Οι υποθέσεις Νικοπούλου κατά των τοπικών εφημερίδων Gündem και Millet της Θράκης
Η υπόθεση της κυρίας Χαράς Νικοπούλου κατά των μειονοτικών εφημερίδων Gündem και Millet αναδεικνύει μια σειρά ζητημάτων που αγγίζουν καίρια τον πυρήνα της ελευθερίας της έκφρασης (δηλ. την άσκηση κριτικής που ενδεχομένως θίγει την υπόληψη του ατόμου) και την αναλογικότητα της αποζημίωσης. Από την άλλη πλευρά, η υπόθεση συνδέθηκε με την «ευαισθησία» που οφείλει κανείς να επιδεικνύει σε υποθέσεις μειονοτικού χαρακτήρα. Υπενθυμίζουμε εισαγωγικά ότι η επικαλούμενη ευαισθησία με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την έκπτωση της δικαστικής κρίσης σε όφελος ιδεολογικού τύπου αξιωμάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος “Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του Τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης “περί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής ΕΣΔΑ) που αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης, ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων».
H ελευθερία της έκφρασης καθεαυτή, αλλά και ως όρος για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και ως μέσο συμμετοχής στο δημόσιο βίο αποτελεί συστατικό στοιχείο της αξίας του ανθρώπου και μια από τις σημαντικότερες βάσεις της δημοκρατικής κοινωνίας, ακόμα και αν πρόκειται για τη μετάδοση πληροφοριών που θίγουν, σοκάρουν ή ανησυχούν, καθώς με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται ο πλουραλισμός, η ανοχή και το ανοικτό πνεύμα, χωρίς τα οποία δεν υφίσταται δημοκρατική κοινωνία (πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ – βλ. ενδεικτικά απόφαση Handyside κατά Ην. Βασιλείου, καθώς και Lingens κατά Αυστρίας, Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος).
Κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, τα ζητήματα δημοσίου και δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος δεν δύνανται να εκφύγουν του κριτικού δημοσιογραφικού (αλλά και εν γένει δημοσίου – βλ. ΕΔΔΑ, Αmihalachioaie vs Moldova) ελέγχου, αρκεί οι σχετικές κρίσεις να στηρίζονται σε γεγονότα που δεν στερούνται ολοσχερώς πραγματικής βάσης (βλ. ΕΔΔΑ, Sabouand Pircalab vs Romania, Aizardzibas Klubs vs Lettonia, Hrico vs Slovakia, Nikula vs Finlandia).
Εξάλλου, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, το δικαίωμα των μέσων ενημέρωσης και των προσώπων που συνδέονται άμεσα με τη λειτουργία τους για τη δημοσίευση ή μετάδοση ειδήσεων και την άσκησηακόμα και οξείας κριτικής για τις πράξεις και γενικότερα τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο ασκείται νόμιμα ακόμα και επί αντικειμενικώς ανακριβών και επιβλαβών για το λόγο αυτό δημοσιευμάτων (βλ. αντί άλλων, ΑΠ 1724/1999, ΑΠ 1653/83 ΝοΒ 32, 543, ΑΠ 693/1993, ΕφΑθ 2456/88, Εφ.Αθ. 9975/1986, Ελλ.Δικ. 28.299, με σχόλιο Ε. Κρουσταλάκη). Και αυτό διότι η διατύπωση γνώμης και κριτικής και τα δημοσιογραφικά σχόλια εμπίπτουν κατά μείζονα λόγο στο πεδίο προστασίας τόσο του άρθρου 14 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος όσο και του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Ειδικά, εφόσον πρόκειται για θέματα που αφορούν πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, τα όρια της ανεκτής κριτικής, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, είναι πολύ ευρύτερα, διότι η διατύπωση γνώμης και κριτικής εντάσσεται στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου (βλ., αντί άλλων, ΕΔΔΑ, Lingens κατά Αυστρίας, Castells κατά Ισπανίας). Εξάλλου, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ δεν καλύπτει μόνο το περιεχόμενο και την ουσία των πληροφοριών, των απόψεων και ιδεών που μεταδίδονται από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτές εκφράζονται. Έτσι ακόμα και μία «δόση υπερβολής ή και προκλητικότητας» στο δημοσιογραφικό λόγο εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άρθρου 10 (De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, Prager και Oberrschlick κατά Αυστρίας, Bladet Troms e Stensaas κατά Νορβηγίας).
Στην προκείμενη περίπτωση η πληροφορία που μεταδόθηκε και η κριτική που ασκήθηκε αφορούσε την εκτέλεση των καθηκόντων της συγκεκριμένης εκπαιδευτικού (δημοσίας υπαλλήλου) στο ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα της εκπαίδευσης των ελλήνων πολιτών, μουσουλμάνων το θρήσκευμα, εντάσσεται δηλαδή στο πλαίσιο της άσκησης των υπηρεσιακών της καθηκόντων και όχι στη σφαίρα του ιδιωτικού της βίου (πρβλ. Α.Π. 1317/2001 και Α.Π. 874/2004, ΠολΠρωτΠειραιά 706/2003, ΠολΠρωτΑθ 65/2004).
Ο δημόσιος διάλογος και το δικαίωμα κριτικής αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι πιθανόν η κριτική που ασκείται στα δημόσια πρόσωπα και πράγματα να είναι εσφαλμένη ή άδικη. Πλην όμως σημασία σε μια δημοκρατική κοινωνία έχει αυτή καθ’ εαυτήν η άσκηση του δικαιώματος κριτικής, η οποία ανοίγει ένα δημόσιο πεδίο διαλόγου, μέσα στον οποίο θα διαφανεί τελικά η σωστή θέση. Έτσι, σε μια δημοκρατική κοινωνία η κριτική αποτελεί θεμέλιο του πολιτεύματος. Όπως έχει κρίνει και το ΕΔΔΑ, οι όποιοι περιορισμοί για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του κύρους ή της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας πρέπει να ερμηνεύονται ακριβώς βάσει του πορίσματος εάν και πόσο είναι αναγκαίοι σε μία δημοκρατική κοινωνία και φυσικά βάσει της αρχής της αναλογικότητας και της στάθμισης των συγκρουόμενων εννόμων αγαθών (πάγια νομολογία ΕΔΔΑ βλ. Sunday Times κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ligens κατά Αυστρίας, Nikula κατά Φιλανδίας, Association Ekin κατά Γαλλίας, Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος, Sabou andPircalab κατά Ρουμανίας). Στην περίπτωση άσκησης του δικαιώματος κριτικής, ο δικαστής πρέπει να αρκεστεί στον έλεγχο της υπέρβασης κάποιων ακρότατων ορίων (βλ. σχετικά ΕΔΔΑ, Prager και Oberschlick κατά Αυστρίας). Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ακόμη και ο χαρακτηρισμός ενός πολιτικού ως «ηλίθιου» σε δημοσιογραφικό άρθρο δεν συνιστά υπέρβαση των θεμιτών ορίων της κριτικής, εφόσον αυτός ο χαρακτηρισμός συνοδευόταν από αντικειμενική τεκμηρίωση, και συνεπώς η ποινική καταδίκη του δημοσιογράφου κρίθηκε αντίθετη στο άρθρο 10 ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, Oberschlick κατά Αυστρίας, 1.7.1997).
Περαιτέρω, επειδή η αξίωση για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης είναι το έσχατο μέσο προστασίας της προσωπικότητας, το οποίο αποσκοπεί στην εξαφάνιση ή στην άμβλυνση των συνεπειών της προσβολής, πρέπει να υπάρχει αναλογία μεταξύ της επιδίκασης της χρηματικής ικανοποίησης και του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος είναι η προστασία προσωπικότητας και όχι ο πλουτισμός του προσβληθέντος ή η επιβολή μίας χρηματικής ποινής κύρωσης – συνετισμού στον προσβολέα (punitive ή exemplary damages). Σχετικά με το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, το τυχόν επιδικασθέν ποσό θα πρέπει να είναι σύμφωνο με την κατοχυρωμένη πλέον ρητά στο Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ. βλ. και ΑΠ 899/2001, ΑΠ 1043/2001, ΧρΙΔ Α/2001 με παρατηρήσεις Γ. Ιατρού, ΑΠ 1020/2004).
Η ήδη υπέρογκη επιδικασθείσα αποζημίωση πρωτοδίκως σε βάρος των δύο τοπικών εφημερίδων με περιορισμένη κυκλοφορία και έσοδα δεν μπορεί να αντέξει κάτω από το φως των παραπάνω παρατηρήσεων. Επίσης, ακόμα και η προκλητική κριτική, προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας η οποία οφείλει να ευνοεί τον διάλογο ακόμα και όταν διεξάγεται με δόση υπερβολής. Έτσι, το κράτος δεν μπορεί να θέτει περιορισμούς εκτός από εκείνους που απαριθμεί η ΕΣΔΑ στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 10. Από τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την αγωγή της κυρίας Χαράς Νικοπούλου δεν φαίνεται να συντρέχει ανάγκη για την επιβολή τέτοιων περιορισμών στα δημοσιεύματα των εφημερίδων.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει κανείς να εξετάσει τις επί μέρους πτυχές της υπόθεσης αποζημίωσης που η ενάγουσα αξιώνει από τις δύο μειονοτικές εφημερίδες λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παρατηρήσεις, και να τις εντάξει σε μία εξελικτική κανονικότητα που έχει δημιουργήσει η ελληνική και ευρωπαϊκή νομολογία αποφεύγοντας τον ολισθηρό δρόμο της εξαιρετικής ή παραδειγματικής αντιμετώπισης που μπορεί να συνδεθεί με άρρητες υπαγωγές εθνικής ορθότητας.
φωτογραφία: Chris Potter