Και Μηδενική Ανοχή και Ανομία
Η αστυνόμευση του δημόσιου χώρου στην Αθήνα
του Γιάννη Φ. Ιωαννίδη, δικηγόρου, ΓΓ της ΕΕΔΑ
Πώς αστυνομεύεται ο δημόσιος χώρος σε μια πόλη; Η φυσική απάντηση θα όφειλε να ήταν με την εφαρμογή από την αστυνομία των νόμων. Βεβαίως δεν είναι όλοι οι νόμοι πρωτίστως αστυνομικού ενδιαφέροντος. Η εφαρμογή για παράδειγμα των ρυθμίσεων κοινωνικής πολιτικής, τα θέματα περιβάλλοντος δεν είναι κατά κύριο λόγο αστυνομικής αρμοδιότητας. Αυτή είναι η φυσική απάντηση. Ποια είναι όμως η αθηναϊκή απάντηση ; Κατά τη γνώμη μου συνοψίζεται στον φαινομενικά παράδοξο τίτλο και μηδενική ανοχή και ανομία.
Παλαιότερα οι ομιλίες και τα άρθρα ξεκινούσαν συνήθως με ρήσεις των αρχαίων ημών προγόνων. Σήμερα, μια καλή ιδέα είναι να ψάξει κανείς στο google. Έτσι, για να τεκμηριώσω τη διαίσθηση που είχα για το θέμα αλλά και να φρεσκάρω το έντυπο αρχείο μου, έβαλα στη μηχανή αναζήτησης το «μηδενική ανοχή», προσθέτοντας κάθε φορά το όνομα ενός υπουργού δημόσιας τάξης ή δικαιοσύνης, από αυτούς που θήτευσαν τα τελευταία χρόνια (Παυλόπουλος, Πολύδωρας, Μαρκογιαννάκης, Δένδιας, Χατζηγάκης, Κακλαμάνης, Χρυσοχοίδης, Παπουτσής). Για όλους, βρέθηκαν αποτελέσματα που αποδεικνύουν ότι ο όρος μηδενική ανοχή έχει εισαχθεί στον επίσημο διακηρυκτικό λόγο της πολιτείας. Τα θέματα της μηδενικής ανοχής ποικίλουν ? Ζωνιανά, παραδικαστικό, ναρκωτικά στις φυλακές, διαφθορά στο δημόσιο – αλλά βέβαια την πρωτοκαθεδρία έχει η παράνομη μετανάστευση και η εγκληματικότητα στην Αθήνα.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε να κάνουμε με μια επίσημη ρητορική που επαναλαμβάνεται και αυτοαναπαράγεται ήδη εδώ και αρκετά χρόνια, με κωμικό θα έλεγε κανείς τρόπο, αν τη συγκρίνει με τα αποτελέσματά της στην πράξη, ας σκεφτούμε ας πούμε τους τομείς που προαναφέραμε. Θα μπορούσε λοιπόν να πεις κανείς, «δε βαριέσαι, εδώ αυτά δεν πιάνουν», κάτι σαν τον αντικαπνιστικό νόμο.
Η απότομη προσγείωση έρχεται όταν στη μηχανή αναζήτησης βάλουμε σκέτο το μηδενική ανοχή, δύο λέξεις, χωρίς πολιτικούς : Το πρώτο αποτέλεσμα είναι ο ηλεκτρονικός τόπος όπου ανεβάζει μουσική στο Myspace το hip hop γκρουπ από την Πάτρα με το όνομα Μηδενική Ανοχή. Το αντίστοιχο βιντεάκι στο youtube έχει ως πρώτη εικόνα το όνομα και το έμβλημα της Χρυσής Αυγής και δείχνει στη συνέχεια ανάκατα περικεφαλαίες, διάφορους να σε σημαδεύουν με πιστόλια, στρατιωτικά και ναζιστικά εμβλήματα. Iδού ο πρώτος στίχος του ομότιτλου τραγουδιού: «Η δικαιοσύνη είναι επιλεκτική, δουλεύει για το σύστημα που εξυπηρετεί, η αστυνομία έχει χάσει την ουσία, στους δρόμους της πατρίδας μας υπάρχει ασυδοσία». Αν, όπως έλεγε ο Ρειμόν Αρόν, στην πολιτική η ιδέα που έχουμε για τα πράγματα, αποτελεί μέρος της πραγματικότητας, τότε η μηδενική ανοχή, αν δεν περιόρισε την εγκληματικότητα στην Αθήνα, πάντως έγινε πολιτική πραγματικότητα.
