Σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας στη δικαιοδοτική λειτουργία
Γιάννης Κωνσταντίνου
Δικηγόρος Θεσσαλονίκης
μέλος ΔΣ του ΔΣΘ
Ι.
Η εισήγησή μου θα αναφερθεί στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στο πεδίο της δικαιοδοτικής λειτουργίας.
Μελετώντας την πρόταση νόμου της Ελληνικής `Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, η εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι στον τομέα της απονομής της δικαιοσύνης δεν υπάρχει ιδιαίτερο αντικείμενο θεσμικής παρέμβασης για θέματα θρησκευτικής ελευθερίας και σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας.
Η πρόταση αναφέρεται μόνο στην κατάργηση του θρησκευτικού όρκου που δίνει σήμερα ενώπιον των δικαστικών αρχών ο πολίτης με την ιδιότητα του μάρτυρα, του πραγματογνώμονα, του διερμηνέα ή του ένορκου.
Προτείνεται, λοιπόν, η οριστική αποθρησκειοποίηση της ένδικης διαδικασίας, η οποία εδώ και καιρό δείχνει ώριμη, αφού, κυρίως θρησκευόμενοι συμπολίτες μας είτε αρνούνται να επικαλεστούν το πιστεύω τους, προκειμένου να θεωρηθεί αξιόπιστη η μαρτυρία τους, είτε δυσφορούν με τη μη συνειδητή επίκληση της δικής τους πίστης από άλλους πολίτες.
Χωρίς αμφιβολία με τον προτεινόμενο υποχρεωτικό τύπο «πολιτικού όρκου», ο οποίος συνίσταται στην επίκληση της προσωπικής τιμής και συνείδησης, ενισχύεται μία ακόμη πτυχή της άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας, αφού καταργείται μία υποχρεωτική πρόσκληση προς τον πολίτη για αποκάλυψη των θρησκευτικών του πεποιθήσεων.
Συστηματικά, η διάταξη αποτελεί ειδικότερη έκφανση της απαγόρευσης να αναγράφεται το θρήσκευμα του πολίτη στις συναλλαγές με το Κράτος. Η απαγόρευση αυτή, η οποία αποτυπώνεται στο άρθρο 12 της πρότασης νόμου, διασφαλίζει την αμερόληπτη αντιμετώπιση κάθε πολίτη. Μετά τη συζήτηση για τις ταυτότητες, είναι κοινός τόπος, ακόμη και στη νομολογία, ότι η απαγόρευση αυτή είναι απαραίτητη, όταν η θρησκευτική ελευθερία ασκείται σε περιβάλλον, όπου υπάρχει αριθμητικά επικρατούσα θρησκεία, εξαιτίας της οποίας ο πολίτης αποφεύγει να εκδηλώσει οποιαδήποτε απόστασή του από αυτήν, προκειμένου να μην προκαλέσει την καχυποψία των φορέων της πλειοψηφούσας δοξασίας.
Κλείνοντας το θέμα του όρκου, επισημαίνω ότι με την προτεινόμενη διάταξη επιτυγχάνεται μία συμβολική τομή στο δίκαιο της απόδειξης. Με την υπενθύμιση ότι ο μάρτυρας έχει τιμή και συνείδηση, ο δικαστής θα αξιολογεί πλέον τη μαρτυρική κατάθεση με μόνο μέτρο την προσωπικότητα που ο μάρτυρας παρουσίασε ενώπιόν του καταθέτοντας για το προς απόδειξη θέμα. Η ευσέβεια ή μη και, κατ` επέκταση η μεγαλύτερη ή μικρότερη προσήλωση σε άλλες πεποιθήσεις, επιβάλλεται και νομικά πλέον, να μην αποτελούν στοιχείο της αποδεικτικής αξιοπιστίας.
ΙΙ.
Αρκεί, όμως, η προτεινόμενη θεσμική παρέμβαση για την εξασφάλιση του αμερόληπτου της δικαστικής κρίσης; `Η μάλλον, πιο συγκεκριμένα, αρκεί η υποχρεωτικότητα του πολιτικού όρκου για την εξασφάλιση μίας δικαστικής κρίσης απαλλαγμένης από θρησκευτικές προκαταλήψεις ή επεμβάσεις θρησκευτικών κύκλων;
Με αφορμή τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τη δράση του κοινού κυκλώματος δικαστικών και θρησκευτικών λειτουργών, όσοι ζούμε από κοντά την καθημερινή απονομή της δικαιοσύνης καταγράφουμε μία σειρά δυσάρεστες διαπιστώσεις:
Πρώτον: Ανώτεροι και κατώτεροι θρησκευτικοί λειτουργοί της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν από καιρό συγκροτήσει ένα οργανωμένο λόμπυ, με σκοπό την έκδοση ευνοϊκών αποφάσεων είτε για τους ίδιους ως διαδίκους είτε για την πελατειακή εξυπηρέτηση των πιστών τους.Το λόμπυ αυτό, μάλιστα, έχει πολύ μεγαλύτερη και ευρύτερη επιρροή από οποιαδήποτε ομάδα πίεσης είτε πολιτικών είτε επιχειρηματικών συμφερόντων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για την ύπαρξή του είχε εμμέσως προειδοποιήσει από το 2000 ο εν ενεργεία τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στέφανος Ματθίας, όπως διαφάνηκε σε δημόσια τοποθέτησή του σε εκδήλωση της ΕΝΟΒΕ στη Θεσσαλονίκη.
