Βραχνάς και σήμερα οι μεταξικοί νόμοι

Του ΘΩΜΑ ΤΣΑΤΣΗ

Το ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών στην Ελλάδα παραμένει επίκαιρο. Εντάσσεται στο πλαίσιο του λεγόμενου χωρισμού Πολιτείας – Εκκλησίας και έχει άμεση σχέση με το Σύνταγμα.

Ο Χαράλαμπος Παπαστάθης, καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εκτός από γνώση έχει και πλούσια εμπειρία στα θέματα που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας. Στη μεγάλη κρίση που ξέσπασε μεταξύ Ιεραρχίας και κυβέρνησης το 1987, με αφορμή την εκκλησιαστική περιουσία όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης, ήταν γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων. Τότε ίσχυε ό,τι ισχύει και σήμερα στο θέμα των θρησκευτικών ελευθεριών. Ελάχιστα έχουν αλλάξει, με την Ελλάδα να έχει οδηγηθεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια για θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές μειονότητες. Πώς έχει όμως στην πράξη αυτό το θέμα;

«Το άρθρο 13 του Συντάγματος αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία. Η πρώτη παράγραφός του κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Σήμερα οι διατάξεις της δεν προκαλούν οξέα προβλήματα, όπως γινόταν στο παρελθόν. Αντίθετα, η δεύτερη παράγραφος, που αναφέρεται στην ελευθερία ασκήσεως θρησκευτικών εκδηλώσεων -όπως είναι το δικαίωμα της λατρείας- προκαλεί μεγάλες ανισότητες μεταξύ των οπαδών των διαφόρων θρησκευμάτων», εξηγεί ο κ. Παπαστάθης και προσθέτει, στην τηλεφωνική συζήτηση που είχαμε: «Ως τυπικό παράδειγμα θα μνημονεύσω τον αναγκαστικό νόμο 1369/1938, που απαιτεί για την ανέγερση ναού οιουδήποτε δόγματος την άδεια του επιχώριου μητροπολίτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα κατά το Σύνταγμα (άρθρο 13 εδάφιο 1). Αλλος περιορισμός στη θρησκευτική ελευθερία προβάλλεται από την ίδια διάταξη (άρθρο 13, εδάφιο 2) σχετικά με το δικαίωμα της λατρείας: ότι δηλαδή το δικαίωμα αυτό υπάρχει μόνο υπέρ των “γνωστών” θρησκειών. Ηδη από το 19ο αιώνα “γνωστή” θρησκεία θεωρείται εκείνη που δεν έχει κρυφά δόγματα και κρυφή λατρεία. Αυτό όμως δεν κρίνεται άπαξ. Σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε δίκης, όπου διάδικος είναι ένα θρήσκευμα, είναι δυνατό να προβληθεί σχετική ένσταση, που αν γίνει δεκτή από το δικαστή οδηγεί σε διατάραξη της θρησκευτικής ελευθερίας. Ολοι θυμόμαστε την περιπέτεια που υπέστη η καθολική Εκκλησία προ ολίγων ετών στα Χανιά και η οποία κατέληξε σε καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δηλαδή, αν εξαιρέσουμε την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία, τις ισραηλιτικές κοινότητες και τα ιδρύματα του Βακουφίου (Μουφτείες) της Δυτικής Θράκης, που είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τα υπόλοιπα θρησκεύματα ζουν με την αβεβαιότητα ότι οποιοδήποτε δικαστήριο μπορεί να τα θεωρήσει “μη γνωστή” θρησκεία».

Τι να γίνει

– Πώς μπορεί να λυθεί αυτό το θέμα;

«Μπορεί να γίνει αυτό που προτείνει η Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, δηλαδή όλες οι θρησκείες να αναγνωριστούν με εφ΄ απαξ δικαστική απόφαση Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Επίσης, μπορεί να γίνει μια ειδική επιτροπή δικαστών κυρίως και επιστημόνων, η οποία θα απονέμει την ιδιότητα της αναγνωρισμένης θρησκείας και αυτό θα ισχύει πανελληνίως και χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα κάποιου να υποβάλλει ενστάσεις, τουλάχιστον μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος».

– Προφανώς αυτό, όμως μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην Εκκλησία της Ελλάδος απέναντι στους Παλαιοημερολογίτες.

«Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι θα προκληθούν προβλήματα στην επίσημη ορθόδοξη Εκκλησία από τους λεγόμενους Παλαιοημερολογίτες. Αυτοί είναι ορθόδοξοι, αλλά διατηρούν δική τους Ιεραρχία και διοικητική οργάνωση ήδη από δεκαετίες».

