Μια εξαίρεση στη μαυρίλα των ημερών

Αποκωδικοποιώντας το μεταναστευτικό κώδικα
Του Δημήτρη Χριστόπουλου*

Ξεκινάει ο κοινοβουλευτικός διάλογος για το νομοσχέδιο «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης». Επί της αρχής, τρία είναι τα σημεία που είναι, νομίζω, κρίσιμα :

Προϊόν κυρίαρχης βούλησης

Πρώτον, άσχετο με το επίδικο της μετανάστευσης: είναι πολιτειακά κρίσιμο στους καιρούς που ζούμε οι σημαντικοί νόμοι να είναι προϊόντα κυρίαρχης βούλησης και όχι υπαγορεύσεις της τρόικας ή απολήξεις μικροκομματικών σκοπιμοτήτων. Αυτό – ανεξάρτητα από το πόσο συμφωνεί ή όχι κανείς με το εν λόγω νομοθέτημα – είναι καλό και εν προκειμένω συμβαίνει. Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο το επισημαίνω ακριβώς επειδή δεν είναι διόλου δεδομένο στην εκφυλιζόμενη δημοκρατία μας.

Στο κενό το θέμα της ιθαγένειας

Δεύτερον, το νομοσχέδιο κρίνεται τόσο γι’ αυτά που λέει όσο και για κείνα που δε λέει. Υπό τη δεύτερη οπτική, αυτή που αφορά τα θέματα τα οποία αφήνει εκτός εμβέλειας, το σχέδιο έχει ένα καθοριστικό έλλειμμα που καθιστά αλυσιτελείς τις όποιες προσπάθειες και συζητήσεις για κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Αφήνει στο κενό το θέμα της ιθαγένειας των μεταναστών. Μιλάει δηλαδή για «ένταξη» την ίδια στιγμή που αφήνει αρρύθμιστο το μείζονα μηχανισμό κοινωνικής ενσωμάτωσης και ενίσχυσης της συνοχής της εύθραυστης κοινότητας. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τη δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας για τη δεύτερη και τη λεγόμενη «μιάμιση» γενιά μεταναστών, δηλαδή τα παιδιά που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν στην Ελλάδα.

Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται εδώ όμηρος της φυλετικής αντίληψης για το έθνος, αντίληψη που επικύρωσε με τη γνωστή απόφαση 460/2013 το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το έθνος δηλαδή που κοιτάει το παρελθόν και όχι το μέλλον. Σήμερα, η Ελλάδα, μετά την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του ν. 3838/2010 συνεχίζει να είναι η μόνη χώρα μεταναστευτικού προορισμού μέσα στην ΕΕ που δεν προβλέπει μια ξεχωριστή διαδικασία κτήσης της ιθαγένειας από τα παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν εδώ, παρά μόνο τη διαδικασία πολιτογράφησης στην ενηλικίωση. Προβλέπει όμως συναντήσεις του Γιάννη Αντετοκούμπο που με συνοπτικές διαδικασίες απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια με τον έλληνα πρωθυπουργό για καλό κατευόδιο στο θαυμαστό κόσμο του NBA: ο απόλυτος ευτελισμός θεσμών και νοημοσύνης.

Καλό, αλλά λίγο

Τρίτον, σε ό,τι αφορά τα ρυθμιζόμενα θέματα το νομοσχέδιο είναι καλό, αλλά λίγο. Εξηγούμαι: στο προκείμενο, η αντιμεταναστευτική ιδεοληψία και ρητορεία της κυβέρνησης έδωσε τη θέση της σε έναν καλώς νοούμενο διαχειριστικό ρεαλισμό. Ο κάθε πολιτικός χώρος – Δεξιά κι Αριστερά – όταν προσγειώνεται στη διοίκηση κάνει εκπτώσεις από το όραμά του. Να το πω σχηματικά: η Δεξιά θα ήθελε να κλείσει τα σύνορα, αλλά στην πράξη βλέπει ότι είναι αδύνατο, η Αριστερά θα ήθελε να τα ανοίξει, αλλά ούτε αυτό γίνεται. Υπό την έννοια αυτή, δια του σχεδίου «Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης» καλωσορίζουμε το Δίκτυο 21 στη δύσκολη πραγματικότητα. Όπως πιθανώς χαιρέκακα θα καλωσορίζει αυτό μεθαύριο την Αριστερά στο λάκκο με τα φίδια.