Δεύτερον: Η δικαστική υπηρεσία, όπως εκπροσωπείται από τα εκλεγμένα ή μη όργανα της διοίκησής της, δεν έδειξε να αντιδρά ή να δυσφορεί στη δράση του εκκλησιαστικού κυκλώματος. Αντίθετα, μάλιστα, φρόντισε να εμφανίζεται ως ένας βαθιά θρησκευόμενος φορέας, πιστός στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Προς απόδειξη της κυριολεξίας των λόγων μου και, κυρίως, της όσμωσης της δικαστικής υπηρεσίας με την εκκλησιαστική ομάδα πίεσης, σας διαβάζω την ανακοίνωση που αναρτήθηκε σε όλα τα εμφανή σημεία του Δικαστικού Μεγάρου της Θεσσαλονίκης:
“ΠΡΟΣ Τους κ. Δικαστικούς και Εισαγγελικούς Λειτουργούς και Δικαστικούς Υπαλλήλους των Δικαστικών Υπηρεσιών Θεσσαλονίκης. Σας γνωρίζουμε ότι, του Κυρίου συνεργούντος, με πρωτοβουλία του Εφετείου, θα τελεσθεί και φέτος η από ετών καθιερωθείσα ετήσια Θεία Λειτουργία, προς Υγεία και Φώτιση των υπηρετούντων στα Δικαστήρια Θεσσαλονίκης Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών και Δικαστικών Υπαλλήλων. Η Θεία Λειτουργία μετ` αρτοκλασίας (και μνήμης τεθνεώτων), θα τελεσθεί και πάλι στη γνωστή Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πανοράματος (στο δρόμο προς Χορτιάτη μετά το Πανόραμα αριστερά) κατά τη 2α Απριλίου 2005, ημέρα Σάββατο (παραμονή της Σταυροπροσκυνήσεως) και ώρα 08.00-09.30 πρωινή. Στην εν λόγω εκδήλωση θα παρίσταται και ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. `Ανθιμος. Παρακαλείσθε να παραστείτε, ει δυνατόν μετά των οικογενειών σας. Θεσσαλονίκη 11 Μαρτίου 2005. Εκ του Εφετείου Θεσσαλονίκης”
Το Εφετείο Θεσσαλονίκης είναι (μετά τον `Αρειο Πάγο και το Εφετείο Αθηνών) το τρίτο τη τάξει δικαστήριο της χώρας. Διερωτώμαι αν υπάρχει ομόλογό του δικαστήριο οπουδήποτε στην Ευρώπη που διανοείται να προσκαλέσει σε τέτοια γλώσσα και με τέτοιο τρόπο σε μία τέτοια εκδήλωση. Για να μην αδικώ, πάντως, τους δικαστικούς λειτουργούς, οφείλω να προσθέσω ότι εσχάτως θρησκεύεται και το Δικηγορικό Σώμα. Το καλοκαίρι του 2005, η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων ανακήρυξε τον Ιωάννη Χρυσόστομο προστάτη άγιο των δικηγόρων, προφανώς λόγω της ανεπαρκούς προστασίας που παρείχε στο σώμα ο έτερος άγιός του Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
Τρίτον: Η θρησκευτική δραστηριότητα της δικαστικής υπηρεσίας είναι ευθέως παράνομη. Ο Οργανισμός των Δικαστηρίων οριοθετεί αυστηρά τις αρμοδιότητες των οργάνων της διοίκησής τους και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με το δικαιοδοτικό έργο. Κατά τούτο, η θρησκευτική δραστηριότητα της δικαστικής υπηρεσίας διαφέρει από άλλες κρατικές θρησκευτικές δραστηριότητες. Καλώς ή κακώς, ο εκπαιδευτικός ή ο στρατιωτικός, που δεν διαθέτει άλλωστε λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, όταν, για παράδειγμα, οργανώνει έναν εκκλησιασμό, εφαρμόζει απλώς την κείμενη νομοθεσία. Αντίθετα, ο δικαστικός προϊστάμενος ενός δικαστηρίου, που πράττει το ίδιο, την παραβιάζει.