– Η νομολογία δεν προστατεύει όσες θρησκείες δεν θεωρούνται «γνωστές»;

«Το Συμβούλιο της Επικρατείας υπήρξε πάντοτε φιλελεύθερο και ρηξικέλευθο δικαστήριο. Δυστυχώς, σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας κατά τις πρόσφατες δεκαετίες υπερακόντισε και αυτή τη νομοθεσία της 4ης Αυγούστου σε συντηρητισμό. Για να αναφερθώ πάλι στη λειτουργία ναών και ευκτήριων οίκων: Το 1923 το κράτος εισήγαγε το νέο ημερολόγιο. Στα 1924 το ίδιο έπραξε η Εκκλησία στην Ελλάδα. Αρκετοί ορθόδοξοι αντέδρασαν και ίδρυσαν δικές τους ενορίες. Η κατάσταση αυτή οδήγησε την Πολιτεία στη θέσπιση νόμου, κατά τον οποίο επεβάλλετο άδεια του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1930). Και το 1938 έχουμε το νόμο στο οποίο ήδη αναφέρομαι, τον Α.Ν. 1369. Ο νόμος αυτός είναι εμφανέστατα αντισυνταγματικός, αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας τον θεωρεί ως ισχύοντα. Περαιτέρω, με τη νομολογία επεξέτεινε την ισχύ του α) σε όλα τα θρησκεύματα ενώ ο Α.Ν. αναφέρεται μόνο σε χριστιανικά δόγματα, καθώς επίσης και β) στη λειτουργία ευκτήριων οίκων, ενώ σε σχετικές με αυτούς διατάξεις δεν αναφέρουν άδεια του Ορθόδοξου μητροπολίτη».

– Γι΄ αυτό όμως υπάρχει νομολογία, που ουσιαστικά έχει αναιρέσει το δικαίωμα του μητροπολίτη να δίνει τη συγκατάθεση του.

«Οχι, αυτό είναι λάθος. Μόλις προηγουμένως τόνισα την επέκταση της ισχύος του σχετικού Α.Ν. Προσθέτω και το εξής: Το ΣτΕ έχει αποφανθεί ότι όταν ο μητροπολίτης δεν δίνει την άδεια για ναό άλλων θρησκευμάτων, τότε το υπουργείο μπορεί να προχωρήσει σε χορήγηση της άδειας, αλλά ο υπουργός πρέπει να αιτιολογήσει εμπεριστατωμένως την άδεια, διαφορετικά το ΣτΕ θα την ακυρώσει. Δηλαδή, πάλι ο μητροπολίτης αναγορεύεται σε αποφασιστικό παράγοντα. Δεν είναι δυνατό ένα σύγχρονο κράτος να μην ανανεώνει τη νομοθεσία του, ελπίζοντας σε εκσυγχρονισμό των θεσμών του από τα δικαστήρια. Αλλωστε και αυτά στο νόμο βασίζονται κατ΄ αρχήν. Σε θέματα που άμεσα σχετίζονται με τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δεν επιτρέπεται να αδιαφορεί η Βουλή».

Ευρωκαταδίκες

– Εχετε υπόψη σας τι γίνεται στην Ευρώπη;

«Οχι μόνο δεν γίνονται αυτά, αλλά όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ευρωπαϊκή Διασπορά έχει ανάγκη από λατρευτικούς χώρους, η Καθολική Εκκλησία όσο και οι διάφορες Προτεσταντικές ομολογίες, της παραχωρούν τη χρήση, αρκετές φορές και την κυριότητα, δικών τους ναών. Εδώ εμείς φθάσαμε στο σημείο να υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνων στην Αττική και να στερούνται τεμένους. Αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα Το όλο ζήτημα, όμως έχει σοβαρότατες πολιτικές διεθνείς προεκτάσεις, καθώς τα της νομοθεσίας και νομολογίας μας είναι γνωστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και παντού βέβαια. Εχουμε το θλιβερό ρεκόρ να είμαστε πρώτοι σε καταδικαστικές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επιτέλους, δεν είναι καθόλου αξιοπρεπές, ούτε σώφρον, να παρέχουμε σε πρώην και νυν ανθύπατους (=Ρωμαίοι διοικητές επαρχιών) τη δυνατότητα να μας κατηγορούν ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν σέβεται τις μειονότητες, επί του προκειμένου τις θρησκευτικές».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 07/11/2005

 

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter