H ασφάλεια των ανθρώπων ως βασικό πολιτικό διακύβευμα
Άρθρο του προέδρου της ΕΕΔΑ Δ. Χριστόπουλου στην Αυγή
Τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, βιώνουμε μια μακρόσυρτη συγκυρία εκφυλισμού κομβικών εννοιών της δικαιοκρατικής ιδέας: αυτή είναι η βασική θέση που εκφράζεται στις γραμμές που ακολουθούν. Οι παραπάνω έννοιες αφορούν τον πυρήνα των εγγυητικών λειτουργιών του πολιτεύματος, με πρώτη και καλύτερη την έννοια της ασφάλειας.
Ας το δούμε. Η ασφάλεια είναι βασική προϋπόθεση του ευ ζην, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Χωρίς μια στοιχειώδη αίσθηση ασφάλειας, δεν νοείται ανθρώπινη κοινότητα διότι ακυρώνονται οι σχέσεις μεταξύ των προσώπων. Χωρίς ασφάλεια, δεν νοείται ουσιαστική ύπαρξη και αποτελεσματική άσκηση δικαιωμάτων από ανθρώπους. Ο άνθρωπος που είτε κινδυνεύει είτε νομίζει ότι κινδυνεύει περιορίζει, εξ ορισμού, και τον χώρο άσκησης της ελευθερίας του, υπό την προφανή έννοια ότι δεσμεύει τις επιλογές του. Περαιτέρω στη διάσταση αυτή, η ίδια η αρχή του κράτους δικαίου –κράτους κανόνων και όχι αποφάσεων– είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα της ασφάλειας δικαίου, δηλαδή τη μόνιμη ανάγκη για προβλεψιμότητα των έννομων επιπτώσεων των πράξεων και των παραλείψεων των ανθρώπων. Είμαστε ασφαλείς όταν ξέρουμε τι πρόκειται να μας συμβεί εάν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι.
Μια ασφάλεια ποινικού τιμωρητικού χαρακτήρα
Αυτή η αυτονόητη εκδοχή της ασφάλειας σήμερα απαξιώνεται, αδρανοποιείται και δίνει τη θέση σε μια γενικόλογη αφαίρεση ασφάλειας ποινικού τιμωρητικού χαρακτήρα. Εμβληματικό ρόλο σε αυτή την εννοιολογική εκτροπή παίζει ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνεται η μετανάστευση. Ας θυμίσουμε λίγο το πρόσφατο Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο αναθέτει την εξέταση του αιτήματος ασύλου στην αποκλειστική αρμοδιότητα των αστυνομικών διευθυντών και στερεί από τους αιτούντες άσυλο το δικαίωμα εξέτασης του αιτήματός τους σε δεύτερο βαθμό. Ο αστυνομικός διευθυντής άλλα –οφείλει να– ξέρει, και όχι σε ποιες περιοχές του πλανήτη διώκονται οι άνθρωποι. Περαιτέρω, το Διάταγμα παρατείνει τη διοικητική κράτηση για περίοδο έως και ένα έτος, προβλέποντας μια υπέρμετρα αυστηρή ποινή στέρησης της ελευθερίας σε βάρος ανθρώπων που δεν έχουν παραβιάσει άλλον κανόνα δικαίου παρά μόνο στερούνται των νομιμοποιητικών εγγράφων παραμονής στη χώρα. Τρίτο και χειρότερο, το Διάταγμα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε αστυνομικό διευθυντή να διατάσσει την απέλαση κάθε αλλοδαπού σε βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κάθε πλημμέλημα, χωρίς να απαιτείται τελεσίδικη καταδίκη από δικαστήριο. Όπως έχει ήδη ειπωθεί, πρόκειται για διάταξη που –πέραν των άλλων– βάλλει ευθέως κατά του τεκμηρίου αθωότητας, εισάγοντας εκ νέου στην ελληνική πολιτική ιστορία ένα αντικειμενικό κριτήριο επικινδυνότητας μιας ομάδας ανθρώπων επειδή δεν είναι Έλληνες. Για να μην ξεχνιόμαστε, μέχρι πριν από 35 χρόνια, το ίδιο κριτήριο επικινδυνότητας υπήρχε για μια μερίδα ημεδαπών “ανάξιων” να είναι Έλληνες.
Η αντιμετώπιση της μετανάστευσης με όρους άμυνας που παραπέμπουν σε υπηρεσίες δίωξης ενισχύει την ανασφάλεια δικαίου, τοποθετώντας κρίσιμα πληθυσμιακά μεγέθη –όχι μόνο μεταναστών– σε ένα μόνιμο καθεστώς ομηρίας και ατελέσφορης μετάβασης από τη νομιμότητα στην παρανομία όσον αφορά την παραμονή και την εργασία. Οι άνθρωποι παρανομούν διότι αδυνατούν να είναι νόμιμοι, προκειμένου να επιτελούν στοιχειώδεις κοινωνικές λειτουργίες. Η διαρκής λοιπόν αναζήτηση της ασφάλειας με όρους τιμωρίας και δίωξης ενισχύει την ανασφάλεια
α) σε επίπεδο πραγματικής διακινδύνευσης, εφόσον το καθεστώς παρανομίας εκτρέφει δεδομένα παραβατικές συμπεριφορές, εκθέτοντας τους ανθρώπους σε δίκτυα προστασίας που υποκαθιστούν το κράτος
β) τροφοδοτεί το αίσθημα ανασφάλειας, μεταναστών και μη, καθώς αμφότεροι νιώθουν απειλούμενοι
γ) κατεξοχήν ενισχύει την ανασφάλεια δικαίου, καθώς η διαρκής αναζήτηση της ασφάλειας με όρους δίωξης παραπέμπει σε διοικητικές συμπεριφορές που παραβιάζουν συνταγματικές εγγυήσεις.
