Mετανάστες: «συνταγματικό τόξο» για την Ελλάδα
Άρθρο του Ν.Κ. Αλιβιζάτου στην Καθημερινή
«Σε λιγότερο από έξι χρόνια, η Γερμανία κατέστρεψε τις ηθικές δομές του δυτικού κόσμου, διαπράττοντας εγκλήματα που κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί – όσο για τους νικητές, μετέτρεψαν σε στάχτη τα μνημεία ενός χιλιόχρονου γερμανικού πολιτισμού. (…) Τα ανωτέρω δύο τραύματα εξηγούν γιατί οι αναμνήσεις του τελευταίου πολέμου είναι τόσο επώδυνες (…)».
ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ (1950)
Με το ανωτέρω απόσπασμα από συνέντευξη της μεγάλης Αμερικανίδας φιλοσόφου κλείνει το πρώτο κεφάλαιο της «Ιστορίας της Ευρώπης και του κόσμου από το 1945», που συνέγραψαν από κοινού Γάλλοι και Γερμανοί εκπαιδευτικοί για τη Γ΄ τάξη του λυκείου των σχολείων τους (εκδ. Klett & Nathan, 2006, σ. 15). Ξεκινώντας από αυτό τo χωρίο, οι μαθητές των δύο χωρών – «προαιώνιων εχθρών» στην Ευρώπη μέχρι πρότινος- καλούνται σήμερα να απαντήσουν στο ερώτημα: «Ποια ήταν η ιδιαιτερότητα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου;».
Το βιβλίο αυτό μού το θύμισαν δύο περιστατικά ακραίας πολιτικής συμπεριφοράς της πρόσφατης επικαιρότητάς μας: από τη μια, η οξύτατη επίθεση που δέχθηκε η καθηγήτρια Θάλεια Δραγώνα, μετά τον διορισμό της ως ειδικής γραμματέως στο υπουργείο Παιδείας. Και, από την άλλη, οι αντιδράσεις που προκάλεσε το νομοσχέδιο, που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Εσωτερικών, για την πολιτογράφηση και τα δικαιώματα των μεταναστών.
Αξίζει να θυμίσει κανείς πολύ επιγραμματικά τα γεγονότα:
Η μεν κ. Δραγώνα δεν επικρίθηκε για κάποια απόφαση που πήρε η ίδια ή το υπουργείο Παιδείας, ούτε καν για κάποια εξαγγελία. Κατηγορήθηκε αναδρομικά για απόψεις που είχε διατυπώσει σε συλλογικό επιστημονικό βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από αρκετά χρόνια, για τον εθνοκεντρισμό στην εκπαίδευση («Τι είν΄ η πατρίδα μας;», Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1997). Αν ο κ. Γ. Καρατζαφέρης και οι βουλευτές του (ή, τουλάχιστον, ο εξ αυτών «διανοούμενος») είχαν μπει στον κόπο να ελέγξουν τις παραπομπές που έκαναν στο έργο της κ. Δραγώνα από φυλλάδιο μιας ένωσης αποστράτων, θα διαπίστωναν ότι πρόκειται για κλασική περίπτωση παραποίησης κειμένου και διαστρέβλωσης νοήματος.
Για παράδειγμα, πουθενά η κ. Δραγώνα δεν χαρακτηρίζει «ρατσιστή» όποιον αποσιωπά τη σημασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επισημαίνει απλώς -χωρίς μάλιστα να κάνει κανένα δικό της σχόλιο- αποσιωπήσεις σημαντικών γεγονότων από την ιστορία αυτής της χώρας στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια (όπως άλλωστε και της παρουσίας των Eβραίων και άλλων αλλόθρησκων ομάδων στη νεότερη ελληνική ιστορία).
Οσο για το νομοσχέδιο του κ. Ραγκούση, ο προσεκτικός αναγνώστης, αν ενδιαφερόταν για την ουσία και όχι μόνο για εντυπώσεις, θα διαπίστωνε πολύ εύκολα ότι περιέχει τόσες ασφαλιστικές δικλίδες για την αποτροπή καταχρήσεων, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ακόμη και άτολμο.
Σε ό, τι αφορά, ειδικότερα, την ιθαγένεια των παιδιών μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα (β΄ γενιά μεταναστών), η προβλεπόμενη προϋπόθεση ότι ο ένας τουλάχιστον από τους γονείς θα πρέπει να κατοικεί νόμιμα στη χώρα «επί πέντε συνεχή έτη» (ή το παιδί να έχει παρακολουθήσει 3 ή 6 χρόνια τουλάχιστον σε ελληνικό σχολείο), περιορίζει πολύ την πιθανότητα καταστρατηγήσεων. Το ίδιο και η 5ετής νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα, που προβλέπεται ως προϋπόθεση για την υποβολή της αίτησης πολιτογράφησης από ενηλίκους. Εξαιρετικά αυστηρές εξάλλου είναι και οι προϋποθέσεις για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των μεταναστών στις δημοτικές και μόνον εκλογές. Σε αυτές, υπενθυμίζεται ότι ούτως ή άλλως από ετών ψηφίζουν και οι κοινοτικοί αλλοδαποί αν το επιθυμούν, δηλαδή σήμερα οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι που κατοικούν στη χώρα μας.