—— . ——-
Ι. ΟΛΙΓΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΝΙΚΗΣ ΑΝΟΧΗΣ.
Όπως έδειξε και ο Λοίκ Βακάν, η μόδα της μηδενικής ανοχής εδραιώθηκε προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, το αξίωμα ότι πρέπει να ενταθεί η καταστολή και να είναι αμείλικτη απέναντι σε κάθε αδίκημα, οσοδήποτε μικρό : για να παταχθεί μια γενικευμένη αίσθηση ανομίας και ανασφάλειας εφευρέθηκε η θεωρία του λεγόμενου σπασμένου τζαμιού. Κι ένα σπασμένο τζάμι αξίζει την ίδια αστυνομική – και δικαστική – προσοχή όσο μια ανθρωποκτονία. Συνδυάστηκε με την απόλυτη αδιαφορία για τις κοινωνικές συνθήκες και τις όποιες ιδιαιτερότητες των παραβατικών συμπεριφορών και τούτα προκειμένου να καταπολεμηθεί το έγκλημα, να καθαριστεί η πόλη, να μπει τάξη στα υποβαθμισμένα προάστια, να επικρατήσει ξανά ο νόμος.
Αυτά τα δόγματα που γεννήθηκαν από αμερικανικές νεοφιλελεύθερες «δεξαμενές σκέψης», εφαρμόστηκαν αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια μοσχοπουλήθηκαν σχεδόν παντού στο δυτικό κόσμο με τα γνωστά αποτελέσματα : έκρηξη του κράτους καταστολής, πολλαπλασιασμός των εγκλείστων στις φυλακές, ένταση του κοινωνικού αποκλεισμού, υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, ποινικοποίηση της φτώχειας. Δοξολογώντας το δόγμα της μηδενικής ανοχής ο πρωτοπόρος για την υιοθέτηση του στην Ευρώπη Τόνυ Μπλερ το συνοψίζει, νομίζω, εύγλωττα, ήδη το 1997 : «Είναι σημαντικό να πούμε ότι δεν θα ανεχθούμε πλέον τα μικροαδικήματα. Η βασική αρχή εδώ είναι να πούμε ότι, ναι, είναι δίκαιο να είμαστε δυσανεκτικοί απέναντι στους άστεγους που είναι στο δρόμο».
Τι ήρθε να ανατρέψει αυτή η νεοφιλελεύθερη πολιτική ; Το φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο που χαρακτηρίζεται από αρχές, όπως η αναλογικότητα της ποινής, η ειδική πρόληψη, η επιδίωξη της κοινωνικής επανένταξης. Αλλά και τις μεταπολεμικές θεωρίες που έκαναν λόγο για παραβατικότητα των αποκλίσεων, για την ανάγκη σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων, για ανεκτικότητα στις διαφορές .
Εκ πρώτης όψεως, ένα τέτοιο δόγμα φαίνεται ανεφάρμοστο σε χώρα με μακρόχρονη, εκ γενετής θα λέγαμε, παράδοση ανομίας. Όπως την ορίζει αποφθεγματικά ο Ν. Παρασκευόπουλος, ανομία είναι η απόσταση της πραγματικότητας από τους θεσμούς. Μηδενική ανοχή λοιπόν στη χώρα μας αλλά για ποιους και για ποια αδικήματα ; Σταχυολογώ τα «σπασμένα τζάμια» που βλέπουμε στο δημόσιο χώρο, με την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική έννοια : Μηδενική ανοχή για τη διαφθορά στις πολεοδομίες και τους Δήμους ; για το παρκάρισμα των ΙΧ ; για τη βία στα γήπεδα ; για τα φορολογικά αδικήματα της περαίωσης ; για τα αδικήματα του νόμου περί ευθύνης υπουργών ; για την κακομεταχείριση στα αστυνομικά τμήματα και την παραβίαση των δικαιωμάτων στη φυλακή ; μηδενική ανοχή για τους ημιϋπαίθριους ;
Παρά τις διακηρύξεις στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα το πρόβλημα, ή τα προβλήματα που αυτές οι διακηρύξεις υποτίθεται ότι προτίθενται να αντιμετωπίσουν, παραμένουν. Συνεπώς τι συμβαίνει πράγματι στην πόλη μας; Δεν είχε καμία επίπτωση η ρητορική αυτή ; Η θέση που θα προσπαθήσω να αναπτύξω είναι ότι η πολιτική της μηδενικής ανοχής αλά ελληνικά, ενώ από τη μία χρησιμεύει ως μάσκα της ανομίας, από την άλλη υποσκάπτει το κράτος δικαίου δια της επιλεκτικής καταστολής.
