Τα κοινωνικά δικαιώματα στη δίνη της οικονομικής κρίσης

Ομιλία σε εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 17.4.2013
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ευχαριστώ θερμά τους οργανωτές της σημερινής εκδήλωσης για την τιμητική πρόταση να κάνω μια εισαγωγική εισήγηση ως προς τις ιστορικές καταβολές και την σημερινή πορεία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Εκφράζω δε, με την ευκαιρία, την χαρά μου για την απόφαση της Ένωσης να στρέψει –επιτέλους, θα έλεγα– το ενδιαφέρον της και στην κοινωνική συνιστώσα της συνταγματικής ελευθερίας, η οποία για μεγάλο διάστημα έμεινε μάλλον παραμελημένη.

Είναι γνωστό, αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι, ότι η οξύτατη οικονομική κρίση, στην οποία έχει βουλιάξει τα τελευταία χρόνια, λιγότερο ή περισσότερο, όλη η ανθρωπότητα,  έχει αλυσιδωτές δραματικές επιπτώσεις στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής.

Στην πραγματικότητα, πάντως, η οικονομική κρίση ανέδειξε ανάγλυφα και συνάμα επιβεβαίωσε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τάσεις που είχαν διαφανεί, προβλήματα που είχαν εμφανισθεί  και αλλαγές που είχαν δρομολογηθεί, άλλοτε εμφανώς και άλλοτε υποδόρια, ήδη από την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, με καταλύτη το φαινόμενο της «παγκοσμιοποίησης». Είναι γνωστό ότι η πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, δεν επισφράγισε απλώς το τέλος του μεταπολεμικού διπολισμού. Σηματοδότησε, παράλληλα, το πέρασμα σε μια νέα διεθνή οικονομική πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από ριζικές ανακατατάξεις στο πεδίο τόσο των παραγωγικών σχέσεων όσο και των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ανακατατάξεις αυτές οδήγησαν σταδιακά σε μια σοβαρή μετάλλαξη του κρατούντος κεφαλαιοκρατικού συστήματος, με κύρια χαρακτηριστικά την γεωγραφική μετατόπιση και διάχυση της οικονομικής ισχύος, την ραγδαία και βίαια «απορρύθμιση» των αγορών, μέσω  της σταδιακής απεμπλοκής τους από τον κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο που είχε επιτευχθεί στο πλαίσιο των εθνικών κρατών της μεταπολεμικής περιόδου, και την αποχαλίνωση των κερδοσκοπικών τάσεων τόσο των παραδοσιακών όσο και, ιδίως, των νέων μορφών του κεφαλαίου, με αποκορύφωμα βέβαια την πλήρη ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που οδήγησε στην οικονομική κρίση. 

Όλες αυτές οι εξελίξεις –που αποδόθηκαν εύγλωττα, και μάλιστα από ανθρώπους του συστήματος,  με τους όρους «φονταμενταλισμός των αγορών» και «αχαλίνωτος καπιταλισμός»– επέτειναν, ευλόγως, τους κραδασμούς που είχαν παρατηρηθεί, ήδη με την έναρξη της παγκοσμιοποίησης, και στο πολιτικό και θεσμικό επίπεδο. Ο σημαντικότερος αντίκτυπός τους, πάντως, αφορά τον πυρήνα της πολιτικής κοινωνίας, το συνταγματικό κράτος, το οποίο, υπό την πίεση πανίσχυρων ιδιωτικών εξουσιών που το περισφίγγουν σαν  ιστός αράχνης, υφίσταται πλέον, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, κρίσιμα πλήγματα σε όλα τα θεμελιακά στοιχεία που καθόρισαν την φυσιογνωμία, τον ρόλο και τη λειτουργία του.

Όλα τα συνταγματικά δεδομένα που ξέραμε βρίσκονται σε περιδίνηση: η εθνική κυριαρχία κλυδωνίζεται, η λαϊκή κυριαρχία απονευρώνεται, το κράτος δικαίου αμφισβητείται. Τη χειρότερη όμως εικόνα αναμφισβήτητα παρουσιάζει, δεδομένης και της έντασης της οικονομικής κρίσης, το σύστημα προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ένα σύστημα που συνδέθηκε ιστορικά με σκληρούς διεκδικητικούς αγώνες σήμερα έχει υποστεί τόσες και τέτοιας έκτασης μεταλλάξεις και σχετικοποιήσεις που δύσκολα μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι είναι όντως ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο σύστημα.

Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα, διότι έχω την πεποίθηση ότι μια προσεκτική προσέγγιση της ιστορικής διαμόρφωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων μπορεί να αποβεί πολλαπλά χρήσιμη –και κρίσιμη– για να φωτίσουμε τις σημερινές εξελίξεις:

Υπάρχει ένας μύθος γενικά, αγαπητοί φίλοι, για τα θεμελιώδη δικαιώματα, που τα εμφανίζει λίγο πολύ, στο σύνολό τους,  σαν κατακτήσεις του αστικού φιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτέλεσαν την ρομφαία του διαφωτισμού, πεμπτουσία του οποίου ήταν, ως γνωστόν, ο αυτοκαθορισμός του ανθρώπου. Ο αστικός φιλελευθερισμός χρησιμοποίησε πολιτικά το αίτημα του διαφωτισμού αλλά στη συνέχεια, όταν επικράτησε πολιτικά, διέστρεψε το περιεχόμενο του αυτοκαθορισμού, ταυτίζοντάς τον με τον ατομικισμό και τον οικονομισμό. Έτσι στα πρώτα Συντάγματα, ιδίως μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων, καθιερώθηκε ένα μικρό σχετικά μέρος των δικαιωμάτων που είχαν διεκδικηθεί την περίοδο του διαφωτισμού, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά που αποτελούσαν τη βιόσφαιρα των οικονομικών δικαιωμάτων, την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και εμπορευμάτων, όπως θα λέγαμε σήμερα. Παράλληλα, τα πολιτικά δικαιώματα, που δεν χαρακτηρίζονταν καν δικαιώματα αλλά λειτουργήματα, απονεμήθηκαν μόνο στους άνδρες και όχι βέβαια σε όλους αλλά στους έχοντες και κατέχοντες εκείνης της εποχής. Βρισκόμαστε, θυμίζω, στις αρχές του 19ου  αιώνα. Στην εποχή του άγριου καπιταλισμού, της πρωτογενούς συσσώρευσης,  που θεοποιούσε την αγορά και το κέρδος και απαξίωνε πολλαπλά την ανθρώπινη προσωπικότητα όλων των κοινωνικά αδυνάτων, με το κράτος στον ρόλο του απλού –πλην αυταρχικού– νυχτοφύλακα. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας. Μέσα από μια μακρά και δύσβατη πορεία πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων, συχνά αιματηρών, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα σταδιακά διευρύνθηκαν και εμπλουτίσθηκαν. Ιδίως πρέπει να εξάρουμε τη σημασία των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης, τα οποία σηματοδότησαν τη ρήξη προς τον ατομοκεντρισμό και συνέβαλαν σημαντικά τόσο για την τελική επικράτηση της ισοπολιτείας, μέσω της καθολικής ψηφοφορίας, όσο και για την οργανωμένη διεκδίκηση πολιτικών και κοινωνικών αιτημάτων. Μια κατηγορία αυτών των αιτημάτων, που συνδέεται με την παροχή στοιχειωδών αγαθών και υπηρεσιών προς τους κοινωνικά ασθενέστερους, διεκδικήθηκε ακόμη αποτελεσματικότερα όταν άρχισε να κατοχυρώνεται, μέσω της πίεσης του εργατικού κινήματος της εποχής, μια ειδικότερη κατηγορία δικαιωμάτων συλλογικής δράσης, με σημείο αναφοράς τον χώρο της εργασίας. Πρόκειται για τα δικαιώματα του συνδικαλισμού και της απεργίας, τα οποία, παρότι εντάσσονται στα ατομικά δικαιώματα, αποτέλεσαν παράλληλα την εμπροσθοφυλακή των κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς διαδραμάτισαν σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο   τόσο για την κατοχύρωση όσο και για την πραγμάτωσή τους.

Η συνταγματική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, σε μια πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή, έγινε ως γνωστόν με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και  αποτέλεσε μια ιστορικής σημασίας θεσμική και πολιτική εξέλιξη. Διότι για πρώτη φορά η κοινωνική συνιστώσα του αυτοκαθορισμού εμφανίζεται ισότιμη με την πολιτική και την ατομική, προσδίδοντας πλέον ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο στην έννοια της συνταγματικής ελευθερίας, συνδέοντάς την, παράλληλα, και με την έννοια της ουσιαστικής, δηλαδή της κοινωνικής, ισότητας.

Υπήρξε όμως πράγματι ισότιμη αυτή η κατοχύρωση; Από την πρώτη στιγμή υπήρξαν, από πολλές πλευρές, έντονες αμφισβητήσεις. Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι οι αξιώσεις που θεμελιώνουν τα κοινωνικά δικαιώματα είναι ατελείς, υπό την έννοια ότι δεν είναι εκ του Συντάγματος αγώγιμες αλλά προϋποθέτουν την εξειδίκευση του περιεχομένου τους με νόμο, ο οποίος και μόνο τις καθιστά αγώγιμες. Την αμφισβήτηση αυτήν επέτεινε και η αδυναμία πραγματικής εφαρμογής των διατάξεων περί κοινωνικών δικαιωμάτων στην περίοδο του μεσοπολέμου, λόγω του κράχ του 1929. Η επικράτηση του ολοκληρωτισμού, στη συνέχεια, κατέστησε άνευ ουσίας τη συζήτηση, έως το τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Τότε, όπως είναι γνωστό, καθιερώθηκαν νέα Συντάγματα, με ευρύτατες συναινέσεις και συγκλίσεις –εξαιρουμένης δυστυχώς της χώρας μας, λόγω του εμφυλίου– στα οποία περίοπτη πλέον θέση κατείχαν τα κοινωνικά δικαιώματα. Ξανάρχισε έτσι και η συζήτησε για την κανονιστική αξία των κοινωνικών δικαιωμάτων, με τα ίδια πάνω κάτω επιχειρήματα. Η όποια αμφισβήτηση, όμως, είχε πλέον, εν πολλοίς, μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον, καθώς από τη μια οι τεράστιες ανάγκες παρέμβασης των κρατών για να αμβλύνουν τον πόνο και τη δυστυχία που είχε προκαλέσει ο πόλεμος και από την άλλη η επικράτηση του κεϋνσιανού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης είχαν ήδη επιβάλει νομοθετικά μέτρα που σταδιακά πραγμάτωσαν, σχεδόν στο σύνολό τους, τα κοινωνικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα το αγώγιμο των σχετικών αξιώσεων να είναι ούτως ή άλλως διασφαλισμένο. Με άλλα λόγια, το κοινωνικό κράτος που διαμορφώνεται στην Δυτική Ευρώπη εκείνο το διάστημα, με πυρήνα τα κοινωνικά δικαιώματα, καλύπτει σταδιακά ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών αιτημάτων, ενώ παράλληλα, η θεωρία και η νομολογία συμβάλλουν καθοριστικά στην καταξίωσή του, με έμφαση στην παραπληρωματικότητα των δικαιωμάτων, που αποτυπώνεται στον όρο «κοινωνικό κράτος δικαίου» αλλά και στην αναγνώριση της άρρηκτης σχέσης των κοινωνικών δικαιωμάτων με την έννοια του πολίτη. Απόρροια μιας τέτοιας θεώρησης είναι ότι δεν νοούνται συνταγματικές διατάξεις για τα κοινωνικά δικαιώματα χωρίς ένα μίνιμουμ κανονιστικού περιεχομένου, οπότε και διαπλάθεται η έννοια του «κοινωνικού κεκτημένου» και  του κανονιστικού πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων, που δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί νομοθετικά.

Υπήρξαν βέβαια και άλλων ειδών επικρίσεις και αμφισβητήσεις των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πολλοί υπέρμαχοι του ατομοκεντρικού φιλελευθερισμού είδαν στην κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων ένα πεδίο σύγκρουσης με τα ατομικά δικαιώματα, διατυπώνοντας επιφυλάξεις που επιβιώνουν, σαφώς περιθωριοποιημένες πλέον, και στις μέρες μας. Μια άλλη πηγή αμφισβήτησης είχε άλλη πολιτική αφετηρία: τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρήθηκαν, υπό το πρίσμα μιας απλοϊκής και σχηματικής αντίληψης,  είτε απλώς σαν στάχτη στα μάτια των εργαζομένων, για να μην δελεασθούν από την κοινωνική πολιτική του υπαρκτού σοσιαλισμού, είτε σαν πολιτικές μεθοδεύσεις που αποβλέπουν στον κοινωνικό κατακερματισμό της εργατικής τάξης, με επιλεκτικές παροχές που τροφοδοτούν εσωτερικές αντιθέσεις και αποσπούν έτσι την συναίνεση προς το –«αστικό»– κράτος.

Όλες αυτές οι αμφισβητήσεις έχουν ενδεχομένως κάποια βασιμότητα, ιδίως καθ’ό μέρος αφορούν την χρησιμοποίηση του κοινωνικού κράτους σαν ψηφοθηρικού –ή πελατειακού, για τα δικά μας δεδομένα– μηχανισμού. Ακόμη δε μεγαλύτερη βασιμότητα έχουν οι επικρίσεις για τις προϊούσες γραφειοκρατικές αλλοιώσεις του κοινωνικού κράτους, ιδίως δε για τις συντεχνιακές παρεκτροπές που παρατηρήθηκαν σε πολλές χώρες, με προεξάρχουσα δυστυχώς τη δική μας. Πρόκειται για παρεκτροπές που μετέτρεψαν  συχνά το κοινωνικό κράτος σε «κράτος μαστό», όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά,  το οποίο αρμέγεται από τους επιτήδειους και αυτούς που έχουν την μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη, σε βάρος των πράγματι κοινωνικά αδυνάτων.

Ωστόσο, οι ανωτέρω αμφισβητήσεις παρουσιάζουν δύο σοβαρά προβλήματα, που τις αποδυναμώνουν αισθητά:

Πρώτον, ο μονομερής και υπεραπλουστευτικός χαρακτήρας τους, που παραβλέπει την διαλεκτική της ιστορίας των δικαιωμάτων και την κοινωνική και πολιτική δυναμική που αναπτύσσεται με επίκεντρο τη διεκδίκησή τους.

Δεύτερον, η προσχηματική και συχνά υποβολιμαία επιχειρηματολογία, που δεν αποβλέπει κατά κανόνα στην βελτίωση αλλά στην δραστική συρρίκνωση της κοινωνικής προστασίας, πετώντας, για να το πούμε παραστατικά, μαζί με τα βρώμικα νερά του συντεχνιασμού και το παιδί, δηλαδή τόσο τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αξιώσεις κοινωνικής προστασίας, καθεαυτές, όσο και τις ουσιαστικές δυνατότητες διεκδίκησής τους, δηλαδή τα –διαμεσολαβητικά– εργασιακά δικαιώματα συλλογικής δράσης.     

Δυστυχώς, όμως, οι αμφισβητήσεις αυτές, στην τελευταία μάλιστα εκδοχή τους,  είναι πλέον κυρίαρχες, υπό την πίεση της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας. Η τάση διεύρυνσης της προστατευτικής εμβέλειας των κοινωνικών δικαιωμάτων, που κατέστη συνώνυμη με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, δεν ανασχέθηκε απλώς, το τελευταίο διάστημα, αλλά κυριολεκτικά ανατράπηκε, καθώς η  κοινωνική προστασία έγινε πολύ σύντομα παρανάλωμα στον βωμό της κρίσης. Πράγματι, τα κοινωνικά δικαιώματα βρίσκονται σήμερα στο μάτι του κυκλώνα, καθώς θεωρούνται τροχοπέδη όχι μόνο για την επιδιωκόμενη απορρύθμιση των οικονομικών και εργασιακών σχέσεων, προς όφελος των επιχειρηματικών κερδών, αλλά και για μια ισοπεδωτική και άνευ όρων εμπορευματοποίηση του συνόλου των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών. Ως εκ τούτου τα δικαιώματα αυτά αντιμετωπίζουν, εκ μέρους των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που υπηρετούν την ασυδοσία των αγορών, μια συνδυασμένη τριπλή επίθεση, που αφορά ταυτόχρονα, τους δικαιούχους, το κανονιστικό περιεχόμενο και τα συνταγματικά στηρίγματά τους. Ας δούμε τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:

  1. Τα υποκείμενα των κοινωνικών δικαιωμάτων, εν πρώτοις, επιδιώκεται να αποκοπούν πλήρως από την έννοια του πολίτη και να συνδεθούν αποκλειστικά με τον χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό οδηγεί στον δραστικό περιορισμό του κύκλου των δικαιούχων, οι  οποίοι δεν ταυτίζονται πλέον ούτε με τους δικαιούχους των πολιτικών δικαιωμάτων (δηλαδή τους πολίτες), όπως συνέβαινε στην μεταπολεμική συνταγματική πραγματικότητα των προηγμένων κρατών, αλλά ούτε, πολύ περισσότερο, με τους φορείς των ατομικών δικαιωμάτων (που συνήθως είναι όλοι οι κατοικούντες στην επικράτεια ενός κράτους), στους οποίους έτεινε να επεκταθεί, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, η συνταγματική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η βασική επιδίωξη του αχαλίνωτου καπιταλισμού, εδώ και πολύ καιρό, είναι ο περιορισμός του εν λόγω κύκλου των δικαιούχων σε ένα αμελητέο  υποσύνολο των υποκειμένων των άλλων δικαιωμάτων, ώστε να ταυτισθούν, ουσιαστικά, με τον χώρο του κοινωνικού περιθωρίου.
  2. Άμεσα συναρτημένη με μια τέτοια αντιμετώπιση των υποκειμένων τους είναι, κατά δεύτερον, και η εργώδης προσπάθεια των ιδιωτικών κέντρων εξουσίας για ριζική και εκ βάθρων αναοριοθέτηση του περιεχομένου των εν λόγω δικαιωμάτων. Εν προκειμένω η πορεία είναι πλέον εντελώς αντίστροφη, σε σχέση με όσα είχαν δρομολογηθεί στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Τα κοινωνικά δικαιώματα εκλαμβάνονται πλέον, υπό το πρίσμα της νέας θεώρησης, σαν απλά ευχολόγια, που εφαρμόζονται από τους αρμόδιους για την κοινωνική προστασία –και διαρκώς συρρικνούμενους– κρατικούς μηχανισμούς κατά το δοκούν και σε όποια έκταση κριθεί ότι επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες. Καμία δέσμευση δεν θεωρείται νοητή, ακόμη και αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια νομοθετική εξειδίκευση της συνταγματικά προβλεπόμενης προστασίας. Στην πραγματικότητα τα κοινωνικά δικαιώματα, πολιτικά υπονομευμένα –σαν δήθεν «υπεύθυνα» για την οικονομική κρίση– και κανονιστικά απαξιωμένα επιδιώκεται πάση θυσία να ενταχθούν σε ένα ασφυκτικά οριοθετημένο κοινωνικό γκέτο, νομοθετική επισφράγιση του οποίου θα αποτελούν εν τέλει, εν είδει ελεημοσύνης, οι πολλαπλά συρρικνωμένες κοινωνικές παροχές.
  3. Υπάρχει όμως και μια τρίτη πτυχή της συντονισμένης επίθεσης των ιδιωτικών εξουσιών –και των πολιτικών θεραπαινίδων τους– κατά των κοινωνικών δικαιωμάτων, η οποία όμως είναι έμμεση, καθώς δεν αφορά πλέον τα ίδια αλλά τα δικαιώματα εκείνα που αποτελούν, κατά τα προαναφερθέντα, την αναγκαία βιόσφαιρά τους. Πρόκειται για τα δικαιώματα ομαδικής δράσης στον χώρο της εργασίας (δηλαδή του συνδικαλισμού και της απεργίας), τα οποία βάλλονται σε όλους τους τόνους, σαν «επικίνδυνα», με την προσχηματική και επιτηδευμένη επίκληση, όπως είδαμε, των όποιων «συντεχνιακών παρεκτροπών». Ωστόσο, η συνεχής καταγγελία αυτών των δικαιωμάτων –η οποία βέβαια επαναλαμβάνεται, προς εμπέδωση, από όλους τους ελεγχόμενους από τις «αγορές» προπαγανδιστικούς μηχανισμούς– δεν αφορά μόνον τον περιορισμό τους, καθεαυτά, ως κρίσιμων «διαμεσολαβητικών» δικαιωμάτων. Ο κύριος στόχος είναι ιδίως η ριζική αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε να επικρατήσουν σταδιακά οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, που θα υποτάξουν τους μεμονωμένους εργαζομένους στην εξουσιαστική βούληση των πανίσχυρων, πλέον, εργοδοτών, οι οποίοι θα μπορούν έτσι να επιβάλλουν, χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις, όχι μόνον την μείωση των μισθών αλλά και την δραστική περικοπή των κοινωνικών παροχών (ιδίως στα πεδία της κοινωνικής ασφάλισης και της υγείας). Στο σημείο αυτό, λοιπόν, η εν γένει υπονόμευση των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης και η ειδικότερη επιδίωξη της ουσιαστικής αχρήστευσης της συλλογικής αυτονομίας συναρτώνται ευθέως και αποφασιστικά με την προσπάθεια δραστικής συρρίκνωσης της προστατευτικής εμβέλειας των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Όλα τα ανωτέρω αποτελούν, στην πραγματικότητα, μια αντίστροφη απόδειξη –και επιβεβαίωση– της παραπληρωματικότητας των δικαιωμάτων: όπως δεν νοείτο, κατά το παρελθόν, διεύρυνση της κοινωνικής προστασίας  χωρίς αφενός την σύνδεσή της με τους φορείς των πολιτικών δικαιωμάτων και αφετέρου την απρόσκοπτη και πρόσφορη άσκηση των (ατομικών) δικαιωμάτων ομαδικής δράσης έτσι και δεν νοείται σήμερα  συρρίκνωσή της χωρίς την αποσύνδεση των δικαιούχων της από την ιδιότητα του πολίτη και την ταυτόχρονη υπονόμευση της συλλογικής αυτονομίας και των συναφών δικαιωμάτων του συνδικαλισμού και της απεργίας.             

Στο σημείο αυτό, αγαπητοί φίλοι, ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Υπάρχουν άραγε  θεσμικές απαντήσεις, ενόψει και της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, απέναντι σε μια τέτοια ζοφερή πραγματικότητα, την χειρότερη εκδοχή της οποίας ζούμε σήμερα στη χώρα μας; Θέλω να ελπίζω ότι υπάρχουν, παρά την δαμόκλειο σπάθη της οικονομικής ανάγκης, που δεν αφήνει βέβαια περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Ως εκ τούτου, οι όποιες απαντήσεις δεν μπορεί παρά να είναι προεχόντως αμυντικές.

Απαραίτητη προϋπόθεση, πρώτα και πάνω από όλα, είναι η περιχαράκωση του χώρου της συνταγματικής ελευθερίας, ως ενιαίου και αδιάσπαστου όλου. Κάθε απόπειρα, με το πρόσχημα των δυσκολιών της συγκυρίας, να κατακερματισθεί αυτός ο χώρος, ώστε κάποιες ζώνες του να θεωρηθούν ήσσονος σημασίας σε σχέση με άλλες, από την άποψη της κατοχύρωσης και διασφάλισης –όπως δυστυχώς έγινε στην ΕΟΚ αρχικά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση στη συνέχεια– αποτελεί ανεπίτρεπτη ρωγμή στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, διότι μπορεί να αποδειχθεί κερκόπορτα για μια μελλοντική υπονόμευση ή και αναίρεση αυτού του συστήματος. Με άλλα λόγια, το  “status mixtus” των δικαιωμάτων, δηλαδή η παραπληρωματικότητα και η ενότητα της προστασίας του ατομικού, πολιτικού και κοινωνικού αυτοκαθορισμού, πρέπει να αποτελεί  το πλέον σταθερό και αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς για μια  ολοκληρωμένη και αποτελεσματική υπεράσπιση της συνταγματικής ελευθερίας. Δηλαδή της ελευθερίας που αποτελεί, σε όλες τις εκφάνσεις της, όχι μόνο την  πολυτιμότερη κατάκτηση του ευρωπαϊκού νομικού και  πολιτικού πολιτισμού αλλά ταυτόχρονα και την σημαντικότερη εγγύηση ότι δεν θα ξαναγυρίσουμε πίσω –«όπισθεν ολοταχώς» που έλεγε και ο μακαριστός Χριστόδουλος– στην συνταγματική πραγματικότητα του 19ου αιώνα.

Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τα κοινωνικά δικαιώματα, είναι προφανές ότι η ρητή –και ορθή– αναγνώριση του κοινωνικού κράτους δικαίου, στην τελευταία αναθεώρηση, δυστυχώς δεν αποδείχθηκε επαρκής εγγύησή τους. Πρέπει λοιπόν να  συμπληρωθεί  αφ’ενός με την ενίσχυση της πολλαπλά βαλλόμενης συλλογικής αυτονομίας (προκειμένου να διασωθεί τουλάχιστον ο πυρήνας των εργασιακών δικαιωμάτων) και αφ’ετέρου με την κατοχύρωση ενός «εγγυημένου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης».

Πρέπει να επισημανθεί, στο σημείο αυτό, ότι το εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι έννοια κατά πολύ ευρύτερη από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που παραπέμπει κυρίως σε μια λογική επιδοματικής ενίσχυσης. Και τούτο διότι αποβλέπει σε μια συνολικότερη, αποτελεσματικότερη αλλά και πλέον ευέλικτη κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, μέσω της στοχευμένης και κοινωνικά ελεγχόμενης παροχής αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. για πρόνοια, υγεία, στέγαση, θέρμανση κ.λπ.) αλλά και μέσω ειδικών πολιτικών για τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την εκπαίδευση τόσο των παιδιών από φτωχές και προβληματικές οικογένειες όσο και των ανέργων. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι η συνταγματική του κατοχύρωση προσδίδει στα κοινωνικά δικαιώματα έναν σκληρό κανονιστικό πυρήνα, αντίστοιχο με των ατομικών δικαιωμάτων, που αποτελεί μείζονα θεσμική εγγύηση τόσο του «κοινωνικού κεκτημένου» –χωρίς πάντως τις «συντεχνιακές» παρεκτροπές του– όσο και του αναδιανεμητικού χαρακτήρα της κοινωνικής πολιτικής, την οποία πλέον ο νομοθέτης δεν μπορεί να την εκλαμβάνει, -υπό το πρίσμα και της αρχής της αναλογικότητας, στην οποία θα αναφερθεί η κα Φωτιάδου- ούτε σαν προαιρετική επιλογή αλλά ούτε και σαν κοινωνική φιλανθρωπία…     

Παράλληλα, πάντως, στόχος μιας τέτοιας πρότασης είναι να δώσει συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο, διεκδικητικό βάθος και θεσμική προοπτική στην ίδια την αρχή του κοινωνικού κράτους. Να σηματοδοτήσει, δηλαδή, αφ’ενός μεν μια διαφορετική αντίληψη για τις κοινωνικοπολιτικές προτεραιότητες της σύγχρονης δημοκρατίας  και αφ’ετέρου μια νέα ανάγνωση της αρχής της ισότητας, ως αποκαταστατικής ισότητας, που στοχεύει, μέσω θετικών ενεργειών του κράτους, στη ρίζα των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, δηλαδή στην ανατροπή των γενεσιουργών αιτίων της κοινωνικής ανισότητας, πολλώ δε μάλλον του κοινωνικού αποκλεισμού.

Παρά λοιπόν την καταθλιπτική όντως σημερινή πραγματικότητα, ο προβληματισμός μας δεν πρέπει να αναπτύσσεται με όρους πολιτικοϊδεολογικής παραίτησης από το ουσιαστικό νόημα του κοινωνικού αυτοκαθορισμού. Αυτό όμως προϋποθέτει, πέρα από τον αναγκαίο εγγυητισμό για το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και έναν ευρύτερο αναστοχασμό για την κοινωνική δικαιοσύνη και τον αξιακό αναπροσανατολισμό του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος. Με άλλα λόγια  απαιτείται και μια κάποια «επιστροφή στις ρίζες», με την επίκαιρη αναδιατύπωση, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό –εν δυνάμει δε και σε παγκόσμιο– επίπεδο,  του αιτήματος της κοινωνικής δημοκρατίας. Η οποία βέβαια, για να θυμηθώ τον δάσκαλό μου Αριστόβουλο Μάνεση, δεν έρχεται «καταλύσαι αλλά πληρώσαι», την πολιτική δημοκρατία…

 

κοινωνικά δικαιώματα

Μέλος

Newsletter