Οσο για την ένσταση ότι περιορίζει τάχα τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας η εισαγόμενη υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αρνητικές αποφάσεις της σε αιτήσεις πολιτογράφησης, μόνον απορία προκαλεί. Διότι την αιτιολογία αυτή επιβάλλει η στοιχειώδης συνέπεια προς την αρχή του κράτους δικαίου, την οποία η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει σήμερα για όλους (και όχι μόνο για τους ημεδαπούς). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γαλλία, χώρα εκ παραδόσεως διστακτική σε τέτοιου είδους ζητήματα, καθιέρωσε την υποχρεωτική αιτιολογία από το 1993.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η πολεμική που ασκήθηκε στα ανωτέρω δύο θέματα απέβλεπε περισσότερο στη δημιουργία εντυπώσεων παρά στο να αναδείξει υπαρκτές διαφωνίες και ατέλειες.
Σε ό, τι με αφορά, αν οι επιθέσεις αυτές προέρχονταν αποκλειστικά από την άκρα δεξιά, θα αδιαφορούσα: διότι από παλιά ο χώρος αυτός, όταν δεν δέρνει τους αντιπάλους του, έχει αναγάγει το ψέμα σε συνήθη μέθοδο και τη διαβολή σε καθημερινή πρακτική. Αποβλέποντας στη σπίλωση και την κατασυκοφάντηση, αδιαφορεί για τα επιχειρήματα.
Το ίδιο ισχύει και για ορισμένα έντυπα, τα οποία, αν και αυτοκατατάσσονται στον λεγόμενο «προοδευτικό χώρο», δεν ορρωδούν σε χυδαιότητα για να πουλήσουν λίγο περισσότερα φύλλα. Με τους κοινούς συκοφάντες, λοιπόν, δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση.
Με απασχολεί, απεναντίας η σύμπλευση με τις ανωτέρω αντιλήψεις ορισμένων πολιτικών -δυστυχώς όχι μόνον της συντηρητικής παράταξης- οι οποίοι, για πρόσκαιρο πολιτικό κέρδος, ενδίδουν σε επικίνδυνες θέσεις για το έθνος, τη φυλή και την «καθαρότητα» των Ελλήνων, θέσεις που θυμίζουν τις πιο σκοτεινές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας. Ο λόγος των πολιτικών αυτών, όταν δεν είναι μισαλλόδοξος, θυμίζει την περίφημη αποστροφή του Γ. Παπαδόπουλου προς τους Ευρωπαίους, ότι «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς μαζεύατε βελανίδια!».
Στην πολυπολιτισμική Ευρώπη του ανοίγματος προς τον έξω κόσμο, τέτοιου είδους επιχειρήματα θεωρούνται φαιδρά ακόμη και στους συντηρητικούς κύκλους. Για τους μετανάστες και την ένταξή τους στις κοινωνίες τους, πολιτικοί όπως ο Σαρκοζί και η Μέρκελ δεν ενδίδουν σε ιδεολογήματα, αλλά συζητούν επί της ουσίας. Το ίδιο και τα κεντροδεξιά κόμματα σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Σουηδία, η Φινλανδία, ακόμη και το συντηρητικό Λουξεμβούργο που, τα τελευταία χρόνια, μεταρρύθμισαν ριζικά το δίκαιο της ιθαγένειάς τους. Ας διδαχθεί από τις εμπειρίες τους ο κ. Αντ. Σαμαράς.
«Ομως», θα αντέτειναν πιθανόν οι εγχώριοι ξενόφοβοι, «η Ελλάδα δεν είναι σαν το Βέλγιο ή την Ολλανδία. Εχει εκκρεμή εθνικά θέματα. Μόνον αφελείς και ανιστόρητοι υποστηρίζουν απόψεις σαν τις δικές σας».
Δεν υποτιμώ τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Πιστεύω, εν τούτοις, ότι τριάντα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη, αυτά που ενώνουν τη χώρα μας με τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα είναι πολύ περισσότερα από αυτά που τη χωρίζουν. Και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν δικαιολογούν τόσο σοβαρές αποκλίσεις από τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου.
Το 1945, όταν απελευθερώθηκε η Ιταλία, τα κόμματα της εθνικής αντίστασης που μετείχαν στην πρώτη κυβέρνηση της απελευθέρωσης και που ψήφισαν το 1947 το Σύνταγμα της χώρας, συγκρότησαν στην πράξη αυτό που επικράτησε να ονομάζεται «συνταγματικό τόξο» («arco costituzionale»). Ξεπερνώντας για τα «βασικά» τη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς, θέλησαν έτσι να δείξουν ότι είναι αποφασισμένα να απομονώσουν τον φασισμό, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία που αυτός εξέφραζε.
Μήπως ήρθε η ώρα να συγκροτηθεί και στη χώρα μας ένα «συνταγματικό τόξο» για την Ελλάδα του αύριο, για την Ελλάδα του κράτους δικαίου, στην υπό διαμόρφωση ενωμένη Ευρώπη;
φωτογραφία: Ανδρέας Κοντοκάνης