ΙΙ. ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΑΝΟΧΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΘΕΑ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ Η ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΛΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ.
Ομόνοια, «ιστορικό κέντρο» και ό, τι υπάρχει επέκεινα των τροπικών της Αλεξάνδρας και της Πατησίων. Απέναντι σε αυτήν την προκλητική θέα, λανσάρεται το σύνθημα της μηδενικής ανοχής. Ας εξετάσουμε τις απόπειρες εφαρμογής του, σε τρία χαρακτηριστικά πεδία : αστυνομικοί έλεγχοι ταυτότητας και προσαγωγές, συγκέντρωση μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, ναρκωτικά.
Α. Έλεγχοι ταυτότητας και προσαγωγές.
Ποιο είναι το πρώτο μου δικαίωμα ως ατόμου ; Ίσως το να κυκλοφορώ ελεύθερος και ανώνυμος, να διαθέτω δηλαδή το σώμα μου και την ταυτότητά μου. Και ποιο το πρώτο «δικαίωμα» που διεκδικεί κάθε αστυνομία ; Μάλλον το να με σταματά και να μου ζητά τα «στοιχεία» μου. Δηλαδή να με «ελέγχει». Στην πρώτη περίπτωση το δικαίωμα στην ταυτότητά μου θεμελιώνεται στην αξίωση ότι αυτή μου ανήκει. Στην δεύτερη περίπτωση το «δικαίωμα» της αστυνομίας να την ελέγχει απηχεί την αντίληψη ότι η ταυτότητα είναι αποκλειστικά σημείο κοινωνικής αναγνώρισης, που μου αποδίδεται θεσμικά, που αποτελεί κτήμα της κοινωνίας και της εξουσίας της, άρα και στοιχείο διαχείρισης από την αστυνομία της.
Στην Αθήνα βιώνουμε τα τελευταία χρόνια με αυξανόμενη ένταση την πρακτική των τυχαίων, «προληπτικών» ελέγχων των στοιχείων ταυτότητας χωρίς καμία αιτιολογία. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν είναι θεμιτό οι δυνάμεις τήρησης της τάξης να συλλαμβάνουν στιγμιαία τους απλούς διαβάτες προκειμένου να ελέγξουν την ταυτότητά τους και ιδίως να τους οδηγούν στο τμήμα ή στην κλούβα για «εξακρίβωση στοιχείων», όταν το μέτρο αυτό δεν στηρίζεται σε βάσιμες υποψίες ότι ο ελεγχόμενος έχει κάποιου είδους εμπλοκή σε συγκεκριμένη παράβαση.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για καθημερινή παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων στο όνομα της Δημόσιας Τάξης, έννοιας που στην Ελλάδα ήταν κάποτε ιδιαίτερα κακόφημη. Κατά το Σύνταγμά μας «ουδείς συλλαμβάνεται -εννοείται νομίμως- άνευ αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος», εκτός και αν συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις του αυτόφωρου αδικήματος. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν, όταν η στέρηση της ελευθερίας πρέπει πάντοτε να είναι αιτιολογημένη, όταν ακόμα και ο δικαστής δεν μπορεί να διατάξει μια σύλληψη αν δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, να αποδεχόμαστε το καθημερινό θέαμα της παντελώς αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης από απλά αστυνομικά όργανα ;
Ο κατασταλτικός αντίλογος εκθειάζει τα πλεονεκτήματα αυτής της πρακτικής ως αναγκαίας για την πρόληψη ή και την τυχαία ανακάλυψη αδικημάτων. Επειδή γνωρίζουμε γενικώς ότι διαπράττονται αδικήματα, π.χ. σε μια γειτονιά, σε ορισμένους δημόσιους χώρους, σε ορισμένες ώρες κ.λ.π. αλλά δεν γνωρίζουμε ούτε τους δράστες ούτε τις περισσότερες φορές τα συγκεκριμένα αδικήματα, π.χ. ξέρουμε γενικώς και αορίστως ότι στο τάδε μέρος διακινούνται ναρκωτικά αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει συγκεκριμένες πράξεις ή πρόσωπα, επειδή λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια διάχυτη και απροσδιόριστη εγκληματικότητα, είναι αναγκαίο η αστυνομία να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει με δική της πρωτοβουλία σε γενικευμένους ελέγχους, προκειμένου αφενός μεν να εκφοβίσει και να προλάβει, αφετέρου δε να συλλάβει τουλάχιστον μέρος αυτής της εγκληματικότητας
Επιπλέον, κατά την αντίληψη αυτή, ο έλεγχος ταυτότητας και η ολιγόωρη κράτηση στο τμήμα τυπικώς δεν συνιστούν σύλληψη αλλά «ανώδυνα αστυνομικά μέτρα». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι έλεγχοι ταυτότητας αποτελούν μια βαρύτατη προσβολή των ατομικών δικαιωμάτων και η αβασάνιστη αποδοχή τους ενέχει σοβαρότατους κινδύνους.
Πράγματι, η αυθαιρεσία με την οποία πραγματοποιούνται οι αστυνομικές αυτές επιχειρήσεις δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την παραβίαση σωρείας δικαιωμάτων. Θα αναφερθώ συνοπτικά σε τρία βασικά προβλήματα :
1) Ο έλεγχος δεν αφήνει ίχνη. Είναι μια παντελώς ανοργάνωτη προσβολή της προσωπικής ασφάλειας. Σε αντίθεση με την κατά κυριολεξία σύλληψη και κράτηση, δεν συντάσσεται κάποιου είδους έκθεση όπου να αποτυπώνεται εγγράφως ο έλεγχος ταυτότητας, η αιτία του και ο τρόπος διεξαγωγής του. Κατά συνέπεια είναι αδύνατος ο εκ των υστέρων έλεγχος του ελέγχου, π.χ. από το δικαστή και έτσι παρέχεται αντικειμενικά η δυνατότητα για απαξιωτική συμπεριφορά των αστυνομικών αλλά και για άσκηση βίας και κακομεταχείριση.
2) Ο έλεγχος αφήνει ίχνη μόνο όταν το κρίνουν σκόπιμο οι ίδιοι οι αστυνομικοί : τροφοδοτούνται έτσι παράνομα, -ουσιαστικά λαθραία- αρχεία με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.
3) Τέλος, η πρακτική αυτή είναι συνώνυμη της κατάχρησης. Και τούτο διότι ο έλεγχος των στοιχείων ταυτότητας από μόνος του ούτε μπορεί να προφυλάξει κατ’ ουδένα τρόπο τη δημόσια τάξη ούτε μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη της τέλεσης αδικήματος, πλην όσων σχετίζονται με την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών και ενδεχομένως την πλαστογραφία πιστοποιητικών. Ο έλεγχος ταυτότητας χρησιμοποιείται προσχηματικά. Στην πράξη δηλαδή, όταν γίνεται για λόγους «προληπτικούς», τότε ακολουθείται σχεδόν πάντοτε καταχρηστικά από κράτηση, προκειμένου π.χ. να «εξουδετερωθούν» προσωρινώς κάποιοι διαδηλωτές, πρακτική που γενικεύθηκε πρόσφατα και ομολογήθηκε επισήμως από υπουργικά χείλη. Όταν πάλι είναι κατασταλτικός, δηλαδή γίνεται για την ανακάλυψη κάποιου αδικήματος, τότε επεκτείνεται σχεδόν πάντοτε σε σωματικό έλεγχο, διότι η στοιχειοθέτηση της ταυτότητας από μόνη της δεν οδηγεί σε απόδειξη της τέλεσης κάποιας παράβασης. Αν μάθουμε τα στοιχεία όλων όσοι βρέθηκαν σε μια πλατεία δεν θα μάθουμε βεβαίως ποιοι από αυτούς διακίνησαν ναρκωτικά. Περιττό να διευκρινισθεί ότι και οι σχετικές σωματικές έρευνες γίνονται κατά πλήρη περιφρόνηση της νομιμότητας, αλλά, βεβαίως, δεν αφήνουν ίχνη.