“Εμείς είμαστε με την ασφάλεια”
Με αφορμή λοιπόν τη μετανάστευση, η οποία ωστόσο δεν είναι το μόνο παράδειγμα ούτε αποσυνδέεται από ευρύτερες εξελίξεις στην κοινωνία, μπορούμε να διαπιστώσουμε τη συστηματική εκτροπή των συλλογικών συνειρμών σχετικά με την έννοια και το περιεχόμενο της ασφάλειας. Η έννοια αυτή συρρικνώνεται πλέον στην αστυνομική διάστασή της, αν δεν ταυτίζεται πλέον με αυτήν. Παράλληλα, εξορίζεται η κοινωνική πρόσληψη της ασφάλειας, τόσο από το συλλογικό συνειρμικό της κοινής γνώμης όσο και από τον δημόσιο λόγο. Η εξέλιξη αυτή προϋποθέτει, αλλά και συνεπάγεται μια γενικότερη απαξίωση της έννοιας της ασφάλειας, με άμεσα θύματα τους κοινωνικά αδύναμους ή εν δυνάμει ύποπτους, με τους μετανάστες πρώτους απ΄ όλους. Η εν λόγω συρρίκνωση συνοδεύεται επίσης και από τη σταδιακή απαλλαγή της πολιτείας από την ανάληψη ευθυνών για την κοινωνική προστασία των μελών της, πολιτών ή μη.
Το παράδοξο εδώ είναι ότι, δυστυχώς, θύματα αυτής της εννοιολογικής εκτροπής της ασφάλειας δεν είναι μόνο οι εν δυνάμει “διώκτες” αλλά και ο πολιτικός χώρος που τρέφει ειλικρινή αισθήματα αλληλεγγύης προς τον μεταναστευτικό πληθυσμό και αγωνίζεται για τα δίκαιά του. Η ασφάλεια εννοιολογείται σχεδόν αποκλειστικά κατ΄ αντιπαράθεση εφ΄ όλης της ύλης με την ελευθερία, ωσάν τα δύο μεγέθη να τελούν σε διαρκή εγγενή αλληλεξουδετέρωση.
Ασφαλώς, είναι αλήθεια ότι διλήμματα μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας δεν είναι ανύπαρκτα, αλλά η εξ ολοκλήρου αντιθετική συμβίωση των δύο είναι πρόσληψη μονομερής και εντελώς παραπλανητική, καθώς αφορά μόνο αυτή την εκφυλισμένη, απαξιωνόμενη έννοια της ασφάλειας που εξομοιώνεται με τη δίωξη και τιμωρία. Η έννοια όμως της ασφάλειας, όπως είδαμε, είναι δεδομένα πιο περιεκτική, καθώς παραπέμπει σε ένα πεδίο ευθύνης, πρόνοιας και προστασίας των ανθρώπων μέσα από τη φροντίδα κοινωνικής ενσωμάτωσης και αποτελεσματικής απολαβής δικαιωμάτων όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου. Η ασφαλής κοινωνία έχει μεν αστυνομία, αλλά έχει σχολεία που δεν απαξιώνουν την ταυτότητα των μεταναστών, έχει αξιοπρεπή περίθαλψη όλων των ανθρώπων, αποτελεσματική εργασιακή νομοθεσία και άλλα συναφή.
Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς από τον πολιτικό χώρο που υπερασπίζεται τους μετανάστες και τα δικαιώματά τους να αναδείξει σε κεντρικό προγραμματικό λόγο τον περιεκτικό κοινωνικό προσανατολισμό της έννοιας της ασφάλειας, συχνά ο χώρος αυτός πέφτει στην παγίδα της εννοιολογικής αυτής εκτροπής, αναπαράγοντας το γνωστό δίλημμα “ασφάλεια ή ελευθερία”, με δεδομένη εκ των προτέρων την ελευθερία ως απάντηση. Διότι τι άλλη απάντηση θα μπορούσε να δώσει; Τι καλύτερο δώρο στην ακροδεξιά και τις νεοσυντηρητικές πολιτικές, στις οποίες κληρονομείται διά μαγείας η αποκλειστική νομή, τα πνευματικά δικαιώματα επί της ασφάλειας.
Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν να αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη του επαναπατρισμού της έννοιας της ασφάλειας μέσω της επανεννοιολόγησής της και της απαγκίστρωσής της από την “ασφαλίτικη”, πολιτικά μονοδιάστατη και μεθοδολογικά παραπλανητική εκδοχή της. Κι αυτό πλέον μπορεί να γίνει μόνο με όρους επιθετικής πολιτικής ρητορικής και όχι απολογητικά, διότι η ακροδεξιά καιροφυλακτεί, όχι απλώς ενισχύοντας την εκλογική της δύναμη, αλλά κυρίως εισάγοντας την πολιτική της ατζέντα στον αμήχανο αστικό συνασπισμό εξουσίας, όπως είδαμε μετά τις ευρωεκλογές στην Ελλάδα.
Μια απάντηση που μπορούμε και πρέπει να σκεφτούμε είναι: “Εμείς είμαστε με την ασφάλεια, εμείς που παλεύουμε για ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των μεταναστών και όλων των ανθρώπων, και όχι εσείς που υποδαυλίζετε με τη ρητορεία σας τη μισαλλοδοξία και τον φόβο μεταξύ των ανθρώπων στο όνομα της ασφάλειας τους: διότι εσείς απειλείτε έτσι την ασφάλεια των κοινοτήτων μας”.
φωτογραφία: Davidlohr Bueso