Για Κάποιους ο Εγκλεισμός Συνεχίζεται: Η Πραγματικότητα στις Ελληνικές Φυλακές
Για δύο περίπου μήνες, ολόκληρη η κοινωνία βίωσε μία ιδιότυπη μορφή «εγκλεισμού». Σήμερα, επιστρέφοντας στην «ελεύθερη κυκλοφορία», δεν μπορούμε παρά να στρέψουμε το βλέμμα μας στους πραγματικά έγκλειστους, τους κρατούμενους των ελληνικών φυλακών.
Στις ελληνικές φυλακές κρατούνται αυτή τη στιγμή 11.296 άτομα σε σύνολο 10.055 θέσεων, με την πληρότητα σε κάποιες περιπτώσεις να αγγίζει και το 260%. Παράλληλα, πάνω από 6.000 διοικητικά κρατούμενοι αλλοδαποί, των οποίων η απομάκρυνση είναι αντικειμενικά αδύνατη, βρίσκονται στοιβαγμένοι σε αστυνομικά τμήματα και προαναχωρησιακά κέντρα.
Σε συνθήκες πανδημίας, τα χρόνια προβλήματα των ελληνικών φυλακών, όπως ο υπερπληθυσμός, η σοβαρή έλλειψη υγειονομικού προσωπικού και η συνεχής απουσία ολοκληρωμένης διαχείρισης υπηρεσιών υγείας, σε συνδυασμό με τις άθλιες υγειονομικές εγκαταστάσεις, γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα για την υγεία και τα δικαιώματα των κρατουμένων, ανάμεσα στους οποίους είναι ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρία, τοξικοεξαρτημένοι, μητέρες με μωρά, άτομα με υποκείμενα νοσήματα που χρήζουν ειδικής φροντίδας και κατάλληλης μέριμνας, καθώς αποτελούν ευάλωτο πληθυσμό σε περιβάλλον υψηλού κινδύνου.
Το ζήτημα της διαχείρισης των καταστημάτων κράτησης απασχόλησε φορείς και οργανισμούς διεθνούς εμβέλειας οι οποίοι προέτρεψαν τις χώρες να λάβουν γενναίες αποφάσεις αποσυμφόρησης με σεβασμό στα δικαιώματα των κρατουμένων. Τόσο η Επιτροπή για την Πρόληψη των βασανιστηρίων (CPT) στην από 20-3-2020 δήλωση αρχών της, όσο και η Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Dunja Mijatovic, ζήτησαν από τα κράτη μέλη να λάβουν επείγοντα μέτρα για την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων των κρατουμένων, προτρέποντάς τα να κάνουν χρήση εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Τις ανωτέρω προτάσεις υιοθέτησαν η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Γερμανία και άλλες χώρες, οι οποίες προέβησαν σε πρόωρη αποφυλάκιση κρατουμένων.
Η Ελλάδα όμως δεν ακολούθησε αυτόν τον δρόμο, παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για σχέδιο αποσυμφόρησης των φυλακών, ήδη από τις πρώτες εβδομάδες εξάπλωσης της πανδημίας. Αντιθέτως, επέβαλε περιορισμούς στον ευάλωτο πληθυσμό των καταστημάτων κράτησης χωρίς καθόλου αντισταθμιστικά μέτρα, επιβαρύνοντας ακόμη παραπάνω το ήδη επαχθές στις ελληνικές φυλακές καθεστώς κράτησης. Συγκεκριμένα, ανεστάλησαν τα επισκεπτήρια συγγενών, χωρίς μέριμνα για αυξημένη πρόσβαση σε εναλλακτικά μέσα επικοινωνίας, ενώ σε πολλές φυλακές καταργήθηκε και η δυνατότητα επισκεπτηρίων συνηγόρων, ανεστάλησαν οι άδειες και διεκόπη η προμήθεια σε τρόφιμα και ρούχα. Την ίδια στιγμή, η αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων κατέστησε δυσχερή την εξέταση αιτημάτων άρσης της προσωρινής κράτησης ή αιτήσεων αναστολής για όσους θα μπορούσαν να αποφυλακιστούν με όρους.
