ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Οπισθοφυλακή της χριστιανικής εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων

Της Ελένης Καλαμπάκου*

Η στενή σχέση κράτους και εκκλησίας, το «είναι» και το «δέον» της, φέρνει συχνά πολιτική αντιπαράθεση, που διεξάγεται με όρους εθνικής ταυτότητας, ενότητας ή χωρισμού, προοδευτισμού ή συντηρητισμού, κοσμικότητας ή θεοκρατίας. Στη μεταφορά της, όμως, στα δικαστήρια, το διακύβευμα καταλήγει πάντα δικαιωματικό: είτε τα μέλη των μειοψηφικών θρησκειών διεκδικούν την ισότιμη με τους ορθόδοξους πολίτες αντιμετώπισή τους από την πολιτεία, όπως στην υπόθεση του ισλαμικού τεμένους, είτε οι ίδιοι οι ορθόδοξοι, ως μέλη και αυτοί μιας θρησκευτικής κοινότητας, διεκδικούν την προστασία της θρησκευτικής τους ελευθερίας με την πολιτική υπεροχή που τους δίνει η πλειοψηφική τους θέση, όπως έγινε στην υπόθεση των ταυτοτήτων ή της κυριακάτικης αργίας. Στις περιπτώσεις αυτές έγινε αυτό που αναμένεται από ένα ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Μια ψύχραιμη κρίση που δικαιώνει τη συνύπαρξη επικρατούσας θρησκείας και θρησκευτικής ελευθερίας, επιχειρώντας να σεβαστεί ισότιμα τα δικαιώματα όλων, είτε ανήκουν στην πλειοψηφία, είτε σε μειοψηφία. Ωστόσο, στην πρόσφατη απόφαση που έκρινε αντισυνταγματικό το νέο μάθημα θρησκευτικών στα σχολεία (ΣτΕ ολ. 660/2018), οι ανώτατοι δικαστές όχι μόνο δεν επιδίωξαν μια τέτοια ισορροπία, αλλά εξέδωσαν μια κακή απόφαση, που αναδύει άρωμα «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού (με φωτεινή και παρήγορη εξαίρεση των δικαστών που μειοψήφησαν).
Συνοπτικά, η κρίση έχει ως εξής: το μάθημα των θρησκευτικών δεν μπορεί να είναι θρησκειολογικό με έμφαση στο ορθόδοξο δόγμα, αλλά πρέπει να μεταδίδει μόνο το δόγμα αυτό (ομολογιακό), γιατί διαφορετικά παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία των ορθόδοξων μαθητών και των γονέων τους. Όσο για τους λοιπούς μαθητές, μπορούν να εξαιρούνται από το μάθημα, γνωστοποιώντας στο κράτος τις πεποιθήσεις τους, ενώ υπάρχουν και ειδικά σχολεία για τις μειονότητες, όπου τα μέλη τους διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματά τους. Αν, λοιπόν, στα σχολεία «της πλειοψηφίας» δεν διδάσκεται αποκλειστικά το ορθόδοξο δόγμα, τότε παραβιάζεται η θρησκευτική ισότητα εις βάρος των ορθοδόξων.

Γραμματική ερμηνεία

Το εξωφρενικό για τους παροικούντες τα ζητήματα αυτά περιεχόμενο της απόφασης δεν μπορεί να αναλυθεί σε λίγες γραμμές. Επισημαίνονται όμως τρία σοβαρά σφάλματα: η αυθαίρετη ερμηνεία των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, η σαφής απομάκρυνση από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η υπέρβαση των ορίων της δικαστικής εξουσίας κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας.
Ειδικότερα, κεντρικής σημασίας στην απόφαση είναι η ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος που θέτει ως σκοπό της εκπαίδευσης την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών. Κατά τους δικαστές, η θρησκευτική συνείδηση που αναπτύσσεται στο σχολείο μπορεί να είναι μόνο η ορθόδοξη, επειδή το άρθρο «της» στο άρθρο 16 είναι οριστικό(!): «….Η έννοια της “εθνικής” και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, εν όψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε Έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα (….)». Πέρα από την αμηχανία που προκαλεί μια τέτοιου είδους γραμματική ερμηνεία στο Σύνταγμα, θα μπορούσε ομοίως να αντιλέξει κανείς, ότι αν ήθελε ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, θα ονομάτιζε ρητά στο συγκεκριμένο άρθρο την εθνική συνείδηση ως ελληνική και τη θρησκευτική ως χριστιανική. Αντίθετα, επέλεξε να μην επαναλάβει το άρθρο 16 του Συντάγματος του 1952 που όριζε ότι η ανάπτυξη της συνείδησης στο σχολείο θα γίνει «επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».