Τέταρτον: Οι δικαστικοί λειτουργοί στην πλειονότητά τους δεν αντιλαμβάνονται το παράνομο μίας τέτοιας δραστηριότητας. Ακούστε πώς δικαιολογεί ο κ. Διονυσάτος, εκλεγμένος προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Αθηνών (του πολυπληθέστερου δικαστηρίου της χώρας), το πληρωμένο από τον πατέρα Γιοσάκη ταξίδι του στην Αλεξάνδρεια: «Ταξίδεψα στην Αλεξάνδρεια, όπως και πολλοί άλλοι δικαστές, ανώτεροι και ανώτατοι ? για να παραστώ θεσμικά κατά την ενθρόνιση ? Το έπραξα με πλήρη πεποίθηση ότι αυτό δεν βρίσκεται έξω από τα καθήκοντά μου, συνέχεται με τη συμμετοχή μου στη θρησκευτική ζωή της ορθόδοξης εκκλησίας και δεν συγκρούεται με τις διαχρονικές εθνικές μας προτεραιότητες».
Εξαιτίας μίας τέτοιας πεποίθησης, η εμπειρική παρατήρηση προσφέρει άφθονα παραδείγματα εθνοθρησκευτικού κηρύγματος από την έδρα (τις περισσότερες φορές με αποδέκτη αλλοδαπό μετανάστη κατηγορούμενο), ανοχή σε θρησκευτικής προέλευσης ελαφρυντικά (επιστολές ιερωμένων, μαρτυρία του επίτροπου της ενορίας κλπ), απαξιωτική παρασιώπηση της υφιστάμενης δυνατότητας πολιτικού όρκου κοκ. Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για απαλλαγή της δικαστικής αίθουσας από τη μη προβλεπόμενη και άκρως αντιαισθητική διακόσμησή τους με τις γνωστές θρησκευτικές εικόνες. Κοινότυπο, αλλά οφειλόμενο, το ερώτημα: πώς άραγε αισθάνεται σε μία τέτοια αίθουσα ο αλλόθρησκος -συχνά αλλοδαπός- διάδικος;
ΙΙΙ.
Οι προηγούμενες διαπιστώσεις δείχνουν ότι σε ένα πεδίο κρατικής δράσης -αυτό της απονομής της δικαιοσύνης, δηλαδή στον πυρήνα του Κράτους Δικαίου- η σύγχυση ρόλων μεταξύ της κρατικής δικαστικής εξουσίας και της Εκκλησίας προκύπτει, επειδή η συγκεκριμένη εξουσία, στην οποία το Σύνταγμα έχει αναθέσει την ένδικη κρίση περί των ανθρωπίνων συμπεριφορών, έχει αναγορεύσει σε προνομιακό της συνομιλητή και σε ιδεολογική της αναφορά έναν ισχυρό εξωθεσμικό παράγοντα, ο οποίος διεκδικεί ακριβώς την ίδια αρμοδιότητα: να κρίνει τους ζώντες και αργότερα τους νεκρούς.
Η εξέλιξη αυτή ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Εδώ και καιρό η δικαιοσύνη συμβαδίζει, συμμορφώνεται και ικανοποιείται με αυτό που η ίδια θεωρεί ως μέσο όρο της υπόλοιπης κοινωνίας. Επομένως, σε μια κοινωνία ολοένα και πιο συντηρητική, που αναδιπλώνεται στην παράδοση και αναδεικνύει έντονα ξενοφοβικά χαρακτηριστικά, δηλαδή σε μια κοινωνία που αρνείται να αντιμετωπίσει με έλλογο τρόπο τις προκλήσεις της νέας εποχής και του ανοιχτού παγκόσμιου περιβάλλοντος, είναι βέβαιο ότι θα εμφανίσει αντίστοιχη ποιότητα η δικαιοδοτική κρίση και η συμπεριφορά της δικαστικής υπηρεσίας.
Ακριβώς γι αυτό το λόγο, είναι σημαντική ως σύνολο η πρόταση νόμου που σήμερα συζητάμε. Γιατί προσπαθεί μια βαθειά τομή στην επικρατούσα νοοτροπία και επαναφέρει το δημόσιο διάλογο στο πλαίσιο της έλλογης διαβούλευσης. Γιατί οριοθετεί και περιγράφει με τέτοιο τρόπο τις κρατικές αρμοδιότητες, έτσι ώστε ο σεβασμός της συνταγματικής τάξης και η τήρηση του νόμου, που στην περίπτωση της δικαιοσύνης αρκούν για την αντιμετώπιση της παθογένειας που περιγράψαμε, να είναι αδιαπραγμάτευτες. Για τον ίδιο λόγο είναι μεγάλη η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων. Μπροστά σε τέτοιες προτάσεις δεν μπορούν να δικαιολογούν την απραξία τους είτε με το ιδεολόγημα του ανώριμου της κοινωνίας είτε με την επιμέτρηση του δήθεν πολιτικού κόστους. Οι κοινωνίες δεν ωριμάζουν από μόνες τους. Διαμορφώνονται από τολμηρές πρωτοβουλίες, οι οποίες συσπειρώνουν τις δυνάμεις του αύριο.
Εισήγηση στην εκδήλωση με θέμα «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι – τα του Θεού τω Θεώ», που συνδιοργάνωσαν στις 24.2.2006 στη Θεσσαλονίκη η Ένωση Πολιτών Θεσσαλονίκης για το Περιβάλλον και τον Πολιτισμό και η Ελληνική `Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη.