Δεν τους θέλομεν;

Άρθρο του Κ. Παπαϊωάννου στα Νέα

Ποιους αφορά η ιθαγένεια των μεταναστών; Ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές ελίτ; Τη γραφειοκρατία ενός υπουργείου; Μερικούς «γραφικούς» κοσμοπολίτες διανοούμενους; Τους συνήθεις δημοσιολογούντες επί παντός επιστητού;

Το θέμα δεν αφορά μόνο ή κυρίως αυτούς. Πού είναι οι κοινωνικοί εταίροι, οι εργοδοτικές ενώσεις και τα συνδικάτα των εργαζομένων; Πού είναι οι επιστημονικοί σύλλογοι και οι επαγγελματικές ενώσεις; Τα σωματεία των εκπαιδευτικών δεν έχουν άποψη για το καθεστώς των μαθητών τους, αυτών των παιδιών που συνηθίσαμε να αποκαλούμε δεύτερη γενιά μεταναστών; Οι δικηγορικοί σύλλογοι και οι ενώσεις των δικαστών δεν αντιμετωπίζουν την καθημερινή πραγματικότητα της γκρίζας μεταναστευτικής ζώνης μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας; Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι πρέπει να μιλήσουν. Οφείλουν οι υπεύθυνες και νηφάλιες φωνές, ανεξαρτήτως της άποψης που θα εκφέρουν, να αποτελέσουν αντίβαρο στο επιχειρούμενο εμπόριο εντυπώσεων.

Το ίδιο πρέπει να κάνουν και τα πολιτικά κόμματα. Πρέπει να μιλήσουν με σαφήνεια και γενναιότητα για ένα θέμα που διχοτομεί το εκλογικό τους ακροατήριο. Αν αφήσουν το στενό πολιτικό κόστος να ορίσει τη θέση τους, μακροπρόθεσμα κερδισμένος θα είναι ένας κομματικός φορέας, εκείνος που εργολαβικά και προνομιακά τα τελευταία χρόνια τρέφεται από τα φοβικά αποφάγια του πολιτικού μας συστήματος. Να μιλήσουν λοιπόν με σαφήνεια και να δηλώσουν αν θέλουν γενναίες πολιτικές ένταξης, αν προτιμούν τη σημερινή κατάσταση ή αν έχουν κάτι άλλο να προτείνουν.

Το επόμενο διάστημα πρέπει με τον τρόπο τους να «μιλήσουν» και τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως τα ηλεκτρονικά. Οφείλουν οι δημοσιογραφικές ενώσεις να διασφαλίσουν τα στοιχειώδη που οι ίδιες έχουν θεσπίσει. Σταχυολογώ: Πρώτον, η ραδιοτηλεόραση «αναγνωρίζει και σέβεται εμπράκτως τη διαφορά των απόψεων και υπερασπίζεται την ελευθερία μεταδόσεως διαφορετικών απόψεων». Δεύτερον, «δεν επιτρέπεται η παρουσίαση προσώπων με τρόπο που να μπορεί, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, να ενθαρρύνει τον εξευτελισμό, την κοινωνική απομόνωση ή τις δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος μέρους του κοινού βάσει ιδίως του φύλου, της φυλής, της εθνικότητας, της γλώσσας, της θρησκείας?»

Ειδάλλως, τον τόνο στο δημόσιο διάλογο θα δώσουν αλαλάζοντες τηλεπωλητές βιβλίων και ανώνυμοι διαδικτυακοί εθναμύντορες που έχουν «ξεσαλώσει» απειλώντας και βρίζοντας. Οι ίδιοι που εσχάτως «ανακάλυψαν» ότι το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια βασίζεται σε πρόταση μιας ΜΚΟ, της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, και θριαμβολογούν για την αποκάλυψη της αντεθνικής σκευωρίας! Ωσάν να ήταν ποτέ κρυφή αυτή η πρωτοβουλία, ωσάν να μην παρουσιάστηκε πέρσι σε δημόσια εκδήλωση και να μην επιδόθηκε επισήμως στα πολιτικά κόμματα! Το γαρ πολύ της θλίψεως.

Τέλος, δεν αντέχω τον πειρασμό να αναδημοσιεύσω ένα απόσπασμα από άρθρο του Γ.Α. Βλάχου του 1928: «Η “Καθημερινή” πολιτικάς σχέσεις με τους πρόσφυγας δεν θέλει να έχει. Δεν έχει διάθεσιν να ακούη πρόσφυγας πολιτικολογούντας, δεν συζητεί με επιτροπάς προσφύγων διά ζητήματα αφορώντα τον τόπον, δεν ζητεί ούτε ψήφους ούτε αναγνώστας εις τους συνοικισμούς (?) Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα» (προσφυώς το ανέσυρε ο Ιός της Ελευθεροτυπίας, 9/1/10).

Αν μη τι άλλο, η αντικατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων από τους μετανάστες αποδεικνύει την αδιάσπαστη εθνική μας συνέχεια στη διαχείριση του φόβου.

 

Μέλος

Newsletter