Βάζει μια τάξη

Το νομοσχέδιο βάζει μια τάξη στη διάσπαρτη μεταναστευτική νομοθεσία, εστία ανομίας και ανασφάλειας δικαίου (γι’ αυτό και ονομάζεται Κώδικας) τακτοποιεί χρόνιες εκκρεμότητες με άδειες επί μακρόν διαμενόντων και δίνει μια ανάσα πενταετούς άδειας με την ενηλικίωση σε παιδιά που πήγαν σε ελληνικό σχολείο, ρύθμιση εξόχως σημαντική διότι τα παιδιά αυτά τίθενται εκτός νομιμότητας ως σήμερα και είναι πολλά. Η εν λόγω άδεια θα έπρεπε να δίνεται ανεξαρτήτως νομιμότητας της παραμονής των παιδιών.
Ωστόσο, εκεί που πάει να κάνει το καλό, η Δεξιά αγγίζει τα όριά της: το σχέδιο νόμου δεν προβαίνει στις απαραίτητες ρυθμίσεις αποκεντρωμένης και βελτιωμένης λειτουργίας μιας πάγιας διαδικασίας τακτοποίησης χιλιάδων ανθρώπων δια του μηχανισμού των λεγομένων αδειών «εξαιρετικών λόγων». Δεν αντιμετωπίζει με τη δέουσα ευθύνη την ανάγκη επαναφοράς στη νομιμότητα ανθρώπων που έχασαν το καθεστώς διαμονής λόγω κρίσης. Αυτό είναι μείζον θέμα καθώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός (δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι) που ως το 2009 ήταν νόμιμοι, πλέον δεν είναι λόγω ανεργίας. Επίσης, ακόμη πιο μεγάλος αριθμός βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης βιοτικής ανασφάλειας καθώς δεν ξέρει αν τελικώς οι αιτήσεις ανανέωσης των αδειών του θα γίνουν δεκτές. Εδώ ήθελε μια σθεναρή ρύθμιση που αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να είναι αντιδημοφιλής στα δεξιά καφενεία, αλλά πρέπει να γίνει. Σαν σύλληψη, δεν είναι δυνατό η διαμονή στην Ελλάδα του 2014 να εξαρτάται τόσο ανελαστικά από την εργασία και τα ένσημα. Να το πω απλά: είναι κακές υπηρεσίες στην κοινωνία, ο μετανάστης που έχει χάσει τη δουλειά του να τίθεται αυτομάτως εκτός νομιμότητας. Αυτή η λογική της απόρριψης κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή του, τον θυμώνει και τον περιθωριοποιεί, χωρίς να προσφέρει απολύτως τίποτε. Φυσικά, αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει καθώς μια από τις λανθάνουσες επικοινωνιακές λειτουργίες του εν λόγω νόμου είναι ότι δια του εξορθολογισμού των διαδικασιών, των αδειών και λοιπά, σημαντικός αριθμός μεταναστών θα φύγουν από την Ελλάδα.

Θα πρότεινα πάρα ταύτα, στους εμπνευστές και θιασώτες αυτής της ιδέας να χαμηλώσουν τον πήχη των προσδοκιών τους. Το αν ένας μετανάστης στην Ελλάδα αποδημήσει τελικά για τη Γερμανία ή όπου αλλού δεν εξαρτάται τόσο από τον τύπο της άδειάς του στην Ελλάδα, αλλά από το αν στη Γερμανία θα βρει δουλειά. Και για την ώρα, στη Γερμανία δουλειά θα βρει πιο εύκολα ο έλληνας επιστήμονας άνεργος, παρά ο αλβανός ανειδίκευτος.

Μια εξαίρεση

Εν κατακλείδι: σε μια χώρα όπου έχει υπουργό τον Άδωνι Γεωργιάδη που δημοσίως λέει ότι πρέπει να κάνουμε τη ζωή των ανθρώπων πιο δύσκολη για να ξεκουμπιστούν, ή αντίστοιχα τον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ που λέει συναφή πράγματα, σε μια χώρα της οποίας η πολιτική ηγεσία ασχημονεί με τέτοιο τρόπο στους πνιγμένους στο Φαρμακονήσι, σε μια χώρα της οποίας ο πρωθυπουργός δηλώνει περήφανος που έβαλε στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο τη λέξη «λαθρομετανάστης», ο προτεινόμενος Κώδικας Μετανάστευσης είναι μια εξαίρεση. Αν η Αριστερά δουλέψει συστηματικά, με προτεινόμενες τροπολογίες στην κατεύθυνση που υπαινίχθηκα στο μικρό αυτό κείμενο, η σημαντική αυτή δουλειά κωδικοποίησης που, σημειωτέον, ουσιαστικά ξεκίνησε το 2010, είναι πιθανό να αποφέρει σε μεσο – και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, σημαντικά αποτελέσματα. Τότε πράγματι θα μπορούμε να μιλάμε για ένα καλό νομοθετικό νέο: μια πραγματικά φαεινή εξαίρεση στη μαυρίλα των ημερών.

* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

άρθρο στην εφ. “Η Εποχή” (23.02.2014)

 

φωτογραφία: Freedom House

 

Μέλος

Newsletter