Υπόμνημα προς τη Διαρκή Επιτροπή

Προς τη
Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων και Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Βουλής των Ελλήνων

Σε κοινή συνεδρίαση σχετικά με
Την επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Νόμος περί Ναρκωτικών και άλλες διατάξεις».

 

Η ΕΕΔΑΠ υποβάλλει τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Α) Ως προς τις ρυθμίσεις του νόμου περί ναρκωτικών
Η νομοθετική μεταρρύθμιση στο πεδίο της πρόληψης και της καταστολής των αδικημάτων περί ναρκωτικών ήταν αναγκαία εδώ και πολλά έτη και η Ένωση εκφράζει ικανοποίηση που μετά από τρία έτη το νομοσχέδιο ξανά τίθεται σε διαδικασία διαβούλευσης και ψήφισης έστω και ως αποτέλεσμα πολλών συμβιβασμών.
Συγκεκριμένα, αλλάζει επιτέλους ο υπερβολικά κατασταλτικός χαρακτήρας της νομοθεσίας που οδήγησε στον υπερπληθυσμό των φυλακών και κατά συνέπεια στο συνωστισμό των κρατουμένων και στην υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσής τους. Εξάλλου, οι υπερβολικά αυστηρές ποινές φυλάκισης ως αποτέλεσμα έχουν αποδεδειγμένα πλέον την αναπαραγωγή εγκληματικών συμπεριφορών και μετά την αποφυλάκιση.
Είναι λοιπόν ιδιαίτερα θετικό ότι δίνεται έμφαση στην απεξάρτηση και όχι στην καταστολή. Αν και εξακολουθεί η ποινικοποίηση της χρήσης, θετική είναι η ελάφρυνση στην ποινή, η δυνατότητα πλήρους άφεσης της και η μη εγγραφή στο ποινικό μητρώο.
Επίσης, για πρώτη φορά καθιερώνεται ένας διαφορετικός τρόπος διάγνωσης καθώς και δυνατότητα οι κρατούμενοι να θεραπεύονται έστω κι αν πριν δεν είχαν παρακολουθήσει προγράμματα. Πλέον μπορεί να διαγνωστεί η εξάρτηση και μέσα στη φυλακή, ακόμα κι αν δεν έχει διαγνωσθεί από το δικαστήριο, ενώ ως συνέπεια μπορεί να είναι η ταχύτερη απόλυση του κρατούμενου .
Ένα όμως από τα κύρια αρνητικά σημεία του νομοσχεδίου είναι το άρθρο 20 στο οποίο παραμένει η βαριά τιμωρία της βασικής πράξης διακίνησης, 5 ? 20 χρόνια, που αφήνει πολλά περιθώρια στο δικαστή να επιβάλλει αυστηρές ποινές. Δεδομένου δε ότι υπάρχουν στη συνέχεια δύο χωριστές διατάξεις διακεκριμένων περιπτώσεων όπου οι ποινές εκκινούν από τα 10 έτη minimum, το ορθότερο από συστηματική άποψη αλλά και σε μία κατεύθυνση εξορθολογισμού των ποινών θα ήταν η πρόβλεψη κάθειρξης για το βασικό αδίκημα να είναι 5-10 έτη.
Επίσης, ως αρνητική καταγράφεται και η ρύθμιση στο άρθρο 23 που προβλέπει για τις ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις: Η παρ. α΄ είναι προβληματική λόγω της αοριστίας της με συνέπεια να διευρύνει υπερβολικά το αξιόποινο ενδεχομένως για πράξεις οι οποίες ?κατά την υποκειμενική τους υπόσταση- δεν πληρούν το κριτήριο του δόλου, έστω και του ενδεχόμενου. Τα ναρκωτικά δηλαδή που μπορούν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη και εν τέλει να έχουν μία από τις συνέπειες που περιγράφει η διάταξη, είναι δυνάμει όλα, με μοναδική ίσως εξαίρεση την κάνναβη. ¶ρα, ενδεχομένως ο νομοθέτης, υπονοεί τα νοθευμένα ναρκωτικά. Για να είναι όμως η επαυξημένη ποινή ?ακόμα και ισόβια κάθειρξη- ανάλογη προς την περιγραφόμενη απαξία της πράξης, χρειάζεται επιπρόσθετα το στοιχείο του δόλου, δηλαδή της γνώσης του νοθευμένου και της ηθελημένης διακίνησης αυτού επί σκοπώ ή με αποδοχή του βαρύτερου αποτελέσματος (βλάβης της υγείας, θάνατος), διαφορετικά εισάγεται ανεπίτρεπτα η αντικειμενική ευθύνη στο χώρο του ποινικού δικαίου.
Η διάταξη αυτή πρέπει να συσχετισθεί και με τη διάταξη του άρθρου 25, η οποία προβλέπει κάθειρξη μέχρι 10 ετών για όποιον προκαλέσει το θάνατο άλλου, επειδή οδηγούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών. Μπορεί δηλαδή να δημιουργηθεί το εξής παράδοξο: κάποιος να κάνει χρήση κοκαΐνης για αναψυχή και στη συνέχεια να οδηγήσει το αυτοκίνητό του παρασέρνοντας και σκοτώνοντας κάποιον και να τιμωρηθεί με ποινή κάθειρξης 8 ετών και ο εν αγνοία του διακινών νοθευμένο ναρκωτικό να καταδικαστεί σε ισόβια.

Β) Ως προς τις άλλες διατάξεις του νομοσχεδίου
– Ως προς το άρθρο 78 του νόμου.
Απέναντι στην όπως έχει αναδειχθεί στην πράξη, καταχρηστική ή και επιλεκτική χρήση από τις εισαγγελικές αρχές, της δυνατότητας δημοσιοποίησης των φωτογραφιών των κατηγορουμένων, συνιστά θετικό βήμα η απαίτηση, όταν διατάσσεται η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, να υπάρχει ειδική και πλήρης αιτιολογία, αναφορικά με την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος, να προσδιορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος δημοσιοποίησης καθώς και το δικαίωμα προσφυγής. Η ρύθμιση αυτή θα διευκολύνει τον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας, η οποία θα πρέπει να τηρείται αυστηρά κατά τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των κατηγορουμένων, προκειμένου να αποφεύγεται ο στιγματισμός και η διαπόμπευσή τους.
– Ως προς τα άρθρα 68 και παρ. 98 παρ.1 του νόμου.
Τέλος, αν και, όπως παραδέχεται η αιτιολογική έκθεση, οι ρατσιστικές επιθέσεις κατά αλλοδαπών αυξάνονται στη χώρα μας, λαμβάνοντας ιδιαίτερα επικίνδυνα χαρακτηριστικά, η ρύθμιση που προτείνεται, αν και βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση, δεν επιλύει ούτε στο ελάχιστο το πρόβλημα.
Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι οι ποινές φυλάκισης για τα εγκλήματα μίσους, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.3 Π.Κ. περί επιβαρυντικής περίστασης, δεν θα αναστέλλονται και δεν θα μετατρέπονται. Ο νομοθέτης όμως θα πρέπει να παραδεχθεί ότι το πρόβλημα δεν είναι η μετατροπή ή η αναστολή των όποιων ποινών, αλλά το γεγονός ότι έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το άρθρο, το ρατσιστικό έγκλημα, ούτε προλαμβάνεται, ούτε καταστέλλεται.
Η ατιμωρησία των δραστών των ρατσιστικών εγκλημάτων οφείλεται καταρχάς στο φόβο των θυμάτων να καταγγείλουν στις αρχές τις επιθέσεις εναντίον τους και κατά δεύτερον στη μη δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης για το ρατσιστικό έγκλημα ως τέτοιο. Διότι η διάταξη του άρθρου 79 παρ.3 ΠΚ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε από τις αστυνομικές αρχές, ούτε από τον Εισαγγελέα, στο στάδιο της δίωξης, αλλά μόνο κατά την επιμέτρηση της ποινής, αφού δηλαδή έχει κριθεί η ενοχή του δράστη.
Είναι επομένως σκόπιμη και αναγκαία η άμεση ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας, ώστε το ρατσιστικό έγκλημα να τυποποιηθεί ως «ιδιώνυμο» με τη συμπερίληψη του ρατσιστικού κινήτρου στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, κάτι που με διάβημά τους στον Υπουργό Δικαιοσύνης πρότειναν πρόσφατα και οι Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου .
Εξάλλου, η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή του ρατσιστικού εγκλήματος απαιτεί την ύπαρξη πραγματικής δυνατότητας του θύματος να το καταγγείλει στις αρχές. Αλλά οι στερούμενοι νομιμοποιητικών εγγράφων, με την έλευσή τους στην αστυνομική αρχή τίθενται υπό κράτηση προς έκδοση απόφασης απέλασης, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται να καταγγέλλουν οποιοδήποτε σε βάρος τους περιστατικό ρατσιστικής βίας. Επίσης, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας σε βάρος του δράστη ο στερούμενος νομιμοποιητικών εγγράφων και πάλι αποθαρρύνεται να συμμετέχει στη διαδικασία, καθώς και πάλι απειλείται με σύλληψη και κράτηση προς το σκοπό της απέλασης. Μάλιστα, το πρόσφατο π.δ. 132/2012 του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για τη δημιουργία ειδικών τμημάτων και γραφείων Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας δεν παρέχει καμία εγγύηση για τη δυνατότητα καταγγελίας από μετανάστες οι οποίοι δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα. Η ηγεσία της ελληνικής αστυνομίας δήλωσε από την πρώτη στιγμή ότι οι μετανάστες χωρίς έγγραφα που θα καταγγέλλουν ρατσιστικά εγκλήματα θα απελαύνονται, σε αντίθεση με ό,τι είχε προτείνει το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας .
Την ίδια στιγμή, αυτό το Δίκτυο Καταγραφής υπό την Υ.Α,. του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και άλλες οργανώσεις, βεβαιώνει ότι ο φόβος εμποδίζει τα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων να καταγγείλουν ακόμα και ανώνυμα τις επιθέσεις . Μεταξύ Οκτωβρίου του 2011 και Δεκεμβρίου του 2012 περισσότερες από 200 ρατσιστικές επιθέσεις καταγράφηκαν από το δίκτυο, ενώ στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2012 προκύπτει ότι από τις 87 περιπτώσεις που καταγγέλθηκαν στο Δίκτυο μόνο τα 11 από τα θύματα κατήγγειλαν όσα βίωσαν στις Αρχές, 14 δήλωσαν πως θα το επιθυμούσαν και η συντριπτική πλειονότητα ομολόγησαν ότι δεν τo έκαναν γιατί φοβήθηκαν πως θα απελαθούν. Επίσης, θα πρέπει κανείς να λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του και τις πολλές, από έγκυρες πηγές, πληροφορίες για τη σύνδεση των δραστών των ρατσιστικών εγκλημάτων τόσο με το κόμμα της Χρυσής Αυγής, όσο και με Έλληνες αστυνομικούς, κάτι που επιβεβαίωσε πρόσφατα και ο Επίτροπος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα .
Αποτελεσματική προστασία δεν παρέχουν άλλωστε ούτε οι υπάρχουσες διατάξεις του νόμου 927/1979, που τιμωρούν τη δημόσια προτροπή σε ρατσιστικές ενέργειες και όχι τις ενέργειες καθεαυτές. Ομοίως δεν παρέχει προστασία κατά της ρατσιστικής βίας ούτε ο ν. 3304/2005 που προστατεύει από διακριτική μεταχείριση στην εργασία, την κατάρτιση, την εκπαίδευση και την ασφάλιση αλλά όχι από την άσκηση βίας.
Επομένως, η Πολιτεία θα πρέπει να ενθαρρύνει τους αλλοδαπούς χωρίς χαρτιά να καταγγέλλουν τις απειλές ή επιθέσεις εναντίον τους στις αστυνομικές αρχές και να συμμετέχουν στη διαδικασία δίωξης των δραστών, χωρίς φόβο να κρατηθούν και να απελαθούν. Διότι το δημόσιο συμφέρον δίωξης και αντιμετώπισης εγκλημάτων βίας υπερισχύει του δημόσιου συμφέροντος για έλεγχο της παράνομης διαμονής στη χώρα.
Για αυτό το λόγο η Ένωση θεωρεί ότι στο άρθρο 98 παρ.1 η Πολιτεία θα πρέπει να προσθέσει ακόμη μια περίπτωση για άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους με βάση το άρθρο 44 του ν. 3386/2005 : την παροχή άδειας διαμονής στα θύματα που καταγγέλλουν περιστατικά ρατσιστικής βίας, αλλά και στους μάρτυρες, για εκείνο το διάστημα που είναι αναγκαίο για τη δίωξη και την τιμωρία των δραστών. Άλλωστε, όπως και το Δίκτυο Καταγραφής επισημαίνει , αναγκαία θα είναι και η αναστολή απέλασης και κράτησης τόσο για τα θύματα όσο και για τους μάρτυρες. Σε περίπτωση δε που έχει ήδη κινηθεί η διαδικασία απέλασης, απαιτείται η εξάντληση των παρεχόμενων νομικών δυνατοτήτων από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές περί προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης ή έκδοση απόφασης επιστροφής με ταυτόχρονη αναβολή απομάκρυνσης (άρθρ. 22, 24 και 28 παρ. 2 του ν. 3907/2011).
Σε συνθήκες έξαρσης της ρατσιστικής βίας, η ΕΕΔΑΠ θεωρεί ότι η ελληνική Πολιτεία πρέπει να επέμβει δραστικά και αποφασιστικά για να εγγυηθεί, ως οφείλει, τόσο την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια όλων όσων βρίσκονται στην επικράτειά της, όσο και το δημοκρατικό της χαρακτήρα που κλυδωνίζεται από την επικίνδυνη επικράτηση ακροδεξιών-ναζιστικών ιδεών και πρακτικών.

Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη

 

φωτογραφία: Michael Coghlan

 

ρατσισμός, ρατσιστική βία

Μέλος

Newsletter