια εξαίρεση από την αρχή της ασφάλειας του εξωτερικού συνόρου, και γι’ αυτό, σε “κανονικές” περιστάσεις, είναι και κάτι το σπάνιο. Έτσι, όμως, η ευρωπαϊκή πολιτική εθελοτυφλούσε απέναντι στο γεγονός ότι η γεωπολιτική περιφέρεια της Ένωσης κατέρρεε μέσα σε μια παράλληλη έξαρση του πολιτικού αυταρχισμού, αιματηρών εμφυλίων πολέμων, ακραίας οικονομικής ανισότητας και εξαθλίωσης. Και μάλιστα όταν η Ευρώπη και οι πολιτικές της επιλογές έχουν συμβάλει περισσότερο ή λιγότερο καθοριστικά στη δημιουργία αυτής της κατάστασης.
Η μεγέθυνση των μεικτών ροών σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική αστάθεια κινητοποίησαν ανακλαστικά τη μέριμνα για την ασφάλεια του εξωτερικού συνόρου οδηγώντας την ευρωπαϊκή πολιτική σε μια χαμηλών τόνων διολίσθηση στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης και της στρατιωτικοποίησης της συνοριακής επιτήρησης[15] και την υπαγωγή των μεταναστών χωρίς χαρτιά σε καθεστώς εξαίρεσης. Η μέριμνα αυτή κορυφώθηκε σε αγωνία μπροστά στην κατάρρευση του συνόρου υπό την πίεση της “αιφνιδιαστικής” μεγιστοποίησης των ροών. Αλλά η ίδια αυτή η κατάρρευση του συνόρου αποτελούσε ταυτόχρονα το προϊόν του εγκλωβισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας στις ηθικοπολιτικές δεσμεύσεις του ανθρωπισμού που η ίδια επικαλείται για τη δικαιολόγησή της. Οι μαζικές εκδηλώσεις ανθρωπισμού και αλληλεγγύης της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών κατέληξαν να αποτελέσουν έτσι το όχημα μεταφοράς του σιωπηλού αιτήματος του μεταναστευτικού πλήθους για κοινωνική δικαιοσύνη πέρα από σύνορα και περιφράξεις, στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης που διεξάγεται στο εσωτερικό της Ένωσης[16]. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφαλείας δεν αποτελεί πια μια απλή ιδεολογική διαμάχη αλλά μια ριζική πολιτική απορία των ευρωπαϊκών λαών σχετικά με τον συνολικό προσανατολισμό της κοινής πολιτικής τους πορείας. Τίποτα ίσως δεν αποτυπώνει πιο χαρακτηριστικά την αντιφατικότητα της κατάστασης από την ειρωνία του να υποδέχεται η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη τους πρόσφυγες στους σιδηροδρομικούς των μητροπόλεων του Βορρά με ενθουσιώδη χειροκροτήματα και επευφημίες για το κατόρθωμά τους να ξεπεράσουν τα θανάσιμα εμπόδια που η ίδια η ευρωπαϊκή πολιτική θέτει στο διάβα τους[17].
(β) Η ενίσχυση των κεντρόφυγων τάσεων
Το εκρηκτικό δυναμικό της προσφυγικής κρίσης δεν εξαντλείται στην όξυνση των αποκλίσεων στους αξιακούς προσανατολισμούς του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Επιπλέον πυροδοτεί τις τάσεις εθνικής και κοινωνικής αναδίπλωσης μεγάλων τμημάτων του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Και αυτό πια εκδηλώνεται όχι μόνο με το γεγονός ότι οι τάξεις των ξενόφοβων πολιτικών σχηματισμών πυκνώνουν με λαϊκά στρώματα, αλλά και με τον ισχυρό ευρωσκεπτικισμό που εκφράζεται σε κυβερνητικό πλέον επίπεδο, ιδίως όταν αυτό παίρνει τη μορφή πολιτικών αποφάσεων ή στάσης στα ευρωπαϊκά όργανα που αψηφούν επιδεικτικά τη κοινή θέση των υπόλοιπων μελών[18].
Αυτό συνέβη χαρακτηριστικά με τα “νέα” μέλη της κεντρικής Ευρώπης, που εκδήλωσαν απροθυμία έως και ευθεία άρνηση να αποδεχθούν την ιδέα της ανακατανομής και των ελάχιστων ακόμη αριθμών προσφύγων. Η Σλοβακία λ.χ. ανακοινώνει ότι θα ήταν διατεθειμένη να φιλοξενήσει αποκλειστικά και μόνον χριστιανούς. Κυρίως όμως η Ουγγαρία, υπό τη διακυβέρνηση ενός ανοικτά ξενόφοβου και αντιφιλελεύθερου συνασπισμού, προχωράει με αποφασιστικότητα στην ενέργεια που, μετά από άτυπη συνεννόηση μεταξύ τους, η Γερμανία, η Αυστρία και οι λοιπές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά απέφυγαν να κάνουν: να αναστείλουν επίσημα την ισχύ των κανόνων του Schengen. Μια πρακτική που η ίδια η Συνθήκη προβλέπει και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, λ.χ. από την Ιταλία στις μαζικές διαδηλώσεις στη Γένοβα. Η Ουγγαρία δηλώνει έτσι τη πρόθεσή της να σφραγίσει με φράχτη την εξωτερική μεθόριό της με τη Σερβία και αρχίζει να ανοιγοκλείνει τα σύνορα προκαλώντας αιφνίδιες ανακοπές στις ροές και αλυσιδωτούς πληθυσμιακούς συνωστισμούς σε όλα τα συνοριακά σημεία διέλευσης της “βαλκανικής οδού”.[19]
Αυτό για πολλούς, ιδίως στη Σερβία, την ΠΓΔΜ και την Ελλάδα, αποτελεί μια μικρή πρόγευση του τί θα σήμαινε το ενδεχόμενο φραγής της διαδρομής προς τον Βορρά. Ταυτόχρονα όμως η στάση της Ουγγαρίας υποδείκνυε σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πώς να ικανοποιήσει ευκαιριακά και εν πολλοίς ανέξοδα μια φοβική εσωτερική κοινή γνώμη και να μεταθέσει τα προβλήματα της διαχείρισης των διερχομένων ροών στους γείτονές του, γι’ αυτό και σύντομα βρήκε μιμητές σε άλλα νέα μέλη, όπως η Κροατία και εσχάτως η Σλοβενία.[20]
Η αντίδραση αυτή των βαλκανικών κρατών μελών προκάλεσε με τη σειρά της τα συντονισμένα “συνοριακά αντίμετρα” Γερμανίας και Αυστρίας. Με το ολιγοήμερο κλείσιμο των δικών τους εθνικών συνόρων έσπευσαν να υπενθυμίσουν στους “νεαρούς” εταίρους των τελευταίων διευρύνσεων ότι τέτοιες παραβιάσεις του πνεύματος του κεκτημένου Schengen μπορεί να έχουν κόστος.
Οι φυγόκεντρες αυτές στάσεις συνεργούν με την αποστασιοποίηση εθνικών πληθυσμών από το ευρωπαϊκό εγχείρημα λόγω της μαινόμενης από καιρό δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι εν όψει του δημοψηφίσματος του 2017, που θα κρίνει την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ένωση, η αντιευρωπαϊκή πτέρυγα των Βρετανών συντηρητικών συσπειρώνεται ακριβώς στη βάση της ανησυχίας τους για την έκθεση της χώρας τους στην ανέλεγκτη εισροή εξαιτίας της πρόσδεσης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, του Συμβουλίου της Ευρώπης[21].
Από την άλλη πλευρά, αν και ξεκινούν από τους αντίποδες της ξενόφοβης στάσης των νέων χωρών της κεντρικής Ευρώπης, η υιοθέτηση από τις κυβερνήσεις των παραδοσιακά ισχυρά φιλοευρωπαϊκών λαών του ευρωπαϊκού Νότου του συνθήματος “Δεν θέλουμε να είμαστε σε αυτή την Ευρώπη” προκειμένου να επικρίνουν την ευρωπαϊκή αδράνεια μπροστά στο προσφυγικό δράμα, αλλά και να διαμαρτυρηθούν για το δυσανάλογο φορτίο που έχουν εκ των πραγμάτων αναλάβει για τη διαχείριση του όλου προβλήματος, τελικά καταλήγει να συντείνει και αυτή στην προϊούσα απονομιμοποίηση του σύνολου ευρωπαϊκού εγχειρήματος[22].
γ) Borderland
Το πολιτικό bras de fer που διεξάγεται στο εσωτερικό της Ένωσης φαίνεται να επιβεβαιώνει την ιδέα ότι η Ευρώπη δεν έχει σύνορα, αλλά είναι η ίδια στο σύνολό της ως πολιτική και κοινωνική δομή. Είναι μια συμπύκνωση επάλληλων και τεμνόμενων μεταξύ τους συνόρων (Borderland), άλλων σταθερών στο χώρο και άλλων κινητών και διαρκώς μετατοπιζομένων, με βάση τις αντιφατικές ανάγκες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης πάνω σε πληθυσμούς, η χωροθέτηση και κυκλοφορία των οποίων τόσο στο εσωτερικό όσο και στη γεωπολιτική περιφέρεια είναι ανάγκη να υπακούει στις κατεστημένες σχέσεις πολιτικής υπεροχής και τις εδραιωμένες κοινωνικές ιεραρχίες[23].
Ωστόσο το σύνθετο και πολυπαραγοντικό πεδίο της Ευρώπης-Borderland συνέχεται σε μια ενότητα μέσα από τη φιλόδοξη στρατηγική της επιβολής και εδραίωσης μιας ενιαίας σε τελική ανάλυση πολιτικής δικαιοδοσίας επί ορισμένης γεωπολιτικής περιφέρειας. Το συγκεκριμένο περιεχόμενο της στρατηγικής αυτής δεν είναι φυσικά αμετάβλητο αλλά, αντίθετα, συμπυκνώνει και το ίδιο τους κοινωνικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς και ιεραρχίες στο εσωτερικό της Ένωσης, όπως αυτοί διαρθρώνονται σε αντιπαρατιθέμενες επιχειρηματολογίες λ.χ. υπέρ της συνοριακής ασφάλειας, της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ανθρωπιστικής αλληλεγγύης κ.ο.κ..
Το πρόβλημα όμως εν προκειμένω έγκειται στο ότι, οξύνοντας σε ακραίο βαθμό τις εσωτερικές στην ενοποιητική αυτή στρατηγική αντιφάσεις, που είδαμε παραπάνω, η προσφυγική κρίση πυροδοτεί ένα εγγενές στο πολιτικό εγχείρημα της κατασκευής της Ενωμένης Ευρώπης αυτοκαταστροφικό δυναμικό: “Η συλλογική ταπείνωση είναι μια μορφή αυτοκαταστροφής. Το να επαναλαμβάνεις διαρκώς ότι το ηθικό θεμέλιο της Ευρωπαϊκής κατασκευής -ο διακριτικός της χαρακτήρας έγκειται στη προαγωγή των δικαιωμάτων του ανθρώπου και, ταυτοχρόνως, να αρνείσαι κάθε έννοια σχετικής υποχρέωσης είναι ένας από τους ασφαλέστερους δρόμους να χάσει ένας πολιτικός θεσμός τη νομιμοποίησή του.”[24]
Η ένταση των κεντρόφυγων και εν δυνάμει διαλυτικών αυτών τάσεων δημιουργεί από τη σκοπιά του ενωσιακού εγχειρήματος μια ισχυρή απαίτηση για αποφασιστικές κινήσεις ανάκτησης του πολιτικού ελέγχου και ηγεσία, πράγματα για τα οποία η λειτουργία των πολιτικών οργάνων της Ένωσης ουδέποτε φημιζόταν. Αυτό ωστόσο είναι το φόντο πάνω στο οποίο είναι ανάγκη να αναγνώσει κανείς τις ραγδαίες εξελίξεις που κινητοποίησαν στο τέλος του καλοκαιριού οι πρωτοβουλίες της γερμανικής κυβέρνησης.
VIII. Η προσπάθεια αναδιάταξης της ευρωπαϊκής πολιτικής
Καταπλήσσοντας τους πάντες και εν μέσω δριμείας αμφισβήτησής της από μια διογκούμενη μερίδα ξενόφοβων λαϊκιστών στη χώρα της, η Γερμανίδα καγκελάριος ανακοινώνει ότι η Γερμανία προτίθεται να φιλοξενήσει και να μην αφήσει να εκτεθούν σε κίνδυνο έως και 800.000 πρόσωπα που χρειάζονται διεθνή προστασία. Με την πρωτοβουλία της αυτή η κα Μerkel δεν ενεργούσε εξωθεσμικά, αλλά αξιοποιούσε αντίθετα μια δυνατότητα που οι τροποποιημένοι κανονισμοί Δουβλίνου προσφέρουν σε κράτη μέλη αν κρίνουν ότι η επιστροφή τους δεν θα γίνει σε βάρος της ασφάλειας και των δικαιωμάτων τους. Αυτό θα συνέβαινε ιδίως αν έτσι καταλήξουν να επιστρέψουν στη μη ασφαλή χώρα προέλευσής τους. Και η χώρα μας ως γνωστόν έχει καταδικασθεί διεθνώς για την αδυναμία της να εγγυηθεί ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί[25].
Η θεαματική αυτή επίδειξη ανθρωπισμού από την ισχυρότερη χώρα της ευρωζώνης δημιούργησε σε πολλούς την εντύπωση μιας εξ ίσου θεαματικής μεταστροφής της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση. Πολλοί έτσι κάναν λόγο για κατάργηση των κανονισμών Δουβλίνου στη πράξη, ενώ πρόσφυγες και οργανώσεις αλληλεγγύης πανηγύριζαν για τη γενναιοδωρία της Mama Merkel.[26] Ταυτόχρονα, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν αλλεπάλληλες δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων προς την εσωτερική κοινή γνώμη που αναφέρονται στη ανάγκη της γερμανικής κοινωνίας και οικονομίας να αναστοχαστεί την ανάγκη να διασφαλίσει το δημογραφικό της μέλλον.
Η συνέχεια ωστόσο των εξελίξεων επρόκειτο να φέρει σε αμηχανία και τελικά να απογοητεύσει όσους θεώρησαν ότι επέρχεται μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Λίγες μέρες μετά στο State of the Union λόγο του, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έφερνε στο επίκεντρο της μέριμνας της ευρωπαϊκής διοίκησης, ως πρώτη προτεραιότητα, την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών. Άξονας της μέριμνας αυτής εμφανίζεται η ανθρωπιστική διαχείριση της κρίσης με βάση μια δίκαιη κατανομή των βαρών, που συνεπάγεται, μεταξύ κρατών μελών που βρίσκονται στη πρώτη γραμμή των μεταναστευτικών πιέσεων και των λοιπών. Τόνιζε έτσι ο κ. Jüncker την ανάγκη να εγκριθεί από το Συμβούλιο σχέδιο που ταυτοχρόνως είχε δώσει στη δημοσιότητα η Επιτροπή για ένα σύστημα ανακατανομής των βαρών με τη μορφή της μετακίνησης(relocation) ορισμένου αριθμού αναγνωρισμένων πολιτικών προσφύγων και αιτούντων ασύλου και την ενωσιακή χρηματοδότηση της υποδοχής και μηχανισμών διαλογής στο εξωτερικό σύνορο.[27]
Παρ’ όλο όμως που η ρητορική της Επιτροπής έκανε λόγο για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης πουθενά δεν αναφερόταν η ανάγκη κινητοποίησης των μηχανισμών πολιτικής προστασίας ή προσωρινής προστασίας μαζικών ροών που προβλέπει ήδη η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Την ίδια στιγμή, οι εντεινόμενες αναφορές στην ανάγκη αποκατάστασης της ασφάλειας του ευρωπαϊκού συνόρου από ευρωπαϊκές ηγεσίες αλλά και από την ίδια την Επιτροπή άρχισαν να δημιουργούν την αίσθηση επιστροφής στη γνωστή συνταγή της σιωπηρής διολίσθησης από την ανθρωπιστική μέριμνα στη λογική του συνοριακού ελέγχου.
