Εμείς, ο αντίπαλος και ο ύπνος του δικαίου

Η συζήτηση για την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, μορφωμάτων και ηγετών στον ευρωπαϊκό και αμερικανικό χώρο μπορεί να γίνει σύντομα μια αδιάφορη και πλαδαρή συζήτηση μεταξύ ανθρώπων που επιμένουν να βλέπουν τους ψηφοφόρους αυτών των σχηματισμών ως «Αλλους». Θεωρούμε τους εαυτούς μας -και το λέω αυτοκριτικά- ένα διακριτό σύνολο απέναντί τους, αδιαπέραστο δήθεν από τις μιαρές αυτές ιδέες, εσωτερικά αδιαφοροποίητο και συμπαγές. Ευχαριστημένοι σε αυτή την αυτοεικόνα μας, είναι προφανές ότι δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε την πραγματικότητα, να την επεξεργαστούμε και να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον. Είναι ακόμα πιο προφανές ότι δυσκολευόμαστε πλέον να υπερασπιστούμε ακόμα και αυτονόητες αρχές, τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και σε πρακτικό – υλικό επίπεδο.

Εδώ και αρκετό καιρό, με αφορμή τις γερμανικές εκλογές, διεξάγεται η ίδια συζήτηση σε όλη την Ευρώπη: Μήπως η στάση της κυρίας Μέρκελ στο Προσφυγικό, ιδίως τους πρώτους μήνες των μεγάλων ροών, είναι αυτή που πυροδότησε την άνοδο της γερμανικής ακροδεξιάς και εντέλει την οδήγησε στη Βουλή για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Το ερώτημα αυτό, για όσους το θέτουν, φαίνεται να εμπεριέχει ταυτόχρονα δύο στοιχεία: αφενός καταφατική απάντηση και αφετέρου έμμεση κριτική. Κατηγορούμε, δηλαδή, την καγκελάριο γιατί δεν αποφάσισε να υλοποιήσει η ίδια ακροδεξιές, ρατσιστικές πρακτικές και πολιτικές και άφησε το πεδίο ελεύθερο στους άλλους. Εάν σκεφτεί συνεπώς κανείς το ερώτημα για τη Μέρκελ και το Προσφυγικό με έναν διαφορετικό τρόπο, είναι σαν να μην μας απασχολεί πραγματικά η ακροδεξιά ως πολιτική και πρακτική. Σαν να θεωρούμε ότι μια πολιτική αντλεί τον προσδιορισμό της αποκλειστικά από τον φορέα της και όχι από τη σύσταση και τα αποτελέσματά της.

Το ερώτημα που -θα έπρεπε- να πλανάται σε όλη την Ευρώπη δεν είναι «μήπως δεν θα είχαμε τέτοια άνοδο της ακροδεξιάς αν είχαμε (με κάθε κόστος) λιγότερους πρόσφυγες και μουσουλμάνους» αλλά «μήπως δεν θα είχαμε τέτοια άνοδο της ακροδεξιάς εάν τα ευρωπαϊκά κόμματα του περίφημου δημοκρατικού τόξου δεν υιοθετούσαν με τόση συχνότητα και ένταση τα συνθήματα, τον λόγο και τις πρακτικές της ακροδεξιάς». Κι αυτό γιατί επιμένουμε να μην αναγνωρίζουμε τις αιτίες και να τις διακρίνουμε από τα αποτελέσματα, αντιστρέφοντας διαρκώς τα βέλη της αιτιότητας.

Θεωρώντας, για παράδειγμα, ότι η ύπαρξη του πρόσφυγα -και όχι η αθλιότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης- γεννάει τον ρατσισμό, αδυνατούμε να βρούμε λύσεις, βυθίζοντας όλες τις πλευρές στην οργή και την απόγνωση.

Η περίπτωση των νησιών στην Ελλάδα έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που θα λέγαμε παράδειγμα με επιστημονικούς όρους. Οι συνθήκες εγκατάλειψης και εξευτελισμού των προσφύγων εκεί, μέσα, μάλιστα, από ένα ζοφερό πλέγμα δήθεν νομιμότητας, εξαιρέσεων που διαλύουν κάθε κανόνα, αφόρητων διοικητικών πρακτικών κ.ο.κ., έχουν πυροδοτήσει τις αντιδράσεις κατοίκων, των ίδιων, δηλαδή, ανθρώπων που επί μήνες είχαν εμπλακεί ενεργά στη στήριξη του προσφυγικού πληθυσμού, επιδεικνύοντας πρωτόγνωρη αλληλεγγύη. Ετσι, όσους κατοίκους αντιδρούν σήμερα στα νησιά τούς αποδίδουμε συλλήβδην, αυτάρεσκα και απροβλημάτιστα στην ακροδεξιά και ταυτόχρονα διαπαιδαγωγούμε μια ολόκληρη κοινωνία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στους περιορισμούς μετακίνησης, στην πλήρη στέρηση προσωπικής ασφάλειας κ.ο.κ.

Οσο, λοιπόν, βγάζουμε τους εαυτούς μας από το κάδρο, θεωρώντας ότι η ακροδεξιά είναι μια άυλη, αφηρημένη έννοια ή μια νόσος των «κατώτερων» κοινωνικών τάξεων, θα κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου και θα κοιτάμε διαρκώς άναυδοι τις ειδήσεις.

Στη περίφημη «Τέχνη του Πολέμου» (εκδόσεις Οξύ, μτφρ.: Ε. Καλλιφατίδου), στο κεφάλαιο για την τέχνη της προσαρμογής ο Σουν Τζου γράφει: «Ο κανόνας των στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι να μην βασίζεσαι στο ότι δεν θα έρθουν οι αντίπαλοι, αλλά να βασίζεσαι στο ότι έχεις τρόπους να τους αντιμετωπίσεις. Να μην βασίζεσαι στο ότι οι αντίπαλοι δεν θα επιτεθούν, αλλά να βασίζεσαι στο ότι έχεις αυτό στο οποίο δεν μπορούν να επιτεθούν». Προϋπόθεση, βεβαίως, όλων αυτών είναι να ξέρεις ποιος είναι ο αντίπαλος.

 

Κλειώ Παπαπαντολέων, 

Δικηγόρος, Πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

 

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 08/10/2017

Μέλος

Newsletter