Η δια της ανοχής νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας υποσκάπτει τα θεμέλια του Κράτους Δικαίου. Διότι, αν στο όνομα της διαφύλαξης της τάξης θεσπισθεί διακριτική ευχέρεια των κατασταλτικών μηχανισμών να «διαθέτουν» κατά το δοκούν την προσωπική ελευθερία των πολιτών, τότε με την ίδια λογική γιατί να μην δεχτούμε τις προληπτικές κατ’ οίκον έρευνες ή τους γενετικούς ελέγχους ; Η αυθαιρεσία, εξ ορισμού, δεν γνωρίζει όρια. Άπαξ και καθιερωθεί, έστω και με περιορισμούς, είναι μάταιο να ελπίζεται -αν όχι και παραπλανητικό να διακηρύσσεται- ότι θα σταματήσει στο «εύλογο» σύνορο. Το «δικαίωμα» της αστυνομίας να ελέγχει την ταυτότητά μας δημιουργεί συνθήκες για απεχθείς παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενώ παγιώνει και νοοτροπίες παντοδυναμίας των κατασταλτικών μηχανισμών και, συνακόλουθα, υποταγής των «υπηκόων».
Εντούτοις ο περισσότερος κόσμος αδιαφορεί, προφανώς επειδή φαντάζεται ότι το πρόβλημα δεν τον αφορά : «Οι ευυπόληπτοι πολίτες δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν»! Και το χειρότερο είναι ότι σε κάποιο βαθμό αυτό είναι αληθές. Πράγματι, οι «φυσικοί» αποδέκτες αυτών των «τυχαίων» ελέγχων είναι τα τμήματα εκείνα του πληθυσμού που, κατά την τρέχουσα αστυνομική αντίληψη, τα στερεότυπα ή τους εκάστοτε εμφανιζόμενους «ηθικούς πανικούς» εμφανίζουν ιδιαίτερη επικινδυνότητα. Δεδομένου ότι είναι αδύνατο να ελεγχθούν οι πάντες, ενώ δεν υπάρχουν και νόμιμα κριτήρια επιλογής, στην πράξη ελέγχονται όσοι ανήκουν σε «εγκληματογόνες κοινωνικές κατηγορίες». Το στίγμα αυτό φέρουν στις μέρες μας οι κάθε είδους μειονότητες, αλλά και όσοι νέοι συμμετέχουν σε διαδηλώσεις και ντύνονται αντισυμβατικά και, βεβαίως, οι μετανάστες. Κατά συνέπεια, η αυθαιρεσία στην επιλογή των ελεγχομένων οδηγεί σε δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των πλέον αδυνάτων, στους οποίους και συγκεντρώνει την προσοχή του το σύστημα καταστολής.
Εδραιώνεται έτσι βαθμιαία ένας φαύλος κύκλος : η γενικευμένη αστυνόμευση που υπαγορεύει το δόγμα της «μηδενικής ανοχής», δεν είναι κάποιου είδους ουδέτερη ή φυσική διαδικασία. Είναι η άλλη όψη ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού, που όχι μόνο δεν αντιμάχεται αλλά χρησιμοποιεί και επιτείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Είναι η μέθοδος με την οποία η περιθωριοποίηση των αδυνάτων αφενός μεν εντείνεται, δια του εγκλεισμού και των διώξεων, αφετέρου δε νομιμοποιείται : όσο περισσότεροι έλεγχοι γίνουν, τόσο περισσότεροι νέοι, μετανάστες, περιθωριακοί θα συλληφθούν, προκειμένου εκ των υστέρων να στηριχθούν τα στατιστικά «συμπεράσματα» περί εγκληματικότητας και να ενταθεί το αίσθημα της ανασφάλειας.
Β) Μετανάστες και «μηδενική ανοχή».