Πράγματι, η άτυπη σύνοδος του Συμβουλίου στις Βρυξέλλες στις 24.9.2015 έδειξε με σαφήνεια τις προθέσεις των ευρωπαϊκών ηγεσιών. Στην επόμενη επίσημη σύνοδο οι προθέσεις αυτές εξειδικεύθηκαν και συμπληρώθηκαν σε μια πολιτική απόφαση του Συμβουλίου που προβάλλει ανοιχτά την επιτακτική ανάγκη ανάσχεσης των ροών σε συνεργασία με τρίτες χώρες και κυρίως την Τουρκία και υιοθετεί τη λογική των “smart borders πακέτων”, που προωθούσε η Επιτροπή από την άνοιξη ήδη.
IX. Το νέο πολιτικό σχέδιο δράσης[28]
Το συνολικό σχέδιο εκκινεί από τον μηχανισμό γεωγραφικής ανακατανομής ενός αριθμού αιτούντων άσυλο μέσα στην Ε.Ε. που θα ανακουφίσει όσα μέλη υφίστανται τις εξωτερικές πιέσεις των ροών. Ο αριθμός των προς μετακίνηση ορίστηκε επί του παρόντος στις 160.000, ενώ οι χώρες πρώτης υποδοχής δεσμεύτηκαν πολιτικά για τη διατήρηση ορισμένου πληθυσμού αιτούντων στο εσωτερικό τους (50.000 για την Ελλάδα).
Από μόνη της ήδη η λειτουργία ενός τέτοιου μηχανισμού απαιτεί την ανάκτηση του ελέγχου της εισροής, ώστε να καθίσταται δυνατή η ταυτοποίηση και διαλογή των εισερχομένων σε κατηγορίες χρηζόντων ειδικής προστασίας ή μη. Για τον σκοπό αυτό προβλέπεται η ανάπτυξη ισχυρής δύναμης της FRONTEX που θα φέρει επιχειρησιακή ευθύνη και θα συνεργάζεται με τις εθνικές αρχές συνοριακής φύλαξης. Αντίστοιχα προβλέπεται η επιχειρησιακή συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασύλου (EASO). Κυρίως όμως εστιάζεται η στρατηγική αυτή στην άμεση εγκατάσταση και λειτουργία ενός δικτύου “θερμών σημείων” υποδοχής στα ελληνικά νησιά, όπου θα διενεργείται η διαδικασία της ταυτοποίησης/διαλογής. Η διαδικασία αυτή θα υποστηρίζεται κοινωνικά από τις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών και διεθνών οργανισμών όπως η Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, για τη χρηματοδότηση των οποίων προβλέπεται η διάθεση σημαντικών κονδυλίων.
Ωστόσο, τα ειδικά σημεία “καραντίνας” αναμένεται να λειτουργήσουν όχι μόνον ως μηχανισμοί προώθησης στην κατάλληλη ανθρωπιστική βοήθεια για όσους τη χρειάζονται, αλλά και -κυρίως- ως μηχανισμός ανάσχεσης των ροών με την αποτροπή της εισόδου και την επιστροφή όσων δεν χρήζουν ειδικής προστασίας. Ανατίθεται έτσι ρητά στη FRONTEX συντονιστικός και επιχειρησιακός μαζί ρόλος στη διενέργεια των επιστροφών. Ως τέτοιες όμως θα θεωρούνται πλέον και αυτές θα διενεργούνται σε “ασφαλείς χώρες διέλευσης”, όπως κυρίως η Τουρκία αλλά και οι λοιπές βαλκανικές χώρες που δεν βρίσκονται στην Ε.Ε., της Αλβανίας συμπεριλαμβανομένης. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί με τη σειρά του την εντατική διπλωματική, πολιτική, ακόμη και επιχειρησιακή συνεργασία με τέτοιες χώρες και κατ’ εξοχήν την Τουρκία, χάριν της οποίας διατίθενται σημαντικά ποσά οικονομικής στήριξης εν είδει αποζημίωσης για την φιλοξενία τουλάχιστον 2 εκ. Συρίων προσφύγων στο έδαφός της από την αρχή ήδη της κρίσης. Πάνω απ’ όλα όμως υπογραμμίζεται στο πολιτικό σχέδιο δράσης του Συμβουλίου η απόφαση για «βαθμιαία εγκαθίδρυση ενός ενοποιημένου συστήματος διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων», βασικός σκοπός του οποίου θα είναι επίσης η ακόμη και δια στρατιωτικών μέσων «καταπολέμηση των εγκληματικών δικτύων» διακινητών. Η FRONTEX αναλαμβάνει την κεντρική ευθύνη της φύλαξης του εξωτερικού συνόρου έχοντας την ευχέρεια να αναπτύσσει Ομάδες Ταχείας Συνοριακής Επέμβασης (RABIT) σε συνεργασία με τα κράτη μέλη.[29]
Η Επιτροπή από τη μεριά της δεσμεύεται να εργαστεί εντατικά και να παρουσιάσει τις λεπτομέρειες του νέου ευρωπαϊκού συστήματος συνοριακής φύλαξης πριν από το τέλος του έτους (το περιβόητο υπό εκκόλαψη πρόγραμμα κοινής ευρωπαϊκής ασφάλειας Eurosur). Τις αναγκαίες διπλωματικές κινήσεις επωμίζεται προσωπικά η Γερμανίδα καγκελάριος και, μόλις λίγες ημέρες μετά την επίσημη σύνοδο του Συμβουλίου τον Οκτώβριο στις Βρυξέλλες, επισκέπτεται την Ιστανμπούλ και, σε μια ιστορική συνάντησημε τον πρόεδρο της χώρας, κ. Erdogan, που μεταφράζεται σε αμέριστη υποστήριξή του από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και συμβάλλει αποφασιστικά στη μαζική νίκη του κόμματός του στις εθνικές εκλογές που διεξάγονται μια εβδομάδα μετά. Η κα Merkel αποσπά την υπόσχεση κινητοποίησης της Τουρκίας για την ανάσχεση των ροών που διέρχονται μαζικά από τα σύνορά της προς την Ευρώπη, με αντάλλαγμα τη σταδιακή απελευθέρωση της προξενικής θεώρησης για την είσοδο και κυκλοφορία των Τούρκων πολιτών στη περιοχή Schengen, το “ξεπάγωμα” των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και μια αποζημιωτική χρηματοδοτική ενίσχυση ύψους 3 δις ευρώ.[30] Αρχές Νοεμβρίου πλέον οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνέρχονται άτυπα στη Βαλέττα της Μάλτας για να επιβεβαιώσουν με ικανοποίηση την προσήλωσή τους στο νέο σχέδιο δράσης αλλά και να συμφωνήσουν την επιτάχυνση της εγκατάστασης του νέου συστήματος επιτήρησης του κοινού ευρωπαϊκού συνόρου.
Παρά τις προσδοκίες λοιπόν όσων πίστεψαν σε μια μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής, είναι σαφές ότι το νέο σχέδιο δράσης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αποτελεί μεν μια αποφασιστική κίνηση για την ανάκτηση του ελέγχου της κατάστασης αλλά σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει μια νέα πολιτική αντίληψη. Αντίθετα, διατηρεί επίμονα όλα τα αντιφατικά εκείνα στοιχεία που οδήγησαν στον αδιέξοδο εγκλωβισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής και επιτείνει ακραία την αντιφατικότητά τους ενδύοντας με μια ανθρωπιστική ρητορική μια στρατηγική ξεκάθαρα προσανατολισμένη στην αποτελεσματική διασφάλιση του εξωτερικού ευρωπαϊκού συνόρου.
Η επινόηση ενός μηχανισμού ανακατανομής των αιτούντων άσυλο αποτελεί πράγματι μια κρίσιμη καινοτομία που υλοποιεί μια πολιτική αντίληψη μεσοπρόθεσμης αλληλεγγύης και ακριβοδίκαιης κατανομής των βαρών. Ωστόσο ο μηχανισμός αυτός αφορά αριθμούς προσώπων συγκριτικά μηδαμινούς μπροστά στα πραγματικά μεγέθη των ροών, ώστε να έχει οποιαδήποτε πρακτική επιρροή στην παρούσα κατάσταση και, κυρίως, περιορίζεται ανησυχητικά αποκλειστικά σε αιτούντες άσυλο.
Έτσι, πέρα από το συμβολικό της χαρακτήρα, η υιοθέτηση του μηχανισμού εμφανίζεται περισσότερο ως δικαιoλογητικό ανθρωπιστικό άλλοθι για την ανάπτυξη μηχανισμών συνοριακής φύλαξης και ανάσχεσης των ροών. Γιατί, όπως αποκαλύπτεται πλέον, τα περίφημα hot spots αποτελούν στην πράξη μια απλή επιβεβαίωση των κέντρων υποδοχής – ταυτοποίησης – προσωρινής κράτησης, που προϋποθέτει η αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας των Επιστροφών και η λειτουργία που τους ανατίθεται είναι κατά κύριο λόγο μια λειτουργία συνοριακής ασφάλειας: η διαλογή και ο διαχωρισμός των μη δικαιουμένων προστασίας για τον σκοπό της άμεσης επιστροφής τους. Αυτό ακριβώς καταδεικνύει ότι, πίσω από τη ρητορική του ανθρωπισμού, ο πληθυσμός-στόχος της ευρωπαϊκής αποτρεπτικής πολιτικής ασφάλειας παραμένει αμετακίνητα ο ίδιος: οι άνθρωποι χωρίς χαρτιά, οι γνωστοί “λαθρομετανάστες”.
Αν λοιπόν υφίσταται μια πραγματικά νέα πτυχή στο “πακέτο” συνοριακής ασφάλειας που προωθείται, αυτή έγκειται ακριβώς στην προσδοκία ότι με την ευρωπαϊκή πολιτική πρόκειται να συνεργήσουν κατάλληλα οι “ασφαλείς” τρίτες χώρες διέλευσης, όπως η Τουρκία και οι εκτός Ε.Ε. βαλκανικές χώρες, αποδεχόμενες την επιστροφή σε αυτές όσων θα απορρίπτουν οι μηχανισμοί διαλογής των “θερμών σημείων” και ενδεχομένως μεταφορά τμημάτων της διαδικασίας ταυτοποίησης και διαλογής, ενδεχομένως δε και εγκαταστάσεων κράτησης από το ευρωπαϊκό έδαφος στο δικό τους. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μεταθέσουν το σοβαρότερο μερίδιο της ευθύνης τους για τη μεταχείριση των προσώπων αυτών σύμφωνα με την παράδοση του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού από τις ίδιες στις τρίτες χώρες με μόνο εχέγγυο ασφαλείας υπέρ των θεμελιωδών δικαιωμάτων την επιδίωξη αυτών των τελευταίων να εμφανίζονται εναρμονισμένες με το ευρωπαϊκό κεκτημένο χάριν προώθησης της ενταξιακής τους διαδικασίας.
Αντίθετα, η μόνη λειτουργία την οργάνωση της οποίας τα ευρωπαϊκά όργανα φαίνονται διατεθειμένα να προωθήσουν αποφασιστικά αναθέτοντας μάλιστα ολοένα και περισσότερους τομείς ευθύνης σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς με προϊούσα αστυνομικο-στρατιωτική δομή και φύση είναι αυτή της συνοριακής φύλαξης και επιτήρησης.
X. Στο σύνορο του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού
Δεν είναι ωστόσο δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η εδραίωση και αποτελεσματική λειτουργία των μηχανισμών που προβλέπει το σχέδιο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση των μαζικών ροών προϋποθέτει, με δεδομένα τα μεγέθη αυτών των τελευταίων, μια αποφασιστική κάμψη τους που μόνο δυναμικά αστυνομικοστρατιωτικά μέτρα αποτροπής της εισόδου μπορούν να επιτύχουν. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, με τη γνωστή του ωμή ευθύτητα, μόλις προσφάτως τόλμησε να επισημάνει ανοιχτά αυτό που πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απλώς συζητούν εμπιστευτικά, συγκεκριμένα, ότι είναι ανάγκη να δείξει κανείς ξεκάθαρα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που περιμένουν να μπουν πως δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ευρώπη.[31]
Τέτοια έμπρακτη αποφασιστικότητα όμως υπονοεί την ετοιμότητα καταφυγής σε επιβολή περιορισμών και άσκηση επίσημης βίας εκ μέρους των αρχών επιτήρησης του ευρωπαϊκού συνόρου, που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εγκλωβισμένες στη ανθρωπιστική ρητορική δεν είναι σε θέση εύκολα να υιοθετήσουν. Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις πολλών εξ αυτών προς το παρόν περιορίζονται σε αστυνομικοστρατιωτικά μέτρα σφράγισης των εθνικών τους συνόρων, ώστε η εξακολουθούσα και σήμερα ροή απλώς να παρακάμπτει τη δική τους επικράτεια. Έτσι, μετά την Ουγγαρία, αποπεράτωσε και η Κροατία τον δικό της συνοριακό “φράχτη”, ενώ και αυτός της Σλοβενίας προχωρά με ταχείς ρυθμούς, ώστε η κύρια διαδρομή των ροών να έχει μετατοπιστεί από τον άξονα Σερβίας-Ουγγαρίας στα περάσματα μέσα από τα βουνά της Βοσνίας προς τη Σλοβενία και Αυστρία.
Ήδη από μόνη της η επιμονή επιμέρους κρατών μελών σε μέτρα “εθνικής αυτοπροστασίας” αποδυναμώνει την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και διατηρεί την αίσθηση ότι, παρά τις όποιες πρωτοβουλίες, η αξιοπιστία της ευρωπαϊκής πολιτικής συνόρων έχει τρωθεί σοβαρά. Η διαδοχική ωστόσο επιβολή αυτών των μέτρων έχει καταστήσει πλέον άμεσα ορατό το ενδεχόμενο της πλήρους και οριστικής διακοπής της κυκλοφορίας στη “βαλκανική οδό” των ροών καθώς και του συνεπακόλουθου εγκλωβισμού των ανερχομένων ροών καθ’ οδόν. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε εξαιρετική πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μια απότομη ανακοπή των αθρόων μέχρι σήμερα εισόδων από τα τουρκικά παράλια, καθότι, διαφορετικά η συσσώρευση των εισερχομένων στον βαλκανικό Νότο, χωρίς διαφυγή προς το Βορρά θα δημιουργούσε ένα σκηνικό έντασης και κοινωνικών εκρήξεων. Σε ανάλογη πρόγνωση κοινωνικών εντάσεων, που βαθμιαία θα τείνουν να προσλάβουν εκρηκτικό επίσης χαρακτήρα, οδηγεί με ασφάλεια το γεγονός ότι, με βάση το νέο σχέδιο, η δυνατότητα των ευρωπαϊκών αρχών να αποφορτίζουν τις εισροές σε ευρωπαϊκό έδαφος από πρόσωπα που δεν δικαιούνται προσωρινής προστασίας, εξαρτάται από την καλή θέληση των γειτονικών ασφαλών χωρών να απορροφήσουν το πλήθος των επαναπροωθουμένων. Αυτό θα επέτρεπε έτσι λ.χ. στη Τουρκία να ανοιγοκλείνει τη “στρόφιγγα ασφαλείας” των επανεισδοχών με βάση τις κατά περίπτωση διεθνοπολιτικές επιδιώξεις, προκαλώντας κατά βούληση “συμφόρηση” ανθρώπων χωρίς χαρτιά στα ελληνικά νησιά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και με βάση τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, θα ήταν ουτοπικό να αναμένει κανείς μια αποτελεσματική απομάκρυνση ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσώπων που εισρέουν μαζί με τους δικαιουμένους διεθνούς προστασίας, ιδίως μάλιστα όταν προέρχονται από χώρες προς τις οποίες δεν διενεργούνται εύκολα ή καν επιστροφές.
Όλα φαίνονται να δείχνουν λοιπόν ότι η προσπάθεια των ευρωπαϊκών ηγεσιών να ανακτήσουν τον έλεγχο του εξωτερικού ευρωπαϊκού συνόρου παραμένει αμετάκλητα εγκλωβισμένη στη λογική της προτεραιότητας της συνοριακής ασφάλειας, χωρίς ταυτοχρόνως να είναι διατεθειμένη -ακόμη- να ακολουθήσει τις ριζικές συνέπειες της προτεραιότητας αυτής σε βάρος της προσήλωσής τους στον ευρωπαϊκό ανθρωπισμό. Όσο περισσότερο θα πλησιάζει η ευρωπαϊκή πολιτική στα αδιέξοδα που ορθώνει η αντιφατικότητά της, τόσο περισσότερο άνετα θα αισθάνονται οι πολιτικοί εκπρόσωποι του εθνικιστικού και ξενόφοβου λαϊκισμού της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη να επισημαίνουν ότι η μόνη διαφυγή από τα αδιέξοδα αυτά βρίσκεται στη χρήση θανάσιμης βίας ως μέσου αποτροπής της παραβίασης του κοινού ευρωπαϊκού συνόρου.
Μέσα στο συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα μιας πάνδημης αλληλεγγύης απέναντι στους φυγάδες του συριακού δράματος, τέτοια προοπτική φαίνεται μακρινή. Θα ήταν ωστόσο αφελές να στηρίζει κανείς τις ελπίδες του για την αποσόβηση αυτού του ενδεχομένου αποκλειστικά στην ετοιμότητα μιας θρυμματισμένης και ευμετάβλητης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τη προσήλωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στην ανθρωπιστική παράδοση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, το Παρίσι θρηνεί εκατόμβες αθώων θυμάτων της φονικής μανίας μιας ομάδας ισλαμιστών κομμάντο αυτοκτονίας, κάποιος ή κάποιοι από τους οποίους φέρονται μόλις να έφθασαν εκεί με τις ροές που διέρχονται από την Ελλάδα. Η χώρα έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πολιορκίας, τα εθνικά της σύνορα έχουν κλείσει για όλους και η κοινή ευρωπαϊκή γνώμη, τρομοκρατημένη, φαίνεται να απαιτεί μια δυναμική επέμβαση στην ασταθή γεωπολιτική περιφέρεια της Μέσης Ανατολής για την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, που επλήγη με καινοφανή τρόπο. Αξίζει ίσως να αναρωτηθεί κανείς τί θα έχει απομείνει από τον ευρωπαϊκό ανθρωπισμό μετά τη νέα αυτή σκοτεινή περιπέτεια στην οποία φαίνεται να βυθίζεται η Ευρώπη.
[1] Η έκφραση ανήκει στους Kasparek, Bernd / Speer, Marc (2015): Of Hope. Hungary and the Long Summer of Migration, [8.10.2015]
[2] Για τα ζητήματα αυτά βλ. αντί άλλων Ανδρέα Τάκη, Μακροχρόνια διαμένοντες χωρίς χαρτιά: Το «καταραμένο απόθεμα» των ευρωπαϊκών πολιτικών μετανάστευσης και ασύλου, στο constitutionalism.gr, 2013
[3] Τη νομική βάση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης συνθέτουν ως γνωστόν τα άρθρα 3 § 2 και 67 επ. της Συνθήκης της Λισσαβώνας
[4] Βλ. σχετικά επίσης Anna Triantafyllidou, In Europe, a Need for Bold Decisions, στο The Huffington Post, 21.9.2015
[5] Βλ. σχετικά Ανδρέας Τάκης, Πέρα από το Δουβλίνο ΙΙ, στο Δέσποινα Συρρή, Συμβιώνοντας με τη μετανάστευση, εκδ. Ιανός, Αθήνα 2011, σ. 25 επ.
[6] Konstantinos Tsitselikis, “Temporary migration in Greece”, TRANSNATIONAL MIGRATION IN TRANSITION: STATE OF THE ART REPORT ON TEMPORARY MIGRATION, Collected Working Papers from the EURA-NET project Edited by Pirkko Pitkänen and Sergio Carrera
[7] Σχετικά με την ακατάσχετη τάση στρατιωτικοποίησης της φύλαξης του εξωτερικού ευρωπαϊκού συνόρου και τη σύμπηξη ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος γύρω από τη λειτουργία αυτή των ευρωπαϊκών θεσμών βλ. Απ. Φωτιάδη, Οι έμποροι των συνόρων, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2014.
[8] Bλ., αντί άλλων, Kωνσταντίνου Τσιτσελίκη, «Το μεταναστευτικό ως μεταβλητή γεωμετρία δικαιωμάτων και αποκλεισμών», στο constitutionalism.gr
[9] Στη Β. Αφρική και στη Μέση Ανατολή Δημιουργία στρατοπέδων για μετανάστες προτείνουν Μογκερίνι και Αβραμόπουλος, στο in.gr, 14.3.2015
[10] Dimitris Christopoulos, Greece: Refugee Crisis on a Knife’s Edge, στο Analyze Greece! News and Left Politics, 15.11.2015
[11] Για μια από τις πιο αξιόπιστες πηγές πληροφοριών σχετικά με αριθμούς βλ. τις σχετικές επεξεργασίες της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Βλ. επίσης για τα δυο τελευταία χρόνια Refugee flows to the EU, στο Pejl, 3.9.2015
[12] Βλ. σχετικά Γιάννη Κτιστάκι, Μεταναστευτικό: κάν’ το όπως με τους Κοσοβάρους, Καθημερινή 25.8.2015
[13] EU: Greece just needs to do the paperwork, New Europe 2 Sep. 2015
[14] Μια αποκαλύπτική μαρτυρία της σχεδόν πλήρους μετάθεσης των επιχειρησιακών ευθυνών για τη κατάσταση στη διεθνή κοινωνία των πολιτών δίνει το οδοιπορικό του Guardian, Winter is coming: The new crisis for refugees in Europe, 2.11.2015
[15] Βλ. σχετικά Apostolos Fotiades, The EU’s Emerging Immigration Policy: New Tragedy, Grief, Then More Militarization, Border Criminologies, 23 Apr 2015
[16] Βλ. Ilker Ataç, Stefanie Kron, Sarah Schilliger, Helge Schwiertz, Maurice Stierl, Struggles of Migration As In-/Visible Politics, στο Movements. Journal für kritischeMigrations- und Grenzregimeforschung t. 1/2, 2015. Γενικότερα, σχετικά με τη διάσταση μιας παγκοσμιοποημένης ταξικής έντασης που εκφράζει η σύγχρονη νομαδικότητα βλ. Sandro Mezzadra, Καπιταλισμός, μεταναστεύσεις και κοινωνικοί αγώνες, περιοδικό Θέσεις, τ. 91, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 2005
[17] Βλ. λ.χ. Vienna stages protest welcoming refugees, The Guardian, 1.10.2015
[18] James Kanter & Steven Erlanger, Plan on Migrants Strains the Limits of Europe’s Unity, στο The New York Times, 23.9.2015
[19] Kasparek, Bernd / Speer, Marc (2015): Of Hope. Hungary and the Long Summer of Migration
[20] The New York Times: Slovenia builds border fence to stem flow of migrants
[21] Richard Seymour, Why is there so much hostility to immigrants in the UK?, The Guardian, 14.10.2014
[22] Ματέο Ρέντσι: Η Ευρώπη ρίχνει τείχη, δεν τα υψώνει, στο in.gr, 17.9.2015
[23] Βλ. Étienne Balibar, Europe as Borderland, στο Society and Space, τεύχος 27/ 2 Απριλίου 2009.
[24] Étienne Balibar, Borderland Europe and the challenge of migration, στο OpenDemocracy, 8 Σπτεμβρίου 2015
[25] Ιδίως με την περιβόητη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας, το περιεχόμενο της οποίας έχει ενσωματωθεί ως βασικός κανονιστικός προσανατολισμός των τροποποιημένων κανονισμών Δουβλίνου (Δουβλίνο ΙΙΙ).
[26] Το Μνημόνιο και η κατάρρευση της προσφυγικής πολιτικής, Συνέντευξη του Μπερντ Κασπάρεκ, στα Ενθέματα, εφημερίδα Αυγή, 13.9.2015
[27] Βλ. το σχέδιο το σχέδιο απόφασης που κυκλοφόρησε ήδη από 3.9.2015 η Επιτροπή, COUNCIL DECISION establishing provisional measures in the area of international protection for the benefit of Italy and of Greece
[28] Βλ. σχετικά European Council meeting (15 October 2015) – Conclusions, Brussels, 16 October 2015 (OR. en) EUCO 26/15 CO EUR 10 CONCL 4, και, επίσης, Φύλαξη και επαναπροωθήσεις. Τι προβλέπει το ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης με την Τουρκία για το προσφυγικό, στο in.gr, 16.10.2015
[29] Σχετικά με τους σχεδιασμούς ασφαλείας της Ε.Ε. βλ. τη διαφωτιστική συνέντευξη του Αποστόλη Φωτιάδη στη Marianella Kloka: Europe speculates on the refugee crisis, στο Pressenza, International Press Agency, 28.10.2015
[30] Μέρκελ – Ερντογάν: «Παζάρι» Τουρκίας – ΕΕ για το προσφυγικό, Επανεισδοχή μόνο με άρση βίζας, στο Βήμα, 18.10.2015
[31] Schäuble warns of refugee ‘avalanche’ in dig at Merkel, Financial Times, 12.11.2015
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί εδώ: https://gr.boell.org/el/2015/12/04/prosfygiko-2015-hroniko-mias-proanaggeltheisas-krisis (4/12/2015)
Το άρθρο χορηγείται με την Άδεια Creative Commons License.