Η θρησκευτική ελευθερία των άλλων

Συνεχίζοντας τις προβληματικές, από πλευράς κράτους δικαίου, ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι δικαστές επικαλούνται και το προοίμιο του Συντάγματος που αναφέρεται στην Αγία Τριάδα και τη συνταγματική διάταξη περί επικρατούσας θρησκείας. Παραλείπουν, όμως, επιμελώς να διαλεχθούν με τη θρησκευτική ελευθερία όσων δεν ανήκουν σε αυτή. Η λύση που προτείνουν «ελαφρά τη καρδία» είναι η εξαίρεση από το ομολογιακό μάθημα των μη ορθόδοξων μαθητών, κατά δήλωση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Η λύση αυτή έχει προκριθεί ως συμβατή με τη θρησκευτική ελευθερία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Αλλά υπό δύο όρους: το «ομολογιακό» μάθημα που θα διδάσκεται να μην συνιστά κατήχηση και η δήλωση για την εξαίρεση να μην περιλαμβάνει την αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Αυτοί οι όροι διαφεύγουν της κρίσης των δικαστών, οι οποίοι αντίθετα, χρησιμοποιούν στρεβλά τη νομολογία του ΕΔΔΑ για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας μόνο των ορθόδοξων μαθητών και την υποχρέωση του κράτους να σέβεται το δικαίωμα μόνο των ορθόδοξων γονέων να γίνονται σεβαστές οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με τις οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Ωστόσο, με βάση το ΕΔΔΑ βασικοί στόχοι μιας δημόσιας εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι η μετάδοση των μαθημάτων με τρόπο που θα σέβεται τον πλουραλισμό των απόψεων και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ενσωμάτωσης και όχι αποκλεισμού. Χαρακτηριστικά, όπως το θέτει η μειοψηφία στην απόφαση ο κατηχητικός – ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά με επιβολή συγκεκριμένης συνείδησης, το οποίο αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος.

Ρυθμιστές περιεχομένου

Το τρίτο σφάλμα, άμεσα συνεχόμενο με τα παραπάνω είναι η παραβίαση των όρων που οι δικαστές ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΣτΕ, ο έλεγχος αυτός είναι «έλεγχος ορίων» της εξουσίας που έχει ο νομοθέτης να ρυθμίζει την κοινωνική ύλη και όχι έλεγχος ουσίας της ρύθμισης. Αντίθετα, στην 660/2018, οι δικαστές ορίζουν ασφυκτικά τον συνταγματικό σκοπό του άρθρου 16 και στη συνέχεια υπαγορεύουν στο νομοθέτη με ποιο ακριβώς τρόπο θα υλοποιήσει το σκοπό αυτό, δηλαδή με ένα κατηχητικού χαρακτήρα μάθημα θρησκευτικών (και με προσευχή και εκκλησιασμό). Με άλλα λόγια, στερούν από το νομοθέτη, τον μόνο δημοκρατικά νομιμοποιημένο και ελεγχόμενο, τη δυνατότητα να ισορροπήσει μεταξύ των δικαιωμάτων των μαθητών και των γονέων, της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας και να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα σπουδών που να ανταποκρίνεται στην κοινωνική του ύλη. Μετατρέπονται οι ίδιοι οι δικαστές, από ανεξάρτητοι ελεγκτές της νομοθετικής εξουσίας, σε ρυθμιστές του περιεχομένου της εκπαίδευσης, ξεχνώντας ότι η νομιμοποίησή του είναι αμιγώς τεχνοκρατική. Όπως επισημαίνει και η μειοψηφία στην απόφαση, «Για την διαμόρφωση του προγράμματος αυτού (σχολικού) και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια».
Τελική σημείωση. Το γεγονός ότι το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει στενή σχέση του κράτους με μια θρησκεία δεν συνιστά ελληνική ιδιαιτερότητα. Απαντάται και σε Συντάγματα άλλων κρατών, αποτυπώνοντας τις ιστορικές και πολιτικές διεργασίες της ανάδυσής τους. Συνυπάρχει, δε, σε κάθε περίπτωση με την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας, και μάλιστα στον σκληρό, μη αναθεωρήσιμο πυρήνα του Συντάγματος. Η λύση στα ζητήματα που ανακύπτουν δεν θα έρθει μόνο με μια αναθεώρηση του Συντάγματος. Αυτό που απαιτεί είναι ικανούς δικαστές να ερμηνεύσουν αυτή τη δύσκολη συνύπαρξη με βάση τις αρχές του κράτους δικαίου και όχι δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής της ελληνορθοδοξίας.

 

* Διδάκτορας Νομικής, μέλος της ΕλΕΔΑ

 

Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ (22/4/2018)

σχέσεις κράτους-εκκλησίας

Μέλος

Newsletter