Η εισροή μεταναστών στην Ελλάδα δεν είναι χθεσινό φαινόμενο. Αυτό που άλλαξε ωστόσο τα τελευταία χρόνια είναι η συγκέντρωση σε μια μικρή περίμετρο πέριξ του κέντρου των Αθηνών – και μάλιστα σε κατάσταση εξαθλίωσης – πληθυσμών από την Ασία και την Αφρική που εγκλωβίζονται στην Ελλάδα, λόγω εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας αφενός (Δουβλίνο ΙΙ), αδυναμίας απέλασής τους αφετέρου. Απέναντι σε αυτό το πρόβλημα, η ελληνική πολιτεία διαπράττει ταυτοχρόνως δύο σφάλματα.
1) Κλείνει τα μάτια στη διόγκωσή του, εφόσον δεν μεριμνά για την ύπαρξη καμίας δομής διαχείρισης του ζητήματος, ούτε καν κατασταλτικής, πόσω μάλλον κοινωνικής προστασίας. Οι παράνομα εισελθόντες, αιτούντες άσυλο ή μη, εκχωρούνται για λίγο στην Ελληνική Αστυνομία, στα κρατητήρια της οποίας ή στα κέντρα υποδοχής που αυτή φυλάσσει, «φιλοξενούνται» για ένα διάστημα, προκειμένου εντέλει να αφεθούν ελεύθεροι, με κατεύθυνση την Αθήνα, συνήθως με εισιτήριο που τους χορηγείται. Τυπικά είναι υπό απέλαση αν και αυτή είναι ανέφικτη τις περισσότερες φορές. Εν τω μεταξύ δεν έχουν κανένα δικαίωμα (πχ εργασίας, ασφάλισης, πρόσβασης σε υπηρεσίες). Μοιραία καταλήγουν εκεί, και βιοπορίζονται όπως, κανένα ευνομούμενο κράτος δεν θα ήθελε.
2) Κραυγάζει το σλόγκαν της μηδενικής ανοχής. Έχοντας επί χρόνια αδιαφορήσει για τις ουσιαστικές παραμέτρους του προβλήματος, κάθε λίγο και λιγάκι, όταν το θέμα ανεβαίνει επικοινωνιακά, οι ίδιοι αυτοί εκπρόσωποι των οργάνων του κράτους που ελέγχονται για ανυπαρξία σχεδίου, δράσεων και ευθύνης, βγαίνουν στα κεραμίδια της μηδενικής ανοχής. Στο μεσοδιάστημα έχει κυριαρχήσει η ανομία και το θέαμά της, ενώ έχει λάβει δραματικές διαστάσεις η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, η εκμετάλλευση των μεταναστών αλλά και το αίσθημα ανασφάλειας. Η σχετική ρητορεία όμως είναι διπλά επιζήμια : αφενός μεν φουσκώνει τα πανιά των πιο αντιδραστικών ή / και φασιστικών αντιλήψεων, αφετέρου καλύπτει την ανεπάρκεια πολιτικής με τον περιορισμό του σχετικού δημόσιου λόγου στην αστυνομική πλευρά του ζητήματος. Τι να κάνει όμως η αστυνομία στην Αθήνα με τους μετανάστες, όταν οι πάντες γνωρίζουν ότι και να συλληφθούν όλοι οι «λαθραίοι» αύριο, μεθαύριο θα αφεθούν ελεύθεροι ; ποιους και πόσους να συλλάβει για παράνομες δραστηριότητες αφού «νομίμως» δεν τους επιτρέπεται, ούτε εδώ να ζήσουν ούτε αλλού να πάνε ;
Γ. Ναρκωτικά και προγράμματα χορήγησης υποκαταστάτων.