Και ενώ κάποιος θα περίμενε ότι την ώρα που έχουν περισταλεί άλλα βασικά δικαιώματα των κρατουμένων στο πλαίσιο αντιμετώπισης μετάδοσης του COVID-19, θα έπρεπε τουλάχιστον να διασφαλίζεται απρόσκοπτα το δικαίωμά τους στην υγεία, καθώς αυτοί δικαιούνται ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη επιπέδου ανάλογου με αυτό του λοιπού πληθυσμού (άρθρο 27 παράγραφος 1 Σωφρονιστικού Κώδικα), η πραγματικότητα είναι απογοητευτική. Δυστυχώς, τα καταστήματα κράτησης δεν ενισχύθηκαν με το κατάλληλο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, ούτε όμως υπήρξε η απαραίτητη μέριμνα για την άμεση παραπομπή των κρατουμένων σε δημόσια νοσοκομεία για θέματα υγείας που δεν μπορούν να διαγνωστούν ή να θεραπευτούν εντός της φυλακής πριν να είναι πολύ αργά.
Οι θάνατοι δύο ανθρώπων μέσα στη φυλακή λόγω μη έγκαιρης παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ήρθαν να επιβεβαιώσουν αυτές τις διαπιστώσεις. Η Αζιζέλ Ντενίρογλου (42 ετών) και ο Σελίμ Ζερολάρι (37 ετών), άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στη φυλακή, καθώς ουδέποτε εισακούστηκαν οι εκκλήσεις τους για μεταφορά σε δημόσια νοσοκομεία. Παράλληλα, η αυτοκτονία ενός διοικητικά κρατούμενου 18 ετών στο ΑΤ Κομοτηνής και οι τέσσερις απόπειρες αυτοκτονίας στα κρατητήρια της Πέτρου Ράλλη, αποδεικνύουν την ολιγωρία του κράτους για τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτούς τους χώρους και για το καθεστώς των προσφύγων και μεταναστών που κρατούνται προς απέλαση, ενώ είναι αντικειμενικά ανέφικτη η απομάκρυνσή τους.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όσοι κρατούμενοι προσπάθησαν να προασπίσουν τα δικαιώματά τους ή να διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση των φυλακών στις παρούσες συνθήκες, είδαν το τιμωρητικό πρόσωπο της διοίκησης των φυλακών και του αρμόδιου υπουργείου. Βίαιες είσοδοι των ΕΚΑΜ για να καταπνίξουν ειρηνικές διαδηλώσεις, πειθαρχικές διώξεις και η γνωστή εκδικητική μεταγωγή του φοιτητή Β. Δημάκη ως αποτέλεσμα της συμμετοχής σε διαμαρτυρία για τη μη αποσυμφόρηση, που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή.
Ίσως, αργά ή γρήγορα, θα φαίνονταν τα αποτελέσματα της μεταφοράς των αρμοδιοτήτων των σωφρονιστικών καταστημάτων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, επιλογή που πρότασσε εξ αρχής την ασφάλεια και την αυστηροποίηση έναντι των δικαιωμάτων. Ωστόσο, η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές σήμερα με το καθεστώς της κράτησης να έχει επιβαρυνθεί και τα χρόνια προβλήματα να παραμένουν, αγγίζει τα όρια της απάνθρωπης μεταχείρισης και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους αναθεωρημένους ελάχιστους κανόνες του ΟΗΕ για τη μεταχείριση των κρατουμένων (Nelson Mandela Rules).
Όχι, ο εγκλεισμός που όλοι βιώσαμε λόγω της καραντίνας καμία σχέση δεν έχει με τον εγκλεισμό των κρατουμένων στις φυλακές. Στις ελληνικές φυλακές άνθρωποι πεθαίνουν επειδή δεν μεταφέρονται άμεσα σε νοσοκομεία, στις ελληνικές φυλακές άνθρωποι στερούνται την επικοινωνία τους με τους οικείους τους, στοιβάζονται σε κελιά χωρίς να μπορούν και να ήθελαν να κρατήσουν αποστάσεις, δέχονται βίαιες επιθέσεις για ειρηνικές διαδηλώσεις. Δεν τους έχουν μείνει και πολλά δικαιώματα πέρα ίσως από το να αγαπάνε το κελί τους, να τρώνε το φαΐ τους και να διαβάζουν πολύ. Αν και για το τελευταίο μπορεί και να τιμωρηθούν.
Το συγκεκριμένο άρθρο υπογράφει η Κατερίνα Πουρναρά, δικηγόρος και μέλος του Δ.Σ της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, για τη στήλη “ΡΙΣΠΕΚΤ” του Vice Greece.