Υποκλοπές δικαιωμάτων

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τη λειτουργία ενός ευρύτατου δικτύου υποκλοπής συνομιλιών που πραγματοποιούνταν μέσω κινητών τηλεφώνων και οι οποίες αγγίζουν ακόμα και τις κορυφές της εκτελεστικής εξουσίας προξενούν τεράστια ανησυχία για τη δυνατότητα της ελληνικής Πολιτείας να εξασφαλίσει τη στοιχειώδη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Εάν η Πολιτεία δεν μπορεί να θωρακίσει τις συνομιλίες κυβερνητικών παραγόντων, της ηγεσίας της ελληνικής αστυνομίας, των ίδιων εν τέλει των οργάνων που είναι αρμόδια για την εξασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών και του ιδιωτικού βίου από παράνομες πράξεις,  πόσο μάλλον δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα δικαιώματα για τους πολίτες της.
 
Ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί η επί έντεκα μήνες καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης και η παράκαμψη της ΑΔΑΕ κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών και συνταγματικών διατάξεων. Μόνο λυπηρά χαμόγελα μπορούν να προκαλέσουν οι ισχυρισμοί ότι εφόσον επελήφθη της έρευνας η δικαιοσύνη, τα υπόλοιπα διοικητικά όργανα και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές δεν μπορούν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους. Διότι η δικαιοσύνη, ούτε τη γνώση, ούτε τον εξοπλισμό διαθέτει για να εξιχνιάσει τέτοιου είδους εγκλήματα.

Και βέβαια, ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί η υπόνοια ότι κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων και υπό την υψηλή εποπτεία ελληνικών και ξένων μυστικών υπηρεσιών είχε επικρατήσει μια γενικότερη χαλάρωση στην τήρηση των νομίμων εγγυήσεων  για την εξασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών που συνέβαλε στην λειτουργία του ως άνω συστήματος υποκλοπών. Υπό ποιο άραγε νομοθετικό πλαίσιο είχε επιτραπεί η εγκατάσταση λογισμικού «νομίμων συνακροάσεων» στις εγκαταστάσεις των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, όταν το σχετικό προεδρικό διάταγμα (47/2005) εξεδόθη τον Μάρτιο του 2005; Υπό ποιο νομοθετικό πλαίσιο πραγματοποιήθηκαν κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας συνακροάσεις στην εταιρεία ΤΙΜ τον Μάιο του 2004;

Και αν σήμερα οι υποκλοπείς εκμεταλλεύθηκαν την παράνομη εγκατάσταση του λογισμικού νομίμων συνακροάσεων για να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο των συνομιλιών (και μάλιστα αποκαλύφθηκαν όταν ακριβώς επιχείρησαν να προσθέσουν στο παράνομο λογισμικό τη λειτουργία γεωγραφικού εντοπισμού των επικοινωνούντων που δεν είχε προεγκατασταθεί από την Ερικσον), πόσο εύκολο θα είναι να αποκτήσουν οι εκάστοτε υποκλοπείς πρόσβαση και στα δεδομένα κίνησης και θέσης των επικοινωνούντων όταν αυτά θα υποχρεούνται να τα διατηρούν για χρονικό διάστημα από 6 μήνες έως 2 έτη οι εταιρείες τηλεφωνίας και οι παροχείς υπηρεσιών διαδικτύου, βάσει της νέας οδηγίας για την διατήρηση των προσωπικών δεδομένων; Ας σημειωθεί ότι η αναγκαιότητα της οδηγίας αυτής για την αποκάλυψη ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων έχει ήδη αμφισβητηθεί ανοικτά από τον Ευρωπαίο επόπτη προστασίας των δεδομένων.

Φαίνεται εν τέλει ότι, όπως και στην περίπτωση της προ καιρού  παράνομης ανάκρισης αλλοδαπών από Έλληνες και ξένους πράκτορες, το κλίμα της τρομοϋστερίας εθίζει τις διωκτικές αρχές σε τέτοιου είδους πρακτικές. Έτσι,  όταν δεν δρουν οι ίδιες πέρα και έξω από τα όρια της νομιμότητας,  ανέχονται αυθαιρεσίες και από τρίτους για την εξυπηρέτηση εξ ίσου  σκοτεινών συμφερόντων. 

Η  κάλυψη τέτοιου είδους δραστηριοτήτων από τις κυβερνήσεις (είτε αυτές γίνονται εις γνώση τους, είτε όχι) προσδίδει στο ζήτημα διαστάσεις πολιτικού σκανδάλου πρώτου μεγέθους. Διότι θέτει και πάλι το ερώτημα «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο;».

 

Μέλος

Newsletter