Στην Ελλάδα, εκτός από τη λειτουργία πραγματικών (στεγνών) προγραμμάτων απεξάρτησης, που επέτρεψαν σε χιλιάδες ανθρώπουν να σωθούν, αποφασίσθηκε κάποια στιγμή να εφαρμοσθούν προγράμματα χορήγησης υποκαταστάτων. Κατά την ίδρυσή τους, προβλεπόταν υψηλά ποιοτικά πλαίσια λειτουργίας, με στόχο, μετά από μια φάση σταθεροποίησης, να μειώνεται προοδευτικά η δόση ως την εντελή απεξάρτηση. Επιπλέον, συνοδεύονταν από το προφανές, δηλαδή από υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης, χωρίς τις οποίες, όχι μόνο απεξάρτηση ή σταθεροποίηση, αλλά ούτε μείωση της βλάβης – είτε για τους ίδιους τους συμμετέχοντες είτε για τον κοινωνικό τους περίγυρο – δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Στην πορεία, βαθμιαία και ανεπαισθήτως, τα προγράμματα αυτά κατέληξαν να χορηγούν απλώς μεθαδόνη ή βουπρενορφίνη, σε μια λογική μείωσης της βλάβης. Ούτε απεξάρτηση, ούτε ψυχοκοινωνική στήριξη ούτε μείωση της δόσης ούτε καν αυστηρός έλεγχος της παράλληλης χρήσης δεν εφαρμόζονταν τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, λόγω και των αντιδράσεων που παρατηρήθηκαν από το κοινωνικό περιβάλλον, επιλέχτηκε μια χωροθέτηση των προγραμμάτων που τα συγκέντρωσε σε περιοχές ήδη υποβαθμισμένες, με αραιή κατοίκηση, όπως ιδίως στο κέντρο της Αθήνας.
Ο συνδυασμός αυτών των εξελίξεων δημιούργησε ένα εκρηκτικό μείγμα : τα προγράμματα υποκαταστάτων γειτονεύουν πλέον συστηματικά με πιάτσες, στην Αθήνα δε και με κοινωνικές υπηρεσίες προς άλλες ευάλωτες ομάδες (πχ συσίτιο) αλλά και με τις περιοχές συγκέντρωσης των μεταναστών, νόμιμων ή μη, που βρίσκονται σε καθεστώς εργασιακής, οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας, θύματα των κάθε είδους παράνομων δικτύων. Εν προκειμένω, πρόκειται πράγματι για την επίσημη, κρατική χωροθέτηση της εξαθλίωσης.
Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα, όταν αναδεικνύονται επικοινωνιακά, διεξάγονται επιχειρήσεις μηδενικής ανοχής, που συνιστούν σχεδόν απροκάλυπτα, μικρή, ολίγων εκατοντάδων μέτρων, μετακόμιση του προβλήματος. Πράγματι, τι να κάνει η αστυνομία, όταν γνωρίζει η ίδια πολύ καλύτερα το μάταιο της παρέμβασής της ; Όταν, και ορθώς, η Πολιτεία, μάλιστα δια νόμου, αναγνωρίζει ότι η χρήση και η διάθεση ναρκωτικών από εξαρτημένους πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως ως κοινωνικό πρόβλημα και ως ψυχοπαθολογική διαταραχή, πώς θα βρεθεί η λύση ; δια της μηδενικής ανοχής ;
ΙV. ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΛΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ.
Και κάποια παραδείγματα πώς κάνουμε καλά τη δουλειά μας, δηλαδή πώς ασκούμε πολιτική αντί για ρητορεία.
1) Λέγοντας την αλήθεια : το σφραγίζουμε τα σύνορά μας (αλλά ανοίγουμε τις καρδιές μας) είναι ένα χονδροειδές ψέμα. Η μετανάστευση ουδέποτε ελέγχθηκε απολύτως δια νόμου. Στις ΗΠΑ, στα σύνορα με το Μεξικό χτίζουν τείχη και βάζουν ηλεκτροφόρα σύρματα και πάλι περνούν. Αλλά είναι και ψευδές ότι σε μια εποχή οικονομικής κρίσης, σε μια Ευρώπη νεοφιλελεύθερη, ξενοφοβική και με φυγόκεντρες τάσεις, σε μια Ελλάδα με δομές κρατικές υπό κατάρρευση και τις κοινωνικές δυνάμεις σε αφασία, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση είναι μια μορφή ευεργεσίας ή δίκαιης εκδίκησης για τα δεινά του τρίτου κόσμου, που τις συνέπειές της βέβαια πρέπει να υπομένουν αδιαμαρτύρητα οι υποβαθμισμένες γειτονιές, μόνον εκείνες.
2) Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα : Όσο θα υπάρχει η μεταναστευτική πίεση, πρέπει οι άνθρωποι που καταφθάνουν στην Ελλάδα να αντιμετωπίζονται με νόμιμες διαδικασίες και να ωθούνται σε ρεαλιστικές διεξόδους : όσοι δικαιούνται άσυλο να το παίρνουν άμεσα, όσοι άλλοι δεν μπορούν να απελαθούν δεν είναι δυνατόν να αφήνονται έρμαια της τύχης τους και των κυκλωμάτων του κέντρου της Αθήνας. Η δημιουργία δομών φιλοξενίας, η πρόσβαση στη νόμιμη εργασία και η αποφυγή της αποκλειστικής συγκέντρωσής τους σε μια μικρή περίμετρο της πρωτεύουσας θα είναι μια αρχή. Άλλως, με τη σημερινή κατάσταση, ποια είναι η ορθολογική επιλογή αυτών των ανθρώπων ; εφόσον δεν τους αφήνουμε, ούτε να φύγουν ούτε να βγάλουν νόμιμα το ψωμί τους – ενώ δεν μπορούμε και να τους βάλουμε όλους φυλακή, εξάλλου θα στοίχιζε ακριβότερα – η ορθολογική επιλογή για την επιβίωσή τους είναι η σύνδεσή με τα παράνομα δίκτυα, πορνείας, ναρκωτικών, λαθρεμπορίου, μαύρης εργασίας.
3) Λέγοντας την αλήθεια: ούτε στην Ελλάδα, ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο έχει βρεθεί ριζική λύση για τη μάστιγα των ναρκωτικών. Άρα ναρκωτικά θα κυκλοφορούν. Λέγοντας την αλήθεια επίσης ότι τυχόν νομιμοποίηση ή, πολύ περισσότερο, η γενίκευση της χορήγησης υποκαταστάτων δεν είναι μαγική λύση. Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα με την ένταση της προσπάθειας για πρόληψη, τη στήριξη των προγραμμάτων απεξάρτησης, τις δράσεις για πραγματική μείωση της βλάβης, την ανθρώπινη αντιμετώπιση των χρηστών από το σύστημα αστυνομία – δικαιοσύνη – φυλακές και ιδίως, με την αποφυγή πρόκλησης περαιτέρω βλάβης και σύγχυσης. Το «παρκάρισμα» το τοξικομανών σε μια μικρή περίμετρο όπου συγκεντρώνεται η διάθεση -νόμιμη και παράνομη- ναρκωτικών δε συνιστά μείωση βλάβης, προξενεί βλάβη.
ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η κοινή συνισταμένη των παραπάνω διαπιστώσεων έγκειται στο εξής : η αντεγκληματική πολιτική στην Ελλάδα, μέρος της οποίας είναι και η αστυνόμευση του δημόσιου χώρου, συνοψίζεται στην απουσία άσκησης ουσιαστικής πολιτικής με παρακολούθηση των αποτελεσμάτων και λογοδοσία λόγω μιας ευκαιριακής επικοινωνιακής διαχείρισης των προβλημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, περισσεύει η εικονικότητα των διακηρύξεων, διογκώνονται η εγκληματικότητα και το αίσθημα ανασφάλειας, με ταυτόχρονη παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών, ενώ συνηθίζεται η ανάθεση στην αστυνομία της διαχείρισης προβλημάτων που την ξεπερνούν.
Η κατασταλτική πολιτική της χώρας μας μπορεί να διακρίνεται από αυτή των άλλων «προηγμένων» κρατών, λόγω της γενικευμένης σε κάθε επίπεδο ανομίας, με την έννοια που την προσδιορίσαμε, ως απόσταση της πραγματικότητας από τους θεσμούς. Η πολιτική της μηδενικής ανοχής όμως δεν διαφέρει από αυτήν των υπόλοιπων δυτικών χωρών όσον αφορά τα θύματα : το κράτος δικαίου και οι αδύνατοι θα είναι πάντοτε ο εύκολος στόχος. Θεμελιώνεται έτσι και παρ? ημίν η βασική παραδοχή της αμφίδρομης σχέσης Κοινωνικού Κράτους και Κράτους Καταστολής : όσος χώρος εγκαταλείπεται από το πρώτο, καταλαμβάνεται από το δεύτερο, εις βάρος και των δικαιωμάτων και της ασφάλειας.